Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αλεξίπτωτο
αλεξίπτωτο,
το, ουσ. [<ἀλεξίπτωτο
<θέμα του αρχ. ἀλέξω + πίπτω], το αλεξίπτωτο·
- έπεσε
μ’ αλεξίπτωτο ή έπεσε με τ’ αλεξίπτωτο, δεν ξέρει κανείς από πού ήρθε ή πώς
ήρθε σε κάποιο χώρο, σε κάποια πιάτσα το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος:
«επιτέλους, έπεσε με τ’ αλεξίπτωτο αυτός ο άνθρωπος και δεν ξέρει κανείς γι’
αυτόν τίποτα;».