Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ανθρωποφάγος
ανθρωποφάγος, ο, ουσ. [αρσ. του επιθ. ανθρωποφάγος], ο ανθρωποφάγος· αυτός που είναι σκληρός, στυγνός, θηριώδης, που προκειμένου να επικρατήσει στην κοινωνία δε διστάζει να εκμηδενίσει τους συνανθρώπους του, να πατήσει επί πτωμάτων: «μη δανειστείς απ’ αυτόν τον ανθρωποφάγο λεφτά, γιατί μετά θα σου ρουφήξει το μεδούλι». Συνών. κανίβαλος (1).