Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αντάλλαγμα
αντάλλαγμα,
το, ουσ.
[<αρχ. ἀντάλλαγμα], το αντάλλαγμα· οτιδήποτε προέρχεται από αμοιβαία
ανταλλαγή: «λίγο πριν φύγει για την ξενιτιά του ’δωσα το ρολόι μου να με
θυμάται, κι αυτός σε αντάλλαγμα μου ’δωσε το χρυσό του σταυρουδάκι»·
- δεν
έχει αντάλλαγμα, (για πρόσωπα ή πράγματα) έχει τέτοια αξία, που είναι
αναντικατάστατος: «αυτός ο πίνακας δεν έχει αντάλλαγμα για μένα, γιατί είναι
οικογενειακό κειμήλιο». (Λαϊκό τραγούδι: μα η δική μου η καρδιά δεν έχει
αντάλλαγμα, όπου Γιώργος και μάλαμα!).