αλοιφή
αλοιφή,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀλοιφή], η αλοιφή. 1. το πολτοποιημένο φαγητό: «παρόλο που το
φαγητό είχε γίνει σαν αλοιφή ήταν νοστιμότατο». 2. ηκαλλυντική ή
η θεραπευτική κρέμα: «θέλω μια αλοιφή για τα σπυράκια του προσώπου μου ||
επειδή κάηκα στο χέρι, βάζω δυο φορές τη μέρα μια αλοιφή για τα εγκαύματα»·
- γίνομαι
αλοιφή, α. μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου
γίνεται από το μεθύσι ή από τη χρήση ναρκωτικού: «έπινα όλο τ’ απόγευμα και
μέχρι το βράδυ είχα γίνει αλοιφή». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ.
φέσι. β. δέρνομαι άγρια, αιματοκυλιέμαι με κάποιον: «πιαστήκαμε στα
χέρια έξω απ’ το ουζερί και γίναμε αλοιφή»·
- είμαι
αλοιφή, είμαι υπερβολικά μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου
γίνεται από το μεθύσι ή από τη χρήση ναρκωτικού: «έπινα όλο τ’ απόγευμα και το
βράδυ ήμουν αλοιφή». Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- τον
κάνω αλοιφή, α. τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρει
τι του γίνεται από το μεθύσι: «κοκορευόταν πως ήταν γερό ποτήρι, όταν όμως
καθίσαμε να πιούμε, μέσα σε λίγη ώρα τον έκανα αλοιφή». Για συνών. βλ. φρ. τον
κάνω φέσι, λ. φέσι. β. τον δέρνω άγρια, τον πολτοποιώ από το πολύ
ξύλο: «ήταν καιρός τώρα που μου την έβγαινε, γι’ αυτό τον έπιασα και τον έκανα
αλοιφή». γ. (για αθλητικά παιχνίδια και γενικά για παιχνίδια) τον
κατανικώ, τον κατατροπώνω: «κάθε φορά που παίζει τάβλι μαζί μου τον κάνω αλοιφή
|| έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομαδάρα μας, που τους κάναμε αλοιφή»·
- τον
κάνω αλοιφή για τους κάλους, επιτείνει την παραπάνω έννοια (β).
φέσι
φέσι, το,
ουσ. [<τουρκ. fes από το όνομα της πόλης Fez, πρωτεύουσας του Μαρόκου]. 1.
μάλλινο κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως κόκκινο, με ή χωρίς μαύρη φούντα,
ιδιαίτερα διαδεδομένο στους μουσουλμανικούς λαούς: «το φέσι, παρόλο που είναι
ανατολίτικος σκούφος, αποτελεί και αναπόσπαστο κομμάτι της ευζωνικής στολής». 2.
ανεξόφλητο χρέος: «ό,τι αγοράσει αυτός ο τύπος, να απαιτήσεις να στο πληρώσει
τοις μετρητοίς, γιατί έχει γεμίσει την αγορά με φέσια». 3. κακό δημόσιο
θέαμα, ιδίως καλλιτεχνικό, ή κακό ανάγνωσμα: «μην πας να δεις αυτό το έργο,
γιατί είναι φέσι || άφησα στη μέση το βιβλίο που διάβαζα, γιατί ήταν φέσι».
(Ακολουθούν 15 φρ.)·
-
αφήνω φέσι, δεν πληρώνω το λογαριασμό μου, ιδίως σε κέντρο διασκέδασης:
«δεν πάω σ’ αυτό το κέντρο, γιατί την προηγούμενη φορά τους άφησα φέσι κι
έφυγα»·
-
βάζω το φέσι μου στραβά ή βάζω στραβά το φέσι μου, βλ. συνηθέστ. βάζω
το καπέλο μου στραβά, λ. καπέλο·
-
βάζω φέσι, δανείζομαι χρήματα χωρίς να τα επιστρέψω, δημιουργώ
συστηματικά χρέη με σκοπό να μην τα εξοφλήσω, είμαι συστηματικός φεσατζής:
«πρόσεχε αυτόν τον τύπο, γιατί έχει βάλει φέσι σ’ όλη την αγορά»·
-
γίνομαι φέσι, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου
γίνεται από το μεθύσι: «κάθε φορά που καθόμαστε με την παρέα να πιούμε,
γινόμαστε φέσι». (Λαϊκό τραγούδι: ντράγκα ντρουμ, να βρούμε θέση λίγο απάνω
σου να γείρω, γιατί έχω γίνει φέσι). Συνών. γίνομαι αλιάδα
/ γίνομαι αλοιφή (α) / γίνομαι γκάιντα / γίνομαι γκολ / γίνομαι γκον / γίνομαι
ένα με τη γη / γίνομαι ένα με το χώμα / γίνομαι κουδούνι / γίνομαι κουνουπίδι /
γίνομαι λάσπη / γίνομαι λέσι (α) / γίνομαι λιάδα / γίνομαι λιώμα (α) / γίνομαι
ντέφι / γίνομαι ντίρλα / γίνομαι παϊτόνι (α) / γίνομαι πατάτα / γίνομαι πίτα /
γίνομαι πίτας / γίνομαι σκατά (α) / δίνομαι σκνίπα / γίνομαι σκνίπας / γίνομαι
σούπα / γίνομαι σούρα / γίνομαι σπανακόπιτα (α) / γίνομαι σταφίδα / γίνομαι
στουπί / γίνομαι τάβλα / γίνομαι τάπα / γίνομαι τέζα / γίνομαι τούνγκα /
γίνομαι τούρνα / γίνομαι τύφλα / γίνομαι τύφλας / γίνομαι φέτα / γίνομαι χάλια
(α) / γίνομαι χότζας (α) / γίνομαι χύμα·
-
είμαι φέσι, είμαι υπερβολικά μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω
τι μου γίνεται από το μεθύσι: «δεν αντέχω το ποτό και με δυο ποτηράκια είμαι
φέσι». Συνών. είμαι αλιάδα / είμαι αλοιφή / είμαι γκάιντα / είμαι γκολ /
είμαι γκον / είμαι ένα με τη γη / είμαι ένα με το χώμα / είμαι κουδούνι (α) /
είμαι λάσπη / είμαι λέσι (α) / είμαι λιάδα / είμαι λιώμα (α) / είμαι ντέφι /
είμαι ντίρλα / είμαι παϊτόνι (α) / είμαι πατάτα / είμαι πίτα / είμαι πίτας /
είμαι σκατά (α) / είμαι σούρα / είμαι σούρας / είμαι σπανακόπιτα / είμαι
σταφίδα / είμαι στουπί / είμαι τάβλα / είμαι τάπα / είμαι τέζα (α) / είμαι
τούνγκα / είμαι τούρνα / είμαι τύφλα / είμαι τύφλας / είμαι φέτα / είμαι χάλια
(α) / είμαι χύμα·
-
έφαγα φέσι, παρακολούθησα κάποιο δημόσιο θέαμα, ιδίως καλλιτεχνικό, ή
διάβασα κάποιο κακό ανάγνωσμα: «πήγα στην τάδε συναυλία κι έφαγα φέσι || είδα
την τάδε ταινία κι έφαγα φέσι || αγόρασα το τάδε βιβλίο κι έφαγα φέσι»· βλ. και
φρ. τρώω φέσι·
-
μου βγήκε φέσι, δηλώνει αποτυχημένη εκλογή, αποτυχημένη αγορά: «αγόρασα
το τάδε αυτοκίνητο που όλοι μου το διαφήμιζαν, αλλά μου βγήκε φέσι»·
-
ρίχνω φέσι, βλ. συνηθέστ. βάζω φέσι·
-
στο λάθος δεν μπαίνει φέσι, λέγεται για κάποιον που ενεργεί λανθασμένα
και υφίσταται άμεσα τις συνέπειες του λάθους του: «έκανε δουλειά που δεν ήξερε
και χρεοκόπησε. -Στο λάθος δεν μπαίνει φέσι». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το α·
βλ. και φρ. η μαγκιά πληρώνεται, λ. μαγκιά·
-
τον κάνω φέσι, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην
ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «ήθελε να παραβγεί μαζί μου στο ποτό και
μέσα σε λίγη ώρα τον έκανα φέσι». Συνών. τον κάνω αλιάδα / τον κάνω αλοιφή
(α) / τον κάνω γκάιντα (α) / τον κάνω γκολ / τον κάνω γκον / τον κάνω ένα με τη
γη / τον κάνω ένα με το χώμα / τον κάνω κουδούνι (α) / τον κάνω κουνουπίδι /
τον κάνω λάσπη / τον κάνω λέσι (α) / τον κάνω λιάδα / τον κάνω λιώμα (α) / τον
κάνω ντέφι / τον κάνω ντίρλα / τον κάνω παϊτόνι (α) / τον κάνω πατάτα / τον
κάνω πίτα / τον κάνω σκατά (α) / τον κάνω σπανακόπιτα (α) / τον κάνω σταφίδα /
τον κάνω στουπί / τον κάνω τάβλα / τον κάνω τάπα / τον κάνω τέζα / τον κάνω
τούνγκα / τον κάνω τούρνα / τον κάνω τύφλα / τον κάνω φέτα / τον κάνω χάλια / τον
κάνω χότζα (α) / τον κάνω χύμα·
-
του ’βαλα φέσι, δεν του πλήρωσα το λογαριασμό που όφειλα να του πληρώσω
ή δεν του επέστρεψα τα χρήματα που του δανείστηκα: «πολύ το φχαριστήθηκα που
του ’βαλα φέσι αυτού του τσιγκούναρου!». Συνών. του ’βαλα καπέλο·
-
του ’ριξα φέσι, βλ. συνηθέστ. του ’βαλα φέσι·
-
του φόρεσα φέσι, βλ. φρ. του ’βαλα φέσι·
- τρώω φέσι, δε μου πληρώνει κάποιος το λογαριασμό ή δε μου
επιστρέφει τα χρήματα που του δάνεισα: «δε δανείζω ξανά σε κανέναν, γιατί έχω
βαρεθεί κάθε τόσο να τρώω φέσι»· βλ. και φρ. έφαγα φέσι·
-
φέσι μέχρι τ’ αφτιά ή φέσι ως τ’ αφτιά, πολύ μεγάλο χρηματικό
ποσό, πολύ μεγάλο χρέος που αφήνει κανείς ανεξόφλητο, απλήρωτο σε κάποιον:
«ψάχνω να βρω έναν τύπο που μ’ έχει βάλει ένα φέσι μέχρι τ’ αφτιά».