αλλαγή
αλλαγή
κ. αλλαή, η,
ουσ. [<αρχ. ἀλλαγή], η αλλαγή. 1. καλοκαιριάτικη παραθέριση, ο
παραθερισμός: «η αλλαγή είναι απαραίτητη στον άνθρωπο». 2. καθαρισμός
τραύματος και παράλληλη αντικατάσταση επιδέσμου: «θα ’ρχεσαι για αλλαγή δυο
φορές τη βδομάδα». 3. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) είδος παιχνιδιού
που παίζεται στην πόκα: «τόση ώρα παίζαμε κούκο μονό, ας παίξουμε και μια
αλλαγή». Συνών. σιδηρόδρομος (4). 4α. (ιδίως για ποδόσφαιρο ή
μπάσκετ) η αντικατάσταση παίχτη με άλλον: «η αλλαγή του παίχτη έγινε
αναγκαστικά, γιατί ένιωθε ένα τράβηγμα στο δεξί του πόδι.». β. (γενικά)
η αντικατάσταση: «ο δεξιός τροχός του αυτοκινήτου σου θέλει αλλαγή ή ζυγοστάθμισμα».
- αλλαγή
φρουράς, α. λέγεται σε κάποιον που άλλαξε πρόσφατα ερωμένη, κι
ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής δηλώνει ή ειρωνεία: «τι γίνεται με
σένα, ρε παιδί, πάλι αλλαγή φρουράς έχουμε;» ή θαυμασμό: «ρε θηρίο, πάλι αλλαγή
φρουράς έχουμε;». β. (για πολιτικά κόμματα) η αντικατάσταση των ηγετικών
στελεχών λόγω κόπωσης, ηλικίας ή και αποτυχίας και η ανάληψη της εξουσίας από
άλλους, ιδίως νεότερους: «στα μεγάλα κόμματα θα ’χουμε σύντομα αλλαγή φρουράς».
γ. το ίδιο ισχύει και για τα στελέχη μεγάλων επιχειρήσεων ή οργανισμών. δ.
(στη γλώσσα του στρατού) η αντικατάσταση φρουρού στην υπηρεσία του από άλλον
φρουρό: «τι ώρα θα γίνει η αλλαγή φρουράς;»·
- αλλαγή
πλεύσης, αλλαγή στην τακτική που ακολουθείται από κάποιον ή κάποιους, γιατί
θεωρήθηκε ασύμφορη ή εσφαλμένη: «πρέπει ν’ αποφασίσεις αλλαγή πλεύσης γιατί, με
τον τρόπο που χειρίζεσαι το θέμα, θ’ αποτύχεις || η κυβέρνηση, μπροστά στη
λαϊκή κατακραυγή, αποφάσισε αλλαγή πλεύσης στη φορολογική της πρόταση που
παρουσίασε στη βουλή»·
- αλλαγή
ρότας, βλ. φρ. αλλαγή πλεύσης·
- αλλαγή
φύλου, βλ. λ. φύλο·
- είμαι
αλλαγή, παραθερίζω: «το καλοκαίρι ήμουν αλλαγή στη Χαλκιδική»·
- έκανε
αλλαγή ρουλεμάν, βλ. λ. ρουλεμάν·
- κάνω
αλλαγή, α. παραθερίζω: «το καλοκαίρι έκανα αλλαγή στη Χαλκιδική». β.
καθαρίζω τραύμα αντικαθιστώντας παράλληλα και τον επίδεσμο: «πηγαίνω δυο φορές
τη βδομάδα στο γιατρό και μου κάνει αλλαγή». γ. ανταλλάσσω κάτι με κάτι
άλλο: «κάναμε αλλαγή τους αναπτήρες μας»·
- πάω
αλλαγή ή πάω γι’ αλλαγή, παραθερίζω: «κάθε χρόνο πάω γι’ αλλαγή στα Μουδανιά
της Χαλκιδικής»·
- χρυσή
αλλαγή, (ιδίως στο ποδόσφαιρο ή στο μπάσκετ) ο παίχτης που αντικαθιστά
βασικό παίχτη της ομάδας του και που αποδεικνύεται καθοριστικός για την επιτυχή
έκβαση του αγώνα: «η αλλαγή που έκανε ο προπονητής στο εβδομήντα αποδείχτηκε
χρυσή αλλαγή, γιατί μόλις ο παίχτης μπήκε στο παιχνίδι σημείωσε γκολ».
φύλο
φύλο, το, ουσ.
[<αρχ. φῦλον], το φύλο·
-
αλλαγή φύλου, η μεταβολή του φύλου από άντρα σε γυναίκα ή το αντίθετο με
ειδική χειρουργική επέμβαση: «η αλλαγή φύλου στην εποχή μας, δεν
αντιμετωπίζεται αρνητικά από την κοινωνία μας»·
-
αλλάζω φύλο, μεταβάλλω φύλο με ειδική χειρουργική επέμβαση και από
άντρας γίνομαι γυναίκα ή το αντίθετο: «υπάρχουν πολλά άτομα που έχουν αλλάξει
φύλο και ζουν δημιουργικά κι ευτυχισμένα»·
-
το αδύνατο φύλο, το γυναικείο φύλο, οι γυναίκες σε σύγκριση με τους
άντρες: «ο άντρας πρέπει να προστατεύει το αδύνατο φύλο». (Λαϊκό τραγούδι: τα
κάνανε γυαλιά-καρδιά για μιας γυναίκας την καρδιά, για τ’ αδύνατο το φύλο φάγανε
οι μάγκες ξύλο)·
-
το ασθενές φύλο, βλ. φρ. το ωραίο φύλο·
- το δεύτερο φύλο, το γυναικείο φύλο, οι γυναίκες:
«το δεύτερο φύλο ακόμη και σήμερα αγωνίζεται για την ισότητα των δύο φύλων ||
για ποια ισότητα μιλάς, φίλε μου. Από καιρό το δεύτερο φύλο μας έχει από κάτω»·
- το ισχυρό φύλο, οι άντρες σε σύγκριση με τις γυναίκες: «το ισχυρό
φύλο έχει καταλάβει όλες τις θέσεις εξουσίας»·
-
το τρίτο φύλο, οι θηλυπρεπείς, οι πούστηδες: «το τρίτο φύλο είναι γνωστό
απ’ την αρχαιότητα»·
-
το ωραίο φύλο, οι γυναίκες: «χωρίς τη συντροφιά του ωραίου φύλου δεν
κάνει βήμα στη ζωή του».