Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αλογόμυγα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αλογόμυγα, η, ουσ. [<άλογο + μύγα], η αλογόμυγα. 1. άνθρωπος ενοχλητικός, ο κολλιτσίδας: «αμάν, βρε αλογόμυγα, άφησέ με για λίγο μοναχό μου να ησυχάσω!». 2. στον πληθ. οι αλογόμυγες, κουβέντες χωρίς περιεχόμενο, λόγια ενοχλητικά, ανόητα, κενά·
- αλογόμυγα σε τσίμπησε; λέγεται με απορία στην περίπτωση που κάποιος θύμωσε, οργίστηκε ξαφνικά, χωρίς προφανή λόγο ή αιτία και ενεργεί νευρικά, παράξενα, παράλογα: «τώρα μπορείς να μου πεις, γιατί φωνάζεις σαν τρελός! Τι έγινε, αλογόμυγα σε τσίμπησε;». Από το ότι το τσίμπημα της αλογόμυγας είναι πολύ οδυνηρό και κάνει το άλογο, ιδίως τον άνθρωπο, να αντιδράσει απότομα και νευρικά·
- μας γέμισε αλογόμυγες ή με γέμισε αλογόμυγες, μιλάει ανόητα, λέει λόγια κενά, χωρίς κανένα περιεχόμενο και για το λόγο αυτό μας έγινε ενοχλητικός: «πέσ’ του επιτέλους να σταματήσει την πάρλα, γιατί μας γέμισε αλογόμυγες». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μου ’γινε αλογόμυγα, βλ. φρ. μου κόλλησε σαν αλογόμυγα·
- μου κόλλησε σαν αλογόμυγα, προσκολλήθηκε φορτικά επάνω μου για να αποκομίσει διάφορα οφέλη ή για να κάνει την εμφάνισή του δίπλα μου και να προβληθεί ή πιο απλά επειδή δεν έχει άλλη παρέα: «μόλις κέρδισα το λαχείο, μου κόλλησε σαν αλογόμυγα και δε λέει να ξεκολλήσει || μόλις έμαθε πως είμαι φίρμα στα μπαράκια,  μου κόλλησε σαν αλογόμυγα για να φανεί κι αυτός κάπως || επειδή δεν έχει φίλους, μου κόλλησε σαν αλογόμυγα και δεν μπορώ να τον ξεκολλήσω από κοντά μου». Από το ότι, παρ’ όλες τις προσπάθειες που κάνει το άλογο με την ουρά του ή με το παρατεταμένο τρέμουλο του δέρματός του να απαλλαγεί από την αλογόμυγα που το ενοχλεί, δεν τα καταφέρνει. Συνών. μου κόλλησε σαν βδέλλα / μου κόλλησε σαν βεντούζα / μου κόλλησε σαν κολλητσίδα / μου κόλλησε σαν κρεατόμυγα / μου κόλλησε σαν στρείδι / μου κόλλησε σαν τσίκλα / μου κόλλησε σαν τσιμπούρι / μου κόλλησε σαν τσιρότο / μου κόλλησε σαν τσίχλα·
- τον τσίμπησε αλογόμυγα, θύμωσε, οργίστηκε ξαφνικά,  χωρίς προφανή λόγο ή αιτία και ενεργεί νευρικά, παράξενα, παράλογα: «εκεί που καθόμασταν όλοι ήσυχα και μιλούσαμε, πετάχτηκε όρθιος κι άρχισε να φωνάζει λες και τον τσίμπησε αλογόμυγα».