Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αναγνώριση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αναγνώριση, η, ουσ. [<αρχ. ἀναγνώρισις], η αναγνώριση·
- κάνω αναγνώριση ή κάνω αναγνώριση εδάφους, α. εξετάζω κάποια κατάσταση για να εκτιμήσω αν έχω τη δυνατότητα, την πιθανότητα να εφαρμόσω το σχέδιό μου: «εδώ και μέρες κάνω αναγνώριση εδάφους για να δω αν με συμφέρει να συνεταιριστώ μαζί του». β.ακουμπώ επιτήδεια κάποια γυναίκα με τον αγκώνα μου ή την αγγίζω με το πόδι μου κάτω από το τραπέζι για να καταλάβω τις διαθέσεις της απέναντί μου. Αν η γυναίκα τραβηχτεί, είναι δείγμα πως δεν ανταποκρίνεται στις προθέσεις μου, αν όχι, είναι δείγμα πως τα θέλει. Από τη στρατιωτική γλώσσα.