Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ανακατωσούρα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ανακατωσούρα, η, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. ανακατώνω + κατάλ. -ούρα]. 1. μεγάλη ακαταστασία, μεγάλο μπέρδεμα: «είχε τέτοια ανακατωσούρα το γραφείο του, που έκανε τρεις μέρες να το φέρει σε μια τάξη». 2. μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναστάτωση, που προέρχεται από πλήθος κόσμου: «έγινε τέτοια ανακατωσούρα, όταν πιάστηκαν οι δυο παρέες στα χέρια, που όλη τη νύχτα η γειτονιά ήταν στο πόδι». 3. δυσάρεστη στομαχική διαταραχή, τάση προς εμετό: «έχω τέτοια ανακατωσούρα στο στομάχι , που θα κάνω δυο μέρες να ξαναφάω». 4. αποστροφή, απέχθεια: «τι ανακατωσούρα νιώθω, όταν βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, δε λέγεται!».