Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ανεμορούφουλας

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ανεμορούφουλας, ο, ουσ. [<άνεμος + ρούφουλας]. 1. ο ανεμοστρόβιλος: «ο ανεμορούφουλας δεν άφησε τίποτα όρθιο στο πέρασμά του». 2 αυτός που επιφέρει σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό, μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη σύγχυση και φασαρία από θυμό, αλλά και από κέφι: «κάθε φορά που μπαίνει αυτός ο ανεμορούφουλας μέσα στο μαγαζί, όλο και με κάποιον αρπάζεται || ευτυχώς που έχουμε κι αυτόν τον ανεμορούφουλα στην παρέα μας, γιατί με τις φωνές και τα καλαμπούρια του δημιουργεί κέφι».