Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ανάσα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ανάσα, η, ουσ. [<ανασαίνω], η ανάσα. 1. οτιδήποτε θεωρούμε πολύτιμο στη ζωή μας. (Τραγούδι: σώμα και ψυχή μου, ανάσα πρωινή μου, πόσο σ’ αγαπώ). 2. η ανακούφιση: «τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης ήταν μια ανάσα για τους χαμηλόμισθους»· βλ. και λ. αναπνοή. (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- ανάσα μου! προσφώνηση σε λατρευτό μας πρόσωπο με έντονη συναισθηματική φόρτιση. (Λαϊκό τραγούδι: φεύγεις στα ξένα, φεύγεις, παιδί μου, φεύγεις, ανάσα μου, φεύγεις, πνοή μου
- βαστώ την ανάσα μου, βλ. φρ. βαστώ την αναπνοή μου, λ. αναπνοή·
- βρίσκεται μια ανάσα από…, βλ. φρ. είναι μια ανάσα από(…)·
- δε θέλω ανάσα, βλ. φρ. δε θέλω ν’ ακούγεται ανάσα·
- δε θέλω ν’ ακούγεται ανάσα, απαγορεύω και τον παραμικρό θόρυβο, απαιτώ απόλυτη ησυχία: «όση ώρα θα λείπω απ’ την αίθουσα, δε θέλω ν’ ακούγεται ανάσα»·
- δεν ακούγεται ανάσα, επικρατεί απόλυτη ησυχία: «όση ώρα μιλούσε ο πρόεδρος, δεν ακουγόταν ανάσα». Συνών. δεν ακούγεται αναπνοή / δεν ακούγεται άχνα / δεν ακούγεται κιχ / δεν ακούγεται μιλιά / δεν ακούγεται τσικ / δεν ακούγεται τσιμουδιά·
- δεν παίρνω ανάσα ή δεν προλαβαίνω να πάρω ανάσα, βλ. φρ. δεν παίρνω αναπνοή, λ. αναπνοή·
- δεν πήρα ανάσα, βλ. φρ. δεν πήρα αναπνοή, λ. αναπνοή·   
- δίχως ανάσα, βλ. φρ. δίχως αναπνοή, λ. αναπνοή·
- είναι μια ανάσα από…, α. πρόκειται για πολύ κοντινή απόσταση: «θα πάμε με τα πόδια στο σπίτι μου, γιατί είναι μια ανάσα από δω που βρισκόμαστε». β. είναι πολύ κοντά σε κάτι: «η δουλειά είναι μια ανάσα απ’ το τέλος»·
- κόπηκε η ανάσα μου ή μου κόπηκε η ανάσα, βλ. φρ. κόπηκε η αναπνοή μου, λ. αναπνοή·
- κρατώ την ανάσα μου, βλ. φρ. κρατώ την αναπνοή μου·
- με κομμένη ανάσα ή με κομμένη την ανάσα, α. με μεγάλη αγωνία: «μόλις έμαθε για το δυστύχημα που είχε γίνει στην εθνική, περίμενε με κομμένη ανάσα να γυρίσουν τα παιδιά του στο σπίτι». β. με μεγάλο φόβο: «μόλις τον είδε να ’ρχεται αγριεμένος κατ’ απάνω του, πήγε και κρύφτηκε με κομμένη την ανάσα»·
- με μια ανάσα, βλ. φρ. δίχως ανάσα·
- νιώθω πίσω μου την ανάσα (κάποιου), (για δρομείς ή για βαθμολογία αθλητικών ομάδων) με πλησίασε πάρα πολύ, σχεδόν με έφτασε: «μόλις οι δρομείς μπήκαν στην τελευταία στροφή, ο δρομέας που προπορευόταν ένιωσε πίσω του την ανάσα του δρομέα που ακολουθούσε || με την ήττα της Κυριακής μειώθηκε η διαφορά που υπήρχε στη βαθμολογία, και η ομάδα μας ένιωσε πίσω της την ανάσα της ομάδας που ακολουθούσε». Πολλές φορές, μετά το πίσω μου, ακούγεται για μεγαλύτερη έμφαση το καυτή·
- παίρνω ανάσα, α. ανακουφίζομαι ψυχικά, ησυχάζω, ηρεμώ από διάφορες πιεστικές καταστάσεις: «πήρε ανάσα ο άνθρωπος απ’ τη στιγμή που πάντρεψε την κόρη του, γιατί φοβόταν πως θα μείνει γεροντοκόρη». (Λαϊκό τραγούδι: και πριν χαράξει η αυγή και πριν ο ήλιος καλοβγεί τον στόλισαν στην κάσα, τον κλαίει Τσεσμές και Αϊβαλί τον μπάρμπα μου τον Παναή πήρε η Τουρκιά ανάσα). β. ανακουφίζομαι, ξελαφρώνω οικονομικά: «μόνο αν ξοφλήσω τις δόσεις του δανείου μου στην τράπεζα, θα πάρω ανάσα». γ. διακόπτω προσωρινά αυτό που κάνω για να ξεκουραστώ, ξαποσταίνω, ξεκουράζομαι για λίγο: «στάσου και λίγο, ρε παιδάκι μου, να πάρω ανάσα, γιατί με ξεθέωσες στο περπάτημα!»·
- παίρνω βαθιά ανάσα, α. νιώθω μεγάλη ψυχική ανακούφιση, ησυχάζω, ηρεμώ εντελώς από διάφορες πιεστικές καταστάσεις: «μόλις έγινε γνωστό πως δεν ήταν τα παιδιά του ανάμεσα στους τραυματίες του πούλμαν, πήρε βαθιά ανάσα». β. ανακουφίζομαι, ξελαφρώνω οικονομικά σε ικανοποιητικό βαθμό: «απ’ τη στιγμή που ξόφλησα όλες τις δόσεις του δανείου μου στην τράπεζα, πήρα βαθιά ανάσα». γ. ξεκουράζομαι ικανοποιητικά: «αφού κάθισα για ένα διάστημα και πήρα βαθιά ανάσα, συνέχισα την εργασία μου»·
- χωρίς ανάσα, βλ. φρ. δίχως ανάσα.

αναπνοή

αναπνοή, η, ουσ. [<αρχ. ἀναπνοή], η αναπνοή· οτιδήποτε θεωρούμε πολύτιμο στη ζωή μας. (Λαϊκό τραγούδι: είσαι η ζωή μου, η αναπνοή μου, μ’ άναψες φωτιά μέσα στην καρδιά, δεν αντέχω πια)· βλ. και λ. ανάσα·
- βαστώ την αναπνοή μου, βλ. φρ. κρατώ την αναπνοή μου·
- δεν ακούγεται αναπνοή, επικρατεί απόλυτη ησυχία: «όταν κοιμάται ο πατέρας, δεν ακούγεται αναπνοή στο σπίτι». Συνών. δεν ακούγεται ανάσα / δεν ακούγεται άχνα / δεν ακούγεται κιχ / δεν ακούγεται μιλιά / δεν ακούγεται τσικ / δεν ακούγεται τσιμουδιά·
- δεν παίρνω αναπνοή ή δεν προλαβαίνω να πάρω αναπνοή, ασχολούμαι εντατικά με κάτι, δουλεύω χωρίς διακοπή, χωρίς σταματημό: «τον τελευταίο καιρό έχω τόση δουλειά, που δεν προλαβαίνω να πάρω αναπνοή»·
- δεν πήρα αναπνοή, βρισκόμουν σε συνεχή κίνηση, σε συνεχή ενεργητικότητα, δε σταμάτησα καθόλου να ενεργώ: «είχα τόσα πολλά τρεξίματα σήμερα, που δεν πήρα αναπνοή»·
- δίχως αναπνοή, α. χωρίς σταματημό, αδιάκοπα: «δούλευε δίχως αναπνοή απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ». β. μονορούφι, απνευστί: «ήπιε το ποτήρι δίχως αναπνοή». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τα χέρια μου σε παίρνουν και στα χείλη μου μου φέρνουν το πικρότερο ποτήρι και να το πιω δίχως αναπνοή
- κόπηκε η αναπνοή μου ή μου κόπηκε η αναπνοή, α. ένιωσα ξαφνικό φόβο ή τρόμο: «μόλις τον είδα να τραβάει μαχαίρι, κόπηκε η αναπνοή μου». β. δεν μπορώ να πάρω αναπνοή από υπερβολική κούραση: «μια στιγμή να ξεκουραστούμε, γιατί μου κόπηκε η αναπνοή»·
- κρατώ την αναπνοή μου, περιμένω από στιγμή σε στιγμή να ακούσω κάτι το εντυπωσιακό ή το συνταρακτικό, και για το λόγο αυτόν έχω όλες μου τις αισθήσεις τεντωμένες τόσο, που φαίνεται σαν να μην αναπνέω: «ήταν έτοιμος ν’ αρχίσει τις αποκαλύψεις κι εγώ κρατούσα την αναπνοή μου περιμένοντας»·
- με μια αναπνοή, βλ. φρ. δίχως αναπνοή·
- παίρνω αναπνοή, βλ. φρ. παίρνω ανάσα, λ. ανάσα·
- παίρνω βαθιά αναπνοή, βλ. φρ. παίρνω βαθιά ανάσα, λ. ανάσα·
- πιάστηκε η αναπνοή μου ή μου πιάστηκε η αναπνοή, βλ. φρ. κόπηκε η αναπνοή μου·
- σε απόσταση αναπνοής, βλ. λ. απόσταση·
- χωρίς αναπνοή, βλ. φρ. δίχως αναπνοή.