Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ανατροπή
ανατροπή,
η, ουσ. [<αρχ.
ἀνατροπή], η ανατροπή·
-
ολική ανατροπή, (ιδίως
για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) λέγεται στην περίπτωση που, αν και χάνει μια ομάδα,
στο τέλος όχι μόνο ισοφαρίζει αλλά αναδεικνύεται και νικήτρια: «δέκα λεπτά πριν
τελειώσει το ματς η ομάδα μας έχανε με 2-0, όμως στο τέλος πέτυχε την ολική
ανατροπή και νικήσαμε 3-2».