Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ανεψιός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ανεψιός, ο κ. ανιψιός, ο, θηλ. ανεψιά κ. ανιψιά, η, ουσ. [<αρχ. ἀνεψιός], ο ανεψιός. α. (ειρωνικά) ο ερωμένος, ο εραστής, ενεργητικός ή παθητικός ιερωμένου, ιδίως δεσπότη: «μας τον συστήνει σαν ανεψιό, αλλά όλοι ξέρουμε τι ρόλο παίζει ο πιτσιρικάς». β. το θηλ. (ειρωνικά) η ερωμένη ιερωμένου, ιδίως δεσπότη: «κάθε τόσο πηγαίνει και τον επισκέπτεται η ανεψιά του». Από το ότι πολλές φορές, για τα μάτια του κόσμου, παρουσιάζεται η ερωμένη ως ανεψιά. Πρβλ.: δεσπότης δίχως ανιψιά, δούλα χωρίς προστάτη, χήρα δίχως ξάδερφο σαν δύσκολο κομμάτι. Υποκορ. ανεψούλης κ. ανιψούλης, ο κ. ανεψούλα κ. ανιψούλα, η.