Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ανθρωπάριο
ανθρωπάριο, το, ουσ. [<αρχ. ἀνθρωπάριον <ἄνθρωπος]. 1. (υποτιμητικά ή επιτιμητικά) άνθρωπος χωρίς γνώμη και αξιοπρέπεια, ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «σε τέτοιο ανθρωπάριο σαν και του λόγου σου ούτε να φτύσει δεν καταδέχεται κανείς». 2. χαϊδευτικός χαρακτηρισμός μικρού παιδιού: «για δες το ανθρωπάριο που βιάζεται να μεγαλώσει!».