Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ανίκανος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ανίκανος, -η, -ο, επίθ. [<μτγν. ἀνίκανος], ανίκανος. 1α. που είναι σωματικά ή πνευματικά ανάπηρος: «σήκω από τη θέση σου να καθίσει ο άνθρωπος, δε βλέπεις που είναι ανίκανος;». β. που δεν έχει τη δυνατότητα ή την ικανότητα  να φέρει σε πέρας κάτι: «μην του αναθέσεις καμιά δουλειά, γιατί είναι εντελώς ανίκανος». 2α. το αρσ. ως ουσ. ο ανίκανος, άντρας που δεν μπορεί να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη λόγω σωματικής ατέλειας ή ψυχολογικών προβλημάτων: «ποια να τον παντρευτεί, αφού είναι ανίκανος ο άνθρωπος!». β. νέος ακατάλληλος να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία λόγω σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας. 3. ως επιφών. ανίκανε! λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά σε άτομο που δεν κατάφερε να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή υπόθεση που του αναθέσαμε·
- ανίκανος είσαι; α. ειρωνική ή επιτιμητική παρατήρηση σε κάποιον που, ενώ είναι δυνατός και υγιής, μας ζητάει να τον βοηθήσουμε, ιδίως σε μια μεταφορά, που όμως αντιλαμβανόμαστε, πως μπορεί να την πραγματοποιήσει και χωρίς τη βοήθειά μας. β. ειρωνική ή επιτιμητική παρατήρηση σε κάποιον που, ενώ είναι δυνατός και υγιής, αρνείται να εργαστεί. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το γιατί·
- με βγάζουν ανίκανο, με κρίνουν ακατάλληλο να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία λόγω σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας: «μ’ έβγαλαν ανίκανο να υπηρετήσω, γιατί πάσχω από καρδιά». Παλιότερα κάτι τέτοιο θεωρούνταν υποτιμητικό, ενώ σήμερα αρκετοί στρατεύσιμοι εφευρίσκουν διάφορους λόγους, ιδίως ψυχολογικούς ή υποστηρίζουν πως είναι χρήστες ναρκωτικών, για να τους βγάλουν ανίκανους, γεγονός που θεωρείται εξυπνάδα.