Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αναφορά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αναφορά, η, ουσ. [<αρχ. ἀναφορά], η αναφορά. 1. (στη γλώσσα του στρατού) ανακοίνωση ενδιαφέροντος γεγονότος στον αρμόδιο ανώτερο ή ανακοίνωση παραπτώματος κατώτερου σε ανώτερο από κάποιον. 2. πρωινή συγκέντρωση των στρατιωτών ενός στρατοπέδου για να εξακριβωθεί αν όλοι είναι παρόντες: «στην αναφορά έλειπαν δυο στρατιώτες, που ήταν αδικαιολόγητοι»·
- αναφορά θα σου δώσω; ή αναφορά θα σου δώσουμε; δεν υπάρχει κανένας λόγος να σου πω τα όσα έγιναν ή ειπώθηκαν ή δεν υπάρχει κανένας λόγος να σου πω πώς θα ενεργήσω: «τι είπατε χτες, που ήσασταν όλοι μαζεμένοι; -Αναφορά θα σου δώσω; || τι θα κάνεις από δω και πέρα; -Αναφορά θα σου δώσω;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το γιατί. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Από τη γλώσσα του στρατού, όπου κάποιος κατώτερος ανακοινώνει στον αρμόδιο ανώτερό του αυτά που είναι απαραίτητο να μάθει·
- βαράω αναφορά, σημαίνω, προσκαλώ σε συνάθροιση: «βάρα αναφορά στο προσωπικό, γιατί, όπου να ’ναι, έρχεται ο καινούριος διευθυντής». Από τη γλώσσα του στρατού, όταν την πρωινή συγκέντρωση των στρατιωτών αναγγέλλει (βαράει) ο σαλπιγκτής με τη σάλπιγγά του·
- βγαίνω (στην) αναφορά, (στη γλώσσα του στρατού) παρουσιάζομαι ιεραρχικά στην πρωινή συγκέντρωση για να ζητήσω άδεια ή για να παραπονεθώ για κάτι: «ο τάδε βγήκε στην αναφορά και ζήτησε φοιτητική άδεια». (Λαϊκό τραγούδι: μείνε κοντά μου απόψε έστω για μια φορά και το πρωί, λεβέντη μου, βγες στην αναφορά
- δε δίνει αναφορά σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν αναφορά, α. ενεργεί αυθαίρετα: «μπορεί και κάνει ό,τι θέλει και δε δίνει αναφορά σε κανέναν, γιατί είναι ο γιος τ’ αφεντικού μας». β. δε λογοδοτεί σε κανέναν για τις πράξεις του: «έχει τέτοια θέση στην επιχείρηση, που δε δίνει αναφορά σε κανέναν»·
- δίνω αναφορά, α. αναφέρω λεπτομερειακά σε κάποιον κάτι, ιδίως με καταδοτική διάθεση: «πρόσεχε τι λες, όταν βρίσκεται στην παρέα μας ο τάδε, γιατί μετά πηγαίνει και δίνει αναφορά  στον διευθυντή». Από τη γλώσσα του στρατού, όταν κάποιος κατώτερος αναφέρει στον αρμόδιο ανώτερό του αυτά που είναι απαραίτητο να μάθει. β. λογοδοτώ, απολογούμαι για κάτι: «έρχεται κάποτε η μέρα που όλοι δίνουμε αναφορά για τις πράξεις μας»·
- κάνω αναφορά, κάνω λόγο για κάποιον ή για κάτι, αναφέρω: «μια και μιλάμε γι’ αυτό το θέμα, θέλω με την ευκαιρία να  κάνω αναφορά και στο εξής»·
- με βγάζει (στην) αναφορά, (στη γλώσσα του στρατού) κάποιος, ιδίως ανώτερός μου, με παρουσιάζει στον αρμόδιο ανώτερο της πρωινής συγκέντρωσης των στρατιωτών, για να ζητήσω άδεια ή για να λογοδοτήσω για κάτι ή για να τιμωρηθώ: «ο αξιωματικός μου μ’ έβγαλε αναφορά, για να ζητήσω φοιτητική άδεια || ο αξιωματικός μου μ’ έβγαλε στην αναφορά, γιατί με τσάκωσε να κάνω λούφα»·
- μου κάνει αναφορά, (στη γλώσσα του στρατού) κάποιος, ιδίως ανώτερός μου, με παρουσιάζει στον αρμόδιο ανώτερο της πρωινής συγκέντρωσης των στρατιωτών, ιδίως για να τιμωρηθώ για κάποιο παράπτωμά μου: «μου ’κανε αναφορά ο τάδε, γιατί δεν υπάκουσα στις διαταγές του»·
- παίρνω αναφορά, ακούω τα όσα μου αναφέρει κάποιος λεπτομερειακά, ιδίως με καταδοτική διάθεση: «ο διευθυντής έχει τον τάδε στο γραφείο του και παίρνει αναφορά για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά την απουσία του». Από τη γλώσσα του στρατού·
- χτυπώ αναφορά, βλ. συνηθέστ. βαράω αναφορά.