Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ανασαίνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ανασαίνω, ρ. [<μσν. ἀνασαίνω <ἀνεσαίνω, από το ουσ. + ἄνεσις], ανασαίνω. 1α. ανακουφίζομαι ψυχικά, ησυχάζω, ηρεμώ ύστερα από διάφορες πιεστικές καταστάσεις: «πάντρεψα τη μικρή μου κόρη, αλλά, μόνο αν παντρέψω και τη μεγάλη μου κόρη, θ’ ανασάνω». (Λαϊκό τραγούδι: μακριά σου ένα χρόνο δεν ανάσανα, δεν αντέχω σ’ άλλο πόνο σ’ άλλα βάσανα). β. ξελαφρώνω οικονομικά: «μόνο αν ξοφλήσω στην τράπεζα τις δόσεις του δανείου, θ’ ανασάνω». 2. διακόπτω προσωρινά αυτό που κάνω για να ξεκουραστώ, ξαποσταίνω, ξεκουράζομαι για λίγο: «στάσου, ρε παιδάκι μου, ν’ ανασάνω λίγο και συνεχίζουμε πάλι».