Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αμέσως

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αμέσως, επίρρ. [του επιθ. άμεσος <αρχ. ἄμεσος]. 1. πάρα πολύ γρήγορα, αυτή την ίδια τη στιγμή: «έλα εδώ αμέσως || φύγε αμέσως || μόλις σου δώσουν τα λεφτά, πάρ’ τα αμέσως». 2α. ως επιφώνημα, δηλώνει μεγάλη προθυμία του ομιλητή να ικανοποιήσει την επιθυμία ή να εκτελέσει την παραγγελία κάποιου: «δώσε μου δέκα χιλιάρικα. -Αμέσως! || φέρε μου ένα ποτήρι κρύο νερό. -Αμέσως!». β. πολλές φορές, ο ομιλητής δηλώνει ειρωνική άρνηση. Στην περίπτωση αυτή προτάσσεται το πώς: «δώσε μου δέκα χιλιάρικα. -Πώς, αμέσως! || φέρε μου ένα ποτήρι κρύο νερό. -Πώς, αμέσως!». Σε περίπτωση γκαρσονιού, ακούγεται στον τύπο αμεσώις! με τονισμένο έντονα το ω και με μακρόσυρτη φωνή. Συνών. εφτασέει(!).
- αρπάζει αμέσως φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- παίρνει αμέσως φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- πιάνει αμέσως φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- τ’ αρπάζει αμέσως, βλ. λ. αρπάζω·
- το πιάνει αμέσως, βλ. λ. πιάνω.   

πιάνω

πιάνω, ρ. [<μτγν. πιάνω, από το ἐπίασα, αόρ. του δωρ. ρ. πιάζω <πιέζω], πιάνω. 1. συγκρατώ: «έπιασε τα μαλλιά της κότσο για να μην την ενοχλούν». 2. εισπράττω, κερδίζω χρήματα: «πιάσε τώρα αυτά τα λεφτά και για τα υπόλοιπα βλέπουμε || όσα και να έπιανα, δε θα την έκανα αυτή τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: εξήλωσε η φόδρα μου κι η τσέπη μου έχει αδειάσει, καιρό μες το μπατίρημα ψιλή δεν έχω πιάσει). 3. συλλαμβάνω, τσακώνω: «τον έπιασαν την ώρα που προσπαθούσε να την κοπανήσει απ’ την πίσω πόρτα». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν πεις και για τους φίλους μου, που αγάπησα σαν ρόιδο, όποτε κι αν με πιάσανε,μου κάναν το κορόιδο). 4. παίρνω κάποιον ιδιαιτέρως να του μιλήσω, ιδίως να τον συμβουλέψω ή να του ζητήσω κάποια εξυπηρέτηση: «πιάσ’ τον, ρε παιδάκι μου, και πέσ’ του δυο σωστές κουβέντες, γιατί έτσι όπως πάει θα καταστραφεί || θα πάω να πιάσω τον καθηγητή του, μήπως τον σπρώξει και το πάρει το απολυτήριο». 5. προλαβαίνω, προφταίνω: «έτρεχε σαν τρελός και, παρότι είχαμε φύγει μισή ώρα πιο μπροστά, μας έπιασε έξω απ’ τη Λάρισα». 6. καταλαμβάνω: «το χωριό μου δεν το πιάσανε οι Γερμανοί». 7. κάθομαι: «γιατί έπιασες εκείνη τη θέση μακριά από μας;». (Λαϊκό τραγούδι: φίλε που πιάνεις τη γωνιά και μόνος σου τα πίνεις, άραγε τι σε τυραννά και τι φαρμάκια πίνεις;). 8. νοικιάζω, εγκαθίσταμαι: «τώρα που αποκτήσαμε και δεύτερο παιδί, λέμε να πιάσουμε ένα μεγαλύτερο σπίτι». 9. κρατώ, καπαρώνω: «πιάσε καμιά θέση μπροστά για να βλέπουμε καλύτερα την παράσταση». 10. ράβω πρόχειρα, βιαστικά: «επειδή βιαζόμουν, μ’ έπιασε η μάνα μου τάκα τάκα το κουμπί χωρίς να βγάλω το πουκάμισό μου κι έφυγα». 11. προχωρώ σε μια κατεύθυνση, ακολουθώ μια πορεία: «έπιασε το χωματόδρομο δίπλα απ’ το γκρεμό και κατέβηκε στον κάμπο». 12. υπολογίζω κάτι σ’ ένα σύνολο, συνυπολογίζω: «αγόρασε τώρα ό,τι θέλεις και θα το πιάσω στο γενικό λογαριασμό». 13. πετυχαίνω, προκόβω, ανεβαίνω οικονομικά, κοινωνικά ή καλλιτεχνικά: «έπιασε με την πρώτη δουλειά που έκανε || έπιασε με το πρώτο βιβλίο που έγραψε». 14. συνδέομαι τηλεφωνικά με κάποιον: «προσπάθησε να πιάσεις τον τάδε, που θέλω κάτι να του πω, γιατί το δικό μου τηλέφωνο έχει κάποιο πρόβλημα». 15. (για γυναίκες) μένω έγκυος, συλλαμβάνω: «είναι τόσο καρπερή η γυναίκα μου, που μια φορά δεν πρόλαβα κι εγώ να τραβηχτώ κι έπιασε». 16. (για αρρώστιες ή φυσικές αντιδράσεις οργανισμού) με καταλαμβάνει, παρουσιάζω τα συμπτώματα: «κάθε φθινόπωρο με πιάνουν οι αμυγδαλές μου || δεν κάθομαι πολύ στον ήλιο, γιατί με πιάνει αμέσως». 17. (για φαγητά) αρχίζω να καίγομαι, κολλώ στο μαγειρικό σκεύος: «ξεχάστηκε στην τηλεόραση κι έπιασε το πιλάφι». 18. (για φυσικά φαινόμενα) εκδηλώνομαι: «έπιασε κρύο || έπιασε βροχή». (Λαϊκό τραγούδι: κίνησα πρωί για να ’ρθω, μ’ έπιασε ψιλή βροχή, ας ερχόσουνα βρε, μάγκα, κι ας γινόσουνα παπί). 19. (για φυτά) ριζώνω: «δεν έπιασε η καινούρια τριανταφυλλιά που φύτεψα». 20. (για μαγαζιά ή επιχειρήσεις) πηγαίνει πολύ καλά, έχει κίνηση, πελατεία, είναι ανθηρή: «στην αρχή δεν πάταγε κανείς στο μαγαζί του, αλλά ήταν πολύ καλός στις δημόσιες σχέσεις και τώρα έπιασε γερά». 21. έχω πέραση, γίνομαι πιστευτός, αποδεκτός: «δεν πιάνουν εδώ οι ψευτιές σου || στην αρχή έκανε τα τρελά του, αλλά, μόλις είδε πώς δεν έπιανε εδώ το στιλάκι του, σοβαρεύτηκε». 22. (για εμπορεύματα) παρουσιάζω ζωηρή κίνηση, ζωηρή ζήτηση: «αυτό το είδος έπιασε αμέσως στην αγορά». 23.  (για τάβλι) τοποθετώ πούλι μου πάνω σε πούλι του αντιπάλου μου, ώστε να μην μπορεί να παίξει με αυτό, μέχρι να το ελευθερώσω: «όπως εξελίχθηκε το παιχνίδι, κάθε πούλι σου που θα μένει μονό, θα το πιάνω». 24. (για ψαράδες) ψαρεύω: «βγήκε πολύ πρωί για ψάρεμα κι έπιασε ένα σωρό ψάρια». (Λαϊκό τραγούδι: πιάνει σαυρίδια και κολιούς, γόπες και παλαμίδα, είν’ το πιο ’μορφο γρι-γρι, του καπετάνιου Δήμα). 25. στο γ΄ εν. πρόσ. του ενεστ. πιάνει και του αορ. έπιασε, φέρνει, έφερε αποτέλεσμα κάτι, λειτουργεί, λειτούργησε προς το συμφέρον μας κάτι, συνήθως ενέργεια, που τις πιο πολλές φορές είναι παραπλανητική: «αν πας και του κλαφτείς πιάνει και θα σου δώσει τα λεφτά που σου χρειάζονται, γιατί είναι καλός άνθρωπος || βαριόμουν να δουλέψω και τ’ αφεντικό μου ’δωσε άδεια, γιατί έκανα τον άρρωστο κι έπιασε». 26α. στην προστακτ. αορ. πιάσε, δώσε μου, φέρε μου: «πιάσε μου ένα ποτήρι παγωμένο νερό || πάρε αυτά τα λεφτά και πιάσε μου έναν αναπτήρα». (Λαϊκό τραγούδι: πιάσε τα βαριά τσιγάρα μου, μάνα μου, για να σβήσω τη λαχτάρα μου, με κυνηγάει η κατάρα μου). β. πάρε: «πιάσε τώρα αυτά τα λεφτά και στο τέλος της βδομάδας σου δίνω και τα υπόλοιπα που σου χρωστάω». (Λαϊκό τραγούδι: πιάσε δυο δράμια προυσαλιό και πέντε μυρωδάτο και δώσε να φουμάρουνε τ’ αδέρφια εκεί κάτω). (Ακολουθούν 430 φρ.)·
- αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια, βλ. λ. πόδι·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια, βλ. λ. κώλος·
- αν δε ρίξεις την πετονιά, δεν πιάνεις ψάρι, βλ. λ. πετονιά·
- αν μπορείς, πιάσ’ του τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- ανάγκη και κόψιμο να σε πιάσει! βλ. λ. ανάγκη·
- απ’ όπου κι αν τον πιάσεις, βρομάει ή απ’ όπου κι αν τον πιάσεις, λερώνεσαι, είναι μεγάλος απατεώνας, μεγάλο κάθαρμα: «στο ’πα χίλιες φορές, μην κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, απ’ όπου κι αν τον πιάσεις, λερώνεσαι»·
- απ’ τη μύτη να τον πιάσεις, θα σκάσει, βλ. λ. μύτη·
- αυτά δεν πιάνουν σε μας ή αυτά δεν πιάνουν σε μένα, βλ. λ. αυτός·
- αχλάδια πιάνουν τα χέρια σου; βλ. λ. αχλάδι·
- γάτα που κοιμάται, ποντικούς δεν πιάνει, βλ. λ. γάτα·
- γιατί, για έξυπνο θα σε πιάσουμε; βλ. λ. έξυπνος·
- γιατί, για όμορφο θα σε πιάσουμε; βλ. λ. όμορφος·
- γιατί, θα σε πιάσω πόρτα για το χειμώνα; βλ. λ. πόρτα·
- δε θα τον πιάσω στα χέρια μου! βλ. λ. χέρι·
- δε με πιάνει (κάτι), α. δε με επηρεάζει: «η φωνάζεις, γιατί δε με πιάνει η φοβέρα σου». (Λαϊκό τραγούδι: το σκαλοπάτι σου, να ξέρεις, μου ’χει κάνει με τα ξενύχτια το κεφάλι μου βαρεί· ούτε το κρύο, που σε σκέφτομαι, με πιάνει και η βροχή να με λυγίσει δεν μπορεί). β. (για τροφές) δεν επενεργεί θρεπτικά στον οργανισμό μου: «είμαι δυο μέτρα άντρας και δε με πιάνει τόσο λίγο φαγητό»·
- δε με πιάνει κανένας, α. βρίσκομαι σε μεγάλη ψυχική ευφορία: «απ’ τη μέρα που τα ’φτιαξα με την τάδε δε με πιάνει κανένας». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι ανεβασμένος κανένας δε με πιάνει με τον έρωτά σου πουλάκι μ’ έχεις κάνει
- δε με πιάνει (ο) ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- δε με πιάνει το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- (δε) με πιάνουν γιαγλή, βλ. λ. γιαγλής·
- (δε) με πιάνουν γιατρό, βλ. λ. γιατρός·
- (δε) με πιάνουν κορόιδο, βλ. λ. κορόιδο·
- (δε) με πιάνουν κότσο, βλ. λ. κότσος·
- δεν έπιασε, (για ενέργειες ή προσπάθειες) δεν είχε αποτέλεσμα, δεν ευδοκίμησε: «του ’στησα μια παγίδα, αλλά δεν έπιασε || προσπάθησα να ξανοιχτώ στη δουλειά μου, αλλά δεν έπιασε κι έχω προβλήματα». (Λαϊκό τραγούδι: διπλό παιχνίδι έπαιξες, δεν έπιασε και η καρδιά σου την καρδιά μου έχασε
- δεν έπιασε η μπλόφα, βλ. λ. μπλόφα·
- δεν έπιασε το κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- δεν έπιασε το χρώμα, βλ. λ. χρώμα·
- δεν έπιασε τόπο, βλ. λ. τόπος·
- δεν πιάνει βιβλίο στο χέρι του, βλ. λ. βιβλίο·
- δεν πιάνει δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δεν πιάνει δίφραγκο, βλ. λ. δίφραγκο·
- δεν πιάνει δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δεν πιάνει δυάρα, βλ. λ. δυάρα·
- δεν πιάνει έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- δεν πιάνει η μπογιά του, βλ. λ. μπογιά·
- δεν πιάνει κρέας απάνω του, βλ. λ. κρέας·
- δεν πιάνει μπάζα, (για πράγματα),βλ. λ. μπάζα1·
- δεν πιάνει μπάζα μπροστά μου, βλ. λ. μπάζα1·
- δεν πιάνει πεντάρα (τσακιστή), βλ. λ. πεντάρα·
- δεν πιάνει τα λεφτά του ή δεν τα πιάνει τα λεφτά του, βλ. λ. λεφτά·
- δεν πιάνει τσεντέσιμο, βλ. λ. τσεντέσιμο·
- δεν πιάνει φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- δεν πιάνει φυλλωσιά, (για πράγματα) βλ. λ. φυλλωσιά·
- δεν πιάνει φυλλωσιά μπροστά μου, βλ. λ. φυλλωσιά·
- δεν πιάνει χαρτωσιά, (για πράγματα),βλ. λ. χαρτωσιά·
- δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά μου, βλ. λ. χαρτωσιά·
- δεν πιάνουν τα κόλπα σου, βλ. λ. κόλπο·
- δεν πιάνω μπάζα, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. λ. μπάζα1·
- δεν πιάνω φυλλωσιά, (για χαρτοπαίγνιο) βλ. λ. φυλλωσιά·
- δεν πιάνω χαρτωσιά, (για χαρτοπαίγνιο) βλ. λ. χαρτωσιά·
- δεν τα πιάνει (ενν. τα λεφτά), (ιδίως για υπάλληλο του δημοσίου) δε δωροδοκείται, δε χρηματίζεται: «μην προσπαθείς να του τα χώσεις, γιατί δεν τα πιάνει»· βλ. και φρ. τα πιάνει·
- δεν τα πιάνει (ενν. τα νοήματα), δεν αντιλαμβάνεται εύκολα αυτά που του λένε: «πρέπει να του το πεις πολλές φορές για να το καταλάβει, γιατί δεν τα πιάνει εύκολα ο καψερός»·
- δεν το ’πιασα! α. (ειρωνικά ή επιθετικά) δεν το εννόησα, δεν το κατανόησα: «θα μου δανείσεις ένα εκατομμύριο; -Δεν το ’πιασα! || δε θέλω να ξαναπάς στο μπαράκι που συχνάζεις. -Δεν το ’πιασα! || να ’ρθω το βράδυ να πάρω την αδερφή σου για να πάω σ’ ένα πάρτι; -Δεν το ’πιασα!». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το αυτό. β. είναι και φορές, που δηλώνει έκπληξη: «αν χρειαστείς οποιοδήποτε ποσό για τη δουλειά σου μπορώ να σου το δώσω. -Δεν το ’πιασα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το οπ! και κλείνει με το αυτό· βλ. και φρ. δεν το ’πιασα καλά! λ. καλός· 
- δεν το ’πιασα καλά! βλ. λ. καλός·
- δεν το ’πιασα καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν τον πιάνει, (για φαγητά) δεν επιδρά ευεργετικά στον οργανισμό του, δεν παχαίνει: «τρώει πάρα πολύ, αλλά δεν τον πιάνει»·   
- δεν τον πιάνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν τον πιάνει το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- δεν τον πιάνει το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
- είναι (για) να πιάνεις τη μύτη σου! βλ. λ. μύτη·
- είναι (για) να τον πιάνεις με την τσιμπίδα! ή είναι (για) να τον πιάνει κανείς με την τσιμπίδα! βλ. λ. τσιμπίδα·
- είναι πιάσ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- είναι σαν τα πιάνεις το μπούτι σου, βλ. λ. μπούτι·
- έπιασα γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- έπιασα σκουριά, βλ. λ. σκουριά·
- έπιασα τη φλέβα του, βλ. λ. φλέβα·
- έπιασα το σφυγμό, βλ. λ. σφυγμός·
- έπιασα το σφυγμό του, βλ. λ. σφυγμός·
- έπιασαν οι ευχές μου, βλ. λ. ευχή·
- έπιασαν οι κατάρες μου, βλ. λ. κατάρα·
- έπιασαν τα μάγια, βλ. λ. μάγια·
- έπιασε αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έπιασε αέρας, βλ. λ. αέρας·
- έπιασε άντερα, βλ. λ. άντερο·
- έπιασε αράχνες, (για χώρους, ιδίως κλειστούς) βλ. λ. αράχνη·
- έπιασε βροχή, βλ. λ. βροχή·
- έπιασε η ζέστα ή έπιασαν οι ζέστες ή μας έπιασε η ζέστα ή μιας έπιασαν οι ζέστες, βλ. λ. ζέστα·
- έπιασε (η) μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
- έπιασε κι αυτός πέντε δεκάρες και..., βλ. λ. δεκάρα·
- έπιασε κι αυτός πέντε δραχμές και..., βλ. λ. δραχμή·
- έπιασε κι αυτός πέντε παράδες και..., βλ. λ. παράς·
- έπιασε κι αυτός πέντε φράγκα και..., βλ. λ. φράγκο·
- έπιασε στασίδι ή έχει πιάσει στασίδι, βλ. λ. στασίδι·
- έπιασε τα καλά (του τάδε), βλ. λ. καλός·
- έπιασε την καλή, βλ. λ. καλός·
- έπιασε το κρύο ή έπιασαν τα κρύα ή μας έπιασε το κρύο ή μας έπιασαν τα κρύα, βλ. λ. κρύος·
- έπιασε το νόημα της ζωής, βλ. λ. νόημα·
- έπιασε το φαγητό, βλ. λ. φαγητό·
- έπιασε τόπο, βλ. λ. τόπος·
- έπιασε τη μαλλιαρή, βλ. λ. μαλλιαρός·
- έπιασε το χέλι απ’ την ουρά, βλ. λ. χέλι·
- έπιασε τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια! βλ. λ. πάπας·
- έπιασε τον πάπα απ’ τα γένια! βλ. λ. πάπας·
- έπιασε (η) άνοιξη ή μας έπιασε (η) άνοιξη, βλ. λ. άνοιξη·
- έπιασε (ο) χειμώνας ή μας έπιασε (ο) χειμώνας, βλ. λ. χειμώνας·
- έπιασε (το) καλοκαίρι ή μας έπιασε (το) καλοκαίρι, βλ. λ. καλοκαίρι·
- έπιασε (το) φθινόπωρο ή μας έπιασε (το) φθινόπωρο, βλ. λ. φθινόπωρο·
- έπιασες το φαλακρό απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. φαλακρό·
- η αλεπού είναι πονηρή, αλλά πιο πονηρός είναι αυτός που την πιάνει, βλ. λ. αλεπού·
- η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να την πιάσει, βλ. λ. μύτη·
- θα πιάσουμε αράχνες, βλ. λ. αράχνη·
- θα πιάσουμε κοριούς, βλ. λ. κοριός·
- και πού να πιάσουν (κι) οι ζέστες! βλ. λ. ζέστα·
- κάρβουνο να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. λ. κάρβουνο·
- κάρβουνο πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. λ. κάρβουνο·
- κάτι έπιασε τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- κάτι έπιασε το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- μ’ έπιασε, με κατάλαβε, με κατανόησε: «μόλις του εξήγησα πώς γινόταν η δουλειά, μ’ έπιασε αμέσως και την έκανε μια χαρά || ευτυχώς μ’ έπιασε που του ’κανα νόημα πως ερχόταν ο δοσατζής του, και την κοπάνησε || μια φορά πήγα να του πω ψέματα και μ’ έπιασε»·
- μ’ έπιασαν κάτι δίψες! βλ. λ. δίψα·
- μ’ έπιασαν κάτι πείνες! βλ. λ. πείνα·
- μ’ έπιασαν τα γέλια ή μ’ έπιασε το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- μ’ έπιασε (η) δίψα, βλ. λ. δίψα·
- μ’ έπιασε η καρδιά (μου), βλ. λ. καρδιά·
- μ’ έπιασε η κοιλιά (μου), βλ. λ. κοιλιά·
- μ’ έπιασε (η) λόρδα, βλ. λ. λόρδα·
- μ’ έπιασε η μέρα, βλ. λ. μέρα·
- μ’ έπιασε η νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- μ’ έπιασε (η) πείνα, βλ. λ. πείνα·
- μ’ έπιασε μαύρη απελπισία, βλ. λ. απελπισία·
- μ’ έπιασε με τα βρακιά κατεβασμένα, βλ. λ. βρακί·
- μ’ έπιασε με τα σώβρακα κατεβασμένα, βλ. λ. σώβρακο·
- μ’ έπιασε με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- μ’ έπιασε με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- μ’ έπιασε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μ’ έπιασε μια δίψα! βλ. λ. δίψα·
- μ’ έπιασε μια καΐλα! Βλ. λ. καΐλα·
- μ’ έπιασε μια πείνα! βλ. λ. πείνα·
- μ’ έπιασε μια σκορδοκαΐλα! βλ. λ. σκορδοκαΐλα·
- μ’ έπιασε μια τρομάρα! βλ. λ. τρομάρα·
- μ’ έπιασε σύγκρυο, βλ. λ. σύγκρυο·
- μ’ έπιασε το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- μ’ έπιασε το μεσημέρι, βλ. λ. μεσημέρι·
- μ’ έπιασε το ξημέρωμα, βλ. λ. ξημέρωμα·
- μ’ έπιασε το στομάχι μου, βλ. λ. στομάχι·
- μ’ έπιασε το τρελό μου ή μ’ έχει πιάσει το τρελό, βλ. λ. τρελός·
- μ’ έπιασε το φανάρι, βλ. λ. φανάρι·
- μ’ έπιασε τρεμούλα, βλ. λ. τρεμούλα·
- μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε κι αν πεινάσεις, πιάσ’ τηνε ή μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε κι αν χρειαστεί, πιάσ’ τηνε, βλ. λ. τέχνη·
- μάτι να μη σε πιάσει, βλ. λ. μάτι·
- με πιάνει αναγούλα, βλ. λ. αναγούλα·
- με πιάνει ανακάτωμα, βλ. λ. ανακάτωμα·
- με πιάνει γλωσσοδέτης, βλ. λ. γλωσσοδέτης·
- με πιάνει η θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- με πιάνει (η) πρεμούρα, βλ. λ. πρεμούρα·
- με πιάνει (η) φούρια ή με πιάνουν (οι) φούριες, βλ. λ. φούρια·
- με πιάνει (η) χεζούρα, βλ. λ. χεζούρα·
- με πιάνει κολούμπρα, βλ. λ. κολούμπρα·
- με πιάνει κόψιμο, βλ. λ. κόψιμο·
- με πιάνει λάστιχο, βλ. λ. λάστιχο·
- με πιάνει κίτρινος πυρετός ή με πιάνει μελιταίος πυρετός ή με πιάνει σαράντα πυρετός ή με πιάνει τεταρταίος πυρετός, βλ. λ. πυρετός·
- με πιάνει ντελίριο, βλ. λ. ντελίριο·
- με πιάνει ξερόβηχας, βλ. λ. ξερόβηχας·
- με πιάνει ο ήλιος, βλ. λ. ήλιος·
- με πιάνει πηλάλα, βλ. λ. πηλάλα·
- με πιάνει πρεμούρα, βλ. λ. πρεμούρα·
- με πιάνει σπαρίλα ή με πιάνουν σπαρίλες, βλ. λ. σπαρίλα·
- με πιάνει τ’ αεροπλάνο, βλ. λ. αεροπλάνο·
- με πιάνει τ’ αυτοκίνητο, βλ. λ. αυτοκίνητο·
- με πιάνει το άλλο μου, βλ. λ. άλλος·
- με πιάνει το γαϊδουρινό μου (ενν. πείσμα), βλ. λ. γαϊδουρινός·
- με πιάνει το γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- με πιάνει το γλυκό μου, βλ. λ. γλυκό·
- με πιάνει το κακό μου, βλ. λ. κακός·
- με πιάνει το καράβι, βλ. λ. καράβι·
- με πιάνει το κρασί, βλ. λ. κρασί·
- με πιάνει το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- με πιάνει το μεράκι, βλ. λ. μεράκι·
- με πιάνει το παράπονο, βλ. λ. παράπονο·
- με πιάνει το πείσμα, βλ. λ. πείσμα·
- με πιάνει το πλοίο, βλ. λ. πλοίο·
- με πιάνει το ποτό, βλ. λ. ποτό·
- με πιάνει το στραβό μου, βλ. λ. στραβός·
- με πιάνει (το) τεμπελίκι, βλ. λ. τεμπελίκι·
- με πιάνει τσίρλα, βλ. λ. τσίρλα·
- με πιάνει φαγούρα, βλ. λ. φαγούρα·
- με πιάνει φούρκα, βλ. λ. φούρκα·
- με πιάνει χεζούρα, βλ. λ. χεζούρα·
- με πιάνεις; με εννοείς; με καταλαβαίνεις; Συνήθως η φρ. επαναλαμβάνεται κάθε τόσο από κάποιον που εξιστορεί κάτι·
- με πιάνουν βιδέλο, βλ. λ. βιδέλο·
- με πιάνουν γιαγλή, βλ. λ. γιαγλής·
- με πιάνουν γιατρό, βλ. λ. γιατρός·
- με πιάνουν θύμα, βλ. λ. θύμα·
- με πιάνουν κορόιδο, βλ. λ. κορόιδο·
- με πιάνουν κότσο, βλ. λ. κότσος·
- με πιάνουν μπαγλαμά, βλ. λ. μπαγλαμάς·
- με πιάνουν οι δαίμονες, βλ. λ. δαίμονας·
- με πιάνουν τα δαιμόνια, βλ. λ. δαιμόνιο·
- με πιάνουν τα διαβόλια, βλ. λ. διαβόλια·
- με πιάνουν τα ζουμιά, βλ. λ. ζουμί·
- με πιάνουν τα κλάματα ή με πιάνει το κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- με πιάνουν τα μπουρίνια (μου), βλ. λ. μπουρίνι·
- με πιάνουν τα νεύρα (μου), βλ. λ. νεύρο·
- μόρα να σε πιάσει! βλ. λ. μόρα·
- μου πιάνουν τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- μουστερή θα σε πιάσω; βλ. λ. μουστερής·
- μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, βλ. λ. μύγα·
- να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε, βλ. λ. ψάρι·
- να δούμε τι ψάρια πιάσαμε, βλ. λ. ψάρι·
- να μη σε πιάσει μάτι! βλ. λ. μάτι·
- να μη σε πιάσω στο στόμα μου! βλ. λ. στόμα·
- ο Εβραίος σαν φτωχάνει (φτωχύνει), τα παλιά τεφτέρια πιάνει, βλ. λ. Εβραίος·
- όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν, βλ. λ. λαγός·
- όποιος πιάνει το μέλι, γλείφει τα δάχτυλά του, βλ. λ. μέλι·
- πανούκλα να σε πιάσει! βλ. λ. πανούκλα·
- πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει, βλ. λ. πέτρα·
- πιάνει άδικα το χώρο, βλ. λ. χώρος·
- πιάνει αμέσως φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- πιάνει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- πιάνει καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- πιάνει λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- πιάνει με το πρώτο φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- πιάνει πάγος (κάπου), βλ. λ. πάγος·
- πιάνει πουλιά στον αέρα, βλ. λ. πουλί·
- πιάνει τζάμπα το χώρο, βλ. λ. χώρος·
- πιάνει το χέρι του ή πιάνουν τα χέρια του, βλ. λ. χέρι·
- πιάνει τόπο (αρκετό, λίγο, πολύ), (για πράγματα) βλ. λ. τόπος·
- πιάνει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- πιάνει χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- πιάνω αέρα, βλ. λ. αέρας·
- πιάνω αράχνες, βλ. λ. αράχνη·
- πιάνω βάρδια, βλ. λ. βάρδια·
- πιάνω βολίδα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. βολίδα·
- πιάνω γκόμενα, (για άντρες) βλ. λ. γκόμενα·
- πιάνω γκόμενο, (για γυναίκες) βλ. λ. γκόμενος·
- πιάνω γνωριμία ή πιάνω γνωριμίες, βλ. λ. γνωριμία·
- πιάνω γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- πιάνω δεκατριάρι, βλ. λ. δεκατριάρι·
- πιάνω δοκάρι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. δοκάρι·
- πιάνω δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πιάνω δωδεκάρι, βλ. λ. δωδεκάρι·
- πιάνω δωμάτιο, βλ. λ. δωμάτιο·
- πιάνω ένα θέμα, βλ. λ. θέμα·
- πιάνω έναν χαβά, βλ. λ. χαβάς·
- πιάνω εντεκάρι, βλ. λ. εντεκάρι·
- πιάνω εξάρι, βλ. λ. εξάρι·
- πιάνω θέμα, βλ. λ. θέμα·
- πιάνω θέση ή πιάνω τη θέση, βλ. λ. θέση·
- πιάνω κάβο, βλ. λ. κάβος·
- πιάνω κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- πιάνω κουντεπιέ, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου)  βλ. λ. κουντεπιέ·
- πιάνω λαβράκι, βλ. λ. λαβράκι·
- πιάνω λακιρντί, βλ. λ. λακιρντί·
- πιάνω λιμάνι, βλ. λ. λιμάνι·
- πιάνω μαγιά, βλ. λ. μαγιά·
- πιάνω μεγάλο ψάρι, βλ. λ. ψάρι·
- πιάνω μια αρρώστια, βλ. λ. αρρώστια·
- πιάνω μουχαμπέτι, βλ. λ. μουχαμπέτι·
- πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- πιάνω μπατζανέμι, βλ. λ. μπατζανέμι·
- πιάνω να..., αρχίζω να...: «μόλις πιάνω να δουλεύω, τότε έρχονται όλοι να με δουν || μόλις έπιασε να τρώει, έφυγε βιαστικά, γιατί τον ζήτησαν επειγόντως απ’ τη δουλειά του»·
- πιάνω (όλα) τα πόστα, βλ. λ. πόστο·
- πιάνω παιδί, (για γυναίκες) βλ. λ. παιδί·
- πιάνω παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- πιάνω πάτο, βλ. λ. πάτος·
- πιάνω πελάτη (κάποιον), βλ. λ. πελάτης·
- πιάνω πόρτο, βλ. λ. πόρτο·
- πιάνω πουρί, βλ. λ. πουρί·
- πιάνω σκάλα, βλ. λ. σκάλα·
- πιάνω σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- πιάνω στεριά, βλ. λ. στεριά·
- πιάνω στη μανίτα (κάποιον), βλ. λ. μανίτα·
- πιάνω στη φάκα (κάποιον), βλ. λ. φάκα·
- πιάνω στην απόχη (κάποιον), βλ. λ. απόχη·
- πιάνω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. λ. στόμα·
- πιάνω στο τηλέφωνο (κάποιον), βλ. λ. τηλέφωνο·
- πιάνω σχέση ή πιάνω σχέσεις, βλ. λ. σχέση·
- πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- πιάνω τα παλιά, βλ. λ. παλιός·
- πιάνω τα στενά ή πιάνω το στενό, βλ. λ. στενό·
- πιάνω τη βάση, (για σπουδαστές) βλ. λ. βάση·
- πιάνω τη βούρτσα, βλ. λ. βούρτσα·
- πιάνω τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- πιάνω (τη) συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- πιάνω την γκρίνια, βλ. λ. γκρίνια·
- πιάνω την καλή ή την πιάνω την καλή, βλ. λ. καλός·
- πιάνω την κοιλιά μου απ’ τα γέλια ή πιάνω την κοιλιά μου απ’ το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- πιάνω (την) κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- πιάνω (την) πάρλα, βλ. λ. πάρλα·
- πιάνω (την) ψιλή κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- πιάνω (την) ψιλοκουβέντα, βλ. λ. ψιλοκουβέντα·
- πιάνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- πιάνω το βούρτσισμα, βλ. λ. βούρτσισμα·
- πιάνω το θυμιατήρι, βλ. λ. θυμιατήρι·
- πιάνω το ίδιο τροπάρι, βλ. λ. τροπάρι·
- πιάνω το κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- πιάνω το μαγιόξυλο, βλ. λ. μαγιόξυλο·
- πιάνω το Μάη, βλ. λ. Μάης·
- πιάνω το μήνυμα, βλ. λ. μήνυμα·
- πιάνω το νόημα, βλ. λ. νόημα·
- πιάνω το ξεσκονιστήρι, βλ. λ. ξεσκονιστήρι·
- πιάνω το παρασύνθημα, βλ. λ. παρασύνθημα·
- πιάνω το πίτσι πίτσι, βλ. λ. πίτσι πίτσι·
- πιάνω το πρωί, βλ. λ. πρωί·
- πιάνω το τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- πιάνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- πιάνω το τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- πιάνω το υπονοούμενο, βλ. λ. υπονοούμενο·
- πιάνω (το) χαβά, βλ. λ. χαβάς·
- πιάνω το χορό, βλ. λ. χορός·
- πιάνω (το) χώρο, βλ. λ. χώρος·
- πιάνω τον ίδιο αμανέ, βλ. λ. αμανές·
- πιάνω τον ταύρο απ’ τα κέρατα, βλ. λ. ταύρος·
- πιάνω τους δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- πιάνω τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- πιάνω φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- πιάνω χαρτί και μολύβι, βλ. λ. μολύβι·
- πιάνω ψηλά το χερουβικό, βλ. λ. χερουβικό·
- πιάνω ψηλά τον αμανέ, βλ. λ. αμανές·
- πιάσ’ έν’ αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- πιάσ’ τα (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), πάρ’ τα: «πιάσ’ τα τώρα που τα ’χω, γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται αργότερα». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι απάνω στο μεράκι, θέλω ένα χασαπάκι, πιάσ’ τα εσύ, μάγκα, που χαρίζεις μερακλίδικια πενιά
- πιάσ’ τη μου και λάκα! (ενν. την πούτσα μου, την ψωλή μου), ομοιοκατάληκτη απάντηση που εκστομίζεται ως βρισιά προς το άτομο που μας αποκάλεσε μαλάκα. Αν το άτομο στο οποίο εκστομίζεται η βρισιά είναι γνώστης της λαϊκής σοφίας, ανταπαντά: την πιάνω, τη λακώνω και στον κώλο σου τη χώνω·
- πιάσ’ τη μου και λούσ’ τη! (ενν. την πούτσα μου, την ψωλή μου), ομοιοκατάληκτη απάντηση που εκστομίζεται ως βρισιά προς το άτομο που μας αποκάλεσε πούστη. Αν το άτομο στο οποίο εκστομίζεται η βρισιά είναι γνώστης της λαϊκής σοφίας, ανταπαντά: την έχω λουσμένη και στον κώλο σ’ περασμένη·
- πιάσαμε αράχνες, (για παρέες) βλ. λ. αράχνη·
- πιάσαμε κοριούς, βλ. λ. κοριός·
- πιάσαμε ξημερώματα, βλ. λ. ξημέρωμα·
- πιάσαμε το ξημέρωμα, βλ. λ. ξημέρωμα·
- πιάσε δέκα! βλ. λ. δέκα·
- πιάσε κόκκινο! βλ. λ. κόκκινος·
- πιάσε πέντε! βλ. λ. πέντε·
- πιάσε τον αστακό και κούρεψε το μαλλί του, βλ. λ. αστακός·
- πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρε τα παπούτσια του ή πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρ’ του τα παπούτσια, βλ. λ. παπούτσι·
- πιάστε τον! συλλάβετέ τον! τσακώστε τον(!)·
- πιάστηκαν στα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- πιάστηκε απ’ τα λόγια του, βλ. λ. λόγος·
- πιάστηκε η αναπνοή μου ή μου πιάστηκε η αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- ποιος τον πιάνει τώρα! βλ. φρ. τώρα ποιος τον πιάνει(!)·
- ρίχνω άδεια και πιάνω γεμάτα, βλ. λ. άδειος·
- σε μας δεν πιάνουν αυτά ή σε μένα δεν πιάνουν αυτά, βλ. λ. αυτός·
- σε πιάνει εχθρό του, βλ. λ. εχθρός·
- σε πιάνω, σε καταλαβαίνω, σε εννοώ. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση με πιάνεις(;)·
- σκατά να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. λ. σκατά·
- σκατά πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. λ. σκατά·
- τα γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τα έχω γραμμένα εκεί που δεν πιάνει μελάνι (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. μελάνι· 
- τα γράφω όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τα έχω γραμμένα όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- τα πιάνει (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), α. βγάζει, κερδίζει αρκετά χρήματα: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο μέσ’ στην καρδιά της αγοράς και τα πιάνει μια χαρά». 2. (ιδίως για υπαλλήλους του δημοσίου) δωροδοκείται, λαδώνεται, χρηματίζεται: «αν θέλεις να τελειώσει πιο γρήγορα η δουλειά σου, να πας στον τάδε, γιατί, απ’ ότι ξέρω, τα πιάνει». Συνών. τ’ αρπάζει / τα παίρνει / τα σβερκώνει / τα τσακώνει / τα τσιμπάει / τα χουφτώνει· 
- τα πιάνει τα λεφτά του, βλ. λ. λεφτά·
- τα πιάνω, κερδίζω χρήματα: «μια δουλειά έκανε ο τυχεράκιας και τα ’πιασε». (Τραγούδι: μα τι έχεις πια να χάσεις, σου τα παίρνουν, πριν τα πιάσεις // κι όταν γίνουμαι ταπί, τρέχω να κονομήσω· μόλις τα πιάσω, σαν τρελός, πάω να τ’ ακουμπήσω
- τα πιάσαμε τα λεφτά! βλ. λ. λεφτά·
- τα ’πιασε ή τα ’χει πιάσει, δωροδοκήθηκε: «για να πει αυτά που είπε ο μάρτυρας στο δικαστήριο, τα ’χει πιάσει»· βλ. και φρ. τα πιάνω· 
- τα ’πιασε χοντρά, βλ. λ. χοντρά·
- τα χέρια του πιάνουν απ’ όλα ή τα χέρια του πιάνουν σ’ όλα, βλ. λ. χέρι·
- την έπιασα, πέτυχα στο σκοπό μου, στην επιδίωξή μου: «στην αρχή είχα κάποιες δυσκολίες με τη δουλειά μου, αλλά με τον καιρό την έπιασα και τώρα είμαι μια χαρά»·
- την έπιασαν οι πόνοι, (για έγκυες γυναίκες) βλ. λ. πόνος·
- την έπιασε φίλη, (για άντρες) βλ. λ. φίλος·
- την πιάνω στο λακιρντί, βλ. λ. λακιρντί·
- την πικρή τη μελιτζάνα, πάχνη δεν την πιάνει, βλ. λ. μελιτζάνα·
- τι σ’ έπιασε; τι σου συμβαίνει; τι σε απασχολεί(;): «τι σ’ έπιασε και κατέβασες τα μούτρα; || τι σ’ έπιασε τώρα και φωνάζεις σαν τρελός;»·
- τι ψάρια έπιασες; ή τι ψάρια έχεις πιάσει; βλ. λ. ψάρι·
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- το πιάνει αμέσως, βλ. φρ. το πιάνει με το πρώτο·
- το πιάνει με το πρώτο, το αντιλαμβάνεται, το εννοεί, το καταλαβαίνει γρήγορα, αμέσως: «ό,τι και να του πεις, το πιάνει με το πρώτο || ό,τι γίνεται γύρω του, το πιάνει με το πρώτο»·
- το πιάνει (ο) αέρας, βλ. λ. αέρας·
- το πιάνεις; το εννοείς; το καταλαβαίνεις; Συνήθως η φρ. επαναλαμβάνεται κάθε τόσο από αυτόν που εξιστορεί κάτι·
- το ’πιασα ή το ’χω πιάσει, το εννόησα, το κατάλαβα, το κατανόησα: «ευτυχώς που το ’πιασα πως ήθελαν να με ρίξουν, και την κοπάνησα εγκαίρως». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα πια που το ’χω πιάσει,χίλιους βρίσκω σαν εσέ κι άλλοι μου πουλούν αγάπες, μα τις παίρνω βερεσέ)· 
- το ’πιασα με τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- το ’πιασα το υπονοούμενο, βλ. λ. υπονοούμενο·
- το ’πιασε το νόημα, βλ. λ. νόημα·
- το ’πιασες; το εννόησες; το κατάλαβες; το κατανόησες(;): «το ’πιασες αυτό που σου ’πα ή μήπως πρέπει να στο ξαναπώ»·
- τον γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τον έχω γραμμένο εκεί που δεν πιάνει μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- τον έπιασα μάγουλο ή του ’πιασα το μάγουλο, βλ. λ. μάγουλο·
- τον έπιασα με τις πιτζάμες, βλ. λ. πιτζάμα·
- τον έπιασα με το βρακί ή τον έπιασα με τα βρακιά, βλ. λ. βρακί·
- τον έπιασα με το σώβρακο ή τον έπιασα με τα σώβρακα, βλ. λ. σώβρακο·
- τον έπιασα με το δάχτυλο στη μαρμελάδα, βλ. λ. μαρμελάδα·
- τον έπιασα με το δάχτυλο στο μέλι, βλ. λ. μέλι·
- τον έπιασα με το κακό, βλ. λ. κακός·
- τον έπιασα με το καλό, βλ. λ. καλός·
- τον έπιασα με το καλό, τον έπιασα με το κακό, βλ. λ. καλός·
- τον έπιασα στα πράσα, βλ. λ. πράσο·
- τον έπιασα στο ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- τον έπιασαν πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- τον έπιασαν τα κλάματα ή τον έπιασε το κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- τον έπιασαν τα φραγκοφονικά του, βλ. λ. φραγκοφονικά·
- τον έπιασε (η) μανία, βλ. λ. μανία·
- τον έπιασε (η) μούρλα, βλ. λ. μούρλα·
- τον έπιασε η τσιμπίδα του νόμου (της εφορίας), βλ. λ. τσιμπίδα·
- τον έπιασε μύγα, βλ. λ. μύγα·
- τον έπιασε η ζέστα ή τον έπιασαν οι ζέστες, βλ. λ. ζέστα·
- τον έπιασε ο ήλιος, βλ. λ. ήλιος·
- τον έπιασε (το) αμόκ, βλ. λ. αμόκ·
- τον έπιασε το μανιάτικο, βλ. λ. μανιάτικος·
- τον έπιασε το όριο ηλικίας, βλ. λ. ηλικία·
- τον έπιασε το τραγουδιστικό του ή τον έχει πιάσει το τραγουδιστικό του, βλ. λ. τραγουδιστικός·
- τον έπιασε φίλο, (για γυναίκες) βλ. λ. φίλος·
- τον έπιασες πόρτα για το χειμώνα! βλ. λ. πόρτα·
- τον πιάνει το σχέδιο, βλ. λ. σχέδιο·
- τον πιάνω, τον καταλαβαίνω, τον εννοώ: «θέλω να ’ρθεις μαζί μου στην κουβέντα που θα κάνω με τον τάδε, γιατί μόνο εσύ τον πιάνεις»·
- τον πιάνω αμερικανάκι, βλ. λ. αμερικανάκι·
- τον πιάνω απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- τον πιάνω απ’ τα μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- τον πιάνω απ’ τα πέτα ή τον πιάνω απ’ το πέτο, βλ. λ. πέτο·
- τον πιάνω απ’ το καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- τον πιάνω απ’ το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- τον πιάνω απ’ το λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
- τον πιάνω απ’ το σβέρκο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον πιάνω απ’ τον γιακά, βλ. λ. γιακάς·
- τον πιάνω απ’ τον γκιρλατάνο, βλ. λ. γκιρλατάνος·
- τον πιάνω βιδέλο, βλ. λ. βιδέλο·
- τον πιάνω γιαγλή, βλ. λ. γιαγλής·
- τον πιάνω γιατρό, βλ. λ. γιατρός·
- τον πιάνω θύμα, βλ. λ. θύμα·
- τον πιάνω κορόιδο, βλ. λ. κορόιδο·
- τον πιάνω κότσο, βλ. λ. κότσος·
- τον πιάνω μπαγλαμά, βλ. λ. μπαγλαμάς·
- τον πιάνω σκαστό, βλ. λ. σκαστός·
- τον πιάνω στη γλώσσα μου, βλ. λ. γλώσσα·
- τον πιάνω στο λακιρντί, βλ. λ. λακιρντί·
- τον πιάνω στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- του έπιασα τη μάνα, (για τάβλί) βλ. λ. μάνα·
- του έπιασα τη φλέβα, βλ. λ. φλέβα·
- του έπιασα το σφυγμό, βλ. λ. σφυγμός·
- του πιάνω κουβέντα ή τον πιάνω στην κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- τους έπιασαν καβάλα, βλ. λ. καβάλα·
- τους έπιασαν πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- τους έπιασαν στα πράσα, βλ. λ. πράσο·
- τρέχα πιάσ’ την! βλ. λ. τρέχω·
- τροχός που γυρίζει, σκουριά δεν πιάνει, βλ. λ. τροχός·
- τώρα πιάσ’ τα μας, (ενν. τα αρχίδια), (ειρωνικά) ξεγελάστηκες, την έπαθες, την πάτησες: «νόμιζες πως ήσουν πιο έξυπνος από μένα, αλλά τώρα πιάσ’ τα μας».Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- τώρα πιάσε μας τ’ αρχίδια ή τώρα πιάσε μου τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
 τώρα ποιος τον πιάνει! είναι ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος, ιδίως μετά από κάποια σπουδαία επιτυχία του: «πέρασε πρώτος στην ιατρική σχολή και ποιος τον πιάνει!». (Λαϊκό τραγούδι: μες στην ταβέρνα έτρεξα και γίνηκα χαρμάνι, με πήρ’ η τρέλα στο κρασί και τώρα ποιος με πιάνει!)·
- τώρα τον έπιασε η προκοπή του! ή τώρα τον έπιασαν οι προκοπές του! βλ. λ. προκοπή·
- τώρα τον έπιασε ο πόνος! βλ. λ. πόνος·
- φάε λίγο να σε πιάσει, βλ. λ. τρώω·
- χρυσάφι να πιάνεις, κάρβουνο να γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χρυσάφι να πιάνεις, σκατά να γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χρυσάφι να πιάνεις, χώμα να γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χρυσάφι πιάνει, κάρβουνο γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χρυσάφι πιάνει, σκατά γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χώμα να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. λ. χώμα·
- χώμα πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. λ. χώμα.