ανησυχία
ανησυχία,
η, ουσ.
[<μσν. ἀνησυχία], η ανησυχία. 1α. στον πλ. οι ανησυχίες, το έντονο
ενδιαφέρον, η έντονη τάση για αναζητήσεις, ιδίως στο χώρο των γραμμάτων και των
τεχνών: «από μικρός είχε πνευματικές ανησυχίες || τον τελευταίο καιρό
παρουσιάζει καλλιτεχνικές ανησυχίες». β. το έντονο ενδιαφέρον, ιδίως
νεαρού ατόμου, για τα σεξουαλικά: «βλέπεις, έγινε παλικαράκι ο γιος του κι
άρχισε να ’χει σεξουαλικές ανησυχίες». 2. αδιαθεσία, δυσφορία: «μας
ανησύχησε το βράδυ, γιατί είχε ανησυχίες λόγω του υψηλού πυρετού που παρουσίασε
|| έφαγε τόσο πολύ, που όλο το βράδυ έπαιρνε ζαντάκ, γιατί είχε ανησυχίες στο
στομάχι του»·
- διασκεδάζω
τις ανησυχίες του, προσπαθώ με ευχάριστη κουβέντα να διαλύσω την ψυχική του
αναστάτωση, να τον κάνω να πάψει να ανησυχεί: «φοβάται πως έπαθαν κάτι τα
παιδιά του, επειδή άργησαν να επιστρέψουν απ’ την εκδρομή τους, κι εγώ προσπαθώ
να διασκεδάσω τις ανησυχίες του».