Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ανθρωπιά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ανθρωπιά, η, ουσ. [άνθρωπος + κατάλ. -ιά], η ανθρωπιά·
- της ανθρωπιάς, οτιδήποτε ταιριάζει σε άνθρωπο, που είναι αρκετά καλό, που είναι ευπρεπισμένο και για το λόγο αυτό που είναι κατάλληλο να χρησιμοποιηθεί: «φόρεσε κι αυτός ένα ρούχο της ανθρωπιάς». Συνών. της προκοπής.