Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ακούω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ακούω κ. ακούγω, ρ. [<αρχ. ἀκούω], ακούω. 1. υπακούω, συμμορφώνομαι, πειθαρχώ: «πρέπει ν’ ακούς, όταν σου μιλάει ένας μεγαλύτερός σου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν άκουσα κανένανε κι ήρθα σ’ αυτό το χάλι, μου έγινε παράδειγμα, δε θ’ αγαπήσω άλλη). 2. αποδίδω σημασία, υπολογίζω: «μην ακούς αυτά που λέει ο κόσμος, γιατί δεν ξέρουν τι τους γίνεται!». (Λαϊκό τραγούδι: μην ακούς τα λόγια του κόσμου, γιατί θέλουν να μας χωρίσουν φως μου). 3. στο γ΄ πρόσ. ακούει, λέγεται για λογαριασμό του και από το άτομο που μιλάει: «μίλα πιο δυνατά, γιατί δεν ακούει», αντί του δεν ακούω. (Ακολουθούν 97 φρ.)·
- άκου εκεί! βλ. λ. εκεί·
- άκου λέει! ή άκουσε λέει! θετική δήλωση στην ερώτηση κάποιου: «θα ’ρθεις μαζί μας στην εκδρομή; - Άκου λέει!», δηλ. βεβαίως και θα έρθω·
- άκου λόγια! ή άκουσε λόγια! βλ. λ. λόγος·
- άκου ν’ ακούσεις! ή άκουσε ν’ ακούσεις! άκουσε με προσεκτικά, δώσε βάση σε αυτά που θα σου πω, γιατί είναι πράγματα περίεργα, απαράδεκτα: «άκου ν’ ακούσεις, φίλε μου, σε τι κομπίνες μέσα ήταν μπλεγμένοι κοτζάμ υπουργοί!»· βλ. και φρ. άκου να δεις(!)·
- άκου να δεις! ή άκουσε να δεις! εκφράζει έκπληξη ή θαυμασμό: «άκου να δεις τι ανοησία είπε κοτζάμ γιατρός! || άκου να δεις τι σπουδαία πράγματα μπορεί να καταφέρει σήμερα η ιατρική!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το κύριε ή το φίλε μου· βλ. και φρ. άκου να σου πω(!)·
- άκου να σου πω! ή άκουσε να σου πω! άκουσε προσεκτικά αυτά που θα σου πω. Συνήθως λέγεται με απειλητική ή επιτιμητική διάθεση: «άκουσε να σου πω! Αν δεν κάτσεις φρόνιμα, θα σε πετάξω έξω». (Λαϊκό τραγούδι: άκουσε να σου πω κυρία κι αν είσαι από τη Δραπετσώνα). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για·
- άκου ποιος μιλάει! ή άκουσε ποιος μιλάει! ζωηρή απορία ή ξάφνιασμα για κάποιον που, ενώ είναι άσχετος με μια υπόθεση, προσπαθεί να επιβάλλει τη γνώμη του ή να κατευθύνει τις γνώμες των άλλων ή που, ενώ είναι υπόλογος για κάποια πράξη του, κατηγορεί άλλους που έχουν υποπέσει στο ίδιο σφάλμα ή που, ενώ έχει πάθει κάποια ζημιά, ειρωνεύεται άλλους, που έχουν πάθει την ίδια ζημιά·
- άκου που σου λέω ή άκουμε που σου λέω ή άκουσέ με που σου λέω, έκφραση με την οποία θέλουμε να επιβεβαιώσουμε σε κάποιον αυτά που μόλις προαναφέραμε, για να πάψει να έχει αμφιβολίες: «απ’ όσα ξέρω, είναι αποφασισμένος να χρηματοδοτήσει τη δουλειά σου, άκου που σου λέω». (Λαϊκό τραγούδι: πάψε να παραπονιέσαι και τα λάθη σου ν’ αρνιέσαι. Συ τα φταις εγώ δε φταίω, άκου τώρα που σου λέγω). Πολλές φορές, παρατηρείται χειρονομία όπου ο ομιλητής χτυπάει ελαφρά με τον αγκώνα του στα πλευρά το συνομιλητή του και, αν κάθονται αντικριστά, παρατηρείται ελαφρό κλείσιμο του ματιού·
- άκου πράματα! ή άκουσε πράματα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- άκου πώς έχει το πράγμα ή άκου πώς έχουν τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- ακούς και την καρφίτσα που πέφτει, βλ. λ. καρφίτσα·
- άκουγέ τα όλα, κι όσα θέλεις πίστευε, βλ. λ. θέλω·
- ακούει στ’ όνομα, βλ. λ. όνομα·
- ακούει φωνές, βλ. λ. φωνή·
- ακούς εκεί! βλ. λ. εκεί·
- άκουσε της χρονιάς του, βλ. λ. χρονιά·
- άκουσον άκουσον! εκφράζει έντονη δυσφορία ή αποτροπιασμό για την ενέργεια ή τα λόγια κάποιου, που είναι έξω από κάθε λογική: «άκουσον άκουσον, τι έκανε ο αλήτης! Χτύπησε τους γονείς του κι έφυγε απ’ το σπίτι παίρνοντας και όλες τις οικονομίες τους! || άκουσον άκουσον, τον παλιάνθρωπο! Με κατηγόρησε στη γυναίκα μου ότι έχω φιλενάδα, ενώ εγώ δε γυρίζω να δω άλλη γυναίκα απ’ τη δική μου!»·
- ακούω και δεν ακούω, μόλις που ακούω, ακούω αμυδρά, γιατί έχω ελαττωματική ακοή: «μίλα πιο δυνατά για να καταλάβω τι λες, γιατί ακούω και δεν ακούω»·  
- ακούω κακά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- ακούω καλά; βλ. λ. καλός·
- ακούω καλά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- ακούω λόγια ή ακούω τα λόγια ή ακούω τα λόγια μου, βλ. λ. λόγος·
- ακούω μπινελίκια ή ακούω τα μπινελίκια μου, βλ. λ. μπινελίκι·
- ακούω όσα σέρνει το κάρο, βλ. λ. κάρο·
- ακούω πουστριλίκια ή ακούω τα πουστριλίκια μου, βλ. λ. πουστριλίκι·
- ακούω τ’ όνομά μου, βλ. λ. όνομα·
- ακούω τα γαλλικά μου, βλ. λ. γαλλικά·
- ακούω τα εξ αμάξης, βλ. λ. άμαξα·
- ακούω τα μπινελίκια της ζωής μου, βλ. λ. μπινελίκι·
- ακούω τα πουστριλίκια της ζωής μου, βλ. λ. πουστριλίκι·
- ακούω τα σχολιανά μου, βλ. λ. σχολιανά·
- ακούω τον αναβαλλόμενο, βλ. λ. αναβαλλόμενος·
- ακούω τον Απόστολο, βλ. λ. Απόστολος·
- ακούω τον εξάψαλμο, βλ. λ. εξάψαλμος·
- άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου, βλ. λ. θεια·
- άλλα του λέω κι άλλα ακούει, δε συνεννοούμαστε, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε: «πάει να με τρελάνει αυτός ο άνθρωπος, γιατί άλλα του λέω κι άλλα ακούει»·
- άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να στα λέω, βλ. λ. άλλος·
- άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να το βλέπεις, βλ. λ. άλλος·
- άντε να μην ακούσεις κανένα γαλλικό! βλ. λ. γαλλικό·
- από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα, βλ. λ. κόρακας·
- αυτά τ’ ακούω βερεσέ, βλ. λ. βερεσέ·
- αυτό που ακούς! βλ. λ. αυτός·
- δε θέλω ν’ ακούσω, κατηγορηματική άρνηση στην προσπάθεια κάποιου να δικαιολογηθεί για κάποιο ατόπημά του ή στην προσπάθειά του να μας υποβάλει κάποιο αίτημά του·
- δε θέλω ούτε ν’ ακούσω (για κάποιον ή για κάτι), έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε πως είμαστε τόσο αρνητικοί για κάποιον ή για κάτι, που και μόνο η αναφορά σε αυτόν ή σε αυτό μας προκαλεί έντονη δυσφορία: «είναι τόσο αχάριστος άνθρωπος, που δε θέλω ούτε ν’ ακούσω γι’ αυτόν || μου φέρνει τέτοια αναγούλα αυτό το φαγητό, που δε θέλω ούτε ν’ ακούσω γι’ αυτό»·
- δεν ακούει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν ακούει τα λόγια κανενός, βλ. λ. λόγος·
- δεν ακούει Χριστό, βλ. λ. Χριστός·
- δεν ακούς αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- δεν ακούς ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- δεν ακούς άχνα, βλ. λ. άχνα·
- δεν ακούς κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν ακούς μιλιά, βλ. λ. μιλιά·
- δεν ακούς τσικ, βλ. λ. τσικ·
- δεν ακούς τσιμουδιά, βλ. λ. τσιμουδιά· 
- εγώ μιλώ κι εγώ τ’ ακούω, βλ. λ. εγώ·
- εγώ τα λέω κι εγώ τ’ ακούω, βλ. λ. εγώ·
- είναι σαν να μην τ’ άκουσε, δεν έλαβε καθόλου υπόψη του αυτό που του είπα, αδιαφόρησε εντελώς: «πέντε φορές του ζήτησα να μου δώσει άδεια, αλλά είναι σαν να μην τ’ άκουσε». Συνών. τ’ άκουσε και το ξέχασε·
- καθένας ακούει τη δική του μουσική, βλ. λ. μουσική·
- και μόνο που τ’ ακούω…, α.έκφραση που δηλώνει την απόλυτη άρνηση ή την έντονη δυσφορία μας για κάτι: «και μόνο που τ’ ακούω πως θέλεις πάλι δανεικά, έτσι μου ’ρχεται να σε μπατσίσω || και μόνο που τ’ ακούω αυτό το φαγητό, μου ’ρχεται αναγούλα». β. έκφραση που δηλώνει την απόλυτη επιδοκιμασία ή την έντονη προτίμησή μας για κάτι: «και μόνο που τ’ ακούω πως έβαλες σκοπό να παντρευτείς, πετάω στα ουράνια || και μόνο που τ’ ακούω αυτό το φαγητό, μου τρέχουνε τα σάλια»· 
- καρφίτσα να πέσει κάτω, θα την ακούσεις, βλ. λ. καρφίτσα·
- κούφια η ώρα που τ’ ακούει! βλ. λ. ώρα·
- μην ακούς τι λένε, μη λαμβάνεις υπόψη σου αυτά που λέει ο κόσμος σε βάρος σου ή μη λαμβάνεις υπόψη σου αυτά που θεωρεί ο κόσμος ως σωστά: «εσύ θα κάνεις αυτό που νομίζεις σωστό και μην ακούς τι λένε». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε έχω ένα καημό και ήπια παραπάνω και ήρθα εδώ μπαρμπα-Θωμά παρέα να σου κάνω. Μπαρμπα-Θωμά να μην ακούς τι λένε κι οι μάγκες έχουμε καρδιά και για μι’ αγάπη κλαίνε
- μην ακούσω άχνα! ή να μην ακούσω άχνα! βλ. λ. άχνα·
- μην ακούσω κιχ! ή να μην ακούσω κιχ! βλ. λ. κιχ·
- μην ακούσω κουβέντα! ή να μην ακούσω κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- μην ακούσω λέξη! ή να μην ακούσω λέξη! βλ. λ. λέξη·
- μην ακούσω μιλιά! ή να μην ακούσω μιλιά! βλ. λ. μιλιά·
- μην ακούσω τσιμουδιά! ή να μην ακούσω τσιμουδιά! βλ. λ. τσιμουδιά·
- μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές, βλ. λ. κώλος·
- μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ’ ακούω, βλ. λ. μόνος·
- να δούμε τι θ’ ακούσουμε ακόμα! έκφραση που δηλώνει απορία, έκπληξη, θαυμασμό ή δυσφορία γι’ αυτά τα καταπληκτικά, παράξενα ή απαράδεκτα που μας λέει κάποιος, και που περιμένουμε πια να ακούσουμε και άλλα στη συνέχεια: «λένε πως θα φέρουν ένα τρένο απ’ την Ιαπωνία και πως θα κάνουμε τη διαδρομή Θεσσαλονίκη-Αθήνα σε δυο ώρες. -Να δούμε τι θ’ ακούσουμε ακόμα! || άκουσα πως με την πρόοδο της Ιατρικής οι άνθρωποι θα ζούνε πάνω από διακόσια χρόνια. -Να δούμε τι θ’ ακούσουμε ακόμα! || είπαν πως θα επιτρέψουν το γάμο μεταξύ ομοφυλοφίλων. -Να δούμε τι θ’ ακούσουμε ακόμα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για·  
- να μη βλέπω, να μην ακούω ή να μην ακούω, να μη βλέπω, βλ. λ. βλέπω·
- να τ’ ακούσω και να μην το πιστέψω, έντονη απορία ή αμφισβήτηση, στην περίπτωση που κάποιος μας μεταφέρει τα λόγια κάποιου που μας αφορούν: «αυτόν που θεωρείς φίλο σου, είπε τα χειρότερα λόγια για σένα. -Να τ’ ακούσω και να μην το πιστέψω || αυτόν που θεωρείς εχθρό σου, είπε τα καλύτερα λόγια για σένα. -Να τ’ ακούσω και να μην το πιστέψω»·
- ο ίδιος τα λέει (κι) ο ίδιος τ’ ακούει, βλ. λ. ίδιος·
- όποιος δεν ακούει τους γέροντες, πάει δέρνοντας, βλ. λ. γέρος·
- όπου ακούς πολλά κεράσια, βάστα και μικρό καλάθι ή όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι, βλ. λ. κεράσι·
- ούτε ν’ ακούσω! ή ούτε να τ’ ακούσω! δηλώνει κατηγορηματική άρνηση ή απόλυτη αντίθεση σε κάτι: «δώσε μου σε παρακαλώ τα λεφτά, μου χρειάζονται! -Ούτε ν’ ακούσω! || πώς να τον παντρέψουμε, αφού ούτε ν’ ακούσει θέλει για γάμο! || λες να μου δώσει την άδεια που θα του ζητήσω; -Ούτε να τ’ ακούσει!». Πολλές φορές, μετά το ούτε ακολουθεί το που·
- ποιος ακούει το στόμα της! βλ. λ. στόμα·
- ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει; βλ. λ. αφτί·
- πώς την άκουσες; ή πώς την έχεις ακούσει; (στη νεοαργκό) τι νομίζεις; τι υποθέτεις, τι σκέφτεσαι, τι φαντάζεσαι(;): «πώς την άκουσες τώρα και λες αυτά που λες;». Λέγεται συνήθως με απειλητική διάθεση. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το δηλαδή ή το καλά. Συνών. πώς την είδες(;)·
- στάσου ν’ ακούσεις, βλ. λ. στέκομαι·
- τ’ ακούς; Τ’ ακούω να λες, έκφραση με την οποία θέλουμε να τονίσουμε σε κάποιον κάτι που δεν περιμέναμε να συμβεί: «ήταν ο καλύτερος φίλος μου κι όμως πήγε και με κατηγόρησε. Τ’ ακούς; Τ’ ακούω να λες»·
- τ’ άκουσα (ενν. τα λόγια), δέχτηκα τις επιπλήξεις κάποιου: «επειδή άργησα το πρωί να πάω στη δουλειά, με κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και τ’ άκουσα»·
- τ’ άκουσα απ’ το ίδιο του το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- τ’ άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- τ’ άκουσε και το ξέχασε, βλ. λ. ξεχνώ·
- τ’ άκουσες πουλί μου! βλ. λ. πουλί·
- τ’ ακούω βερεσέ, βλ. λ. βερεσέ·
- τ’ ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- τα λέω στην πεθερά για να τ’ ακούει η νύφη ή τα λέω της πεθεράς για να τ’ ακούει η νύφη, βλ. λ. νύφη·
- την άκουσα, α. (στη νεοαργκό) το αντιλήφθηκα, το εννόησα, το πήρα είδηση, κατάλαβα κάτι που μπορούσε να αποβεί σε βάρος μου: «ευτυχώς που την άκουσα πως ήταν απατεώνας και τον έδιωξα πυξ λαξ». β. μου άρεσε πάρα πολύ, χάρηκα πάρα πολύ, πέρασα πάρα πολύ ωραία, πάρα πολύ ευχάριστα: «είμαι πολύ ευχαριστημένος, γιατί την άκουσα στα μπουζούκια που πήγαμε». γ. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) επηρεάστηκα σοβαρά από το κάπνισμα χασισιού ή τη χρήση ναρκωτικού, φτιάχτηκα: «τραβούσε τις ρουφηξιές σαν παλαβός και, μόλις την άκουσε, έγειρε στο κρεβάτι». Συνών. μου την έδωσε (α) / την είδα (γ) / την κατάλαβα (β)·
- τι ακούν τ’ αφτιά μου; βλ. λ. αφτί·
- τι ακούς; τι πληροφορείσαι, τι μαθαίνεις από τις φήμες που κυκλοφορούν(;): «για πες μου εσύ που είσαι άνθρωπος της αγοράς, τι ακούς; Θα γίνει νέα υποτίμηση της δραχμής;»·
- τι ακούω; βλ. φρ. τι ακούν τ’ αφτιά μου(;)·
- τι άλλο θ’ ακούσουμε ακόμα! βλ. λ. ακόμα·
- τον άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- του γερόντου ν’ ακούς το λόγο κι όχι τον πόρδο, βλ. λ. γέροντας·
- τους άκουσε όλη η γειτονιά, βλ. λ. γειτονιά.

άλλος

άλλος, -η, -ο, αντων. και επίθ. γεν. αρσ. και ουδ. άλλου και αλλουνού· γεν. θηλ. άλλης και αλληνής· γεν. πληθ. άλλων και αλλωνών [<αρχ. ἄλλος], άλλος. (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα σου η μπλου καιρός ν’ αλλάξει νου γιατί και να το θέλει δεν γίνεσαι αλλουνού // να σου δώσω μια να σπάσεις αχ ρε κόσμε γυάλινε να φτιάξω μια καινούρια κοινωνία, άλληνε // κι επειδή των αλλονών κάνω τη βάρδια για να κλαίω την αγάπη μου τα βράδια με φωνάζουνε το θύμα ο Νικολός).1α. το αρσ. ως ουσ. ο άλλος, ο άλλος άντρας, ο άλλος γκόμενος, ο άλλος εραστής, ο άλλος ερωμένος: «την είδα με τον άλλον, την ώρα που τον μοστράριζε στις φιλενάδες της». (Λαϊκό τραγούδι: αυτός ο άλλος που σε πήρε από μένα, αυτό ο άλλος, αυτό ο άλλος, είναι ευεργέτης μου μεγάλος). β. ο επόμενος: «να περάσει ο άλλος». 2. το θηλ. ως ουσ. η άλλη, η άλλη γυναίκα, η άλλη γκόμενα, η άλλη ερωμένη: «τον είδα με την άλλη να κάνει βόλτα στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: υπάρχει άλλη, υπάρχει άλλη, εσύ που μ’ έλεγες αγάπη σου μεγάλη).3. το ουδ. ως ουσ. το άλλο, όχι αυτό, όχι το ίδιο, το διαφορετικό: «δε θέλω αυτό, θέλω το άλλο». 4. συνήθως χωρίς άρθρο άλλος, αντί του επόμενος. 5. σε ερωτηματικό τύπο άλλος; υπάρχει κανένας άλλος που ακολουθεί ή που περιμένει(;): «με τον κύριο τελειώσαμε. Άλλος;». 6. ως επιφών. άλλος! λέγεται συνήθως από άντρα όταν, ενώ χρησιμοποιεί την τουαλέτα, έρχεται κάποιος που χτυπάει ή σπρώχνει την πόρτα για να μπει να τη χρησιμοποιήσει. Πολλές φορές, αντί του επιφωνήμ. ο άντρας που βρίσκεται μέσα στην τουαλέτα βήχει δυνατά για να κάνει αισθητή την παρουσία του. 7. συνήθως στον πλ. χωρίς άρθρο, άλλοι, άλλες, άλλα, σημαίνει κάποιοι, μερικοί, κάποιες, μερικές, κάποια, μερικά : «το καλοκαίρι άλλοι πηγαίνουν διακοπές στη θάλασσα, άλλοι στο βουνό, ενώ άλλοι δεν πάνε πουθενά || άλλες γυναίκες είναι όμορφες και άλλες άσχημες || άλλα αυτοκίνητα είναι ακριβά κι άλλα φτηνά». 8. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. τα άλλα, τα υπόλοιπα: «αυτά που μου λες τα ξέρω, θέλω να μου πεις τα άλλα, που δεν ξέρω». (Ακολουθούν 352 φρ.)·
- άλλ’ αντ’ άλλα ή άλλ’ αντ’ άλλων ή άλλα αντί άλλων ή άλλα των άλλων, λόγια χωρίς νόημα, χωρίς ειρμό, μπερδεμένα, ασυνάρτητα, οι ασυναρτησίες: «μιλούσε μια ώρα και μας έλεγε άλλ’ αντ’ άλλων»·
- άλλ’ αντ’ άλλα, κι άλλο της Παρασκευής το γάλα, βλ. λ. γάλα·
- άλλα… (κι, και) άλλα…, δηλώνει αντίφαση: «άλλα  μου λέει ο πατέρας της κι άλλα μου λέει η μάνα της». (Τραγούδι: άλλα μου λεν τα μάτια σου και άλλα η καρδιά σου, άλλα μου λεν τα χείλη σου και άλλα τα φιλιά σου
- άλλα κόλπα! βλ. λ. κόλπο·
- άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου, βλ. λ. θεια·
- άλλα λες κι άλλα μου κάνεις, βλ. λ. λέω·
- άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, βλ. λ. λόγος·
- άλλα μελετούν τα βόδια κι άλλα μελετά ο ζευγάς, βλ. λ. βόδι·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, βλ. λ. Θεός·
- άλλα στάνταρ, βλ. λ. στάνταρ·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, βλ. λ. μάτι·
- άλλα τόσα, α. στον ίδιο βαθμό: «ξέρω πως πέρασες πολλά βάσανα , αλλά κι εγώ πέρασα άλλα τόσα». β. στην ίδια ποσότητα: «ξέρω πως έχασες λεφτά, αλλά κι εγώ έχασα άλλα τόσα». (Λαϊκό τραγούδι: ποντάρει σε άλογο κουτσό και παίρνει πεντακόσια, ποντάρω γω σε αετό και χάνω άλλα τόσα
- άλλα του λέω κι άλλα ακούει, βλ. λ. ακούω·
- άλλα χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- άλλα χρόνια τότε! βλ. λ. χρόνος·
- άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- άλλες εποχές τότε! βλ. λ. εποχή·
- άλλες νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε, βλ. λ. νύφη·
- άλλες τόσες, στο ίδιο πλήθος: «στο ’πα πολλές φορές και θα στο πω άλλες τόσες». (Λαϊκό τραγούδι: πείνασα, δίψασα, κοιμήθηκα στους δρόμους για την γυναίκα π’ αγαπούσα την κακή τόσες φορές κυνηγημένος απ’ τους νόμους και άλλες τόσες τραβηγμένος φυλακή
- άλλες χρονιές, βλ. λ. χρονιά·
- άλλες χρονιές τότε! βλ. λ. χρονιά·  
- άλλη δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν είχαμε! ή άλλη δουλειά δεν έχουμε! βλ. λ. δουλειά·
- άλλη δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- άλλη έγνοια δεν είχα! ή άλλη έγνοια δεν έχω! ή άλλη έγνοια δεν είχαμε! ή άλλη έγνοια δεν έχουμε! βλ. λ. έγνοια·
- άλλη καμιά δε γέννησε, μόν’ η Μαριώ το Γιάννη, βλ. λ. Γιάννης·
- άλλη μια φορά, βλ. λ. φορά·
- άλλη όρεξη δεν είχα! ή άλλη όρεξη δεν έχω! ή άλλη όρεξη δεν είχαμε! ή άλλη όρεξη δεν έχουμε! βλ. λ. όρεξη·
- άλλη σκασίλα δεν είχα! ή άλλη σκασίλα δεν έχω! ή άλλη σκασίλα δεν είχαμε! ή άλλη σκασίλα δεν έχουμε! βλ. λ. σκασίλα·
- άλλη σκοτούρα δεν είχα! ή άλλη σκοτούρα δεν έχω! ή άλλη σκοτούρα δεν είχαμε! ή άλλη σκοτούρα δεν έχουμε! βλ. λ. σκοτούρα·
- άλλη στεναχώρια δεν είχα! ή άλλη στεναχώρια δεν έχω! ή άλλη στεναχώρια δεν είχαμε! ή άλλη στεναχώρια δεν έχουμε! βλ. λ. στεναχώρια·
- άλλη φαγούρα δεν είχα! ή άλλη φαγούρα δεν έχω! ή άλλη φαγούρα δεν είχαμε! ή άλλη φαγούρα δεν έχουμε! βλ. λ. φαγούρα·
- άλλη φορά, βλ. λ. φορά·
- άλλη χάρη έχει (κάτι από κάτι άλλο), βλ. λ. χάρη·
- άλλο από…, δηλώνει αποκλειστικότητα: «δε λέει άλλο από βλακείες» ή εξαίρεση: «δεν πίνει άλλο από μπίρα»·
- άλλο δεν κάνει απ’ το να… ή δεν κάνει άλλο απ’ το να…, βλ. λ. κάνω·
- άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές γεμάτος κι άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές άδειος, βλ. λ. ντενεκές·
- άλλο και τούτο! ή άλλο και τούτο πάλι! ή άλλο πάλι και τούτο! έκφραση  έκπληξης ή απορίας, για αναπάντεχη ή παράξενη τροπή ή κατάληξη ενέργειας, λόγου ή κατάστασης: «το περίμενες να μαλώσουν αυτοί οι δύο; -Άλλο πάλι και τούτο! Αυτοί ήταν τόσο αγαπημένοι! || το περίμενες να παντρευτεί ο τάδε; -Άλλο πάλι και τούτο! Αυτός δεν ήταν κατά του γάμου;». Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται και από το να δούμε τι άλλο θ’ ακούσουμε ή από το να δούμε τι άλλο θα δούμε· βλ. και φρ. άλλο πάλι(!)·
- άλλο κάρο με πατάτες, βλ. λ. κάρο·
- άλλο κι αυτό! ή άλλο κι αυτό πάλι! ή άλλο πάλι κι αυτό! βλ. φρ. άλλο και τούτο(!)·
- άλλο κόλπο αυτό! βλ. λ. κόλπο·
- άλλο λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, βλ. λ. καρδιά·
- άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις, λέγεται στην περίπτωση, που δεν μπορούμε να αποδώσουμε την πραγματικότητα κάποιου γεγονότος με λόγια: «είναι πολύ όμορφος άντρας αλλά άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις || έχει τέτοιες σπάνιες ομορφιές η Χαλκιδική, όμως άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις»·
- άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να στα λέω, θα καταλάβεις, θα κατανοήσεις πολύ καλύτερα αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, αν σου το αναπτύξω προσωπικά, γιατί δε θα μείνεις μόνο με την εντύπωση των φημών που έφτασαν στ’ αφτιά σου: «άκουσα πως ο τάδε μάλωσε με τη γυναίκα του. -Άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να στα λέω»·
- άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να το βλέπεις, βλ. φρ. άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις·   
- άλλο ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης ή άλλο πέος κι άλλο Ευρωπαίος ή άλλο κουμπαράς κι άλλο κολομπαράς ή άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως ή άλλο παίχτης κι άλλο τσουτσουνοπαίχτης ή άλλο γκούλας κι άλλο Γιαγκούλας ή άλλο ξίδι κι άλλο ταξίδι ή άλλο πότης κι άλλο ιππότης ή άλλο ψάρια κι άλλο μακαρόνια ή άλλο Βόλος κι άλλο έρωτας κεραυνοβόλος ή άλλο βούρτσα κι άλλο πούτσα ή άλλο Μαντώ κι άλλο Μαντόνα ή άλλο Πέπη κι άλλο πρέπει κ. ά. και εκ των τελευταίων άλλο Βερσαλλίες κι άλλο παραλίες ή άλλο λέων κι άλλο χαμαιλέων, λέγεται ειρωνικά, όταν προσπαθεί κάποιος να συγκρίνει δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή λέγεται ειρωνικά, όταν θέλουμε να  υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις: «μα καλά, μπορείς να συγκρίνεις το κατσαριδάκι σου με τη Μερσεντές μου; Άλλο ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης». Πρβλ.: άλλο θα πει Χαλκιδική κι άλλο θα πει Χαλκίδα (Λαϊκό τραγούδι). Οι εκφράσεις αυτές υπήρξαν της μόδας στη δεκαετία του 1970 και 1980·
- άλλο ντέρτι δεν είχα! ή άλλο ντέρτι δεν έχω! ή άλλο ντέρτι δεν είχαμε! ή άλλο ντέρτι δεν έχουμε! βλ. λ. ντέρτι·
- άλλο πάλι! δηλώνει δυσαρέσκεια για κάτι που προστίθεται σε αυτά που μας είναι ήδη γνωστό πως πρέπει να κάνουμε: «επίσης θα πρέπει να κάνεις και μια δήλωση του νόμου 105, ότι δεν έχεις καμιά απαίτηση από τα τυχόν κέρδη. -Άλλο πάλι!»· βλ. και φρ. άλλο και τούτο(!)·
- άλλο που δε θέλω, δηλώνει απόλυτη ικανοποίηση για την πραγματοποίηση κάποιας επιθυμίας μας ή για κάποια ενέργεια, που μας ευνοεί απόλυτα:  «άλλο που δε θέλω, αν μου δώσεις αυτό το εισιτήριο για τον κυριακάτικο αγώνα || θα πήγαιναν εκδρομή και μου ανακοίνωσαν πως θα μ’ έπαιρναν μαζί τους. Καταχάρηκα, γιατί άλλο που δεν ήθελα || αν ξανακάνεις φασαρία θα σε απολύσω απ’ τη δουλειά. -Άλλο που δε θέλω, γιατί θα πάρω κάτι εκατομμύρια για αποζημίωση»·
- άλλο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- άλλο πράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- άλλο σεβντά δεν είχα! ή άλλο σεβντά δεν έχω! ή άλλο σεβντά δεν είχαμε! ή άλλο σεβντά δεν έχουμε! βλ. λ. σεβντάς·
- άλλο σχέδιο αυτό! βλ. λ. σχέδιο·
- άλλο τίποτα, υπάρχει μεγάλη ποσότητα, βρίσκεται σε μεγάλη αφθονία: «από λεφτά, άλλο τίποτα»·
- άλλο τίποτα; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, που μας ζητάει πολλά και απίθανα πράγματα: «θέλεις να σου πληρώσω τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε., τα κοινόχρηστα και να σου δώσω κι εκατό χιλιάρικα από πάνω. Άλλο τίποτα;»· ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, που μας καταμαρτυρά πολλές αρνητικές ιδιότητες: «είσαι κλέφτης, απατεώνας, χαρτοπαίχτης, ναρκομανής! -Άλλο τίποτα;»·
- άλλο το ’να (κι) άλλο τ’ άλλο, αποτελεί άλλη υπόθεση, άλλη ιστορία, έτερον εκάτερον: «δεν πρέπει να μπερδεύεις τις γκομενοδουλειές σου με το σπίτι σου. Άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο»·
- άλλο το πρόσωπο, άλλη η καρδιά, βλ. λ. πρόσωπο·
- άλλο τόσο, στον ίδιο βαθμό: «όσο καλός είναι ο μικρός του ο γιος, άλλο τόσο είναι κι ο μεγάλος»· στην ίδια ποσότητα: «ό,τι ποσό βάλεις εσύ, θα βάλω κι εγώ άλλο τόσο»·
- άλλο τόσο κι εγώ, έκφραση με την οποία  επικροτούμε απόλυτα τα λεγόμενα κάποιου για καλό ή για κακό: «δεν τον εκτιμώ διόλου αυτό τον άνθρωπο. -Άλλο τόσο κι εγώ – πολύ τον εκτιμώ αυτόν τον άνθρωπο. -Άλλο τόσο κι εγώ»·
- άλλο φαΐ τώρα, βλ. λ. φαΐ·
- άλλοι καιροί τότε! βλ. λ. καιρός·
- άλλοι κάνουν φίλους κι άλλοι κάνουν φίδια, βλ. λ. φίλος·
- άλλοι κι άλλοι, πολύ και διάφοροι, χωρίς να είναι τίποτα σπουδαίοι: «εγώ πιστεύω πως έτσι έγιναν τα πράγματα, αλλά άλλοι κι άλλοι έχουν διαφορετική γνώμη. Από σένα εξαρτάται ποιους θα πιστέψεις»·
- άλλοι τα γένια επιθυμούν κι άλλοι που τα ’χουνε τα φτουν, βλ. λ. γένια·
- άλλοι τόποι, άλλοι άνθρωποι ή άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι, βλ. λ. τόπος·
- άλλον γκαϊλέ δεν είχα! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχω! ή άλλον γκαϊλέ δεν είχαμε! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχουμε! βλ. λ. γκαϊλές·
- άλλον καημό δεν είχα! ή άλλον καημό δεν έχω! ή άλλον καημό δεν είχαμε! ή άλλον καημό δεν έχουμε! βλ. λ. καημός·
- άλλον νταλκά δεν είχα! ή άλλον νταλκά δεν έχω! ή άλλον νταλκά δεν είχαμε! ή άλλον νταλκά δεν έχουμε! βλ. λ. νταλκάς·
- άλλος αγαπάει τον παπά κι άλλος την παπαδιά, βλ. λ. παπάς·
- άλλος γαμάει κι άλλος πληρώνει τα γαμησιάτικα, βλ. λ. γαμησιάτικα·
- άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, βλ. λ. όνομα·
- άλλος και τούτος! ή άλλος και τούτος πάλι! ή άλλος πάλι τούτος! έκφραση απορίας ή έκπληξης για τις αναπάντεχες ή απαράδεκτες ενέργειες ή λόγια κάποιου: «ξαφνικά σηκώθηκε κι άρχισε να πετάει τα ρούχα του από πάνω του μπροστά στον κόσμο! -Άλλος και τούτος! || κι  εκεί που έλεγαν να ηρεμήσουν τα πράγματα, σηκώθηκε ο δικός σου και μας αποκάλυψε πως και ο τάδε είχε πάει φυλακή. -Άλλος και τούτος πάλι!»·
- άλλος κι αυτός! ή άλλος κι αυτός πάλι! ή άλλος πάλι κι αυτός! βλ. φρ. άλλος και τούτος(!)·
- άλλος λίγο, άλλος πολύ, βλ. λ. λίγος·
- άλλος πάλι! α. δηλώνει δυσαρέσκεια για κάποιον που προστίθεται σε μια ομάδα ατόμων τους οποίους πρέπει να εξυπηρετήσουμε ή να αντιμετωπίσουμε: «ο προσωπάρχης μου είπε, πως πρέπει να ελέγξεις τα τιμολόγια του μηνός. -Άλλος πάλι! Ακόμα δεν ξεμπέρδεψα με την καταμέτρηση του εμπορεύματος που έχουμε στην αποθήκη!». β. έκφραση δυσαρέσκειας, όταν για πολλοστή φορά ακούμε κάποιο διαφορετικό άτομο να φωνάζει το όνομά μας, για να μας πει ή να μας επιφορτίσει με κάτι: «Αντωνόπουλος; -Άλλος πάλι!»·
- άλλος πληρώνει κι άλλος πίνει, άλλος αγωνίζεται για την επίτευξη κάποιας επιτυχίας και άλλος απολαμβάνει τις ωφέλειες από αυτή την επιτυχία. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ πληρώνω κι άλλος πίνει, βρε κουκλί μου τι θα γίνει
- άλλος πληρώνει τα κερατιάτικα, βλ. λ. κερατιάτικα·
- άλλος πληρώνει τη νύφη, βλ. λ. νύφη·
- άλλος πληρώνει το μάρμαρο, βλ. λ. μάρμαρο·
- άλλος σπέρνει κι άλλος θερίζει, λέγεται στην περίπτωση που, άλλος εργάζεται σκληρά και άλλος απολαμβάνει τους κόπους από την εργασία του αυτή: «ο καθένας θ’ αμείβεται σύμφωνα με τους κόπους του, γιατί σ’ αυτή την επιχείρηση δεν ισχύει το άλλος σπέρνει κι άλλος θερίζει»·
- άλλος το ’χει και το κατουράει κι άλλος δεν το ’χει και το λαχταράει, λέγεται για κάποιο αγαθό που ενώ αυτός που το έχει δεν το υπολογίζει καθόλου, την ίδια στιγμή για κάποιον άλλον που δεν το κατέχει είναι εντελώς απαραίτητο· 
- αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- αν μη τι άλλο, α. τουλάχιστο: «παρά τις οικονομικές δυσκολίες που είχαμε, αν μη τι άλλο, μπορέσαμε να κάνουμε μια αξιοπρεπή αρχή». β. πέρα από οτιδήποτε άλλο, το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει κάποιος: «αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να σου πει ένα ευχαριστώ που του συμπαραστάθηκες»·
- αν ρίξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- ανάμεσα στ’ άλλα, βλ. φρ. ανάμεσα·
- αναπνέω άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- ανοίγω κι άλλη τρύπα στο ζωνάρι (μου), βλ. λ. ζωνάρι·
- απ’ τ’ άλλο μου τ’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- απ’ τη μια… απ’ την άλλη όμως…, βλ. λ. μια·
- απ’ τη μια… κι απ’ την άλλη…, βλ. λ. μια·
- απ’ τη μια μέρα στην άλλη, βλ. λ. μέρα·
- απ’ τη μια μεριά… απ’ την άλλη μεριά όμως…, βλ. λ. μεριά·
- απ’ τη μια μεριά… κι απ’ την άλλη μεριά…, βλ. λ. μεριά·
- απ’ τη μια πλευρά…, από την άλλη πλευρά όμως…, βλ. λ. πλευρά·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκα κι απ’ την άλλη βγήκα, βλ. λ. πόρτα·
- απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, βλ. λ. στιγμή·
- απ’ τη μια ώρα στην άλλη, βλ. λ. ώρα·
- απ’ την άλλη, επιπλέον: «ενώ απ’ τη μια μου χρωστάς ένα σωρό λεφτά, απ’ την άλλη μου ζητάς πάλι δανεικά!»·
- απ’ το ένα αφτί μπαίνει (μπαίνουν) κι απ’ τ’ άλλο βγαίνει (βγαίνουν), βλ. λ.αφτί·
- απ’ τον έναν στον άλλον, βλ. λ. ένας·
- από δουλειά άλλο τίποτα, βλ. λ. δουλειά·
- από δω πάν’ κι άλλοι, α. έκφραση αδιαφορίας στη δήλωση κάποιου πως θα διακόψει τη φιλική, ερωτική ή εργασιακή σχέση που έχει μαζί μας και υποτίθεται πως του δείχνουμε το δρόμο να φύγει, όπως κάναμε και στους προηγούμενους, που δήλωσαν το ίδιο πράγμα ή που έπαψαν να μας ενδιαφέρουν. β. έκφραση αδιαφορίας στη δήλωση κάποιου πως θα επιδιώξει να μας κάνει κακό, κι έχει την έννοια, πως και όσοι προηγούμενοι το επιχείρησαν έφυγαν από  τον υποτιθέμενο δρόμο που του δείχνουμε χωρίς να πετύχουν τίποτα·
- από λεφτά άλλο τίποτα, βλ. λ. λεφτά·
- από λόγια άλλο τίποτα, βλ. λ. λόγος·
- από μυαλό άλλο τίποτα, βλ. λ. μυαλό·
- από προβλήματα άλλο τίποτα, βλ. λ. πρόβλημα·
- από υγεία άλλο τίποτα, βλ. λ. υγεία·
- από ψέμα άλλο τίποτα, βλ. λ. ψέμα·
- αύριο άλλος ήλιος άλλη μέρα, βλ. λ. αύριο·
- αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, βλ. λ. είπα·
- αυτό είν’ άλλη ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- αυτό είν’ άλλη παράγραφος, βλ. λ. παράγραφος·
- αυτό είν’ άλλο, βλ. λ. αυτός·
- αυτό είν’ άλλο καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο, βλ. λ. κεφάλαιο·
- αυτό είν’ άλλο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο, βλ. λ. παπάς·
- αυτό είν’ αλλουνού καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτός είναι και κανένας άλλος, βλ. λ. αυτός·
- αυτός είναι κι άλλος δεν είναι, βλ. λ. αυτός·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- βλέπω μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- για τ’ άλλα, για τα υπόλοιπα: «εγώ σας είπα αυτά που ήξερα, για τ’ άλλα θα σας πληροφορήσει ο ίδιος ο διευθυντής». (Λαϊκό τραγούδι: του ’πα για το φέρσιμό σου και για τ’ άλλα σου, τ’ ασυγχώρητα τα λάθη τα μεγάλα σου
- … γιατί θα ’χουμε άλλα, επιθετική έκφραση σε άτομο που δε συμμορφώνεται στις εντολές μας: «φάε το φαγητό σου, γιατί θα ’χουμε άλλα || πήγαινε στη δουλειά σου, γιατί θα ’χουμε άλλα || δώσε μου τα λεφτά που μου χρωστάς, γιατί θα ’χουμε άλλα»·
- γίνομαι άλλος άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·  
- δε βάζω άλλο (άλλη) μπροστά σου, είσαι ασύγκριτος, ασύγκριτη: «έχει τόσο καλό φίλο, που δε βάζω άλλο μπροστά του || έχει τόσο καλή γυναίκα, που δε βάζει άλλη μπροστά της». (Λαϊκό τραγούδι: τίποτα πια δεν λογαριάζω άλλον μπροστά σου εγώ δεν βάζω, αφού έχεις εσύ καρδιά χρυσή και σ’ αγαπώ, αγάπα με και συ)· 
- δε βαστιέμαι άλλο, α. δεν μπορώ να συγκρατηθώ περισσότερο, ώστε να μην πω ή να μην κάνω κάτι: «δε βαστιέμαι άλλο, θα τον δείρω με τις ανοησίες που λέει || μυρίζει τόσο όμορφα αυτό το φαγητό, που δε βαστιέμαι άλλο». β. έφτασα στο σημείο να μην μπορώ να συγκρατήσω περισσότερο το κάτουρό μου ή τα κόπρανά μου, πρέπει οπωσδήποτε να αφοδεύσω, γιατί θα τα κάνω απάνω μου: «αμάν, μια τουαλέτα, ρε παιδιά, γιατί δε βαστιέμαι άλλο»·
- δε βαστώ άλλο ή δε βαστώ άλλο πια ή δε βαστώ πια άλλο, α. δεν αντέχω περισσότερο, δεν μπορώ να κάνω περισσότερο υπομονή και ξεσπώ: «δε βάσταξα άλλο με τις ανοησίες που έλεγε και τον άρχισα στις μπάτσες || έπαθε τέτοια καταστροφή, που δε βάσταξε πια άλλο κι έβαλε τα κλάματα». β. δεν αντέχω περισσότερο, δεν μπορώ να κάνω περισσότερο υπομονή και υποκύπτω, υποχωρώ, ενδίδω: «μη μου φορτώνεσαι περισσότερο, γιατί δε βαστώ άλλο || έπεσαν όλοι επάνω μου για να δώσουμε τα χέρια, ώσπου δε βάσταξα άλλο πια και συμφιλιώθηκα μαζί του»·
- δε με παίρνει άλλο, παύω να ενεργώ με τον τρόπο που ενεργούσα, γιατί αντιλαμβάνομαι πως δεν έχω τις δυνάμεις ή τις δυνατότητες που είχα ή γιατί δεν μου το επιτρέπει περισσότερο το περιβάλλον στο οποίο βρίσκομαι: «απ ’τη στιγμή που ήρθε ο τάδε, δε με παίρνει άλλο να κάνω το μάγκα, γιατί αυτός είναι πιο μάγκας από μένα || ο οικοδεσπότης μου έκανε νόημα πως δε μ’ έπαιρνε άλλο να συνεχίσω να λέω σόκιν ανέκδοτα, γιατί είχε κάνει την παρουσία του ο πατέρας του»·
- δε με σηκώνει άλλο, βλ. φρ. δε με παίρνει άλλο·
- δε σηκώνει άλλο, δεν μπορεί να συνεχιστεί να γίνεται ανεκτό κάτι, δεν αντέχω, δεν μπορώ να κάνω περισσότερη υπομονή: «μέχρι τώρα υπέμενα τις ιδιοτροπίες σου, αλλά από δω και πέρα δε σηκώνει άλλο»·
- δεν αντέχω άλλο, βλ. λ. αντέχω·
- δεν έχει άλλο, α. (για αγαθά) τελείωσε, εξαντλήθηκε: «δεν έχει άλλο απ’ αυτό το είδος». β. (για παροχές, συνήθως ειρωνικά) παύω, σταματώ να δίνω: «μέχρι τώρα ό,τι μου ζητούσες σου το ’δινα, από δω και πέρα όμως δεν έχει άλλο»·
- δεν έχει μάτια γι’ άλλον (γι’ άλλη), βλ. λ. μάτι·
- δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να…, τίποτα·
- δεν μπαίνει ο ένας στ’ αμπέλια του άλλου, βλ. λ. αμπέλι·
- δεν μπαίνει ο ένας στα οικόπεδα του άλλου, βλ. λ. οικόπεδο·
- δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου, βλ. λ. χωράφι·
- δεν πάει άλλο, α. δεν μπορεί να συνεχιστεί να γίνεται ανεκτό κάτι, δεν αντέχω, δεν μπορώ να κάνω περισσότερο υπομονή, δεν μπορεί να συνεχιστεί η ίδια δυσάρεστη κατάσταση: «δεν πάει άλλο μ’ αυτή την φτώχεια που περνώ || δεν πάει άλλο μ’ αυτή την γκρίνια σου». (Λαϊκό τραγούδι: λέω πως δεν πάει άλλο, είσαι βάσανο μεγάλο)· βλ. και φρ. δε με παίρνει άλλο. β.(για πορεία) υπάρχει αδιέξοδο ή έφτασε στο τέρμα της: «ο δρόμος δεν πάει άλλο || το αστικό δεν πάει άλλο»·
- δεν παίρνει άλλο, δεν αντέχω περισσότερο, δεν πάει άλλο, δε σηκώνει άλλο: «είναι τόσο γκρινιάρα, που δεν παίρνει άλλο, θα τη χωρίσω || είναι ένας αδιόρθωτος χαρτοπαίχτης, γι’ αυτό κι εγώ θα τον χωρίσω, γιατί δεν παίρνει άλλο». (Λαϊκό τραγούδι: σαν να μου τα ’κανες πολλά φθάνει δεν παίρνει άλλο, κοίταξε να συμμορφωθείς γιατί θα σε ξεκάνω
- δεν παίρνει άλλο νερό, βλ. φρ. νερό·
- δεν περνούν άλλο τα λεφτά μου ή δεν περνούν πια τα λεφτά μου, βλ. λ.λεφτά·
- δεν προχωράει άλλο, βλ. συνηθέστ. δεν πάει άλλο·
- δεν υπάρχει άλλος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- δεν υπάρχει άλλος τρόπος, βλ. λ. τρόπος·
- δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο, βλ. λ. τίποτα·
- δίνει άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- δίχως άλλο, οπωσδήποτε, εξάπαντος: «πρέπει το βράδυ δίχως άλλο να ’ρθεις μαζί μου στη συγκέντρωση»· βλ. και φρ. το δίχως άλλο·
- έγινε άλλος τόσος, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος έγινε διπλάσιο σε όγκο από ότι ήταν: «τον τελευταίο καιρό το ’ριξε στο φαγητό και στον ύπνο κι έγινε άλλος τόσος»·
- εγώ κρατώ την κλείδα (το κλειδί) μου και άλλος την καλύβα μου, βλ. λ. καλύβα·
- είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω, βλ. λ. πόδι·
- είμαι μια η άλλη ή είμαι μια την άλλη, ισοφαρίζω έσοδα και έξοδα, δεν έχω κέρδος: «με την αναδουλειά που υπάρχει, είμαι ευχαριστημένος που είμαι μια η άλλη»·
- είναι άλλου είδους ταραχή, βλ. λ. είδος·
- είναι απ’ άλλο ανέκδοτο, βλ. λ. ανέκδοτο·
- είναι από άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτης·
- είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. γεννημένος·
- είναι καμωμένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. καμωμένος·
- είναι καμωμένος από άλλη πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι ο ένας χειρότερος απ’ τον άλλον ή είναι ο ένας χειρότερος του άλλου, βλ. λ. χειρότερος·
- είναι πάρ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- είναι πιάσ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. πλασμένος·
- είναι πλασμένος από άλλη πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- είναι σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, βλ. λ. γη·
- είναι το άλλο μου μισό, (και για τα δυο φύλα) βλ. λ. μισός·
- είναι το κάτι άλλο, το πρόσωπο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος έχουν μια έντονη ιδιαιτερότητα, καλή ή κακή: «η ομορφιά του είναι το κάτι άλλο || η ασχήμια του είναι το κάτι άλλο || αγόρασε έν’ αυτοκίνητο που είναι το κάτι άλλο»·
- εκείνος που περιμένει απ’ άλλονε, πολύ αργά δειπνάει, βλ. λ. εκείνος·
- εκτός των άλλων, εκτός από όλα όσα έχουμε ήδη προαναφέρει, επιπλέον, επιπροσθέτως: «εκτός των άλλων μου χρωστάς ακόμα εκατό χιλιάδες»·
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι (στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι), βλ. λ. άγγελος·
- έρχονται άλλα χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- έρχονται άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- έρχονται άλλες χρονιές, βλ. λ. χρονιά·
- έχει άλλο πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- έχει άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έχει αυτό το κάτι άλλο, βλ. φρ. έχει αυτό το κατιτίς, λ. κατιτίς·
- έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα; ή έχει κι άλλα παιδιά σαν κι εσένα η μάνα σου; βλ. λ. παιδί·
- έχει κι άλλον πονηρό σαν κι εσένα η μάνα σου; ή έχει κι άλλον σαν κι εσένα πονηρό η μάνα σου; βλ. λ. πονηρός·
- έχει ο αφέντης μας αφέντρα κι η κυρά μας άλλον άντρα, βλ. λ. άντρας·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- έχω κι άλλα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- ζει σε άλλη εποχή, βλ. λ. εποχή·
- ζει σε άλλον αιώνα, βλ. λ. αιώνας·
- ζει σε άλλον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- ζει σε άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτη·
- ζητώ κι άλλο πιάτο, βλ. λ. πιάτο·
- η άλλη άκρη του σύρματος, βλ. λ. σύρμα·
- η άλλη ζωή, βλ. λ.ζωή·
- η άλλη όχθη, βλ. λ. όχθη·
- η άλλη όψη του νομίσματος, βλ. λ. όψη·
- η άλλη πλευρά του νομίσματος, βλ. λ. πλευρά·
- η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- η ζωή είναι ένα αγγούρι. Άλλος το τρώει και ζορίζεται κι άλλος το τρώει και δροσίζεται, βλ. λ. ζωή·
- η μία, η άλλη, βλ. λ. μία·
- η μια κι η άλλη, βλ. λ. μία·
- η μια κουβέντα έφερε την άλλη, βλ. λ. κουβέντα·
- η μια πάνω στην άλλη, βλ. λ. μία·
- η μια της βρομάει (κι) η άλλη της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- η μια της βρομάει (κι) η άλλη της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- η μια του βρομούσε (κι) η άλλη του μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- η μια του βρομούσε (κι) η άλλη του ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- ήρθαν άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- ήρθαν άλλοι καιροί, βλ. λ. καιρός·
- ήρθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- ήρθε από άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτης·
- θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι, βλ. λ. κώλος·
- κάθε άλλο, βλ. λ. κάθε·
- και εις άλλα με υγεία! ή και σ’ άλλα με υγεία! βλ. λ. υγεία·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, βλ. λ. σπίτι·
- κάνω άλλα κι άλλα, κάνω πολλά και διάφορα πράγματα σημαντικά ή ασήμαντα: «εσύ που μπορείς και κάνεις άλλα κι άλλα, σίγουρα θα μπορέσεις να με βοηθήσεις σε αυτή την υπόθεση || εσύ κάνεις άλλα κι άλλα, σ’ αυτή τη λεπτομέρεια θα κωλώσεις;»·
- κατά τ’ άλλα, ως προς τα υπόλοιπα, ως προς εκείνα που συμβαίνουν ή συνέβησαν: «είχα μια μικρή ατυχία, αλλά κατά τ’ άλλα είμαι μια χαρά || μέχρι αυτή τη στιγμή τα πράγματα είναι σ’ αυτή την κατάσταση, κατά τ’ άλλα ο Θεός βοηθός»·
- κατά τ’ άλλα καλά, φράση που ακολουθεί με κάποια ειρωνική διάθεση, μετά την εξιστόρηση κάποιας άτυχης στιγμής ή γεγονότος που πέρασε κάποιος: «τράκαρα κι έσπασα το πόδι μου, κατά τ’ άλλα καλά». (Τραγούδι: αυτά, κατά τ’ άλλα καλά, αυτά, η ζωή να περνά
- κι άλλα τόσα, σε διπλάσια ποσότητα: «όσα λεφτά βάλεις εσύ, εγώ θα βάλω κι άλλα τόσα»·
- κι άλλο τόσο, σε διπλάσια ποσότητα: «ό,τι ποσό βάλεις εσύ, εγώ θα βάλω κι άλλο τόσο»·
- κοντά στ’ άλλα, βλ. λ. κοντά·
- λέγε λίγα με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου, βλ. λ. εαυτός·
- λέω άλλ’ αντ’ άλλων ή λέω άλλ’ αντ’ άλλων Μαριγώ ή λέω άλλα αντί άλλων ή λέω άλλα των άλλων, μιλώ χωρίς νόημα, μιλώ μπερδεμένα, ακατανόητα, ασυνάρτητα: «μιλούσε μια ώρα,  αλλά δε βγάλαμε νόημα, γιατί έλεγε άλλ’ αντ’ άλλων»·
- λέω άλλα (ενν. λόγια), διαφορετικά, ανασκευάζω αυτά που είχα πει: «γιατί τώρα λες άλλα από κείνα που μας έλεγες προηγουμένως;»·
- λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος, βλ. λ. λίγος·
- μ’ άλλα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν πάει άλλο, βλ. λ. εκεί·
- μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. εκεί·
- μας έβγαλε άλλο φασούλι ή μας έβγαλε κι άλλο φασούλι, βλ. λ. φασούλι·
- μας τα ’παν άλλοι, βλ. λ. είπα·
- μας τα ’παν κι άλλοι, βλ. λ. είπα·
- με πιάνει το άλλο μου, συμπεριφέρομαι εντελώς διαφορετικά από ό,τι συνήθως, παραφέρομαι, τρελαίνομαι: «πρόσεξε μη με πιάσει το άλλο μου, γιατί θα τα κάνω όλα γυαλιά καρφιά»·
- με το ένα, με το άλλο, βλ. λ. ένας·
- με το ’να και με τ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- με τον έναν ή (με) τον άλλον τρόπο, βλ. λ. τρόπος·
- με τούτα και με τ’ άλλα, βλ. λ. τούτος·
- μεταξύ των άλλων, βλ. φρ. εκτός των άλλων·
- μέχρι να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο ή μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μην ξοδεύεις άλλο το σάλιο σου! βλ. λ. σάλιο·
- μην το ζαλίζεις άλλο, (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) πάψε να ασχολείσαι άλλο με αυτή την υπόθεση, γιατί είναι έτσι όπως σου τα λέω, ή γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο: «σε συμβουλεύω να μην το ζαλίζεις άλλο και να πάρεις επιτέλους κάποια απόφαση || οι πιο πολλοί πολιτικοί ενδιαφέρονται μόνο για την πάρτη τους, μην το ζαλίζεις άλλο»·
- μια άλλη φορά, βλ. λ. φορά·
- μια ο ένας, μια ο άλλος, βλ. λ. ένας·
- μιλάει με άλλο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μιλάμε άλλη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- να ’ταν κι άλλη! α.(για δουλειές) την τελείωσα γρήγορα και με μεγάλη ευχέρεια, είτε γιατί είχε οικονομικό ενδιαφέρον για μένα είτε γιατί ήταν πολύ εύκολη: «την τέλειωσες τη δουλειά που σου ανάθεσαν; -Να ’ταν κι άλλη!». β. (για γυναίκες) την κατέκτησα ή της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «εντάξει με την τάδε που σου σύστησα; -Να ’ταν κι άλλη!»·
- να ’ταν κι άλλο! (για φαγητά) το έφαγα όλο, είτε επειδή πεινούσα πολύ είτε επειδή ήταν πολύ νόστιμο: «έφαγες όλο το φαγητό σου; -Να ’ταν κι άλλο!»·
- να ’ταν κι άλλος! τον νίκησα ή τον ξεγέλασα με ευκολία: «τον νίκησες τον τάδε; -Να ’ταν κι άλλος! || πήρες απ’ τον τάδε τα δανεικά που σου χρειάζονταν; -Να ’ταν κι άλλος!»·
- ο … (ακολουθεί επώνυμο), ο … (ακολουθεί επώνυμο) και τ’ άλλα παιδιά, βλ. λ.παιδί·
- ο άλλος κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- ο άλλος εαυτός μου ή ο άλλος μου εαυτός, βλ. λ. εαυτός·
- ο ένας κι ο άλλος, βλ. λ. ένας·
- ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, βλ. λ. λόγος·
- ο ένας με τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- ο ένας, ο άλλος, βλ. λ. ένας·
- ο ένας πάνω στον άλλον, βλ. λ. ένας·
- ο ένας στη Δύση κι ο άλλος στην Ανατολή, βλ. λ. ένας·
- ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- ο ένας το μακρύ του κι ο άλλος το κοντό του, βλ. λ. κοντός·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε, ή ο Θεός άλλους τους έπλασε κι άλλους τους έκλασε, βλ. λ. Θεός·
- ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, βλ. λ. κόσμος·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- όποιος ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όσα ξέρει ο Κωνσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς, βλ. λ. ξέρω·
- όσο δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. όσος·
- όσο ο ένας τόσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- όταν έρθει το κακό, καρτέρει να ’ρθει κι άλλο, βλ. λ. κακός·
- παίζει σ’ άλλη ταινία, βλ. λ. ταινία·
- πάμε γι’ άλλα; (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ερώτηση που απευθύνει ένας παίχτης προς στους υπόλοιπους, αν δέχονται να ξαναγίνει το μοίρασμα των φύλλων, γιατί αυτά που έχει πάρει στα χέρια του είναι εντελώς άσχετα μεταξύ τους. Αν οι περισσότεροι παίκτες συμφωνήσουν, επειδή και αυτοί βρίσκονται στην ίδια άσχημη θέση (ανάλογα, βέβαια, και με τους κανόνες του καρέ), τότε τα χαρτιά μαζεύονται, ανακατώνονται και μοιράζονται από την αρχή·
- πάμε γι’ άλλα, έκφραση που δηλώνει πως ξεπεράσαμε τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν και πως είμαστε έτοιμοι για τις νέες δυσκολίες που ενδέχεται να προκύψουν στη ζωή μας: «τι έδειξαν οι ακτινογραφίες του στήθους σου; -Πάμε γι’ άλλα || πώς πήγε το δικαστήριο που είχες με τον τάδε; -Πάμε γι’ άλλα»·
- πάρε το κουβαδάκι σου και σ’ άλλη παραλία, βλ. λ. κουβαδάκι·
- πάσα ο ένας, πάσα ο άλλος! βλ. λ. πάσα·
- πάω γι’ άλλα, α. ξεκινώ άλλη δουλειά, άλλη ασχολία, είτε γιατί τελείωσα αυτή με την οποία είχα καταπιαστεί είτε γιατί απέτυχα: «ό,τι έχω αναλάβει μέχρι τώρα, το έχω τελειώσει και τώρα πάω γι’ άλλα || απέτυχα στην προηγούμενη δουλειά μου, αλλά ο Θεός να μ’ έχει γερό, γιατί τώρα πάω γι’ άλλα». β. χωρίζω με το έτερο ήμισυ μου και επιδιώκω νέο δεσμό: «με την τάδε χώρισα και τώρα πάω γι’ άλλα». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ άλλα, γι’ άλλα πάμε γι’ άλλα, δε μ’ αγάπησες μια στάλα
- πες ο ένας, πες ο άλλος, βλ. λ. είπα·
- πετιέμαι απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο, βλ. λ. θέμα·
- πέφτω σ’ άλλα φιλιά, βλ. λ. φιλί·
- πήγε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- πήρε διαβατήριο για τον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- πιάσ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- πλάκα ο ένας, πλάκα ο άλλος, βλ. λ. πλάκα·
- πότε η μια της βρομάει κι (και πότε) η άλλη της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε η μια της βρομάει κι (και πότε) η άλλη της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- σ’ άλλα μέρη, βλ. λ. μέρος·
- σ’ άλλη γη, βλ. λ. γη·
- σαν άλλος…, έκφραση με την οποία παρομοιάζουμε την ενέργειά μας ή την ενέργεια κάποιου με αυτή κάποιου άλλου: «όρμησα σαν άλλος παλαιστής εναντίον του || ήρθε σαν άλλος δικηγόρος κι άρχισε ν’ αγορεύει υπέρ του φίλου του». (Λαϊκό τραγούδι: με τα μάτια ορθάνοιχτα το ταβάνι καρφώνω, περασμένα μεσάνυχτα το κρίμα μου μετρώ, το καθάριο σου πρόσωπο με φιλιά το λερώνω και σαν άλλος Ιούδας μετανιώνω και θρηνώ)· 
- σ’ άλλους γεννάς τ’ αβγό, σε μένα κακαρίζεις, βλ. λ. αβγό·
- σαν να μη μας έφταναν όλα τ’ άλλα ή σαν να μην έφταναν όλα τ’ άλλα, βλ. λ. όλος·
- σου λέει ο άλλος! έκφραση με την οποία θέλει να προλάβει ο ομιλητής τις τυχόν απορίες ή αντιρρήσεις του ατόμου στο οποίο απευθύνεται: «θέλει να χτίσει κι αυτός ένα σπίτι στην εξοχή, όμως, σου λέει ο άλλος, πώς θα το χτίσεις, ρε κύριε, μ’ ένα ψωρομισθό που παίρνεις;»· 
- στην άλλη άκρη του κόσμου, βλ. λ. άκρη·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο άλλο άκρο, βλ. λ. άκρο·
- συν τοις άλλοις, βλ. φρ. εκτός των άλλων·
- τα κάνω γι’ άλλα, επιφέρω από θυμό ή από κέφι τέτοια καταστροφή σε ένα κλειστό χώρο, που πρέπει τα πάντα να αντικατασταθούν με καινούρια (με άλλα): «μπήκε αγριεμένος στο μαγαζί, τα ’κανε όλα γι’ άλλα κι έτσι, την επόμενη μέρα, έμεινε κλειστό || όταν άρχισαν να παίζουν τα όργανα, τα ’κανε όλα γι’ άλλα πάνω στον ενθουσιασμό του». Συνών. τα κάνω γιάλλα / τα κάνω γυάλα·
- τα φέρνω μια η άλλη ή τα φέρνω μια την άλλη, α. ισοφαρίζω κέρδος και χασούρα, τα πατσίζω, δεν κερδίζω τίποτα: «για ποιο κέρδος μου μιλάς, που ένα χρόνο τώρα τα φέρνω μια η άλλη!». β. ζω υποφερτά, συντηρητικά, περίπου τα βολεύω, τα κουτσοβολεύω: «με την κρίση που έχει σήμερα η αγορά, πρέπει να ’σαι ευχαριστημένος, αν καταφέρνεις να τα φέρνεις μια την άλλη»·
- τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- την άλλη, την προηγούμενη ή την επόμενη φορά: «την άλλη μου είχες πει άλλα πράγματα || την άλλη θα σου δώσω περισσότερα». (Λαϊκό τραγούδι: τη μια δε σε τιμώρησα, την άλλη σε συγχώρεσα, την τρίτη και φαρμακερή σε χώρισα
- την άλλη φορά ή την άλλη τη φορά, βλ. λ. φορά·
- την άλλη χρονιά ή την άλλη τη χρονιά, βλ. λ. χρονιά·
- τι άλλο; δηλώνει πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος ασχολείται με αυτό με το οποίο συνήθως ασχολείται ή βρίσκεται στην κατάσταση στην οποία συνήθως βρίσκεται. Η φρ. δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου τι κάνει (ο τάδε): «τι κάνει το φιλαράκι σου; -Τι άλλο; Ασχολείται με τα γραμματόσημά του || τι κάνει το φιλαράκι σου; -Τι άλλο; Τρέχει από γιατρό σε γιατρό, γιατί είναι κατά φαντασίαν ασθενής || τι κάνει ο τάδε; -Τι άλλο; Πάλι σουρωμένος είναι»·
- τι άλλο, έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε την ερώτηση κάποιου αν ασχολείται το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος με αυτό που μας αναφέρει, από τη στιγμή που γνωρίζουμε καλά πως συνήθως ασχολείται, ή αν βρίσκεται στην κατάσταση που μας αναφέρει, από τη στιγμή που γνωρίζουμε καλά πως συνήθως βρίσκεται: «πάλι με τα γραμματόσημά του ασχολείται το φιλαράκι σου; -Τι άλλο || πάλι στους γιατρούς τρέχει το φιλαράκι σου; -Τι άλλο || πάλι σουρωμένος είναι ο τάδε; -Τι άλλο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·  
- τι άλλο θ’ ακούσουμε ακόμα! βλ. λ. ακόμα·
- τι άλλο θα δούμε ακόμα! βλ. λ. ακόμα·
- τι κάνει ο άλλος! α. λέγεται θαυμαστικά για τις ενέργειες ή τις πράξεις κάποιου: «πω πω, τι κάνει το άτομο, όταν έχει κέφια!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις κάποιου: «τι κάνει το άτομο, όταν είναι μεθυσμένο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι κάνει ο άνθρωπος! / τι κάνει ο δικός σου! / τι κάνει το άτομο! / τι κάνει το πρόσωπο(!)·
- τι λέει ο άλλος! α. λέγεται θαυμαστικά για τα λόγια που λέει κάποιος: «πω πω τι λέει ο άλλος όταν έχει κέφια!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις ανοησίες που λέει κάποιος: «τι λέει μωρέ ο άλλος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι λέει ο άνθρωπος! / τι λέει ο δικός σου! / τι λέει το άτομο! / τι λέει το πρόσωπο(!)·
- τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής, βλ. λ. μουνί·
- τίποτ’ άλλο; βλ. λ. τίποτα·
- τις άλλες, πριν από μερικές μέρες: «τις άλλες συνάντησα τον τάδε και ρωτούσε για σένα». (Λαϊκό τραγούδι: τις άλλες τα ’μπλεξα κι εγώ με μια ξανθιά μικρούλα που έχει μάτια έμορφα είναι και μοδιστρούλα
- το άλλο εγώ μου ή το άλλο μου εγώ, βλ. λ. εγώ·
- το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις; βλ. λ. Τοτός·
- το βλέπω μ’ άλλο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το δίχως άλλο, α. οπωσδήποτε, εξάπαντος: «θέλω το δίχως άλλο να μου επιστρέψεις τα λεφτά που μου χρωστάς, γιατί τα έχω ανάγκη || θα πάρεις επιτέλους το γιο μου στη δουλειά σου; -Το δίχως άλλο». β.  δηλώνει και ειρωνική άρνηση: «θα μου δώσεις επιτέλους εκείνα τα δανεικά που σου ζητάω; -Το δίχως άλλο»· 
- το ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- το ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, βλ. λ. μάτι·
- το ένα, το άλλο, βλ. λ. ένας·
- το ένα φέρνει τ’ άλλο, βλ. λ. ένα·
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, βλ. λ. παλικάρι·
- το ’να και τ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- το ’να πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- το ’να τσαρούχι και τ’ άλλο παπούτσι, βλ. λ. παπούτσι·
- το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο), βλ. λ. χέρι·
- τον βλέπω μ’ άλλο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον διώχνεις απ’ τη μια πόρτα κι έρχεται απ’ την άλλη, βλ. λ. πόρτα·
- τον έστειλε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τόσα κι άλλα τόσα, βλ. λ. τόσος·
- τόσο κι άλλο τόσο, βλ. λ. τόσος·
- τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- υπάρχει άλλος αέρας, βλ. λ. αέρας·
- υπάρχει κι άλλος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- υπάρχει κι άλλος τρόπος, βλ. λ. τρόπος·
- χωρίς άλλη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- χωρίς άλλη συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- χωρίς άλλο, βλ. φρ. δίχως άλλο·
- ως άλλος… (ακολουθεί ουσιαστικό, ιδίως κύριο όνομα), που μοιάζει ως προς τις ιδιότητες, τις ικανότητες του προσώπου που αναφέρεται: «ήρθε ως άλλος δικτάτορας να επιβάλει τις ιδέες του || έχει μεγάλη ιδέα για τα ποιήματά του και συμπεριφέρεται ως άλλος Ελύτης»·
- ώσπου να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
-ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, το τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.

άμαξα

άμαξα, η, ουσ. [<αρχ. ἅμαξα], ιππήλατο όχημα, το αμάξι. (Λαϊκό τραγούδι: η άμαξα μες τη βροχή, τράβα, αμαξά, μη μου βραχεί το κορίτσι που ’ναι μέσα, όμορφο σαν πριγκιπέσσα, μην τυχόν και μου βραχεί). Υποκορ. αμαξάκι, το (βλ. λ.)·  
- ακούω τα εξ αμάξης, με βρίζουν χυδαιότατα, με επιπλήττουν αυστηρότατα: «χτες βράδυ που άργησα να γυρίσω στο σπίτι, άκουσα τα εξ αμάξης απ’ τον πατέρα μου». Συνών. ακούω όσα σέρνει το κάρο / ακούω τον αναβαλλόμενο / ακούω τον Απόστολο / ακούω τον εξάψαλμο·
- αν δε λαδώσεις τους τροχούς, η άμαξα δεν τρέχει, βλ. λ. τροχός·
- είναι ο πέμπτος τροχός της αμάξης, βλ. λ. τροχός·
- είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης, βλ. λ. τροχός·
- του ’συρε τα εξ αμάξης, τον έβρισε χυδαιότατα, τον επέπληξε αυστηρότατα: «τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και του ’συρε τα εξ αμάξης». Η φρ. προέρχεται κατευθείαν από τα αρχαία ελληνικά. Στην αρχαία Αθήνα οι γυναίκες, όταν μετέβαιναν με άμαξες στην Ελευσίνα για να πάρουν μέρος στα Ελευσίνια μυστήρια, μπορούσαν, σε όλη τη διάρκεια της πορείας τους, να κακολογούν, να χλευάζουν ή να εκστομίζουν οποιαδήποτε βρισιά στους διαβάτες που συναντούσαν, ακόμη και για τον ανώτατο άρχοντα, χωρίς καμιά συνέπεια.Συνών. του ’συρε όσα σέρνει η σκούπα / του ’συρε όσα σέρνει το κάρο / του ’ψαλε τον αναβαλλόμενο / του ’ψαλε τον Απόστολο / του ’ψαλε τον εξάψαλμο.

αναβαλλόμενος

αναβαλλόμενος, ο, ουσ. [αρσ. της μτχ. του ρ. ἀναβάλλομαι]·
- ακούω τον αναβαλλόμενο, δέχομαι αυστηρές επιπλήξεις, με κατσαδιάζουν για μεγάλο χρονικό διάστημα: «μόλις γύρισα αργά στο σπίτι, άκουσα τον αναβαλλόμενο από τους γέρους μου». Συνών. ακούω όσα σέρνει το κάρο / ακούω τα εξ αμάξης / ακούω τον Απόστολο / ακούω τον εξάψαλμο·
- του ’ψαλε τον αναβαλλόμενο, τον έβρισε χυδαιότατα, τον επέπληξε αυστηρότατα: «μόλις γύρισε αργά στο σπίτι, του έψαλα τον αναβαλλόμενο». Από παρανόηση της αρχής τροπαρίου που έπεται σειράς άλλων τροπαρίων μεγάλης διάρκειας και ψάλλεται τη Μ. Παρασκευή. Πρβλ: σέ τόν ἀναβαλλόμενον φῶς ὡς ἱμάτιον καθελών Ἰωσήφ ἀπό τοῦ ξύλου… Συνών. του ’συρε όσα σέρνει η σκούπα / του ’συρε όσα σέρνει το κάρο / του ’συρε τα εξ αμάξης / του ’ψαλε τον Απόστολο / του ’ψαλε τον εξάψαλμο.

αυτός

αυτός, -ή, -ό, αντων. προς., δεικτ. και οριστ. γεν. αυτουνού, αυτηνής, γεν. πλ. αυτωνών, αιτιατ. αυτουνούς [<αρχ. αὐτός], αυτός. (Λαϊκό τραγούδι: παίζει το χαβά του μ’ ένα ντέφι, όταν αυτουνού του κάνει κέφι).1. λέγεται αντί ονόματος που έχουμε λησμονήσει ή που δε θέλουμε να το πούμε για να μην καταλάβουν οι άλλοι για ποιον πρόκειται: «ήρθε πάλι αυτός και σ’ έψαχνε, κατάλαβες εσύ τώρα για ποιον σου λέω». Πολλές φορές, λέγεται με παράλληλο κλείσιμο του ματιού και για να είμαστε σίγουροι πως ο συνομιλητής μας θα καταλάβει για ποιον ακριβώς του λέμε, κάνουμε και ενδεικτική χειρονομία με κάποιο φυσικό γνώρισμα του ατόμου στο οποίο αναφερόμαστε. Αν π.χ. έχει μεγάλη μύτη, σέρνουμε τα δάχτυλά μας πάνω στη μύτη μας υπονοώντας το μέγεθος, αν έχει μεγάλα αφτιά, σπρώχνουμε προς τα έξω με τις παλάμες μας τα αφτιά μας κ.λπ. 2α. το αρσ. ως ουσ. ο αυτός, συνοδευόμενο από την κτητ. αντων. μου, σου, της κ.λπ. ο εραστής, ο ερωμένος, ο γκόμενος: «πέρασε η τάδε με τον αυτό της». β. ο κώλος: «κάτσε φρόνιμα, γιατί θα φας κλοτσιά στον αυτό σου». 3. το θηλ. ως ουσ. η αυτή, συνοδευόμενο από την κτητ. αντων. μου, σου, του κ.λπ.  η ερωμένη, η γκόμενα: «πέρασε ο τάδε με την αυτή του». Είναι και φορές που ακούγεται: «πέρασε ο αυτός με την αυτή του». 4. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα αυτά (βλ. λ.). 5. σε κλητ. αυτέ, λέγεται αντί ονόματος, όταν απευθυνόμαστε σε κάποιον του οποίου δε γνωρίζουμε το όνομά του: «αυτέ, που βρίσκεται η τάδε διεύθυνση;». 6α. ως επιφών. αμηχανίας αυτά! όταν πάψει πια η κουβέντα να έχει ενδιαφέρον ή όταν η κουβέντα δε λέει να εξελιχθεί προς τον επιθυμητό στόχο. (Τραγούδι: αυτά, κατά τ’ άλλα καλά, αυτά, η ζωή περνά) β. εκφράζει δυσαρέσκεια από τη συνεχιζόμενη επίσκεψη κάποιου, με την πρόθεση να του δώσουμε να καταλάβει ότι πέρασε η ώρα. (Ακολουθούν 286 φρ.)·
- αβγό να πάρεις απ’ αυτόν, κρόκο δε βρίσκεις μέσα, βλ. λ. κρόκος·
- άλλη δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- άλλο κι αυτό! ή άλλο κι αυτό πάλι! ή άλλο πάλι κι αυτό! βλ. λ.άλλος·
- άλλο κόλπο αυτό! βλ. λ. κόλπο·
- άλλο σχέδιο αυτό! βλ. λ. σχέδιο·
- άλλος κι αυτός! ή άλλος κι αυτός  πάλι! ή άλλος πάλι κι αυτός! βλ. λ. άλλος·
- αλλού αυτά! βλ. λ. αλλού·
- αλλού να τα λες αυτά! βλ. λ. αλλού·
- αλλού να τα πουλάς αυτά! βλ. λ. αλλού·
- αμάν αυτή η γλώσσα σου! βλ. λ. γλώσσα·
- αμάν αυτό το γινάτι σου! βλ. λ. γινάτι·
- αμάν αυτό το στόμα σου! βλ. λ. στόμα·
- αν κάνει (ρίξει) ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- απ’ αυτόν οι νόμοι κι οι προφήτες κρέμονται, βλ. λ. νόμος·
- απ’ αυτόν όλα να τα περιμένεις, βλ. λ. περιμένω·
- άρον άρον, σταύρωσον αυτόν, βλ. λ. σταυρώνω·
- άσ’ αυτά του κώλου! βλ. λ. κώλος·
- άσ’ τ’ αυτά, μη μου δικαιολογείσαι, μη προσπαθείς να δικαιολογηθείς: «άργησα να έρθω, γιατί είχε πολύ κίνηση στο δρόμο. -Άσ’ τ’ αυτά»·
- άσ’ τον αυτόν, (υποτιμητικά) αγνόησέ τον, μην τον υπολογίζεις: «στην περίπτωση που θα χρειαστούμε βοήθεια, θα μπορέσουμε ν’ αποταθούμε στον τάδε. -Άσ’ τον αυτόν, γιατί είναι βουτηγμένος στα χρέη»·
- άσε αυτά που ξέρεις! βλ. λ. ξέρω·
- άσχετα μ’ αυτό, βλ. λ. άσχετος·
- αυτά δε γίνονται ούτε στα έργα! βλ. λ. έργο·
- αυτά δε γίνονται ούτε στις ταινίες! βλ. λ. ταινία·
- αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά! βλ. λ. σινεμάς·
- αυτά δε γίνονται ούτε στον κινηματογράφο! βλ. λ. κινηματογράφος·
- αυτά δεν περνάνε σε μας ή αυτά δε περνάνε σε μένα ή αυτά σε μας δεν περνάνε ή αυτά σε μένα δεν περνάνε, λέγεται με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που αντιλαμβανόμαστε πως προσπαθεί να μας εξαπατήσει, να μας ξεγελάσει: «αν μου δώσεις τώρα εκατό χιλιάρικα, θα σου δώσω αύριο εκατόν πενήντα. -Αυτά δεν περνάνε σε μας»· έκφραση με ειρωνική ή υποτιμητική διάθεση σε άτομο που προσπαθεί με διάφορους δυναμικούς τρόπους να μας εκφοβίσει ή να μα ς επιβληθεί και έχει την έννοια πως δεν το φοβόμαστε: «μη μου βάζεις τις φωνές, γιατί αυτά σε μας δεν περνάνε». Συνήθως της φρ. προτάσσεται ειρωνικά το άσε. (Λαϊκό τραγούδι: σε μένα δεν περνούν αυτά και κρύψε το σπαθί σου, γιατί μαστούρης θα γινώ και θα ’ρθω στο τσαρδί σου). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- αυτά δεν πιάνουν σε μας ή αυτά δεν πιάνουν σε μένα, βλ. φρ. αυτά δεν περνάνε σε μας·
- αυτά είναι λεφτά! βλ. λ. λεφτά·
- αυτά είναι λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- αυτά είναι παλιά κουλούρια, βλ. λ. κουλούρι·
- αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς, βλ. λ. καράς·
- αυτά έχει η ζωή, βλ. λ. ζωή·
- αυτά λοιπόν, καταληκτική φρ. με την οποία ανακεφαλαιώνουμε όλα όσα είπαμε ή διηγηθήκαμε προηγουμένως. (Λαϊκό τραγούδι: αυτά λοιπόν τα νέα της Αλεξάντρας που έλεγε δεν ξέρω τι θα πει άντρας
- αυτά να σου λείπουν! βλ. φρ. να σου λείπουν αυτά(!)·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου (συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. κώλος·
- ατά που κρατάς, θα στα χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου (συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις τον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτά που λες! καταληκτική έκφραση ύστερα από διήγηση διάφορων γεγονότων και που έχει και μια διάθεση κρίσης·
- αυτά που ξέρεις (που ήξερες) να τα ξεχάσεις, βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που σου λέω εγώ το πρωί, μας (μου) τα λες εσύ το βράδυ, βλ. λ. βράδυ·
- αυτά τ’ ακούω βερεσέ, βλ. λ. βερεσέ·
- αυτά τα λεν στον κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- αυτά τα χείλη έχουμε, τέτοια φιλιά δίνουμε, βλ. λ. χείλι·
- αυτή είναι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- αυτή (αυτό) είναι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η κολόνια κρατάει χρόνια, βλ. λ. κολόνια·
- αυτή η στάνη αυτό το τυρί βγάνει, βλ. λ. στάνη·
- αυτή (αυτό) κι αν δεν είναι δουλειά! ή αυτή (αυτό) κι αν είναι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- αυτή κι αν δεν είναι μπόμπα! ή αυτή κι αν είναι μπόμπα! βλ. λ. μπόμπα·
- αυτή τη δόση, βλ. λ. δόση·
- αυτό δεν πληρώνεται, είναι ανώτερο κάθε ανταπόδοσης: «αυτό που μου ’κανες, δεν πληρώνεται όσο και να προσπαθήσω», δηλ. δεν ξεπληρώνεται·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι πυροσβέστες, βλ. λ. πυροσβέστης·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι φυλακισμένοι, βλ. λ. φυλακισμένος·
- αυτό είν’ άλλη ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- αυτό είν’ άλλη παράγραφος, βλ. λ. παράγραφος·
- αυτό είν’ άλλο, δεν έχει σχέση με αυτό που κουβεντιάζεται αυτή τη στιγμή, είναι διαφορετικό: «πρόσεχε τι λες, γιατί αυτό είν’ άλλο απ’ αυτό που είπα»·
- αυτό είν’ άλλο καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο, βλ. λ. κεφάλαιο·
- αυτό είν’ άλλο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο, βλ. λ. παπάς·
- αυτό είν’ αλλουνού καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είν’ όλο! περίμενα κάτι περισσότερο ή δυσκολότερο·
- αυτό είν’ όλο, μόνο αυτό και τίποτα περισσότερο ή δυσκολότερο·
- αυτό είναι, α. έκφραση επιδοκιμασίας για την πράξη ή τα λόγια κάποιου: «μόλις τον δω θα τον σπάσω στο ξύλο. -Αυτό είναι». β. δηλώνει και έμφαση για την εμπνευσμένη λύση που δίνουμε ή δίνει κάποιος σε κάποια δυσκολία, σε κάποιο πρόβλημα, ιδίως κατασκευαστικό· 
- αυτό είναι απ’ τ’ άγραφα, είναι πρωτάκουστο: «χωρίς να τον γνωρίζεις του ζήτησες ένα εκατομμύριο! Αυτό είναι απ’ τ’ άγραφα»· βλ. και λ. άγραφος·
- αυτό είναι για τ’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- αυτό είναι για το κούφιο δόντι, βλ. λ. δόντι·
- αυτό είναι δική μου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό είναι δική μου υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- αυτό είναι δικό μου ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- αυτό είναι δικό μου θέμα, βλ. λ. θέμα·
- αυτό είναι δικό μου καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είναι δικό μου πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- αυτό είναι δικός μου λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- αυτό είναι κι άλλο δεν είναι, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι τελειότατο: «τέτοιο αυτοκίνητο μάλιστα. Αυτό είναι κι άλλο δεν είναι». β. έκφραση με την οποία αμφισβητούμε την αξία ή τη χρησιμότητα κάποιου πράγματος. Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση, συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- αυτό είναι προσωπική μου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό είναι προσωπική μου υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- αυτό είναι προσωπικό μου ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- αυτό είναι προσωπικό μου θέμα, βλ. λ. θέμα·
- αυτό είναι προσωπικό μου πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- αυτό είναι προσωπικός μου λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- αυτό είναι το ευχαριστώ, δηλώνει την αποδοκιμασία μας για την αγνώμονα στάση κάποιου απέναντί μας: «κάθε φορά που είχε ανάγκη τον βοηθούσα κι αυτός πήγε και κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον μου. Αυτό είναι το ευχαριστώ». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ για σένα έμεινα γυμνός και πεινασμένος, μα συ με πούλησες κι αυτό ήταν το φχαριστώ).Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το φίλε μου ή το δικέ μου· βλ. και φρ. για το ευχαριστώ, λ. ευχαριστώ·
- αυτό είναι το λιγότερο, βλ. λ. λίγος·
- αυτό είναι το φαΐ μου, βλ. λ. φαΐ·
- αυτό θα πει ατυχία, βλ. λ. ατυχία·
- αυτό θα πει τύχη, βλ. λ. τύχη·
- αυτό θα το δούμε, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον πως τα πράγματα δε θα γίνουν έτσι όπως θέλει ή όπως επιδιώκει: «εγώ θα μεταφέρω το φράχτη ένα μέτρο πιο μέσα. -Αυτό θα το δούμε»·
- αυτό θέλει σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- αυτό κι αν δεν είναι! ή αυτό κι αν είναι!  είναι κραυγαλέο: «αυτό κι αν δεν είναι λάθος! || αυτό κι αν είναι βλακεία!»·
- αυτό κι αυτό, για υπαινικτική αναφορά σε πράγματα που είναι ήδη γνωστά από την προηγούμενη κουβέντα με το συνομιλητή μας: «θα γίνει αυτό και αυτό, μου λέει, και δε μ’ άφησε περιθώρια να σκεφτώ». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία ο συνομιλητής με κάθε αυτό που λέει ανεβοκατεβάζει σπασμωδικά το χέρι του·
- αυτό μάλιστα, το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, είναι απόλυτα παραδεκτό για καλό ή για κακό: «αυτό μάλιστα, μπορώ να πω πως είναι ένα αυτοκίνητο της προκοπής || αυτό μάλιστα, είναι μεγάλη απατεωνιά»·
- αυτό μας έλειπε! ή αυτό μου ’λειπε! έκφραση δυσαρέσκειας, όταν κοντά στη δυσκολία που αντιμετωπίζουμε προκύπτει και κάποια άλλη. Συνήθως μετά το αυτό ακολουθεί το δα και πολλές φορές η φρ. κλείνει με το τώρα ή το μόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- αυτό μας χρειαζόταν! ή αυτό μου χρειαζόταν! βλ. συνηθέστ. αυτό μας έλειπε(!)·
- αυτό μετράει, αυτό έχει ουσία, σημασία, αυτό είναι υπολογίσιμο: «μόνο αυτό που μας είπες τώρα μετράει για την υπόθεση, γιατί όλα τ’ άλλα ήταν μπαρούφες»·
- αυτό να λέγεται, α. είναι αυτονόητο, είναι σίγουρο: «θα ’ρθει μαζί με τη γυναίκα του; -Αυτό να λέγεται». β. έκφραση με την οποία επιδοκιμάζουμε τα λόγια κάποιου: «να δεις πως, αν τον κοντράρει, θα τον σπάσει ο άλλος στο ξύλο έτσι γίγαντας που είναι. -Αυτό να λέγεται»·
- αυτό να μου πεις! αυτό που μου λες είναι πέρα για πέρα σωστό, έχεις απόλυτο δίκαιο: «σήμερα όλοι ενδιαφέρονται μόνο για το τομάρι τους. -Αυτό να μου πεις!»·
- αυτό ξαναπές το, βλ. λ. ξαναλέω·
- αυτό πάει πολύ! λέγεται για λόγο, ενέργεια ή πράξη, που δεν μπορούμε να ανεχτούμε άλλο, γιατί ξεπερνάει τα όρια: «να βρίζεις εμένα, πάει στο διάβολο, αλλά να βρίζεις και τη μάνα μου, αυτό πάει πολύ!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται απειλητικά το ε ή το α·
- αυτό πάλι πού το βάζεις; α. έκφραση απορίας, όταν κοντά στα τόσα κακά που ακούμε για κάποιον προστίθεται και ένα καινούργιο, που το επικροτούμε, ή όταν κοντά στις τόσες δυσκολίες, που μας αναφέρει κάποιος για κάτι, προστίθεται και κάποια καινούρια, που την αναγνωρίζουμε, που την υπολογίζουμε: «δεν είναι μόνο αλήτης, μπεκρής και χαρτοπαίχτης, αλλά και μεγάλος απατεώνας. -Αυτό πάλι που το βάζεις; || έξω απ’ όλες τις άλλες δυσκολίες για το σήκωμα της οικοδομής, έχω και την απεργία των εργατών. -Αυτό πάλι που το βάζεις;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. β. δηλώνει και την εξάντληση κάθε ορίου υπομονής, γιατί κοντά στα τόσα κακά ή στις τόσες δυσκολίες που υπάρχουν προστίθεται και ακόμα μία: «δε φτάνει που είχα πυρετό κι έκανα και κάθε τόσο εμετό, όπως πήγαινα στην τουαλέτα στραμπούλισα και το πόδι μου. -Αυτό πάλι πού το βάζεις;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε·  
- αυτό πάλι πού το πας; βλ. φρ. αυτό πάλι πού το βάζεις(;)·
- αυτό πάλι πώς το βλέπεις; βλ. φρ. αυτό πάλι πού το βάζεις(;)·
- αυτό πάλι τι σου λέει; βλ. φρ. αυτό πάλι πού το βάζεις(;)·
- αυτό παραπάει! βλ. φρ. αυτό πάει πολύ(!)·
- αυτό που ακούς! βλ. φρ. αυτό που σου λέω(!)·
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, βλ. λ. γυναίκα·
- αυτό πού κολλάει; (για λόγια ή πράξεις) ποιανού λόγου ή πράξης αποτελεί συνέχεια αυτό που λες ή κάνεις: «αυτό που λες (κάνεις) δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα πού κολλάει;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά τώρα·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, να το χώσεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που λες (είπες) έχει πολύ (μεγάλο) βάθος, βλ. λ. βάθος·
- αυτό που μετράει, αυτό που έχει ουσία, σημασία, αυτό που λαμβάνεται υπόψη, υπολογίζεται, που πρέπει να ληφθεί υπόψη: «αυτό που μετράει στη δίκη είναι η κατάθεση του τάδε»·
- αυτό πού πάει; (για λόγια ή πράξεις), βλ. συνηθέστ. αυτό πού κολλάει(;)·
- αυτό που σου λέω! κατηγορηματική έκφραση σε κάποιον που αντιλέγει σε αυτό που του λέμε: «μόλις έρθει το φορτηγό, θα πάρεις άλλους δυο εργάτες και θα το ξεφορτώσετε. -Μα εγώ σχόλασα. -Αυτό που σου λέω!·
- αυτό το έργο το ’χω ξαναδεί, βλ. λ. έργο· 
- αυτό το κάνει κι η γάτα μου, βλ. λ. γάτα·
- αυτό το κεφάλαιο έκλεισε, βλ. λ. κεφάλαιο·
- αυτό το ξέρει κι η γάτα μου, βλ. λ. γάτα·
- αυτό το πράγμα είναι σαν το ποδήλατο, δεν ξεχνιέται, βλ. λ. ποδήλατο·
- αυτός είναι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτός είναι και κανένας άλλος, βλ. φρ. αυτός είναι κι άλλος δεν είναι·
- αυτός είναι κι άλλος δεν είναι, α. είναι μοναδικός σε κάποια τέχνη ή σε κάποιο επάγγελμα: «θα πας στον τάδε μηχανικό να επισκευάσεις τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί αυτός είναι κι άλλος δεν είναι». β. έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, θεωρεί τον εαυτό του μοναδικό: «απ’ τη μέρα που πήρε το δίπλωμα του δικηγόρου, έχει την εντύπωση πως αυτός είναι κι άλλος δεν είναι». γ. ειρωνική έκφραση με την οποία αμφισβητούμε την αξία ή την ικανότητα κάποιου σε κάτι, με την έννοια ότι υπάρχουν πάρα πολλοί που είναι ίσοι ή και ανώτεροι από αυτόν. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- αυτός είναι τρία βόδια δυο ζευγάρια, βλ. λ. βόδι·
- αυτός είσαι! α. θαυμαστική έκφραση με την οποία επιδοκιμάζουμε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος. β. λέγεται και ειρωνικά για τα λόγια ή τις πράξεις κάποιου. Συνήθως και στις δυο περιπτώσεις, ιδίως όμως στη δεύτερη, μετά τη φρ. ακολουθεί το μεγάλε ή το παίδαρε·
- αυτός κι αν δεν είναι! ή αυτός κι αν είναι! το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος ξεπερνάει τα όρια για κάτι καλό ή κακό: «αυτός κι αν δεν είναι τίμιος! || αυτός κι αν είναι απατεώνας!»·
- αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει, βλ. λ. τύχη·
- αυτός μάλιστα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι απόλυτα παραδεκτό για κάτι καλό ή κακό: «αυτός μάλιστα, είναι καλός μηχανικός || αυτός μάλιστα, είναι μεγάλος αλήτης»·
- αυτός μας έλειπε! ή αυτός μου ’λειπε! έκφραση δυσαρέσκειας, όταν σε κάποια δύσκολη ή φορτισμένη στιγμή που περνάμε έρχεται και κάποιος ανεπιθύμητος. Συνήθως μετά το αυτός ακολουθεί το δα και πολλές φορές η φρ. κλείνει με το τώρα ή το μόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- αυτός μας χρειαζόταν! ή αυτός μου χρειαζόταν! βλ. συνηθέστ. αυτός μας έλειπε(!)·
- αυτός που υπομένει, το λύκο διαφεντεύει, βλ. λ. λύκος·
- αυτός τα ’χτισε αυτά, βλ. λ. χτίζω·
- αυτός το δικό του, βλ. λ. δικός·
- γελάει καλύτερα αυτός που γελάει τελευταίος, βλ. λ. γελώ·
- γι’ αυτό, α. εισάγει ή επαναλαμβάνει αιτία ή σκοπό: «κάνεις συνέχεια κοπάνες, γι’ αυτό θ’ απολυθείς || γι’ αυτό ήρθες, για να με συγχύσεις!». β. έκφραση με την οποία αποφεύγουμε να επεξηγήσουμε ή να λύσουμε την απορία κάποιου που μας ρωτάει για κάτι με το γιατί: «γιατί το κάνεις έτσι; -Γι’ αυτό»·
- για την τύχη του ήταν κι αυτό! βλ. λ. τύχη·
- γίνομαι ένα και το αυτό (με κάποιον ή με κάτι), βλ. λ. ένας·
- γούστα είν’ αυτά, βλ. λ. γούστο·
- δε μας τα ’πες αυτά! βλ. λ. είπα·
- δε σταματάς αυτό το τροπάρι; βλ. λ. τροπάρι·
- δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδάκια! ή δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδάκια! βλ. λ. παιδάκι·
- δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδιά! ή δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδιά! βλ. λ. παιδί·
- δεν είναι (η) δουλειά σου αυτό (αυτή) ή δεν είναι αυτό (αυτή) η δουλειά σου, βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι δουλειά αυτή ή δεν είναι αυτή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι ζωή αυτή! ή δεν είναι αυτή ζωή! βλ. λ. ζωή·
- δεν είναι κατάσταση αυτή! ή δεν είναι αυτή κατάσταση! βλ. λ. κατάσταση·
- δεν είναι πράγμα αυτό! ή δεν είναι πράγματα αυτά! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν είναι σόι πράματα αυτά! ή δεν είναι αυτά σόι πράγματα ή είναι σόι πράματα αυτά! βλ. λ. σόι·
- δεν είναι τρόπος αυτός! ή δεν είναι αυτός τρόπος! βλ. λ. τρόπος·
- δεν κοκκινίζεις μ’ αυτά που λες; βλ. λ. κοκκινίζω·
- δεν τα μασάω αυτά ή δεν τα μασάμε αυτά, βλ. λ. μασάω·
- δεν τα σηκώνω αυτά ή δεν τα σηκώνουμε αυτά, βλ. λ. σηκώνω·
- δεν τα τρώω αυτά ή δεν τα τρώμε αυτά, βλ. λ. τρώω·
- δουλειά είν’ αυτή! ή είναι δουλειά αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο! βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις; βλ. λ. χαντούμης·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτή το μουνί της, βλ. λ. κόσμος·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός το καυλί του, βλ. λ. κόσμος·
- είναι απ’ αυτές, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος είναι πόρνη: «απ’ τη μέρα που μαθεύτηκε μέσα στη γειτονιά πως είναι απ’ αυτές, δε θέλει καμιά να της κάνει παρέα»·
- είναι απ’ αυτούς, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγους είναι πούστης: «δεν μπορώ να το πιστέψω πως ένα τόσο ωραίο παλικάρι είναι απ’ αυτούς»·
- είναι ένα και το αυτό, βλ. λ. ένας·
- είναι ένας (κι) αυτός! ή είναι (κι) αυτός ένας! ή σου είναι ένας (κι) αυτός! ή σου είναι (κι) αυτός ένας! βλ. λ. ένας·
- είναι κάτι κι αυτό ή κάτι είναι κι αυτό, αν και δεν είναι μεγάλο και σπουδαίο, εντούτοις είναι υπολογίσιμο: «θα μου πεις πως έχει μόνο μερικά λεφτουδάκια στην άκρη, όμως είναι κάτι κι αυτό για να ξεκινήσει τη δουλειά του || την τελευταία στιγμή κατάλαβε το λάθος του και ζήτησε συγνώμη. -Κάτι είναι κι αυτό». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε·
- είναι κι αυτό μέσ’ στο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- είναι μία αυτή! βλ. λ. μία·
- είναι πράγματα αυτά! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι τρόπος αυτός! βλ. λ. τρόπος·
- είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεκολώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεπατώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- είπαν στον τρελό να χέσει κι αυτός ξεκωλώθηκε, βλ. λ. χέζω·
- ένας λόγος είναι αυτός, βλ. λ. λόγος·
- εκτός αυτού, εκτός από αυτό, επιπλέον: «εκτός αυτού, υπάρχει ακόμη ένα πρόβλημα που πρέπει να λύσουμε || εκτός αυτού, πρέπει να ελέγχουμε ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο»·
- εντός εκτός κι επί τ’ αυτά, α. έκφραση με την οποία δηλώνει κάποιος στο συνομιλητή του πως δε βγήκε καθόλου από το σπίτι του: «πού πήγα το Σαββατοκύριακο; Εντός εκτός κι επί τ’ αυτά, φίλε μου». β. δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα, και έχει την έννοια πως δεν υπάρχει καμιά καλυτέρευση της δουλειάς και γενικά της ζωής μας·
- έπιασε κι αυτός πέντε δεκάρες και..., βλ. λ. δεκάρα·
- έπιασε κι αυτός πέντε δραχμές και..., βλ. λ. δραχμή·
- έπιασε κι αυτός πέντε παράδες και..., βλ. λ. παράς·
- έπιασε κι αυτός πέντε φράγκα και..., βλ. λ. φράγκο·
- εσύ το λες αυτό! είναι δυνατό να λες εσύ τέτοιο πράγμα(!): «λες πως συμπαθείς αυτόν τον άνθρωπο, όμως εσύ το λες αυτό, που τον έκλεισες στη φυλακή για ένα ψωροεκατομμύριο!»·
- εσύ το λες αυτό, είναι προσωπική σου γνώμη, προσωπική σου άποψη: «να δεις που στο τέλος θα ’ρθει και θα μας ζητήσει συγνώμη. -Εσύ το λες αυτό, γιατί εγώ έχω διαφορετική γνώμη»·  
- έχει αυτό το κάτι ή έχει αυτό το κάτι άλλο, βλ. λ. άλλος·
- έχει αυτό το κατιτίς, βλ. λ. κατιτίς·
- έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ζωή είν’ αυτή! βλ. λ. ζωή·
- ζωή είν’ αυτή Ζωίτσα μου ή θάνατος Θανάση μου! βλ. λ. ζωή·
- ζωή κι αυτή! βλ. λ. ζωή·
- η αλεπού είναι πονηρή, αλλά πιο πονηρός είναι αυτός που την πιάνει, βλ. λ. αλεπού·
- ήταν της τύχης του κι αυτό! βλ. λ. τύχη·
- θα πιω κι αυτό το ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- θέλεις και τα λες αυτά ή σε ξεφεύγουν; βλ. λ. θέλω·
- καθένας με την τρέλα του κι αυτός με την ομπρέλα του, βλ. λ. τρέλα·
- … και χαρά σ’ αυτόν που…, βλ. λ. χαρά·
- και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, βλ. λ. ζω·
- και μ’ αυτά, τονίζει τις ανόητες, τις απαράδεκτες ενέργειες ή πράξεις κάποιων που μας αναγκάζουν να προβούμε σε μια ενέργεια: «κάθε τόσο μαλώματα, φασαρίες, κατηγόριες ο ένας εναντίον του άλλου, και μ’ αυτά, πήρα την απόφαση να ξεκόψω απ’ την παρέα τους»· βλ. και φρ. κι αυτά κι αυτά· 
- και σε μπουκάλι μέσα να τον βάλεις, αυτός θα το κάνει, βλ. λ. μπουκάλι·
- και τι μ’ αυτό; α. έκφραση αδιαφορίας στα λεγόμενα κάποιου: «με ειδοποίησε ο τάδε πως δε θα ’ρθει το βράδυ στη συγκέντρωση. -Και τι μ’ αυτό;». β. τι σημασία έχει αυτό(;): «και τι μ’ αυτό που είναι ανεψιός του διευθυντή; Εδώ όλοι δουλεύουν κανονικά»· βλ. και φρ. τι μ’ αυτό(;)· 
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- καλό κι αυτό! βλ. λ. καλός·
- καλός κι αυτός! βλ. λ. καλός·
- κατ’ αυτή την έννοια, βλ. λ. έννοια2·
- κέρατα έχει (είχε) αυτός και…, βλ. λ. κέρατο·
- κι αυτά κι αυτά, τονίζει συνήθως τις ανόητες ενέργειες κάποιου, που στο τέλος αποβαίνουν σε βάρος του: «γλέντια, ξενύχτια, ποτά, τσιγάρα, κι αυτά κι αυτά τον έστειλαν μια ώρα αρχύτερα»· βλ. και φρ. και μ’ αυτά·
- κι αυτός με τα δικά του ή κι αυτός τα δικά του, βλ. λ. δικός·
- κι αυτός το βιολί του, βλ. λ. βιολί·
- κι αυτός το χαβά του, βλ. λ. χαβάς·
- μ’ αυτά και μ’ αυτά, α. με την επανάληψη των ίδιων λόγων ή πράξεων που έχουν ήδη εκτεθεί προηγουμένως στο συνομιλητή μας: «ήμουν συνέχεια κοντά του και τον συμβούλευα και μ’ αυτά και μ’ αυτά νοικοκυρεύτηκε ο άνθρωπος || του πήρες τα μυαλά με τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σου και μ’ αυτά και μ’ αυτά τον κατάστρεψες τον άνθρωπο». β. με τα ίδια γνωστά και συνηθισμένα, που επαναλαμβάνονται διαρκώς: «βαρέθηκα ν’ ασχολούμαι συνέχεια μ’ αυτά και μ’ αυτά»·
- μ’ αυτά και με κείνα, με την κουβέντα, με τη συζήτηση και χωρίς να το καταλάβω, χωρίς να το καταλάβουμε: «πιάσαμε την κουβέντα και μ’ αυτά και με κείνα πέρασε η ώρα»·
- μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι, βλ. λ. πλευρό·
- μ’ αυτό τον καημό πήγε, βλ. λ. καημός·
- μη μας το κάνεις αυτό! ή μη μου το κάνεις αυτό! βλ. λ. κάνω·
- μια κουβέντα είναι αυτή, βλ. λ. κουβέντα·
- ν’ αφήσεις αυτά που ξέρεις, βλ. λ. ξέρω·
- να λείπει κι αυτό(ς) και τα καλά του ή να λείπει κι αυτό(ς) και το καλό του, βλ. λ. καλός·
- να ξεχάσεις αυτά που ξέρεις, βλ. λ. ξέρω·
- να σου λείπουν αυτά! α. προτρεπτική έκφραση σε κάποιον με ειρωνική ή απειλητική διάθεση να σταματήσει να λέει ή να κάνει πράγματα που έχουμε καταλάβει πως κύριος σκοπός του είναι μας ξεγελάσει ή να μας πείσει για κάτι για το οποίο όμως έχουμε διαφορετική γνώμη ή άποψη. β. προτρεπτική έκφραση σε κάποιον με ειρωνική διάθεση να πάψει να δικαιολογείται για κάτι, γιατί δεν πιστεύουμε στις δικαιολογίες του·
- ο δημοσιογράφος πιο πολλά βγάζει απ’ αυτά που δε γράφει παρά απ’ αυτά που γράφει, βλ. λ. δημοσιογράφος·
- ο Θεός να μη μας το χρωστάει αυτό το κακό, βλ. λ. Θεός·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- όποιος γάιδαρος κι αυτός σαμάρι, βλ. λ. σαμάρι·
- όπου γάμος και χαρά και αυτός στη μέση, βλ. λ. χαρά·
- όπου δυο κι αυτός τρεις, α. λέγεται για άτομο που από ανάγκη προσκολλάται συνειδητά ή ασυνείδητα σε μια παρέα ή σε ένα σύνολο ανθρώπων ιδίως όταν αυτοί πηγαίνουν για δουλειά: «όταν βλέπει τους άλλους να πηγαίνουν στο γιαπί για δουλειά, τρέχει κι αυτός μαζί τους κι όπου δυο κι αυτός τρεις μήπως και τον προσλάβουν». β. λέγεται για άτομο που μπορούμε να το βρούμε σε όλες τις παρέες ή για άτομο που μπορεί να κάνει με όλες τις παρέες: «είναι γνωστός σ’ όλη την πόλη, κι όπου δυο κι αυτός τρεις || είναι γνωστός σ’ όλους τους κοσμικούς κύκλους, κι όπου δυο κι αυτός τρεις»·
- ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του, βλ. λ. βιολί·
- ό,τι και να γίνει, αυτός το χαβά του, βλ. λ. χαβάς·
- ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει, βλ. λ. μούτρο·
- πάνε αυτά που ήξερες ή πάνε αυτά που ξέρατε, άλλαξε η κατάσταση, άλλαξαν οι συνθήκες: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε νέος διευθυντής, σ’ αυτό το εργοστάσιο πέφτει σκληρή δουλειά και πάνε αυτά που ήξερες || τώρα με την αλλαγή της κυβέρνησης, θα είστε κι εσείς όπως όλοι οι άλλοι, και πάνε αυτά που ξέρατε». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο·
- παρ’ όλ’ αυτά, βλ. λ. όλος·
- ποιος το λέει αυτό; βλ. φρ. ποιος το ’πε αυτό;
- ποιος το ’πε αυτό; λέγεται για γνώμη ή εντολή που την αποκρούομε, γιατί τη θεωρούμε λανθασμένη ή έξω από τη δικαιοδοσία κάποιου: «μετά τη λήξη της απεργίας όλα θ’ αρχίσουν να δουλεύουν ρολόι στο εργοστάσιο. -Ποιος το ’πε αυτό; Εδώ ετοιμάζονται για νέα απεργία || απαγορεύεται ν’ απομακρυνθείς απ’ τη θέση σου. -Ποιος το ’πε αυτό; Εγώ πήρα άδεια απ’ το διευθυντή»·
- πού ακούστηκε αυτό! έκφραση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης ή οργής για παράλογη, ανήκουστη πράξη ή ενέργεια: «πού ακούστηκε αυτό να πληρώνεσαι χωρίς να δουλεύεις! || είσαι τρελός, που θέλεις να γίνεις συνέταιρος σε μια τόσο μεγάλη δουλειά, χωρίς να βάλεις ούτε δραχμή; Πού ακούστηκε αυτό!». Άλλες φορές προτάσσεται της φρ. και άλλες ακολουθεί το όχι πες μου·
- πού θα πάει αυτή η δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- πού θα πάει αυτή η κατάσταση; βλ. λ. κατάσταση·
- πού θα πάει αυτή η βιόλα; βλ. λ. βιόλα1·
- πού θα πάει αυτό το βιολί; βλ. λ. βιολί·
- πού θα πάει αυτός ο χαβάς; βλ. λ. χαβάς·
- πού το βρήκες αυτό γραμμένο; βλ. λ. γραμμένος·
- πού το γράφει αυτό; έκφραση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης ή οργής για κάτι παράδοξο που μας λένε ή για κάτι παράλογο που μας ζητάνε: «πού το γράφει αυτό, να σου δώσω χωρίς λόγο ένα εκατομμύριο;». Άλλες φορές προτάσσεται της φρ. και άλλες ακολουθεί το όχι πες μου·
- πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά; βλ. λ. χαρτί·
- πού το ’δες αυτό γραμμένο; βλ. λ. γραμμένος·
- πού το παίζει αυτό το έργο; βλ. λ. έργο·
- πώς αυτό; βλ. λ. πώς·
- πώς (κι) ήταν αυτό και…; βλ. λ. πώς·
- πώς το λες αυτό! βλ. λ. λέω·
- (ρε) τ’ είν’ αυτά! α. επιφωνηματική έκφραση απορίας, αγανάκτησης ή δυσφορίας για τη στάση κάποιου ατόμου που δε μας συμφέρει, δε μας εξυπηρετεί ή μας προσβάλλει, και πιο σπάνια επιφωνηματική έκφραση θαυμασμού: «ρε τ’ είν’ αυτά που μου λες! || ρε τ’ είν’ αυτά που κάνεις, δεν ντρέπεσαι λιγάκι!». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα κοιτάς μηχανικά, χαρά στην πονηριά σου, άλλα μου λένε τα χείλη σου, ρε τ’ είν’ αυτά, και άλλα η καρδιά σου). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το ρε. β. επιτιμητική έκφραση σε κάποιον που δε συμπεριφέρεται σωστά, που συμπεριφέρεται ανάγωγα ή παράλογα: «θα πάψεις, επιτέλους, να μεθοκοπάς οικογενειάρχης άνθρωπος; Τ’ είν’ αυτά». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι γυναίκα του μπελά και σε μπελά με βάζεις, χαμένοι πάν’ οι κόποι μου, ρε τ’ είν’ αυτά, μυαλό πια δεν αλλάζεις)· 
- σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις, βλ. λ. ζωή·
- σ’ αυτό το μάθημα ήμουν άρρωστος ή σ’ αυτό το μάθημα έλειπα, βλ. λ. μάθημα·
- σε μας δεν περνάνε αυτά ή σε μένα δεν περνάνε αυτά, βλ. φρ. αυτά δεν περνάνε σε μας·
- σε μας δεν πιάνουν αυτά ή σε μένα δεν πιάνουν αυτά, βλ. φρ. αυτά δεν περνάνε σε μας·
- σε ποιόν τα πουλάς αυτά; βλ. λ. ποιος·
- σημείωσε αυτό που θα σου πω, βλ. λ. σημειώνω·
- στ’ αυτά μας! ή στ’ αυτά μου! βλ. συνηθέστ. στ’ αρχίδια μας! λ. αρχίδι·
- σταμάτα αυτό το τροπάρι, βλ. λ. τροπάρι(ο)·
- συμβαίνουν (κι) αυτά, βλ. λ. συμβαίνω·
- τα αυτά του αυτού (της αυτής), οι ίδιες δύσκολες καταστάσεις που επαναλαμβάνονται σε βάρος κάποιου: «τι κάνει ο τάδε; -Όπως πάντα, τα αυτά του αυτού»·
- τη γαμάς κι αυτή διαβάζει εφημερίδα, βλ. λ. εφημερίδα·
- τη γαμάς κι αυτή μασάει μαστίχα, βλ. λ. μαστίχα·
- τη γαμάς κι αυτή διαβάζει περιοδικό, βλ. λ. περιοδικό·
- τη γαμάς κι αυτή κοιτάζει το ταβάνι, βλ. λ. ταβάνι·
- τη γαμάς κι αυτή μασάει τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
- τι άνθρωπος κι αυτός! βλ. λ. άνθρωπος·
- τι βιόλα είν’ αυτή! ή τι βιόλα κι αυτή! βλ. λ. βιόλα1·
- τι βιολί είν’ αυτό! ή τι βιολί κι αυτό! βλ. λ. βιολί·
- τι δουλειά είν’ αυτή! ή τι δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- τι έχει να κάνει αυτό; δεν έχει καμιά σχέση, δεν εξηγείται ή δε συνδέεται λογικά με τα προηγούμενα: «τι έχει να κάνει αυτό με το συγκεκριμένο πρόβλημα;»·
- τι έχει να κάνει αυτός; το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει καμιά σχέση, είναι άσχετο με κάποια υπόθεση: «τι έχει να κάνει αυτός με την υπόθεση που κουβεντιάζουμε;»·
- τι καμώματα είν’ αυτά; βλ. λ. καμώματα·
- τι κατάσταση είναι αυτή! ή τι κατάσταση κι αυτή! βλ. λ. κατάσταση·
- τι μ’ αυτό; α. έκφραση αδιαφορίας σε αυτά που μας λέει κάποιος: «θα ’ρθει και ο τάδε μαζί μας. -Τι μ’ αυτό;». (Τραγούδι: έξω ο αέρας κι αν σφυρίζει τι μ’ αυτό κι ας παίζουν τ’ άστρα με τα σύννεφα κρυφτό). β. δεν έχει καμιά σημασία: «τι μ’ αυτό που είναι ο γιος του τάδε; Εδώ δεν κάνουμε χατίρια». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν χωριστούμε τι μ’ αυτό, γιατί να σε τρομάζει, μία ζωή καλύτερη εσένα σου ταιριάζει). Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε· βλ. και φρ. και τι μ’ αυτό(;)·
- τι μέρα κι αυτή! βλ. λ. μέρα·
- τι ’ν’ αυτά; βλ. φρ. τι ’ν’ αυτά που λες(;)·
- τι ’ν’ αυτά που κάνεις; κάνεις απαράδεκτα πράγματα: «κάθε βράδυ γυρίζεις μεθυσμένος στο σπίτι, τι ’ν’ αυτά που κάνεις;». (Λαϊκό τραγούδι: πάλι στις τρεις επήγες χθες να κοιμηθείς, τρελό κορίτσι, τι είν’ αυτά που κάνεις; Για κάτσε φρόνιμα και να συγκεντρωθείς, γιατί αλλιώς στην ψάθα θα πεθάνεις
- τι ’ν’ αυτά που λες; λες απαράδεκτα πράγματα: «υποστηρίζεις πως έβαλε χέρι στο ταμείο σου, τι ’ν’ αυτά που λες;». (Λαϊκό τραγούδι: πως έχω άλληνε μου λες, για κάτσε τ’ είν’ αυτά που λες; Μη μου ζαλίζεις το μυαλό, εσένα μόνο αγαπώ
- τι να σου κάνει κι αυτός! βλ. λ. κάνω·
- τι παιδί κι αυτό(ς)! βλ. λ. παιδί·
- τι πράγματα είν’ αυτά; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τι πράμα είν’ αυτός! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τι ρεζιλίκια είν’ αυτά! βλ. λ. ρεζιλίκι·
- τι σκατά είν’ αυτό; βλ. λ. σκατά·
- τι ’ταν αυτό, τι ’ταν αυτό το ξαφνικό, τι ’ταν αυτό το ξαφνικό! (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. ξαφνικός·
- τι χαβάς είν’ αυτός! ή τι χαβάς κι αυτός! βλ. λ. χαβάς·
- το βλάχο τον πάνε στα χαλιά κι αυτός θέλει τα τσαλιά, βλ. λ. βλάχος·
- το να λες πως είσαι αυτό που είσαι, δε σημαίνει ότι και είσαι, τους ανθρώπους τους χαρακτηρίζουν τα έργα και όχι τα λόγια: «εσύ μπορείς να λες ό,τι θέλεις πως είσαι, αλλά το να λες πως είσαι αυτό που είσαι, δε σημαίνει ότι και είσαι»· βλ. και φρ. στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις, λ. Ελλάδα·
- το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό το χέρι ορίζει, βλ. λ. χέρι·
- τον πήρε κι αυτόν η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- τον πήρε κι αυτόν η μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
- τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- τον φτύνουν κι αυτός λέει ψιχαλίζει, βλ. λ. ψιχαλίζει·
- του ’δωσε ο Θεός πετσάκι κι αυτός άνοιξε βυρσοδεψείο, βλ. λ. πετσάκι·
- του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεπατώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- χαιρέτα τον πεζό, όταν καβαλικέψεις, για να σε χαιρετά κι αυτός, όταν θα ξεπεζέψεις, βλ. λ. χαιρετώ.

αφτί

αφτί κ. αυτί, το, ουσ. [από τη συνεκφορά τα ωτία> ταουτία> τ’ αφτία> τ’ αφτί], το αφτί. 1. το μέρος του σκεύους από όπου μπορεί κανείς να το κρατήσει, η λαβή, το χερούλι: «έπιασε τη χύτρα απ’ τ’ αφτιά και την κατέβασε απ’ τη φωτιά». 2. στον πλ. τα αφτιά, (για εξώφυλλα βιβλίων) τα άκρα του εξωφύλλου που γυρίζουν προς τα μέσα: «στ’ αφτιά του βιβλίου υπήρχε η φωτογραφία και το βιογραφικό του συγγραφέα». Υποκορ. αφτάκι, το. (Ακολουθούν 151 φρ.)·
- άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου, βλ. λ. θεια·
- αλλού τα μάτια, αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά, αλλού τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ανοίγω τ’ αφτιά μου, προσέχω πολύ αυτά που λέει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος μεγαλύτερος, ανοίγω τ’ αφτιά μου και δεν τον διακόπτω»·
- απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο, α. λέγεται για εκείνον που έκανε κάποιο σοβαρό παράπτωμα και πρέπει να λογοδοτήσει αμέσως στη δικαιοσύνη: «αφού όλοι ξέρουμε πως αυτός έβαλε χέρι στο ταμείο, τι καθόμαστε; Απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο». β. (γενικά) λέγεται για άμεση επιβολή τιμωρίας: «όποιος θα κάνει φασαρία, απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο»·
- απ’ το ένα αφτί μπαίνει (μπαίνουν) κι απ’ τ’ άλλο βγαίνει (βγαίνουν), δηλώνει πλήρη αδιαφορία στα λεγόμενα, ιδίως στις συμβουλές που μας απευθύνει κάποιος: «όση ώρα τον συμβούλευα, απ’ το ένα αφτί έμπαινε κι απ’ τ’ άλλο έβγαινε»· βλ. και φρ. μπαινάκης βγαινάκης·
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! βλ. λ. Θεός·
- από τ’ άλλο μου τ’ αφτί, δηλώνει πλήρη αδιαφορία στα λεγόμενα ή στις προτάσεις κάποιου. (Τραγούδι: μη μου κολλάς λοιπόν γιατί, κάθε κουβέντα περιττή, πινακωτή, πινακωτή, από τ’ άλλο μου τ’ αφτί). Αναφορά στο παιδικό παιχνίδι: πινακωτή πινακωτή·
- αυτό είναι για τ’ αφτί, λέγεται για οτιδήποτε πρέπει να ειπωθεί με διακριτικότητα, με μυστικότητα, ιδίως όταν υπάρχουν και άλλοι μπροστά: «πόσες καπότες είπατε ότι θέλετε ν’ αγοράσετε; -Μην το φωνάζεις, ρε φίλε, αυτό είναι για τ’ αφτί || εντέλει, το κέρδισες εκείνο το λαχείο ή δεν το κέρδισες; -Αυτό είναι για τ’ αφτί, γιατί, αν το μάθουν μεσ’ στην παρέα, θα με ταράξουν στα δανεικά». Παρατηρείται και χειρονομία με την οποία ο δείκτης έρχεται κι ακουμπάει ελαφρά το αφτί·
- βάζει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- βάζω αφτί ή βάζω τ’ αφτί μου, βλ. φρ. στήνω αφτί·
- βουίζουν τ’ αφτιά μου, αισθάνομαι στιγμιαία ένα διαπεραστικό βόμβο: «μισό λεπτό να συνέλθω, γιατί βουίζουν τ’ αφτιά μου»· βλ. και φρ. ποιο αυτί μου βουίζει(;)·
- βούιξαν τ’ αφτιά μου, ένιωσα πολύ άσχημα, ύστερα από ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι, ιδίως ύστερα από δυνατό χαστούκι που δέχτηκα στο πρόσωπο: «μου άστραψε μια μπάτσα, που βούιξαν τ’ αφτιά μου»·
- βουλώνω τ’ αφτιά μου, δεν ακούω ή προσποιούμαι πως δεν ακούω αυτά που λέγονται για κάποιον ή και για μένα, ιδίως κακά: «ό,τι λένε για την αδερφή μου, βουλώνω τ’ αφτιά μου, γιατί ξέρω πως τη ζηλεύουν, επειδή είναι πολύ όμορφη || ό,τι και να λένε για μένα, βουλώνω τ’ αφτιά μου, γιατί από πίσω και για το βασιλιά λένε»·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια, έκφραση αγανακτισμένου ανθρώπου σε κάποιον που δεν ακούει αυτό που του λέει επίμονα: «γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια, μια ώρα σε φωνάζω και δε λες ν’ ακούσεις!»·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα πέτσινα, βλ. φρ. γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια·
- γελάνε και τ’ αφτιά του, είναι τόσο πολύ χαρούμενος, που δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του: «απ’ τη μέρα που πήρε ο γιος του το δίπλωμα του δικηγόρου, γελάνε και τ’ αφτιά του»·
- γιατί η γάτα έχει έν’ αφτί, επιθετική ή ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει με απορία γιατί (ενν. ενεργούμε με το συγκεκριμένο τρόπο) ή γιατί (ενν. του λέμε να ενεργήσει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο), όταν δε θέλουμε να δώσουμε περισσότερες επεξηγήσεις. Συνήθως η φρ. κλείνει με το γι’ αυτό·
- δε με γελούν τ’ αφτιά μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που ακούω, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος πως κάτι ακούω: «σου είπα πως άκουσα ένα θόρυβο, δε με γελούν τ’ αφτιά μου»·
- δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν άδειαζα να ξύσω τ’ αφτί μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου / δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου, α. αδιαφορώ για όλα, δε νοιάζομαι για τίποτα, μένω εντελώς απαθής: «ο κόσμος να χαλάσει, δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου». β. δε φοβάμαι διόλου: «όσο και ν’ αγριέψεις, δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου». (Λαϊκό τραγούδι: μου κοπανάς κάθε φορά πως θα μ’ αφήσεις μόνη και σου το λέω καθαρά τ’ αφτί μου δεν ιδρώνει
- δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου(!)·
- δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου, δεν έχω εμπιστοσύνη στην ακοή μου, έχω προβληματική ακοή: «για πες μου τι λέει αυτός από απέναντι, γιατί εγώ δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «έλα να με δεις μια άλλη ώρα, γιατί τη στιγμή αυτή δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «δεν ξέρω αν δουλεύουν οι άλλοι, πάντως εγώ δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου! έντονη απορία ή έκπληξη για κάτι απροσδόκητο που μας λένε, αρεστό ή μη: «ο τάδε αποφάσισε να παντρευτεί -Δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, γιατί αυτός ήταν κατά του γάμου! || σκοτώθηκε ο τάδε. -Δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, γιατί πριν από δυο ώρες ήμασταν μαζί!»·
- δίνω αφτί, βλ. συνηθέστ. στήνω αφτί·
- είμαι γεμάτος αφτιά, βλ. συνηθέστ. είμαι όλο(ς) αφτιά·
- είμαι μέσα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι ως τ’ αφτιά·
- είμαι όλο(ς) αφτιά, είμαι έτοιμος να σε ακούσω προσεκτικά, σε ακούω προσεκτικά: «θέλω να σου πω κάτι. -Είμαι όλος αφτιά»·
- είμαι μέσα ως τ’ αφτιά, είμαι καταχρεωμένος: «δεν μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί είμαι μέσα ως τ’ αφτιά». Είναι και φορές, που παρατηρείται χειρονομία με την οποία, το χέρι ή τα χέρια σηκώνονται και δείχνουν με τις εξωτερικές κόψεις των παλαμών, το σημείο των αφτιών. Συνών. είμαι μέσα ως τα μπούνια·
- είμαι χρεωμένος μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χρεωμένος ως τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χωμένος μέσα ως τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι ως τ’ αφτιά, δεν μπορώ να κάνω άλλη υπομονή, δεν αντέχω άλλο: «πες του να σταματήσει το θόρυβο που κάνει, γιατί είμαι ως τ’ αφτιά»·
- είναι βαρύς στ’ αφτιά, είναι βαρήκοος: «μίλα πιο δυνατά, γιατί ο τύπος είναι βαρύς στ’ αφτιά»·
- είναι μουσικό αφτί, βλ. συνηθέστ. έχει μουσικό αφτί·
- είναι περήφανος στ’ αφτιά, α. (ειρωνικά) δεν ακούει καλά, είναι βαρήκοος: «μίλα ελεύθερα μπροστά του, γιατί είναι περήφανος στ’ αφτιά». β. προσποιείται πως δεν ακούει, προσποιείται το βαρήκοο: «όταν του λέμε κάτι που δεν του συμφέρει, είναι περήφανος στ’ αφτιά»·
- είναι τ’ αφτί μου, μου μεταφέρει όλα όσα λέγονται κατά την απουσία μου από έναν χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός που βλέπεις είναι τ’ αφτί μου στη δουλειά, όταν λείπω απ’ το εργοστάσιο». Δε σημαίνει πως οπωσδήποτε το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι καρφί, αλλά η φράση έχει περισσότερο την έννοια ότι το εν λόγω άτομο μεταφέρει στο αφεντικό του όλα τα κακώς κείμενα·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, βλ. λ. μάτι·
- έκλεισαν τ’ αφτιά μου, με πονούν ή βουίζουν δυνατά, ιδίως ύστερα από διαφορά υψόμετρου: «μόλις τ’ αεροπλάνο πήρε ύψος, έκλεισαν τ’ αφτιά μου και δεν μπορούσα ν’ ακούσω τι μου ’λεγε ο διπλανός μου»·
- έσπασαν τ’ αφτιά μου, ενοχλήθηκα υπερβολικά, ιδίως από έντονο θόρυβο, ξεκουφάθηκα: «σταμάτα, επιτέλους, να μαρσάρεις τη μοτοσικλέτα σου, γιατί έσπασαν τ’ αφτιά μου»·
- έφτασε στ’ αφτιά μου, πληροφορήθηκα τυχαία: «δεν ξέρω πώς έφτασε στ’ αφτιά μου, όμως ξέρω πως υπαίτιος ήταν ο τάδε». Ακούγεται και έφτασε μέχρι τ’ αφτιά μου ή έφτασε ως τ’ αφτιά μου·
- έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κατεβασμένα, έφυγε από κάπου ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τον μάλωσε άγρια ο διευθυντής του κι έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του σκύλου, που, όταν τον μαλώσουμε, απομακρύνεται με κατεβασμένα τα αφτιά του. Συνών. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο·
- έφυγε με κρεμασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κρεμασμένα, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- έφυγε με πεσμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά πεσμένα, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- έφυγε με ριγμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά ριγμένα, βλ. συνηθέστ. έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- έφυγε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- έχει ανοιχτά αφτιά, πρόκειται για άτομο που δέχεται με ευκολία να ακούσει, να μελετήσει οποιεσδήποτε προτάσεις, ιδίως τις προοδευτικές, τις προωθημένες: «οποιαδήποτε πρότασή σου μπορείς να την αναφέρεις στο νέο διευθυντή μας, γιατί είναι άνθρωπος που έχει ανοιχτά αφτιά»·   
- έχει αφτί, α. έχει μουσική αντίληψη: «ο τάδε πιάνει αμέσως το φάλτσο, γιατί έχει αφτί». β. έχει καλή ακοή: «απ’ ό,τι λέμε δεν του ξεφεύγει τίποτα, γιατί έχει αφτί»·
- έχει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- έχει γερό αφτί, έχει ισχυρή ακοή: «μπορεί κι ακούει και τον παραμικρό θόρυβο, γιατί έχει γερό αφτί»·
- έχει δυνατό αφτί, βλ. φρ. έχει γερό αφτί·
- έχει καλό αφτί, βλ. φρ. έχει γερό αφτί·
- έχει μουσικό αφτί, μαθαίνει με μεγάλη ευκολία να παίζει κάποιο μουσικό κομμάτι ή μπορεί να ξεχωρίζει αμέσως κάποια φάλτσα νότα: «μια φορά ν’ ακούσει ένα κομμάτι, το παίζει αμέσως, γιατί έχει μουσικό αφτί || μπορεί και πιάνει αμέσως το φάλτσο, γιατί έχει μουσικό αφτί»·
- έχω αφτί, έχω μουσική αντίληψη: «δε μου ξεφεύγει ούτε ένα φάλτσο, γιατί εγώ έχω αφτί»·
- έχω γερό αφτί, έχω ισχυρή ακοή: «για προσπάθησε ν’ ακούσεις εσύ που έχεις γερό αφτί, τι φωνάζει αυτός από μακριά;»·
- έχω τ’ αφτιά μου, πάσχω, υποφέρω από τα αφτιά μου: «όταν κάνει πολύ κρύο, δε βγαίνω έξω, γιατί έχω τ’ αφτιά μου»·
- έχω τ’ αφτιά μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα·
- έχω τ’ αφτιά μου βουλωμένα ή έχω βουλωμένα τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. βουλώνω τ’ αφτιά μου·
- έχω τ’ αφτιά μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. έχω τ’ αφτιά μου κλειστά·
- έχω τ’ αφτιά μου κλειστά ή έχω κλειστά τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. κλείνω τ’ αφτιά μου·
- έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα ή έχω τεντωμένα τ’ αφτιά μου, ακούω προσεχτικά αυτά που μου λέει κάποιος ή αυτά που λέγονται από κάποιον: «όταν σου μιλάει ο δάσκαλός σου να ’χεις τ’ αφτιά σου τεντωμένα και ν’ ακούς τι σου λέει || είχα τεντωμένα τ’ αφτιά μου κι άκουσα όλα όσα ειπώθηκαν». Από την εικόνα των ζώων που και στον παραμικρό ήχο τεντώνουν τα αφτιά τους για να ακούσουν καλά·
- η γκαμήλα δεν κουτσαίνει απ’ τ’ αφτί, βλ. λ. γκαμήλα·
- η μαρμελάδα είναι για το ψωμί κι όχι για τ’ αφτιά, βλ. λ. μαρμελάδα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα, ήρθε, επέστρεψε ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τον συγχώρεσε ο διευθυντής για τη βλακεία που έκανε κι ήρθε πάλι στη δουλειά με κατεβασμένα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν κάνει κάποια ζημιά και τον φωνάζουμε να έρθει κοντά μας, έρχεται έχοντας τα αφτιά του κατεβασμένα. Συνών. ήρθε με (το) κεφάλι κατεβασμένο·
- ήρθε με κρεμασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κρεμασμένα, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- ήρθε με πεσμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά πεσμένα, βλ. φρ. ήρθε με (τ’) αφτιά κατεβασμένα· 
- ήρθε με ριγμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά ριγμένα, βλ. συνηθέστ. ήρθε με (τ’) αφτιά κατεβασμένα·
- ήρθε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- θα σου βγάλω τ’ αφτί ή θα σου βγάλω τ’ αφτιά ή θα στα βγάλω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω παραδειγματικά: «αν ξανακάνεις αταξία, θα σου βγάλω τ’ αφτί». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά, έχω φάει πάρα πολύ, είμαι πολύ χορτάτος: «δεν μπορώ να βάλω στο στόμα μου ούτε μπουκιά, γιατί θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά». Λέγεται και για ποτό·
- θα σου δαγκάσω τ’ αφτί, (απειλητικά) θα σου φερθώ πολύ σκληρά: «αν ξαναπειράξεις την αδερφή μου, θα σου δαγκάσω τ’ αφτί». Από το ότι παλιότερα, όταν κάποιος απατημένος ήθελε να εκδικηθεί τη γυναίκα του, για να μη χρησιμοποιήσει μαχαίρι και καταδικαστεί και για κατοχή όπλου και οπλοχρησία, έκοβε το αφτί της γυναίκας του με δάγκωμα, οπότε η καταδίκη του ήταν πολύ μικρότερη·
- θα σου κόψω τ’ αφτί ή θα σου κόψω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν βρίσεις ξανά τη μάνα μου, θα σου κόψω τ’ αφτί». Από το ότι, όταν παλιότερα μάλωναν δυο άντρες της πιάτσας με μαχαίρια, επιδίωξη του καθένα ήταν να κόψει το αφτί του αντιπάλου του, ώστε, στην περίπτωση που η υπόθεση φτάσει στα δικαστήρια, να υπάρξει μικρή καταδίκη·
- θα σου ξεριζώσω τ’ αφτί ή θα σου ξεριζώσω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν μάθω πως ξαναγύρισες μεθυσμένος στο σπίτι, θα σου ξεριζώσω τ’ αφτιά». Από την εικόνα του δασκάλου, που με αυτόν τον τρόπο τιμωρούσε σκληρά τον άτακτο μαθητή·
- θα σου τραβήξω τ’ αφτί ή θα σου τραβήξω τ’ αφτιά ή θα στα τραβήξω τ’ αφτιά, βλ. φρ. θα σου βγάλω τ’ αφτί·
- θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του, πρέπει, του χρειάζεται να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό: «αφού συνεχίζει να κάνει κοπάνες, θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του». Συνών. θέλει σιάξιμο η γραβάτα του / θέλει σιάξιμο ο γιακάς του·
- θέλει τράβηγμα τ’ αφτί του, βλ. φρ. θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του·
- και οι τοίχοι έχουν αφτιά, βλ. λ. τοίχος·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, βλ. λ. μάτι·
- καμπάνισαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- κανένα αφτί, κανένας άνθρωπος: «κανένα αφτί δεν άκουσε παρόμοιες βρισιές»·
- κατεβάζω τ’ αφτιά ή κατεβάζω τ’ αφτιά μου, ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «μόλις απέδειξε ο άλλος πως αυτός ήταν που μας είχε καρφώσει, κατέβασε τ’ αφτιά του και δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί». Από την εικόνα του σκυλιού που, όταν τον μαλώσουν, κατεβάζει τ’ αφτιά του·
- κάτι άρπαξε τ’ αφτί μου, βλ. φρ. κάτι πήρε τ’ αφτί μου·
- κάτι έπιασε τ’ αφτί μου, βλ. φρ. κάτι πήρε τ’ αφτί μου·
- κάτι πήρε τ’ αφτί μου, άκουσα τυχαία κάτι για το θέμα που γίνεται λόγος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα, δεν έδωσα μεγάλη σημασία: «έμαθες για τη ληστεία που έγινε σήμερα το πρωί στην τάδε τράπεζα; -Κάτι πήρε τ’ αφτί μου || όπως ερχόμουν στο ραντεβού μας, κάτι πήρε τ’ αφτί μου για το δυστύχημα που έγινε, αλλά πώς και τι δεν ξέρω»·
- κλείνω τ’ αφτιά μου, α. αποφεύγω να ακούσω κάτι, όσο δελεαστικό και αν είναι, γιατί θεωρώ πως θα με βλάψει: «σήμερα στη ζωή υπάρχουν πολλές προκλήσεις, αλλά εγώ κλείνω τ’ αφτιά μου και προσπερνώ». Αναφορά στον Οδυσσέα, που, αφού πρώτα έκλεισε τα αφτιά των συντρόφων του με κερί, δέθηκε στο κατάρτι του καραβιού του, τη στιγμή που περνούσε από το νησί των Σειρήνων. β. δεν ανταποκρίνομαι, προσποιούμαι πως δεν ακούω ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου: «από μικρός έχω μάθει να κλείνω τ’ αφτιά μου, και τη βγάζω πάντα καθαρή». γ. δεν ανταποκρίνομαι στις παρακλήσεις κάποιου για βοήθεια, γιατί υποτίθεται πως δεν τις ακούω: «τον έκανα άγιο να με βοηθήσει, αλλά αυτός έκλεισε τ’ αφτιά του»·
- κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει, βλ. λ. κοιλιά·
- κοκκίνισε μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. κοκκίνισε ως τ’ αφτιά·
- κοκκίνισε ως τ’ αφτιά, καταντράπηκε: «μόλις έσκυψε και τη φίλησε μπροστά στους γονείς της, η κοπέλα κοκκίνισε ως τ’ αφτιά»·
- κουδούνισαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- κουφό του πονηρού τ’ αφτί, βλ. λ. πονηρός·
- κρεμώ τ’ αφτιά ή κρεμώ τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. κατεβάζω τ’ αφτιά·
- μαρμελάδα έχεις στ’ αφτιά σου; βλ. λ. μαρμελάδα·
- μας ζάλισες τ’ αφτιά ή μου ζάλισες τ’ αφτιά, βλ. φρ. μας πήρες τ’ αφτιά·
- μας  πήρες τ’ αφτιά ή μου πήρες τ’ αφτιά, παρατήρηση σε κάποιον που μιλάει ασταμάτητα να πάψει επιτέλους να μιλάει, γιατί έγινε πολύ ενοχλητικός: «πάψε, ρε παιδάκι μου, αυτή τη λογοδιάρροια, γιατί μας ζάλισες τ’ αφτιά». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με γεια τ’ αφτιά! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε λέει να ακούσει κάτι που του λέμε πολλές φορές: «πάλι δεν άκουσες αυτό που σου είπα; Με γεια τ’ αφτιά!»·
- μη μας ζαλίζεις τ’ αφτιά ή μου ζαλίζεις τ’ αφτιά, παράκληση σε κάποιον να πάψει να μιλάει, γιατί έγινε ενοχλητικός: «μη μας ζαλίζεις τ’ αφτιά με τα προβλήματα σου, γιατί έχω κι εγώ τα δικά μου». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μήπως πήρε τ’ αφτί σου, μήπως άκουσες τυχαία, μήπως έτυχε ν’ ακούσεις: «μήπως πήρε τ’ αφτί σου για τον επικείμενο ανασχηματισμό;». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τίποτα·
- μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που ισχυρίζεται πως είναι ο μοναδικός που κατέχει κάποιο πράγμα, ενώ είναι γνωστό πως είναι ευρέως διαδομένο: «τέτοιο αυτοκίνητο δεν έχει άλλος. -Μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ·
- μου ζάλισε τ’ αφτιά, βλ. φρ. μου ’φαγε τ’ αφτιά·
- μου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- μου πήρε τ’ αφτιά, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από τον παρατεταμένο θόρυβο που προξένησε, με ξεκούφανε: «μάρσαρε μια ώρα τ’ αυτοκίνητό του κάτω απ’ το παράθυρό μου και μου πήρε τ’ αφτιά». β. μου μίλησε επίμονα πάνω στο ίδιο θέμα, ιδίως συμβουλευτικά: «καλά να πάθω που την πάτησα, γιατί μου πήρε τ’ αφτιά ο τάδε να μη μπλεχτώ σ’ αυτή τη δουλειά, όμως δεν τον άκουσα και τώρα έχω προβλήματα». Συνών. μου πήρε το κεφάλι·
- μου ’σπασε τ’ αφτιά, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από τον έντονο και παρατεταμένο θόρυβο που προκάλεσε, με ξεκούφανε, μου ’σπασε τα τύμπανα: «είχε το ραδιόφωνό του στη διαπασών και μου ’σπασε τ’ αφτιά». β. (για θορύβους) ήταν πολύ δυνατός: «ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ, που μου ’σπασε τ’ αφτιά»·
- μου σφύριξε στ’ αφτί ή μου το σφύριξε στ’ αφτί, μου είπε, μου ψιθύρισε κάτι κρυφά: «ευτυχώς που ο τάδε μου το σφύριξε στ’ αφτί πως έρχονταν να με μπαγλαρώσουν και την κοπάνησα». (Λαϊκό τραγούδι: στης άσπρης τον αστερισμό ξέχασε κάθε γυρισμό, στην παγωμένη της τροχιά δεν έχει αγάπη ούτε σπλαχνιά, μου σφύριξε στ’ αφτί ένας μάγκας έξ’ απ’ το στέκι της μαρμάγκας
- μου ’φαγε τ’ αφτιά ή μου ’χει φάει τ’ αφτιά, α. μου επαναλάμβανε συνεχώς και επίμονα το ίδιο πράγμα: «μου ’φαγε τ’ αφτιά ο φίλος μου να διακόψω τις σχέσεις που είχα μαζί της, γιατί είχε μάθει πως δεν ήταν σόι γυναίκα». β. με ενόχλησε με τη φλυαρία του ή με τα επίμονα παρακάλια του για κάτι: «μ’ έφαγε τ’ αφτιά με την γκρίνια του || μ’ έφαγε τ’ αφτιά να του δώσω δανεικά»·
- μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί, μου έκανε κακή εντύπωση αυτό που άκουσα: «μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί που καθόταν και κατηγορούσε τον αδερφό του»·
- μπαμπάκια έχεις στ’ αφτιά σου; βλ. λ. μπαμπάκι·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί (κι ο διάκος στο κεφάλι ή κι ο διάκος στο ριζάφτι), βλ. λ. παπάς·
- να το βάλεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. σκουλαρίκι·
- να το κρεμάσεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. σκουλαρίκι·
- ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, βλ. λ. λαγός·
- οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. λ. φτέρνα·
- όποιος παντρεύεται στα γηρατειά, ρίχνει γρήγορα τ’ αφτιά, βλ. λ. γηρατειά·
- παίζει με τ’ αφτί, έμαθε να παίζει κάποιο μουσικό όργανο, χωρίς να διδαχθεί από δάσκαλο, παίζει εμπειρικά: «έχει κάποια δυσκολία ακόμα στο παίξιμο της κιθάρας, γιατί παίζει με τ’ αφτί»·
- παίρνω αφτί, κρυφακούω: «όταν συγκεντρωθούν, θα πάω να πάρω αφτί, για να ξέρουμε τι θα πούνε»·
- πέφτουν αφτιά, κάνει αφόρητο κρύο: «ντύσου καλά πριν βγεις, γιατί με την αλλαγή του καιρού πέφτουν αφτιά έξω». Συνών. πέφτουν μύτες·
- ποιο αφτί μου βουίζει; ερώτηση σε άτομο, τη στιγμή που βουίζει κάποιο απ’ τ’ αφτιά μας και υποτίθεται πως, αν το βρει, θα ακούσουμε μαζί κάποια είδηση, κάποιο νέο. Αν βουίζει το αριστερό μας αφτί, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία θα ακούσουμε κάτι κακό, αν βουίζει το δεξί, κάτι καλό·
- ποιο αφτί μου σφυρίζει; βλ. συνηθέστ. ποιο αφτί μου βουίζει(;)·
- ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει; λέγεται στην περίπτωση που αυτά που λέει ή συμβουλεύει κανείς σε κάποιον ή κάποιους δεν έχουν καμιά απήχηση: «εγώ πάντα τους έλεγα πως δεν ήταν σόι αυτός ο άνθρωπος, αλλά ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει;»·
- ρίχνω τ’ αφτιά μου, χάνω το θάρρος μου: «μόλις τον αγρίεψε ο άλλος, έριξε τ’ αφτιά του ο δικός σου». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν τον μαλώσουμε, ρίχνει τ’ αφτιά του κι απομακρύνεται · βλ. και φρ. κρεμώ τ’ αφτιά μου·
- στήνω αφτί, κρυφακούω: «έστειλα τον τάδε να στήσει αφτί, για να μάθουμε κι εμείς τι θα πούνε»·
- στήνω τ’ αφτί μου ή στήνω τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. τεντώνω τ’ αφτί μου·
- στυλώνω τ’ αφτί μου ή στυλώνω τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. τεντώνω τ’ αφτί μου·
- σφυρίζουν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βουίζουν τ’ αφτιά μου·
- σφύριξαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- τ’ άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, είμαι εντελώς σίγουρος γι’ αυτό που ειπώθηκε, γιατί ήμουν παρών: «δε θέλω ν’ αμφισβητείς αυτά που σου λέω, γιατί τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τι να σου πω άλλο ή το τι άλλο να σου πω·
- τ’ ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, μου είναι αδύνατο να πιστέψω αυτό που μου λέει κάποιος: «τ΄ ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου που μου λες πως ο τάδε έκανε μήνυση στον πατέρα του». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- τα πόδια του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. συνηθέστ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του·
- τεντώνω τ’ αφτί μου ή τεντώνω τ’ αφτιά μου, εντείνω την προσοχή μου για να ακούσω κάτι ή για να καταλάβω το είδος του θορύβου που ακούγεται: «τέντωσα τ’ αφτί μου, μήπως κι ακούσω κανέναν θόρυβο || τέντωσα τ’ αφτιά μου για να καταλάβω τι ήταν αυτό που ακουγόταν». Από την εικόνα των ζώων, που τεντώνουν τα αφτιά τους στην περίπτωση κάποιου θορύβου· βλ. και φρ. ανοίγω τ’ αφτιά μου·
- τι ακούν τ’ αφτιά μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό, που μας αναγγέλλουν ή που πληροφορούμαστε: «τι ακούν τ’ αφτιά μου, πάλι μάλωσες με τον αδερφό σου; || τι ακούν τ’ αφτιά μου, άρχισες πάλι να μπεκροπίνεις; || τι ακούν τ’ αφτιά μου, σκέφτεσαι να μου κάνεις μήνυση; ||τι ακούν τ’ αφτιά μου, παντρεύεσαι τον άλλον μήνα;». Πολλές φορές, στην περίπτωση που πρόκειται για κάτι καλό, της φρ. προτάσσεται διπλό μπα· 
- το γαρούφαλο στ’ αφτί κι η κασίδα στην κορφή, βλ. λ. γαρούφαλο·
- το πήρε τ’ αφτί μου ή το ’χει πάρει τ’ αφτί μου, (αόριστα), το άκουσα: «δε θυμάμαι πού, αλλά κάπου το πήρε τ’ αφτί μου γι’ αυτή τη ληστεία στην τράπεζα»·
- τον άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, ήμουν παρών όταν είπε κάτι: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά που έλεγε πως εσύ ήσουν ο αίτιος του καβγά»·
- του βάζω ψύλλους στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- του ’βγαλα τ’ αφτί ή του ’βγαλα τ’ αφτιά, τον τιμώρησα παραδειγματικά: «για να μην ξανακάνει τη βλακεία που έκανε, του ’βγαλα τ’ αφτί». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- του ξερίζωσα τ’ αφτί ή του ξερίζωσα τ’ αφτιά, τον τιμώρησα αυστηρά: «επειδή μου ’ρθε πάλι σουρωμένος στο σπίτι, του ξερίζωσα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε αυστηρά με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- του ’πεσαν τ’ αφτιά, α. ντροπιάστηκε, ταπεινώθηκε: «μόλις αποδείχτηκε πως μας έλεγε ψέματα, του ’πεσαν τ’ αφτιά». β. έχασε το θάρρος του, την έπαρση που είχε: «τη στιγμή που αγρίεψε ο άλλος, του ’πεσαν τ’ αφτιά του δικού σου και το βούλωσε»·
- του τις έδωσα στ’ αφτιά, βλ. συνηθέστ. του τις έριξα στ’ αφτιά·
- του τις έριξα στ’ αφτιά (ενν. τις μπάτσες, τις σφαλιάρες, τις μπουνιές), τον έδειρα άγρια, τον κατανίκησα: «μόλις πήγε να κάνει τον νταή, του τις έριξα στ’ αφτιά». Επίσης με την έννοια του κατανικώ λέγεται και σε περίπτωση παιχνιδιού: «παίξαμε τάβλι και του τις έριξα στ’ αφτιά». Πολλές φορές, για λόγους έμφασης, η φρ. κλείνει με το για να μάθει ή με το για να καταλάβει ή για να με θυμάται·
- του σφύριξα στ’ αφτί ή του το σφύριξα στ’ αφτί, τον πληροφόρησα, του είπα κάτι κρυφά και βιαστικά, ιδίως όταν υπήρχαν και άλλοι μπροστά: « την τελευταία στιγμή πρόλαβα και του το σφύριξα στ’ αφτί πως θέλανε να τον ξεγελάσουν, και γλίτωσε από ένα σωρό μπελάδες ο άνθρωπος»·
- του τράβηξα τ’ αφτί ή του τράβηξα τ’ αφτιά, βλ. φρ. του ’βγαλα τ’ αφτί·
- του ’φαγα τ’ αφτιά, α. του ζήτησα, τον παρακάλεσα για κάτι φορτικά: «του ’φαγα τ’ αφτιά να μου δώσει δανεικά, ώσπου στο τέλος μου τα ’δωσε». β. τον συμβούλεψα επίμονα: «του ’φαγα τ’ αφτιά να μην κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά δε μ’ άκουσε κι έφαγε το κεφάλι του»·
- του χαϊδεύω τ’ αφτιά, του λέω πράγματα αρεστά, κολακευτικά, ακόμη και όταν η κατάσταση είναι σε βάρος του: «κανείς δεν τον βοήθησε πραγματικά, γιατί, αντί να τον συμβουλέψουν να βγει απ’ το αδιέξοδο,του χάιδευαν όλοι τ’ αφτιά || η κυβέρνηση δε χαϊδεύει τ’ αφτιά των πολιτών, αλλά παρουσιάζει την κατάσταση όπως πραγματικά είναι». (Τραγούδι: τα πόδια μου καήκανε σ’ αυτήν την ερημιά, η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα, τα νέα που σας έφερα σας χάιδεψαν τ’ αυτιά, μα απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια
- τσιτώνω τ’ αφτί μου ή τσιτώνω τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. τεντώνω τ’ αφτιά μου·
- φέσι μέχρι τ’ αφτιά ή φέσι ως τ’ αφτιά, βλ. λ. φέσι·
- χαϊδεύω τ’ αφτιά του, βλ. φρ. του χαϊδεύω τ’ αφτιά·
- χρεώθηκα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. χρεώθηκα ως τ’ αφτιά·
- χρεώθηκα ως τ’ αφτιά, χρεώθηκα υπερβολικά: «με το γάμο της κόρης μου χρεώθηκα ως τ’ αφτιά».

άχνα

άχνα, η, ουσ. [από το ρ. αχνίζω, υποχωρητ.]. 1. ο αέρας που βγαίνει με την εκπνοή, ιδίως τις ψυχρές χειμωνιάτικες μέρες, και ο ήχος που ακούγεται κατά τη διάρκεια αυτής της εκπνοής. 2. ως επιφών. άχνα!(συμβουλευτικά ή απειλητικά) μην πεις τίποτα σιωπή(!). Συνών. κιχ! / λέξη! / μιλιά! / τσιμουδιά(!)·
- δε βγάζω άχνα, α. δε λέω τίποτα, σωπαίνω: «όταν μιλάει κάποιος μεγαλύτερος, εγώ δε βγάζω άχνα». Συνών. δε βγάζω λέξη (α). β. δεν αντιδρώ, δεν απαντώ σε κριτική ή απειλή που μου γίνεται κατά πρόσωπο: «όταν έχω άδικο, ό,τι και να μου πουν, δε βγάζω άχνα || μόλις τον αγρίεψε ο άλλος, δεν έβγαλε άχνα ο δικός σου». γ. κρύβομαι, ιδίως από ντροπή ή φόβο, και συγκρατώ, όσο μπορώ, την αναπνοή μου για να μη γίνω αντιληπτός: «όση ώρα ήταν ο αστυνομικός στη γωνιά, αυτός είχε ζαρώσει στο άνοιγμα της πόρτας και δεν έβγαζε άχνα». δ. δε λέω απολύτως τίποτα, μένω άφωνος: «επειδή δεν μπορούσα να δικαιολογηθώ, δεν έβγαλα άχνα». Συνών. δε βγάζω κιχ / δε βγάζω μιλιά / δε βγάζω τσιμουδιά·
- δε θα βγάλεις άχνα, (συμβουλευτικά ή απειλητικά) δε θα πεις απολύτως τίποτα: «όση ώρα θα κουβεντιάζω μαζί του, δε θα βγάλεις άχνα». Συνών. δε θα βγάλεις κιχ / δε θα βγάλεις λέξη / δε θα βγάλεις μιλιά / δε θα βγάλεις τσιμουδιά·
- δε θέλω άχνα, απαιτώ απόλυτη ησυχία: «θα πέσω να κοιμηθώ, γιατί είμαι πολύ κουρασμένος, γι’ αυτό δε θέλω άχνα». Συνών. δε θέλω κιχ / δε θέλω τσικ·
- δεν ακούγεται άχνα, επικρατεί απόλυτη ησυχία: «όταν έρχεται ο δάσκαλος μέσα στην τάξη, δεν ακούγεται άχνα». Συνών. δεν ακούγεται αναπνοή / δεν ακούγεται ανάσα / δεν ακούγεται κιχ / δεν ακούγεται μιλιά / δεν ακούγεται τσικ / δεν ακούγεται τσιμουδιά·
- δεν ακούς άχνα, βλ. φρ. δεν ακούγεται άχνα·
- δεν έβγαλε άχνα, σκοτώθηκε ακαριαία, ιδίως σε τροχαίο δυστύχημα: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του πάνω στο δέντρο και δεν έβγαλε άχνα». Συνών. δεν έβγαλε αχ ή δεν πρόλαβε να βγάλει αχ / δεν έβγαλε γρυ ή δεν πρόλαβε να βγάλει γρυ / δεν έβγαλε κιχ ή δεν πρόλαβε να βγάλει κιχ·
- μη βγάλεις άχνα! ή να μη βγάλεις άχνα! βλ. φρ. δε θα βγάλεις άχνα·
- μην ακούσω άχνα! ή να μην ακούσω άχνα! βλ. φρ. δε θα βγάλεις άχνα..

βλέπω

βλέπω, ρ. [<αρχ. βλέπω], βλέπω. 1. επιτηρώ, προσέχω: «όσο θα λείπεις στη δουλειά, θα βλέπω εγώ τα παιδιά || σε παρακαλώ, βλέπε μη χυθεί το γάλα». 2α. αντιλαμβάνομαι,  καταλαβαίνω, κατανοώ: «βέβαια, βλέπω πως έχεις δυσκολίες, όμως δεν έχω λεφτά να σε βοηθήσω». β. καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ: «κάθε φορά που βλέπω πως η κουβέντα πάει για καβγά, ρίχνω τους τόνους για να εκτονωθεί η κατάσταση». γ. έχω την εντύπωση, θεωρώ, υπολογίζω: «μ’ αυτή την αύξηση του πετρελαίου, βλέπω πως θα μας έρθουν δύσκολες μέρες». 3. φροντίζω: «από μικρό παιδί βλέπει ολόκληρη οικογένεια». 4α. (για γιατρούς) είμαι ο θεράποντας γιατρός κάποιου: «ποιος γιατρός σε βλέπει;». β. εξετάζω κάποιον άρρωστο: «ποιον βλέπει μέσα ο γιατρός;». 5. ελέγχω: «κάθισε εδώ να βλέπεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει». 6. επισκέπτομαι: «κάθε τόσο πηγαίνω και τον βλέπω στο γραφείο του». 7. συναντώ: «κάπου κάπου βλεπόμαστε στο μπαράκι της γειτονιάς μας || καθώς ερχόμουν, είδα τον τάδε στο δρόμο». 8. (γενικά για θεάματα) παρακολουθώ: «μην τον ενοχλείς τώρα, γιατί βλέπει μπάσκετ στην τηλεόραση || βλέπει όλα τα καλά κινηματογραφικά έργα». 9. (για άψυχα) είμαι στραμμένος προς ένα ορισμένο σημείο: «το μπαλκόνι μας βλέπει στη θάλασσα». 10. στην προστακτ. βλέπε,πρόσεξε: «βλέπε τι λέω || βλέπε πώς το κάνω». 11. στο β΄ εν. πρόσ. βλέπεις, από ό,τι προκύπτει από τα πράγματα, όπως διαπιστώνεις, όπως είναι φανερό: «δεν μπορούσε να βρει δουλειά· βλέπεις το ένα του χέρι ήταν παράλυτο». (Λαϊκό τραγούδι: βλέπεις εντάξει σου ξηγιέμαι, πως σε λατρεύω δεν τ’ αρνιέμαι). 12. στο β΄ εν. πρόσ. σε ερωτηματικό τύπο βλέπεις; εντέλει η εξέλιξη των πραγμάτων με επιβεβαίωσε, έγιναν ή αποδείχτηκαν όπως υποστήριζα, ενώ εσύ είχες διαφορετική γνώμη. Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη να έρχεται και να ακουμπάει στο σημείο του κροτάφου, θέλοντας να υπενθυμίσει στο συνομιλητή μας όλα αυτά που του λέγαμε ή που υποστηρίζαμε. 13. στο α΄ πλ. πρόσ. βλέπουμε, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως θα αποφασίσουμε μελλοντικά για αυτό που μας ζητά ή μας προτείνει κάποιος: «θα μου δώσεις τα λεφτά που σου ζήτησα; -Βλέπουμε || θα ’ρθεις κι εσύ μαζί μας το βράδυ; -Βλέπουμε»· βλ. και λ. είδα. (Ακολουθούν 191 φρ.)·
- αλλά βλέπεις ο διάβολος και του Μανόλη η σκούφια… ή αλλά βλέπεις ο διάβολος κι η σκούφια του Μιχάλη…, βλ. λ. διάβολος·
- άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να το βλέπεις ή άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις, βλ. λ. άλλος·
- αν είσαι και ψηλά, βλέπε και χαμηλά, βλ. λ. χαμηλός·
- αρνί που βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει, βλ. λ. αρνί·
- αυτό πάλι πώς το βλέπεις; βλ. λ. αυτός·
- βλέπει Ευρώπη, βλ. λ. Ευρώπη·
- βλέπει όνειρα, βλ. λ. όνειρο·
- βλέπει σαν γεράκι, βλ. λ. γεράκι·
- βλέπει συνέχεια την πλάτη του, βλ. λ. πλάτη·
- βλέπει τα τρένα να περνούν, βλ. λ. τρένο·
- βλέπει τα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος, βλ. λ. δέντρο·
- βλέπει το ποτήρι μισοάδειο, βλ. λ. ποτήρι·
- βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο, βλ. λ. ποτήρι·
- βλέπει το ταβάνι, βλ. λ. ταβάνι·
- βλέπει το τυρί και δε βλέπει τη φάκα, βλ. λ. φάκα·
- βλέπει το φλιτζάνι, βλ. λ. φλιτζάνι·
- βλέπει τον άγγελό του, βλ. λ. άγγελος·
- βλέπει τον καφέ, βλ. λ. καφές·
- βλέπει φαντάσματα, βλ. λ. φάντασμα·
- βλέπει φαντάσματα πίσω απ’ τις πόρτες, βλ. λ. πόρτα·
- βλέπεις πόσα γράφει εδώ; (ενν. χτυπήματα), βλ. λ. γράφω·
- βλέπεις πόσες γράφει εδώ; (ενν. ξυλιές, μπάτσες), βλ. λ. γράφω·
- βλέπεις τι γράφει εδώ; βλ. λ. γράφω·
- βλέποντας και κάνοντας, α. χωρίς προδιαγεγραμμένο σχέδιο, αλλά ανάλογα με αυτό που θα μας προκύψει θα πράξουμε: «αυτό το παιδί δεν είχε ποτέ πρόγραμμα στη ζωή του, γιατί πάντα ενεργεί βλέποντας και κάνοντας». β. έκφραση αβεβαιότητας για την πορεία των ενεργειών μας: «τώρα δεν ξέρω να σου πω τι θα κάνω, αν μου τύχει αυτό που λες. Βλέποντας και κάνοντας»·
- βλέπω αφ’ υψηλού, βλ. λ. υψηλός·
- βλέπω θάλασσα κι ουρανό, βλ. λ. θάλασσα·
- βλέπω και δε βλέπω, μόλις που βλέπω, βλέπω αμυδρά: «πρέπει ν’ αλλάξω γυαλιά, γιατί μ’ αυτά που έχω βλέπω και δε βλέπω»·
- βλέπω καλά; βλ. λ. καλός·
- βλέπω κατάματα (κάτι), βλ. λ. κατάματα·
- βλέπω μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- βλέπω μακριά, βλ. λ. μακριά·
- βλέπω μαύρο τον κόσμο ή βλέπω τον κόσμο μαύρο, βλ. λ. κόσμος·
- βλέπω με διαφορετικό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- βλέπω με (τα) χέρια δεμένα ή βλέπω με δεμένα (τα) χέρια, βλ. λ. χέρι·
- βλέπω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή βλέπω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. λ. χέρι·
- βλέπω με την άκρη του ματιού μου, βλ. λ. μάτι·
- βλέπω μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- βλέπω μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- βλέπω νερό στην αυλή μου, βλ. λ. νερό·
- βλέπω όνειρα, βλ. λ. όνειρο·
- βλέπω όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- βλέπω παραπέρα, βλ. λ. παραπέρα·
- βλέπω προκοπή, βλ. λ. προκοπή·
- βλέπω στ’ όνειρό μου (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. όνειρο·
- βλέπω στο γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
- βλέπω στον ύπνο μου (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. ύπνος·
- βλέπω τη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία, βλ. λ. Δευτέρα Παρουσία·
- βλέπω τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- βλέπω τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- βλέπω την κηδεία μου, βλ. λ. κηδεία·
- βλέπω την κόλαση, βλ. λ. κόλαση·
- βλέπω την πάρτη μου, βλ. λ. πάρτη·
- βλέπω της γιαγιάς μου το καφεκούτι, βλ. λ. καφεκούτι·
- βλέπω της γιαγιάς μου το μουνί, βλ. λ. μουνί·
- βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- βλέπω της μάνας μου το μουνί, βλ. λ. μουνί·
- βλέπω της μάνας μου το πράμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- βλέπω το διάβολό μου, βλ. λ. διάβολος·
- βλέπω το μνήμα μου, βλ. λ. μνήμα·
- βλέπω τον άγγελό μου, βλ. λ. άγγελος·
- βλέπω του κώλου μου την τρύπα, βλ. λ. κώλος·
- βλέπω φως, βλ. λ. φως·
- βλέπω φως στην άκρη του τούνελ ή βλέπω φως στο βάθος του τούνελ, βλ. λ. φως·
- γλυκάθηκ’ η γριά στα σύκα, τα βλέπει και στον ύπνο της ή καλόμαθ’ η γριά στα σύκα, τα βλέπει και στον ύπνο της, βλ. λ. γριά·
- δε βλέπει μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- δε βλέπει μπροστά του, βλ. λ. μπροστά·
- δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του, βλ. λ. μύτη·
- δε βλέπει τη μύτη του, βλ. λ. μύτη·
- δε βλέπει την τύφλα του, βλ. λ. τύφλα·
- δε βλέπεις μπροστά σου; βλ. λ. μπροστά·
- δε βλέπεις την τύφλα σου! βλ. λ. τύφλα·
- δε βλέπεις το κέρατό σου το δίφορο! ή δε βλέπεις τα κέρατά σου τα δίφορα! βλ. λ. κέρατο·
- δε βλέπεις το κέρατό σου το τράγειο! βλ. λ. κέρατο·
- δε βλέπω άνθρωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- δε βλέπω ανθρώπου πρόσωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- δε βλέπω άσπρη μέρα, βλ. λ. μέρα·
- δε βλέπω Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
- δε βλέπω καλό, βλ. λ. καλός·
- δε βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- δε βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- δε βλέπω μπροστά μου απ’ τη νύστα, βλ. λ. νύστα·
- δε βλέπω μπροστά μου απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- δε βλέπω (ούτε) τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- δε βλέπω την ώρα να..., βλ. λ. ώρα·
- δε βλέπω το γιατί, βλ. λ. γιατί·
- δε βλέπω το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- δε βλέπω φως, βλ. λ. φως·
- δε βλέπω χαΐρι, βλ. λ. χαΐρι·
- δε θα βλέπω με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα βλέπω με (τα) χέρια δεμένα, βλ. λ. χέρι·
- δε θα βλέπω με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα βλέπω με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. λ. χέρι·
- δε με βλέπω καλά, βλ. λ. καλός·
- δε σε βλέπω απ’ τη δίψα, βλ. λ. δίψα·
- δε σε βλέπω απ’ τη νύστα, βλ. λ. νύστα·
- δε σε βλέπω απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- δε σε βλέπω καλά, βλ. λ. καλός·
- δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει(ς), βλ. λ. μάτι·
- δε χορταίνει το μάτι σου να τον (τη) βλέπει(ς), βλ. λ. μάτι·
- δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν το βλέπω, δεν είμαι σίγουρος πως θα ανταποκριθώ σε αυτό που μου ζητά ή μου προτείνει κάποιος: «δεν το βλέπω να σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς, γιατί κι εγώ περνώ δυσκολίες || θα ’ρθεις το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια; -Δεν το βλέπω»·     
- δεν το βλέπω καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν το βλέπω σόι πράμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν τον βλέπω, έπαψα να συναντώ το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έπαψα να κάνω παρέα, να συναναστρέφομαι μαζί του: «κάποτε κάναμε παρέα, αλλά τώρα δεν τον βλέπω». (Λαϊκό τραγούδι: φεύγω, μανούλα μ’, φεύγω, αχ, πάω στην ξενιτιά. Δώσε μου την ευχή σου, αχ, δε θα σε βλέπω πια
- δεν τον βλέπω καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν τον βλέπω σόι άνθρωπο, βλ. λ. σόι·
- δεν τον βλέπω σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- είναι, βλέπεις…, α. κατανοείς, καταλαβαίνεις, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο: «θα τον βοηθήσω όσο μπορώ, γιατί είναι, βλέπεις, ο γιος τ’ αδερφού μου». (Λαϊκό τραγούδι: μα τον λατρεύω κι είναι το φως μου, γιατί ’ναι βλέπεις ο άνθρωπός μου). β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση με την έννοια δήθεν, τάχα: «είναι, βλέπεις Ευρωπαίος, και ξέρει καλύτερα από μας τα πράγματα! || του κάνουν όλα τα χατίρια, γιατί είναι, βλέπεις μορφωμένος ο άνθρωπος, ενώ εμείς είμαστε ξύλα απελέκητα!»·
- είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά, βλ. λ. Θεός·
- εκείνον που βλέπει ο παπάς, εκείνον θυμιατίζει, βλ. λ. παπάς·
- εμένα που με βλέπεις, εμφατική έκφραση αντί του εγώ: «εμένα που με βλέπεις, είμαι ο γιος του τάδε εφοπλιστή || εμένα που με βλέπεις, έχω βάλει σκοπό να τους ξεπεράσω όλους»·
- εσύ να τα βλέπεις ή εσύ να το βλέπεις, εγώ το ήξερα πως τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως έγιναν, εσύ όμως είχες διαφορετική γνώμη, γι’ αυτό, το πρόβλημα που δημιουργήθηκε, είναι αποκλειστικά δικό σου, πρέπει να προβληματίσει ή να παραδειγματίσει εσένα: «σου το ’χα πει απ’ την αρχή να μην κάνεις δουλειά μαζί του, γιατί δεν είναι τίμιος άνθρωπος. Εσύ να τα βλέπεις, που τον πίστεψες και σ’ έβαλε στο χέρι». Συνήθως η φρ. κλείνει με το τώρα·
- η γκαμήλα δε βλέπει τη δική της καμπούρα, βλέπει της αντικρινής της, βλ. λ. γκαμήλα·
- και κάθεσαι και βλέπεις! βλ. λ. κάθομαι·
- κάνω πως δε βλέπω, βλ. λ. κάνω·
- κατά πώς βλέπω τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- με βλέπω μόνο, βλ. λ. μόνος·
- μήπως δε βλέπω καλά; βλ. λ. καλός·
- να μη βλέπω να μην ακούω ή να μην ακούω να μη βλέπω, έκφραση απηυδισμένου ατόμου από τη ζωή του και γενικά από τη συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντί του ή μεταξύ τους: «θα πάω να ζήσω μόνος μου σε μια ερημιά, να μην ακούω να μη βλέπω». Συνήθως η φρ. κλείνει με το κανέναν·
- όνειρα βλέπεις; βλ. λ. όνειρο·
- όποιος δε βλέπει πού πατεί, στις λάσπες θε να πέσει, βλ. λ. λάσπη·
- όποιος διψάει, πηγάδια βλέπει, βλ. λ. πηγάδι·
- όποιος έχει μάτια, βλέπει, βλ. λ. μάτι·
- όποιος έχει τα μπακίρια, βλέπει απ’ τα παραθύρια, βλ. λ. μπακίρι·
- όπως βλέπεις, βλ. λ. όπως·
- όπως σε βλέπω και με βλέπεις, βλ. λ. όπως·
- όσα βλέπει η πεθερά, βλ. λ. πεθερά·
- όσο τον βλέπεις, τον βλέπω ή όσο τον βλέπεις εσύ, τον βλέπω κι εγώ, αρνητική έκφραση σε άτομο που ψάχνει κάποιον ή που ενδιαφέρεται να μάθει για κάποιον και μας ρωτάει αν τον βλέπουμε: «ξέρεις πού είναι ο τάδε; -Όσο τον βλέπεις, τον βλέπω || ξέρεις τι κάνει ο τάδε; -Όσο τον βλέπεις εσύ, τον βλέπω κι εγώ»·
- (πάρε τώρα αυτά και) για τ’ άλλα βλέπουμε, πάρε τώρα αυτά που σου δίνω και, όσο για τα υπόλοιπα, θα το συζητήσουμε, θα το σκεφτώ, μπορεί ναι μπορεί και όχι·
- πιάνεται απ’ την ουρά του βοδιού και δε βλέπει το βόδι, βλ. λ. βόδι·
- που δε σε βλέπω, δηλώνει υπερβολή σε αυτό που συμβαίνει σε κάποιον: «έχω ένα πονοκέφαλο που δε σε βλέπω || έχω μια πείνα που δε σε βλέπω || έχω μια δίψα που δε σε βλέπω || έχω μια νύστα που δε σε βλέπω || έχω μια κούραση που δε σε βλέπω»·
- πώς (τα) βλέπεις τα πράγματα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- πώς τη βλέπεις τη δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, βλ. λ. σπίτι·
- στο πρόσωπό του βλέπω…, βλ. λ. πρόσωπο·
- τα βλέπει ασπρόμαυρα, βλ. λ. ασπρόμαυρος·
- τα βλέπει μαυρόασπρα, βλ. λ. μαυρόασπρος·
- τα βλέπεις; ή το βλέπεις; εντέλει η εξέλιξη των πραγμάτων με δικαίωσε, έγιναν ή αποδείχτηκαν όπως υποστήριζα, ενώ εσύ είχες διαφορετική γνώμη: «εντέλει έπρεπε να σ’ ακούσω, γιατί είχες δίκιο γι’ αυτόν τον παλιάνθρωπο. -Τα βλέπεις;». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη να έρχεται και να ακουμπάει στο μέρος του κροτάφου, θέλοντας να υπενθυμίσει στο συνομιλητή μας όλα αυτά που του λέγαμε ή που υποστηρίζαμε·
- τα βλέπω (ενν. τα φύλλα σου), (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) διακινδυνεύω ποντάροντας περισσότερα χρήματα να δω τα φύλλα σου, γιατί πιστεύω πως εγώ έχω καλύτερο φύλλο και πως εσύ μπλοφάρεις·
- τα βλέπω όλα ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- τα βλέπω όλα διπλά, βλ. λ. διπλός·
- τα βλέπω όλα θολά, βλ. λ. θολός·
- τα βλέπω όλα μαύρα, βλ. λ. μαύρος·
- τα βλέπω όλα ρόδινα, βλ. λ. ρόδινος·
- τα βλέπω όλα στραβά κι ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- τα βλέπω σκούρα, βλ. λ. σκούρα·
- τα βλέπω σκούρα τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- της αρκούδας άμα βγάλεις το χαλκά, βλέπεις αν είναι ήμερη ή άγρια, βλ. λ. αρκούδα·
- της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, βλ. λ. νύχτα·
- τι βλέπουν τα μάτια μου; βλ. λ. μάτι·
- τι βλέπω; δηλώνει έκπληξη: «τι βλέπω, αγόρασες καινούριο αυτοκίνητο;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα, πολλές φορές επαναλαμβανόμενο· βλ. και φρ. τι βλέπουν τα μάτια μου; λ. μάτι·
- το βλέπει ο ήλιος, (για σπίτια ή χώρους) βλ. λ. ήλιος·
- το βλέπω, α. το αντιλαμβάνομαι, το καταλαβαίνω, το κατανοώ: «το βλέπω πως έχεις προβλήματα, αλλά περνώ τέτοιες δυσκολίες κι εγώ, που μου είναι αδύνατο να σε βοηθήσω». (Λαϊκό τραγούδι: έχω καεί, έχω ψηθεί στα χέρια τα δικά σου, το βλέπω, θα καταστραφώ, κι όμως να φύγω δεν μπορώ στιγμή από κοντά σου). β. θεωρώ, υπολογίζω ότι είναι…: «αυτό το σπίτι το βλέπω να μην έχει φόβο απ’ τους σεισμούς, γιατί έχει πολύ καλή κατασκευή»·
- το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το βλέπω και δεν το πιστεύω, νιώθω μεγάλη έκπληξη για κάτι καλό ή κακό που αντικρίζω: «κοτζάμ επιστήμονας να κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον αλήτη, το βλέπω και δεν το πιστεύω || μπράβο σου, αγόρασες κι εσύ αυτοκίνητο, το βλέπω και δεν το πιστεύω»·
- το βλέπω μ’ άλλο μάτι,  βλ. λ. μάτι·
- το βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το βλέπω με κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το βλέπω με καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το βλέπω με το κιάλι ή το βλέπω με τα κιάλια, βλ. λ. κιάλι·
- το βλέπω με ψυχρό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το βλέπω χλωμό, βλ. λ. χλωμός·
- το γκαβό πουλί ο Θεός δυο φορές το βλέπει, βλ. λ. πουλί·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, βλ. λ. μάτι·
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- τον βλέπει μέσ’ στα μάτια, βλ. λ μάτι·
- τον βλέπει σαν Θεό, βλ. λ. Θεός·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον βλέπω, τον θεωρώ, τον υπολογίζω: «τον βλέπω ικανό για μεγάλα πράγματα αυτόν τον άνθρωπο». Συνών. τον έχω·
- τον βλέπω για την τηλεόραση, βλ. λ. τηλεόραση·
- τον βλέπω για τις ειδήσεις, βλ. λ. είδηση·
- τον βλέπω κατάματα, βλ. λ. κατάματα·
- τον βλέπω μ’ άλλο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον βλέπω με κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον βλέπω με καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον βλέπω με μισό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον βλέπω με το κιάλι ή τον βλέπω με τα κιάλια, βλ. λ. κιάλι·
- τον βλέπω με υποψία, βλ. λ. υποψία·
- τον βλέπω όλο μπροστά μου, βλ. λ. όλος·
- τον βλέπω σαν μύγα ή τον βλέπω σαν τη μύγα, βλ. λ. μύγα·
- τον βλέπω σαν μυρμήγκι ή τον βλέπω σαν το μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- τον βλέπω σαν κουνούπι ή τον βλέπω σαν το κουνούπι, βλ. λ. κουνούπι·
- τον βλέπω σαν το χάρο, βλ. λ. χάρος·
- τώρα βλέπει τα καρότα ανάποδα, βλ. λ. καρότο·
- τώρα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα, βλ. λ. ραδίκι·
- τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραδίκια, βλ. λ. ραδίκι·
- τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραπανάκια, βλ. λ. ραπανάκι·
- χαίρεται το μάτι σου να βλέπει(ς), βλ. λ. μάτι.

γαλλικό

γαλλικό, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. γαλλικός], το γαλλικό. 1. η προστυχοκουβέντα, η βρισιά: «είναι τόσο χυδαία τα γαλλικά του, που σε κάνουν να κοκκινίζεις». 2. είδος κλειδιού για μηχανικούς ή υδραυλικούς: «φέρε μου ένα γαλλικό για να ξεβιδώσω τη βρύση». 3. το τσιμπούκι (βλ. λ.)·
- ακούω τα γαλλικά μου, με επιπλήττουν αυστηρά, με βρίζουν: «μην τον ενοχλείς, γιατί με τα νεύρα που έχει θ’ ακούσεις τα γαλλικά σου»·
- άντε να μην ακούσεις κανένα γαλλικό! φύγε ή κάθισε φρόνιμα ή πάψε να με ενοχλείς, γιατί θα σε βρίσω·
- του αρχίζω τα γαλλικά, τον επιπλήττω αυστηρά, του μιλώ πρόστυχα, με βρισιές: «αφού δεν καταλάβαινε με το καλό, του άρχισα τα γαλλικά».

γειτονιά

γειτονιά, η, ουσ. [<μσν. γειτονιά <αρχ. γειτονία <γείτων], η γειτονιά. 1α. η περιοχή γύρω από το σπίτι που μεγαλώνουμε, η συνοικία. (Λαϊκό τραγούδι: μένω σε κάποια γειτονιά, φτωχική γειτονιά, που έχει σπίτια χαμηλά, όλοι οι άνθρωποι εκεί έχουν πάντα γιορτή και μοιράζουνε φιλιά). β. κατ’ επέκταση, οι άνθρωποι που ζουν στη γειτονιά. (Λαϊκό τραγούδι: μου κόλλησ’ όλ’ η γειτονιά κάθε ώρα με πειράζει, να το πάρεις το κορίτσι, να το πάρεις, μου φωνάζει). 2. μεγάλη περιοχή που εκτείνεται τριγύρω από μια χώρα: «πρέπει να έχουμε τον νου μας, γιατί στη γειτονιά μας, στα Βαλκάνια, υπάρχει έντονη αναταραχή». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- αλίμονό του που πεινά κι ελπίζει απ’ τη γειτονιά, βλ. λ. πεινώ·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- βούιξε η γειτονιά ή βούιξε η γειτονιά όλη ή βούιξε όλη η γειτονιά, το μυστικό που αποκαλύφθηκε ή το νέο που διαδόθηκε έκανε μεγάλη αίσθηση, μεγάλη εντύπωση, γι’ αυτό και πολυσυζητήθηκε: «βούιξε όλη η γειτονιά που τον έκαναν τσακωτό με τη γυναίκα του φίλου του και συ δεν άκουσες τίποτα;». (Λαϊκό τραγούδι: βούιξε όλη η γειτονιά το πήρανε χαμπάρι, ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι
- δε θα περάσεις απ’ τη γειτονιά μου; απειλητική έκφραση σε άτομο που μας συμπεριφέρεται προκλητικά ή βίαια, επειδή βρίσκεται στο οικείο περιβάλλον του, και έχει την έννοια πως θα του ανταποδώσουμε τα ίσα, όταν τύχει και βρεθεί στο δικό μας οικείο περιβάλλον. Ιδίως σε χρήση από τα μικρά παιδιά·
- είμαστε γειτονιά, μένουμε στην ίδια γειτονιά: «με τον τάδε είμαστε γειτονιά από μικρά παιδιά»·
- να βουίξει η γειτονιά ή να βουίξει η γειτονιά όλη ή να βουίξει όλη η γειτονιά, να γίνει γνωστό στη γειτονιά, να το μάθει όλη η γειτονιά: «φώναξέ το πως μ’ αγαπάς να βουίξει η γειτονιά». (Λαϊκό τραγούδι: σήκω χόρεψε συρτάκι με τρελή διπλοπενιά, χόρεψέ το σαν μορτάκι να βουίξει η γειτονιά
- ο λύκος στη γειτονιά του αρνί δεν αρπάζει, βλ. λ. λύκος·
- όποιος έχει ψώρα και παιδί, στη γειτονιά να μην κατεβεί, όταν υπάρχει περίπτωση να ενοχλήσει κάποιος κάποιους με την παρουσία του, τότε είναι καλύτερα να μην τους συναναστρέφεται. Από την εικόνα του ψωριάρη που γίνεται ενοχλητικός καθώς, ξύνεται κάθε τόσο λόγω της ασθένειάς του, και της μητέρας που έχει μικρό παιδί που ενοχλεί τους άλλους με το κλάμα του· 
- σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου, βλ. λ. σπίτι·
- σηκώνω τη γειτονιά στο ποδάρι ή σηκώνω στο ποδάρι τη γειτονιά, βλ. φρ. σηκώνω τη γειτονιά στο πόδι·
- σηκώνω τη γειτονιά στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τη γειτονιά, δημιουργώ μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη φασαρία, που κάνω τους γείτονές μου να ανησυχήσουν ή να διαμαρτυρηθούν: «κάθε φορά που γυρίζει μεθυσμένος στο σπίτι, σηκώνει τη γειτονιά στο πόδι απ’ το μάλωμα που κάνει με τη γυναίκα του»·
- τους άκουσε όλη η γειτονιά, (για ζευγάρια, ιδίως παντρεμένα) καβγάδισαν έντονα: «γύρισε πάλι μεθυσμένος στο σπίτι και τους άκουσε όλη η γειτονιά».

γέροντας

γέροντας, ο, θηλ. γερόντισσα, η, ουσ. [<μσν. γέροντας <αρχ. γέρων], ο γέρος. 1. άτομο που λόγω προχωρημένης ηλικίας εμπνέει σεβασμό: «ένας σεβάσμιος γέροντας διηγιόταν στους επισκέπτες την ιστορία της εκκλησίας του χωριού». 2α. τιμητική προσφώνηση σεβάσμιου κληρικού ή μοναχού: «καλή σας μέρα, γέροντα!». β. ο πνευματικός πατέρας κληρικού ή μοναχού: «κάθε τόσο πηγαίνει στο μοναστήρι και συμβουλεύεται το γέροντα». γ. το θηλ. η γερόντισσα, η προϊσταμένη μοναχή: «η γερόντισσα δεν επιτρέπει επισκέπτες στο μοναστήρι». 3. στον πλ. οι γέροντες και οι γερόντοι, οι προύχοντες, οι προεστοί, οι δημογέροντες: «οι γέροντες συμφώνησαν να επισκεφθούν το Νομάρχη για να του εκθέσουν τα προβλήματα του χωριού». Υποκορ. γεροντάκος, ο και γεροντάκι, το·
- του γερόντου ν’ ακούς το λόγο κι όχι τον πόρδο, δηλώνει πως πρέπει να παίρνουμε από κάποιον ηλικιωμένο τα προτερήματα και όχι τα ελαττώματά του: «να προσέχεις εκεί που θα πας και να ’χεις πάντα τ’ αφτιά σου ανοιχτά κι όταν θα μπαίνεις σε συντροφιές, του γερόντου ν’ ακούς το λόγο κι όχι τον πόρδο».

γέρος

γέρος, ο, θηλ. γριά, η, ουσ. [<μσν. γέρος <αρχ. γέρων], ο γέρος. 1. (χαϊδευτικά) ο ηλικιωμένος σύζυγος: «θα πάρω το γέρο μου και θα πάμε νωρίς για ύπνο». 2. (χαϊδευτικά) ο ηλικιωμένος πατέρας: «θα πάω νωρίς στο σπίτι, γιατί με περιμένει ο γέρος μου». (Τραγούδι: μείνανε ορφανά τα μαξιλάρια κι αν ξυπνήσει ο γέρος τι χαμπάρια). 3. στον πλ. οι γέροι, (χαϊδευτικά) οι ηλικιωμένοι γονείς: «το βράδυ θ’ αργήσουν να ’ρθουν οι γέροι μου στο σπίτι». Θεωρείται επίδειξη μαγκιάς από κάποιον νεαρό να αποκαλεί τον πατέρα του γέρο και τη μητέρα του γριά ή τους γονείς του γέρους, ακόμη και όταν αυτοί δεν είναι ηλικιωμένοι. Οι πιο παλιοί ίσως θα θυμούνται το παιδικό πείραγμα σε ηλικιωμένο σύζυγο που γινόταν εν χορώ: γέρο, γέρο, τη γριά σου την ξέρω, δώσε μου ένα τάλιρο να πάω να στη φέρω· βλ. και λ. γριά. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- γερο λαδάς, βλ. λ. λαδάς·
- γερο πλάτανος, βλ. λ. πλάτανος·
- δεν είναι και κανένας γέρος! δεν είναι γέρος: «ο πατέρας μου είναι ηλικιωμένος, αλλά ο πατέρας σου δεν είναι και κανένας γέρος!»·
- είναι του γέρου τα κανάκια σαν νερόβραστα σπανάκια, οι ερωτικές εκδηλώσεις των ηλικιωμένων είναι άνοστες και σαχλές: «μπορεί να έχουν πείρα οι μεγάλοι στα ερωτικά, αλλά και η δική της πείρα λέει πως είναι του γέρου τα κανάκια σαν νερόβραστα σπανάκια»·  
- είχαμε τη γριά λεχούσα, γέννησε κι ο γέρος, βλ. λ. γριά·
- κάθε γέρος την πορδή του την έχει μόσκο, βλ. λ. πορδή·
- καλύτερα η αγάπη ενός γέρου παρά οι ξυλιές ενός νέου, είναι προτιμότερο για μια γυναίκα να έχει για σύντροφό της κάποιον ηλικιωμένο που την αγαπά παρά κάποιον νέο που την κακομεταχειρίζεται: «παντρεύτηκε έναν που έχει τα διπλάσιά της χρόνια, αλλά από την πείρα της γνωρίζει πως καλύτερα η αγάπη ενός γέρου παρά οι ξυλιές ενός νέου»· 
- κοιμήθηκα νέος και ξύπνησα γέρος, δηλώνει πως η ζωή περνάει πάρα πολύ γρήγορα, χωρίς να το καταλάβουμε: «ούτε που κατάλαβα , παιδάκι μου, πώς πέρασε η ζωή μου. Κοιμήθηκα νέος και ξύπνησα γέρος»·
- με του γέρου το τομάρι παίρνει η νέα παλικάρι, βλ. λ. τομάρι·
- να τρώει ο γέρος και στη γριά να μη δίνει ή να τρώει ο γέρος και της γριάς να μη δίνει, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι υπερβολικά τσιγκούνης: «αυτός θα σου δώσει δανεικά! Αυτός, αγόρι μου, είναι να τρώει ο γέρος και της γριάς να μη δίνει». β. το φαγητό για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πάρα πολύ νόστιμο: «μας σερβίρισαν ένα φαγητό, να τρώει ο γέρος και της γριάς να μη δίνει». Συνών. να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει·
- ο γέρος ή από πέσιμο (πάει) ή από χέσιμο, δυο διαπιστωμένες αιτίες από τις οποίες μπορεί, εκτός των άλλων, να πεθάνει ένα πολύ ηλικιωμένο άτομο, τα κατάγματα και οι γαστρεντερίτιδες. Συνήθως λέγεται συμβουλευτικά σε ηλικιωμένο άτομο για να προσέχει. Πολλές φορές, διακρίνουμε και μια δόση ειρωνείας·
- ο Γέρος της Δημοκρατίας, προσωνυμία του πολιτικού Γεωργίου Παπανδρέου: «ο Γέρος της Δημοκρατίας, υπήρξε δεινός ρήτορας»·
- ο Γέρος του Μοριά, προσωνυμία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη: «ο Γέρος του Μοριά, υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία στην εθνεγερσία του 1821»·
- όποιος δεν ακούει τους γέροντες, πάει δέρνοντας, όποιος δεν ακούει τις συμβουλές ανθρώπων που έχουν πείρα, τότε φτάνει σε μια επιτυχία με μεγάλη δυσκολία: «να συμβουλεύεσαι τους γεροντότερους, όταν πρόκειται να κάνεις μια δουλειά, γιατί, όποιος δεν ακούει τους γέροντες, πάει δέρνοντας»·  
- οπού ’ναι γέρος μπουνταλάς, απού τα νιάτα το ’χει, βλ. λ. μπουνταλάς·
- παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις, βλ. λ. γυρεύω·
- πήγε (χαμένος) σαν το γερο Μασούρα ή πήγε (χαμένος) σαν το γέρο το Μασούρα, βλ. λ. Μασούρας·
- τεμπέλης νέος, φτωχός γέρος, η τεμπελιά κάποιου νέου θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στα γεροντάματά του: «δούλεψε σκληρά τώρα που είσαι νέος και πάψε να τεμπελιάζεις, γιατί τεμπέλης νέος, φτωχός γέρος»·
- τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα, βλ. λ. γεράματα.

εγώ

εγώ, αντων. [<αρχ. ἐγώ], αυτός που μιλάει. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που ήμουνα Θεός θα φύγω τώρα σαν τρελός, θα φύγω σαν κυνηγημένος)· ως άκλ. ουσ. το εγώ, συνοδευόμενο από τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των, ο εγωισμός: «ό,τι και να κάνω, θα το κάνω μόνο και μόνο για το εγώ μου». (Ακολουθούν 80 φρ.)·
- άλλο τόσο κι εγώ, βλ. λ. άλλος·
- αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο, βλ. λ. πόνος·
- αν…, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις, βλ. λ. γαμώ·
- αυτά που σου λέω εγώ το πρωί, μας (μου) τα λες εσύ το βράδυ, βλ. λ. βράδυ·
- βάζω ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι ή βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου, βλ. λ. λιθαράκι·
- βάζω κι εγώ ένα λιθάρι ή βάζω κι εγώ το λιθάρι μου, λ. λιθάρι·
- βάζω κι εγώ ένα χέρι (χεράκι) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), βλ. λ. χέρι·
- βρες τη νύφη εσύ κι εγώ σε στεφανώνω, βλ. λ. νύφη·
- για να δεις ποιος είμ’ εγώ, έκφραση με την οποία θέλουμε να διαβεβαιώσουμε το συνομιλητή μας πως σίγουρα θα κάνουμε αυτό που του υποσχεθήκαμε ή πως αυτό που θα κάνουμε θα είναι μόνο και μόνο για να αποδείξουμε την αξία μας, την ισχύ μας: «αφού στο υποσχέθηκα, θα σε πάρω στη δουλειά μου, για να δεις ποιος είμ’ εγώ || αν τον συναντήσω θα τον σπάσω στο ξύλο, για να δεις ποιος είμ’ εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: μου την έδωσε απόψε· μ’ έχει πιάσει το τρελό· ένα μου ’χει κάνει εκείνη θα της κάνω εκατό – για να δει ποιος είμ’ εγώ
- γιατί, εγώ νηστεύω; βλ. λ. νηστεύω·
- δε φουμάρω εγώ τέτοια, βλ. λ. φουμάρω·
- δεν έχω καμιά δουλειά εγώ, βλ. λ. δουλειά·
- δεν έχω να κάνω εγώ με…, βλ. λ. κάνω·
- δεύτερο εγώ μου ή δεύτερό μου εγώ, βλ. φρ. το άλλο εγώ μου·
- εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι;), βλ. λ. άνθρωπος·
- εγώ από κώλο βγήκα; βλ. λ. κώλος
- εγώ γελώ τους δώδεκα και δεκατρείς με μένα, βλ. λ. γελώ·
- εγώ γελώ τους δώδεκα και μένα δεκαπέντε, βλ. λ. γελώ·
- εγώ γιατί είμ’ εδώ! λέγεται ενθαρρυντικά σε άτομο που διστάζει να προχωρήσει σε μια ενέργεια και έχει την έννοια πως εγώ είμαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να το βοηθήσω, αν χρειαστεί: «θέλω να κάνω επέκταση στη δουλειά μου, αλλά μου λείπουν κάτι χρήματα κι έτσι αναβάλλω συνεχώς. -Εγώ γιατί είμ’ εδώ». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το κι·
- εγώ δεν έχω ψυχή; βλ. λ. ψυχή·
- εγώ είμ’ εγώ, είμαι εγώ και κανένας άλλος, είμαι ξεχωριστός, μοναδικός: «εγώ είμ’ εγώ και θα μπω μέσα με το έτσι θέλω». (Τραγούδι: εγώ είμ’ εγώ, ευζωνάκι γοργό μέσα στον κόσμο τιμημένο
- εγώ είμ’ εγώ κι εσύ είσ’ εσύ, είμαστε δυο διαφορετικοί άνθρωποι: «οπωσδήποτε έχουμε δυο διαφορετικές γνώμες, γιατί εγώ είμ’ εγώ κι εσύ είσ’ εσύ». Λέγεται και με την έννοια πως, στη σύγκριση ανάμεσα σε μας τους δυο, εγώ είμαι ανώτερος·
- εγώ είμ’ εδώ, βλ. φρ. εδώ είμ’ εγώ·
- εγώ κρατώ την κλείδα (το κλειδί) μου και άλλος την καλύβα μου, βλ. λ. καλύβα·
- εγώ μιλάω ή γαϊδούρι κλάνει; βλ. λ. γαϊδούρι·
- εγώ μιλώ κι εγώ τ’ ακούω, βλ. συνηθέστ. εγώ τα λέω κι εγώ τ’ ακούω·
- εγώ μιλώ κι εσύ κλάνεις, δεν προσέχεις αυτά που λέω, δε μου δίνεις σημασία, όταν μιλώ, και, κατ’ επέκταση, με περιφρονείς, δε με υπολογίζεις: «εγώ σου μιλώ κι εσύ κλάνεις, γιατί δε μου το λες καθαρά να σηκωθώ να φύγω;»·
- εγώ μιλώ κι εσύ μας γράφεις ή εγώ μιλώ κι εσύ με γράφεις (ενν. στ’ αρχίδια σου, στον πούτσο σου, στον ψώλο σου, στην πούτσα σου, στην ψωλή σου, στο πέος σου, στο καυλί σου, στα παλιά σου τα παπούτσια, στα παλιά σου υποδήματα, στα τελευταία των υποδημάτων σου, στο παλιό σου το τεφτέρι, στου διαβόλου το κατάστιχο, εκεί που δεν πιάνει μελάνι), δεν προσέχεις αυτά που σου λέω, δεν τα υπολογίζεις, τα αγνοείς, είτε γιατί δε σε ενδιαφέρουν είτε γιατί έχεις αλλού το νου σου: «προσπαθώ μια ώρα να σου δώσω να καταλάβεις το πρόβλημά μου, αλλά εγώ σου μιλώ κι εσύ με γράφεις»·
- εγώ να δεις! βλ. λ. είδα·
- εγώ να ’μαι καλά που… ή να ’μαι εγώ καλά που… ή να ’μαι καλά εγώ που…, βλ. λ. καλός·
- εγώ σ’ έχτισα φούρνε μου, εγώ θα σε χαλάσω, βλ. λ. φούρνος·
- εγώ στη θέση σου θα…, βλ. λ. θέση·
- εγώ στο ξίδι κι εσύ στο λεμόνι, βλ. λ. ξίδι·
- εγώ στο πηγάδι κατούρησα; βλ. λ. πηγάδι·
- εγώ τα λέω, εγώ τ’ ακούω, δεν έχω επικοινωνία με την ομήγυρη, με το ακροατήριο, με τον κόσμο, δεν έχω απήχηση, δεν εισακούομαι, δε με ακούει κανείς, δεν προσέχει κανείς αυτά που λέω: «έπαψα πλέον να τους δίνω συμβουλές, γιατί εγώ τα λέω, εγώ τ’ ακούω». Είναι και φορές που ακούγεται στον τύπο εγώ τα λέω κι εγώ τ’ ακούω·
- εγώ τι καπνό φουμάρω! βλ. λ. καπνός2·
- εγώ τι καπνό φουμάρω; βλ. λ. καπνός2·
- εγώ τι ρόλο παίζω! βλ. λ. ρόλος·
- εγώ τι ρόλο παίζω; βλ. λ. ρόλος·
- εγώ τι ώρες κάνω! βλ. λ. ώρα·
- εγώ τι ώρες κάνω; βλ. λ. ώρα·
- εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος της ουράς του, βλ. λ. σκύλος·
- εγώ το ξέρω (μόνο), βλ. λ. ξέρω·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις; βλ. λ. χαντούμης·
 - εδώ είμ’ εγώ, κατηγορηματική διαβεβαίωση σε κάποιον να ενεργήσει άφοβα, γιατί βρίσκομαι πίσω του έτοιμος να τον βοηθήσω ανά πάσα στιγμή ή να τον καλύψω οικονομικά, όποτε χρειαστεί: «προχώρα εσύ τη δουλειά και μη φοβάσαι, εδώ είμ’ εγώ»·
- είπα κι εγώ! βλ. λ. είπα·
- ένα εσύ, ένα εγώ, στερεότυπη έκφραση, όταν γίνεται μοιρασιά από το σύνολο ενός ομοειδούς συνήθως είδους: «ο μεγαλύτερος έβαλε κάτω τα λαθραία πακέτα κι άρχισε τη μοιρασιά με το συνέταιρό του: ένα εσύ, ένα εγώ…». Μερικές φορές, χάριν αστεϊσμού η μοιρασιά γίνεται ως εξής. Αυτός που μοιράζει λέει: ένα εσύ, ένα εγώ και αφήνει το αντικείμενο πρώτα μπροστά στο συνέταιρό του και ύστερα μπροστά του και συνεχίζει: δύο εσύ, αφήνει πάλι ένα αντικείμενο μπροστά στο συνέταιρό του, αλλά, όταν είναι αφήσει με τη σειρά του μπροστά του ένα αντικείμενο για δεύτερη φορά, λέγοντας δύο εγώ, δεν αφήνει ένα αλλά δύο και πάει λέγοντας· 
- έχω κώλο εγώ! βλ. λ. κώλος·
- έχω μύτη εγώ! βλ. λ. μύτη·
- θα γίνει δεν ξέρω κι εγώ τι ή θα γίνει κι εγώ δεν ξέρω τι, βλ. λ. γίνομαι·
- θα κάνω καλά εγώ, θα αναλάβω προσωπικά το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, θα αναλάβω, θα επωμισθώ την ευθύνη: «όσο για τα λεφτά που πρέπει να δοθούν, δε θέλω να στενοχωριέσαι, γιατί θα κάνω καλά εγώ || αν φέρει αντιρρήσεις ο διευθυντής, θα κάνω καλά εγώ»·
- θα δεις ποιος είμ’ εγώ, βλ. φρ. για να δεις ποιος είμ’ εγώ·
- θα τον κάνω καλά εγώ, α. θα αναλάβω προσωπικά το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «εσύ κοίτα ν’ αναλάβεις τον τάδε, όσο για το φίλο του θα τον κάνω καλά εγώ». β. θα αναλάβω προσωπικά την τιμωρία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «αν τον φοβάσαι, κάνε πίσω και θα τον κάνω καλά εγώ»·
- κι εγώ στα παλαμάκια, βλ. λ. παλαμάκι·
- μας κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι! βλ. λ. ποιος·
- μια εσύ και μια εγώ, πότε ο ένας πότε ο άλλος, διαδοχικά: «πρέπει ν’ αφήσουμε τα πείσματα, γιατί μια εσύ και μια εγώ, θα το διαλύσουμε το σπιτικό μας». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε ξαναρχίσαμε το ίδιο καβγαδάκι, το ίδιο καβγαδάκι. Πες εσύ και πες εγώ, μια εσύ και μια εγώ, κόντρα εσύ και κόντρα εγώ, και δώσ’ του χαβαδάκι
- να φάω κι εγώ μια φορά γλυκό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- ξέρω κι εγώ; (ξέρ’ γω;), βλ. λ. ξέρω·
- ο αδερφός μου κι εγώ ενάντια στον ξάδερφο, κι οι τρεις μαζί ενάντια στον ξένο, βλ. λ. ξένος·
- όλοι γελούν με μένανε κι εγώ μ’ όλους γελάω, βλ. λ. γελώ·
- όπως όλοι κι εγώ, βλ. λ. όλος·
- όσο τον βλέπεις εσύ, τον βλέπω κι εγώ, βλ. λ. βλέπω·
- όσο τον ξέρεις εσύ, τον ξέρω κι εγώ, βλ. λ. ξέρω·
- όταν εσύ πήγαινες, εγώ γύριζα ή όταν εσύ πήγαινες, εγώ γυρνούσα, βλ. λ. πηγαίνω·
- ό,τι ξέρεις εσύ ξέρω κι εγώ, βλ. λ. ό,τι·
- σαν άνθρωπος κι εγώ, βλ. λ. άνθρωπος·
- σαν παιδί κι εγώ, βλ. λ. παιδί·
- σήμερα εσύ, αύριο εγώ, βλ. λ. σήμερα·
- την πληρώνω εγώ, βλ. λ. πληρώνω·
- τι δουλειά έχω εγώ, βλ. λ. δουλειά·
- τι είμαι εγώ, της φιλοπτώχου; βλ. λ. φιλόπτωχος·
- τι έχω να κάνω εγώ με…; βλ. λ. κάνω·
- τι θα γίνω εγώ με σένα, έκφραση απελπισίας για την κακή διαγωγή αγαπημένου μας προσώπου. (Λαϊκό τραγούδι: τι θα γίνω εγώ με σένα, Παναγιώτη μου, μου ’χεις φάει τη ζωή μου και τη νιότη μου
- τι θα κάνω εγώ με σένα, βλ. φρ. τι θα γίνω εγώ με σένα·
- τι να σου κάνω κι εγώ, βλ. λ. κάνω·
- το άλλο εγώ μου ή το άλλο μου εγώ, βλ. φρ. το δεύτερο εγώ μου·  
- το ’δα ’γω τ’ όνειρο! ή το ’χα δει ’γω τ’ όνειρο! βλ. λ. όνειρο·
- το δεύτερο εγώ μου ή το δεύτερό μου εγώ, λέγεται για τον άνθρωπο που μας συμπληρώνει ως ύπαρξη, ως οντότητα, ο αχώριστος σύντροφος, ιδίως ο ερωτικός: «απ’ τη μέρα που γνωριστήκαμε, έγινε το δεύτερο εγώ μου». (Λαϊκό τραγούδι: τον αγαπούσα, το παραδέχομαι ήταν το δεύτερο εγώ μου
- φταίω εγώ που μιλώ με τον πισινό μου, βλ. λ. πισινός·
- φωτιά στα κόκκινα κι εγώ πυροσβέστης! βλ. λ. φωτιά.

εκεί

εκεί, επίρρ. [<αρχ. ἐκεῖ], στο σημείο εκείνο που αναφέρει ή δείχνει κάποιος. (Ακολουθούν 86 φρ.)·
- άκου εκεί!  έκφραση αγανάκτησης, αμφισβήτησης, απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού: «άκου εκεί, να μου βγάλει γλώσσα το τσογλάνι! || άκου εκεί, ν’ αγοράσει αυτοκίνητο είκοσι εκατομμυρίων! || άκου εκεί, μέχρι τι μπορεί να καταφέρει το μυαλό του ανθρώπου!»· βλ. και φρ. για δες, λ. είδα·
- ακούς εκεί! έκφραση αγανάκτησης, οργής ή αποδοκιμασίας, με την οποία θέλουμε να προετοιμάσουμε το συνομιλητή μας για κάτι πολύ σοβαρό, που ετοιμαζόμαστε να του πούμε: «ακούς εκεί, να μου βρίσει τη μάνα ο παλιοαλήτης! || ακούς εκεί, τι κάθισε και είπε για μένα, που μια ζωή τον βοηθούσα και τον συμπαραστεκόμουνα!»·
- απλώνω τα πόδια μου μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα, βλ. λ. πόδι·
- απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, βλ. λ. χέρι·
- από δω ίσαμ’ εκεί απάνω, βλ. λ. απάνω·
- από δω κι από κει, βλ. λ. εδώ·
- από δω τον είχα, από κει τον είχα, βλ. λ. εδώ·
- από κει, από εκείνη την πλευρά, την κατεύθυνση, από εκείνο το σημείο: «έφυγε από κει». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία ή νεύμα του κεφαλιού που δείχνει την πλευρά, την κατεύθυνση, το σημείο·
- από κει και κάτω, βλ. συνηθέστ. από κει και πέρα. (Λαϊκό τραγούδι: έφυγες, θα με γνωρίσεις από κει και κάτω από αγάπη θ’ αρρωστήσεις να το θυμηθείς
- από κει και μπρος, βλ. συνηθέστ. από κει και πέρα·
- από κει και πέρα, α. στο εξής, στο μέλλον: «αντάλλαξαν βαριές κουβέντες κι από κει και πέρα δεν ξαναμίλησαν». β. δηλώνει κάποιο τοπικό όριο: «μέχρι εδώ είναι δικό μου κι από κει και πέρα είναι δικό σου»·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, να το χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- βάλ’ το εκεί που ξέρεις! βλ. λ. ξέρω·
- βόσκει ο γάιδαρος εκεί που τονε δένουνε, βλ. λ. γάιδαρος·
- (για) δες εκεί! βλ. φρ. άκου εκεί(!)·
- δε βγαίνει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δε γλείφω εκεί που φτύνω, βλ. λ. γλείφω·
- δε φυτρώνω εκεί που δε με σπέρνουν, βλ. λ. φυτρώνω·
- δεν υπάρχει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δώσ’ εδώ και δώσ’ εκεί πώς θα κάνουμε βρακί; βλ. λ. βρακί·
- εδώ κι εκεί, βλ. λ. εδώ·
- εδώ παπάς, εκεί παπάς, βλ. λ. παπάς·
- εδώ πατάει κι εκεί βρίσκεται, βλ. φρ. πατάει εδώ και βρίσκεται εκεί·
- είδες εκεί! βλ. λ. ακούς εκεί(!)·
- εκεί, εκεί, στη βήτα εθνική! βλ. λ. βήτα·
- εκεί είν’ όλ’ η γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- εκεί καταντήσαμε! βλ. φρ. εδώ καταντήσαμε! λ. εδώ·
- εκεί που ..., α. δηλώνει αντίθεση: «εκεί που έλεγε ότι ξελάσπωσε από την εφορία, του ’ρθε κι άλλο πρόστιμο και πάει να τρελαθεί ο άνθρωπος!». β. τη στιγμή που, την ώρα που, κατά τη διάρκεια, ενώ: «εκεί που περπατούσαμε κουβεντιάζοντας, του ’ρθε μια πέτρα στο κεφάλι»·
- εκεί που βρίζει, σφυρίζει ή εκεί που σφυρίζει, βρίζει, βλ. λ. σφυρίζω
- εκεί που δε σε τρώει, μην ξύνεσαι άδικα, βλ. λ. άδικος·
- εκεί που θα… ή εκεί που να…, αντί, προκειμένου: «εκεί που θα χάσεις τα λεφτά σου παίζοντας χαρτιά μ’ αυτούς τους χαρτοκλέφτες, δεν τα δίνεις σε μένα να κάνω καμιά δουλειά! || εκεί που να γυρνάς άσκοπα στους δρόμους, δεν κάθεσαι στο σπίτι σου να διαβάσεις κανένα βιβλίο!»·
- εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα ’ρθεις, α. λέγεται από ηλικιωμένο, όταν κάποιος νέος τον ειρωνεύεται για την ηλικία του, και το νόημα είναι πως, όπως τώρα εσύ ειρωνεύεσαι εμένα, έτσι κι εσένα, όταν φτάσεις στην ηλικία μου, θα σε ειρωνεύεται κάποιος νεότερος. β. λέγεται από ηλικιωμένο σε νέο που παίρνει αψήφιστα τη ζωή πως, όταν φτάσει στην ηλικία του, θα καταλάβει τις αγωνίες και τις στεναχώριες που έχει η ζωή. Είναι και φορές που η φρ. εκφέρεται ερωτηματικά: εκεί που ήσουν ήμουνα, εδώ που είμαι θα ’ρθεις; και λέγεται από ηλικιωμένο, όταν κάποιος νέος τον ειρωνεύεται για την ηλικία του και το νόημα είναι πως εγώ πρόλαβα κι έφτασα σ’ αυτή την ηλικία που τώρα εσύ ειρωνεύεσαι, εσύ όμως θα έχεις την τύχη να φτάσεις(;)·
- εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, βλ. λ. Θεός·
- εκεί που καθόμουν…, βλ. λ. κάθομαι·
- εκεί που καταντήσαμε, βλ. φρ. εδώ που καταντήσαμε, λ. εδώ·
- εκεί που κλάνει η αλεπού και φωνάζει παππού, βλ. λ. αλεπού·
- εκεί που κρεμούσαμε τ’ άρματα κρεμάμε τις κολοκύθες, βλ. λ. κολοκύθα·
- εκεί που μας χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι, βλ. λ. βόδι·
- εκεί που πήγαινε να δέσει το γλυκό, βλ. λ. γλυκό·
- εκεί που πήγαινε να δέσει το πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- εκεί που πονάει ή εκεί που τον πονάει, αναφέρεται ειρωνικά ή επιθετικά ακριβώς στο σημείο στο οποίο είναι ευάλωτος, που είναι οδυνηρό γι’ αυτόν: «κάθε τόσο έφερνε τη συζήτηση εκεί που τον πονάει, δηλ. στο πώς νιώθουν όλοι μέσα σε μια ευτυχισμένη οικογένεια, γιατί ο συνομιλητής του είχε διαλύσει το σπίτι του για μια παλιογυναίκα, που, μόλις του τα ’φαγε, τον παράτησε». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί με χτυπάτε εκεί που πονώ, γιατί με κερνάτε φαρμάκι να πιω
- εκεί που φτάσαμε, βλ. φρ. εδώ που φτάσαμε, λ. εδώ·
- εκεί φτάσαμε! βλ. φρ. εδώ φτάσαμε! βλ. λ. εδώ·
- έφυγ’ από κει που ’ρθε, α. έφυγε αστραπιαία, εξαφανίστηκε: «μόλις τον πληροφόρησαν πως έρχονταν οι αστυνομικοί να τον συλλάβουν, έφυγ’ από κει που ’ρθε». β. εκδιώχθηκε από κάπου βίαια: «κάποια στιγμή δεν άντεξα την γκρίνια του κι έφυγ’ από κει που ’ρθε». γ. έφυγε από κάπου άπρακτος: «μόλις μου ζήτησε πάλι δανεικά, έφυγ’ από κει που ’ρθε»·
- θα σου ’ρθει από κει που δεν το περιμένεις! βλ. λ. περιμένω·   
- κάν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βάλ’ τα εκεί που ξέρεις, βλ. λ. μασούρι·
- κατά κει, δηλώνει κατεύθυνση και συνοδεύεται πάντοτε από χειρονομία ή από νεύμα του κεφαλιού που δείχνει το σημείο προς το οποίο κατευθύνθηκε κάποιος ή κάτι: «τον είδα που έφυγε κατά κει || τ’ αυτοκίνητο έφυγε κατά κει»·
- κοίτα εκεί! βλ. φρ. άκου εκεί(!)·
- μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν πάει άλλο, με έφερε σε οριακό σημείο, με έφερε στο απροχώρητο: «δεν την αντέχω αυτή την γκρίνια της, γιατί μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν πάει άλλο»·
- μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν παίρνει άλλο, βλ. φρ. μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν πάει άλλο·
- με χτυπάει εκεί που πονώ, βλ. λ. χτυπώ·
- μέχρις εκεί απάνω, βλ. λ. απάνω·
- μέχρις εκεί έφτασε η χάρη του! βλ. λ. χάρη·
- μέχρις εκεί πάει το μυαλό του ή μέχρις εκεί φτάνει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
- μια εδώ και μια εκεί, βλ. λ. εδώ·
- μου ’ρθε από κει που δεν το περίμενα! βλ. λ. περιμένω·
- να μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν, βλ. λ. φυτρώνω·
- να πάει από κει που ήρθε! (απειλητικά ή υβριστικά) να φύγει, να ξεκουμπιστεί, να εξαφανιστεί: «αν έρθει και με ζητήσει ο τάδε, να του πεις να πάει από κει που ήρθε!»·
- όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, βλ. λ. νερό·
- πατάει εδώ και βρίσκεται εκεί, α. είναι πολύ γρήγορος, σβέλτος, αεικίνητος: «παρόλο που είναι πολύ χοντρός, εντούτοις πατάει εδώ και βρίσκεται εκεί». β. λέγεται και για άνθρωπο με αβέβαιο βάδισμα, ιδίως μεθυσμένου ή που βρίσκεται κάτω από την επήρεια ναρκωτικού: «τον καταλαβαίνεις αμέσως ότι είναι μεθυσμένος, γιατί πατάει εδώ και βρίσκεται εκεί»·
- πάω εκεί που και ο βασιλιάς πάει μόνος, βλ. λ. βασιλιάς·
- πήγε από κει που ’ρθε, βλ. φρ. έφυγε από κει που ’ρθε·
- πήδηξε μέχρι κει πάνω, βλ. λ. πηδώ·
- πιο κει, πιο μακριά από μένα: «βάλε πιο κει την καρέκλα σου, γιατί μ’ εμποδίζει»·
- τα γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τα έχω γραμμένα εκεί που δεν ιάνει μελάνι (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. μελάνι·
- τα γράφω όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τα έχω γραμμένα όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- τα ’φερε από δω, τα ’φερε από κει, βλ. λ. εδώ·
- την έφερε από δω, την έφερε από κει, βλ. λ. εδώ·
- τι καιρό κάνει εκεί πάνω; βλ. λ. καιρός·
- τον γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τον έχω γραμμένο εκεί που δεν πιάνει μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- τον έστειλα από κει που ’ρθε, τον έδιωξα βίαια, τον εξεδίωξα, τον ξαπέστειλα: «ήρθε και μου ζητούσε πάλι δανεικά και τον έστειλα από κει που ’ρθε»·
- τον έφερε από δω, τον έφερε από κει, βλ. λ. εδώ·
- τριγυρνώ (τριγυρίζω) εδώ κι εκεί, βλ. λ. εδώ·
- φεύγ’ από κει! ή φύγ’ από κει! βλ. φρ. φεύγ’ από δω, λ. εδώ· 
- φεύγ’ από κει ή φύγ’ από κει, φύγε, απομακρύνσου από το σημείο που βρίσκεσαι: «φεύγ’ από κει, γιατί πέφτουν σοβάδες απ’ την οικοδομή»·
- φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν, βλ. λ. φυτρώνω·
- ως εκεί απάνω, βλ. λ. απάνω·
- ως εκεί έφτασε η χάρη του! βλ. λ. χάρη·
- ως εκεί πάει το μυαλό του ή ως εκεί φτάνει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- ως εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. λ. μάτι.

ίδιος

ίδιος, -ια, -ιο, επίθ. [<αρχ. ἴδιος], ίδιος. 1. που είναι απόλυτα όμοιος με έναν άλλον ως προς την εμφάνιση ή τον χαρακτήρα του: «είναι ίδιος ο πατέρας του || είναι ίδια η μάνα της». 2. που είναι απόλυτα ίσος με έναν άλλον: «έχουν το ίδιο ύψος». 3. με άρθρο ο ίδιος, αυτοπροσώπως: «μου δίνετε τον τάδε στον τηλέφωνο; -Ο ίδιος». Επίρρ. ίδια. (Ακολουθούν 116 φρ.)·
- ανοίγω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω τον ίδιο μου το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- αρχίζω το ίδιο βιολί, βλ. λ. βιολί·
- αρχίζω το ίδιο τροπάρι, βλ. λ. τροπάρι·
- αρχίζω το ίδιο ψαλτήρι, βλ. λ. ψαλτήρι·
- αρχίζω τον ίδιο αμανέ, βλ. λ. αμανές·
- άρχισε πάλι τα ίδια, άρχισε να συμπεριφέρεται πάλι με τον ίδιο κακό ή δυσάρεστο τρόπο: «για ένα διάστημα είχε σταματήσει να παίζει χαρτιά, αλλά άρχισε πάλι τα ίδια || για ένα διάστημα είχε κόψει τα ξενύχτια, αλλά έμπλεξε με μια νυχτόβια κι άρχισε πάλι τα ίδια»·
- βάζω σε ίδια μοίρα (κάποιον ή κάτι με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο), βλ. λ. μοίρα·
- βάζω στοίχημα την ίδια μου τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- βάζω στοίχημα το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω την ίδια μου τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- βαράω την ίδια βιόλια, βλ. λ. βιόλα1·
- βαράω το ίδιο βιολί, βλ. λ. βιολί·
- βάζω το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. μάτι·
- βγήκαν απ’ το ίδιο καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- βρισκόμαστε στον ίδιο παρονομαστή, βλ. λ. παρονομαστής·
- δεν είμαστε στην ίδια μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- δεν είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος ή δεν έχουμε το ίδιο μήκος κύματος, βλ. λ. μήκος·
- δεν είναι όλες οι ώρες ίδιες, βλ. λ. ώρα·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο σακί, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν τραγουδάμε το ίδιο τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- είμαστε στον ίδιο παρονομαστή, βλ. λ. παρονομαστής·
- είμαστε τα ίδια σκατά ή τα ίδια σκατά είμαστε, βλ. λ. σκατά·
- είναι απ’ την ίδια του τη φύση, βλ. λ. φύση·
- είναι απ’ το ίδιο καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- είναι ίδια κι απαράλλαχτα, βλ. λ. απαράλλαχτος·
- είναι ίδια φάρα, βλ. λ. φάρα·
- είναι ίδιος κι απαράλλαχτος, βλ. λ. απαράλλαχτος·
- είναι καμωμένοι απ’ την ίδια πάστα ή είναι πλασμένοι απ’ την ίδια πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι κομμένοι απ’ το ίδιο καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- είναι (οι δυο) όψεις του ίδιου νομίσματος, βλ. λ. όψη·
- είναι (οι δυο) πλευρές του ίδιου νομίσματος, βλ. λ. πλευρά·
- είναι το ίδιο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι του ιδίου φυράματος, βλ. λ. φύραμα·
- έμεινε στην ίδια τάξη, (για μαθητές) βλ. λ. τάξη·
- έμεινε στην ίδια χρονιά, (για μαθητές) βλ. λ. χρονιά·
- έχει το ίδιο κεφάλι (με κάποιον), βλ. λ. κεφάλι·
- έχουμε το ίδιο αίμα, βλ. λ. αίμα·
- η ίδια αλεπού δεν πέφτει δυο φορές στην παγίδα, βλ. λ. αλεπού·
- ίδια γεύση, βλ. λ. γεύση·
- ίδια κι απαράλλαχτα, βλ. λ. απαράλλαχτος·
- καταλήξαμε στον ίδιο παρονομαστή, βλ. λ. παρονομαστής·
- κολιός και κολιός κι απ’ το ίδιο βαρέλι, βλ. λ. κολιός·
- μαζί φάγαμε τα ίδια σκατά, βλ. λ. σκατά·
- με τα ίδια μου τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- με τα ίδια μου τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- μια απ’ τα ίδια, α. παραγγελία σε γκαρσόνι να μας σερβίρει πάλι το ίδιο φαγητό που τρώγαμε ή το ίδιο ποτό που πίναμε. Πρβλ.: ταβερνιάρη να μου ζήσεις, είσαι άνθρωπος ντερβίσης, φέρ’ από τα ίδια πάλι να γεμίσω το κεφάλι (Λαϊκό τραγούδι). β. η επανάληψη των ίδιων λόγων ή πράξεων, ιδίως όχι αρεστών: «δε θέλω εκεί που θα πάμε να κάνεις, όπως και την προηγούμενη φορά, μια απ’ τα ίδια, και γίνουμε πάλι ρεζίλι!». γ. έκφραση απελπισμένου ανθρώπου, που δε βλέπει βελτίωση στη δουλειά του ή γενικά στη ζωή του, στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάει ή πώς πάνε τα πράγματα·
- μιλάμε την ίδια γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- ξανά μανά τα ίδια, βλ. λ. ξανά·
- ξεπέρασε τον ίδιο του τον εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
- ο Θεός ο ίδιος να… ή ο ίδιος ο Θεός να…, βλ. λ. Θεός·
- ο ίδιος τα λέει (κι) ο ίδιος τ’ ακούει, δεν προσέχει κανένας αυτά που λέει, μιλάει στο βρόντο: «καλά έκανε που σταμάτησε να μιλάει γιατί, τόση ώρα ο ίδιος τα λέει κι ο ίδιος τ’ ακούει»·
- οι βιολιτζήδες άλλαξαν, ο χαβάς μένει ο ίδιος, βλ. λ. βιολιτζήδες·
- οι κατάρες γύρισαν στον ίδιο, βλ. λ. κατάρα·
- οι μάνες τους απλώνανε στην ίδια ταράτσα, βλ. λ. μάνα·
- όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη, βλ. λ. γουρούνι·
- όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια, βλ. λ. δάχτυλο·
- όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- όλες οι ώρες δεν είναι οι ίδιες, βλ. λ. ώρα·
- όλοι διαλέγουν απ’ τον ίδιο πάγκο, βλ. λ. πάγκος·
- όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε, βλ. λ. καζάνι·
- όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουνε, βλ. λ. καζάνι·
- όλοι τους είναι ίδια ράτσα ή όλοι τους ίδια ράτσα είναι, βλ. λ. ράτσα·
- όλοι τους είναι ίδια φάρα ή όλοι τους ίδια φάρα είναι, βλ. λ. φάρα·
- όλοι τους είναι τα ίδια σκατά ή όλοι τους τα ίδια σκατά είναι, βλ. λ. σκατά·
- όποιος ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- πάλι τα ίδια; έκφραση δυσφορίας για ενέργεια που επαναλαμβάνεται από κάποιον και που μας είναι ενοχλητική ή δυσάρεστη: «θα μου δανείσεις χίλια ευρώ; -Πάλι τα ίδια; Δε βρίσκεις και κανέναν άλλον;»·
- πάλι τα ίδια! λέγεται για κακές πράξεις ή συνήθειες που επαναλαμβάνονται παρά τις υποσχέσεις που δόθηκαν από κάποιον: «τον είδα που μπεκρόπινε σ’ ένα ουζερί της αγοράς. -Πάλι τα ίδια! Και να σκεφτείς πως μου ’χε ορκιστεί πως δε θα ξανάπινε»·  
- πιάνω το ίδιο τροπάρι, βλ. λ. τροπάρι·
- πιάνω τον ίδιο αμανέ, βλ. λ. αμανές·
- πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- πιπιλώ τα ίδια και τα ίδια, επαναλαμβάνω συνέχεια τα ίδια πράγματα μέχρι να γίνω πιστευτός ή μέχρι να πετύχω αυτό που επιδιώκω: «όσο ξύλο κι αν έφαγε στην Ασφάλεια, αυτός πιπιλούσε τα ίδια και τα ίδια»·
- πιπιλώ την ίδια καραμέλα, βλ. λ. καραμέλα·
- πληρώνομαι με το ίδιο νόμισμα, βλ. λ. νόμισμα·
- πληρώνω με την ίδια μου τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- πληρώνω με το ίδιο νόμισμα, βλ. λ. νόμισμα·
- σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- σκάβω τον ίδιο μου το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- σκάβω τον ίδιο μου τον τάφο, βλ. λ. τάφος·
- σκάβω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. τάφος·
- στο ίδιο μοτίβο ή στο ίδιο το μοτίβο, βλ. λ. μοτίβο·
- στον ίδιο σκοπό ή στον ίδιο το σκοπό, βλ. λ. σκοπός·
- στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- στοιχηματίζω το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- τ’ άκουσα απ’ το ίδιο του το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- τα βάζω όλα στο ίδιο καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τα βάζω όλα στο ίδιο σακί, βλ. λ. σακί·
- τα βάζω όλα στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τα ίδια, έκφραση ανθρώπου, του οποίου η ζωή ή η δουλειά δεν παρουσιάζει καμιά αξιοσημείωτη αλλαγή, στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάει ή πώς πάνε τα πράγματα·
- τα ίδια και τα ίδια, α. η βαρετή επανάληψη των ίδιων λόγων ή πράξεων, ιδίως όχι αρεστών: «βαρέθηκα να σ’ ακούω να λες όλο τα ίδια και τα ίδια». (Λαϊκό τραγούδι: κι όλο γυρίζουμε στα ίδια και τα ίδια και πριονίζουμε τα πριονίδια). β. έκφραση ανθρώπου, του οποίου η ζωή ή η δουλειά του δεν παρουσιάζει καμιά αξιοσημείωτη αλλαγή, στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάει ή πώς πάνε τα πράγματα·
- τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου, βλ. λ. Παντελής·
- την ίδια ώρα, βλ. λ. ώρα·
- την ίδια ώρα που…, βλ. λ. ώρα·
- το είδα με τα ίδια μου τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- το ίδιο μου κάνει, μου είναι αδιάφορο: «θα σε πείραζε αν έρθει μαζί μας κι ο τάδε; -Το ίδιο μου κάνει»·
- το ίδιο το ’χω ή το ’χω το ίδιο, α. θεωρώ πως δε διαφέρει από κάτι άλλο: «μου λες πως θα θυμώσεις αν δεν έρθω σπίτι σου στη γιορτή σου. Αν σου στείλω μια κάρτα με ευχές; -Το ίδιο το ’χω», δηλ. πάλι θα θυμώσω». β. πολλές φορές και ως έκφραση αδιαφορίας. (Λαϊκό τραγούδι: τι μου μηνάς πως θες ν’ αυτοκτονήσεις, δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια. Το ίδιο το ’χω, αν ζήσεις κι αν δε ζήσεις, δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια
- τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- τον άφησε στην ίδια τάξη, (για καθηγητές) βλ. λ. τάξη·
- τον άφησε στην ίδια χρονιά, (για καθηγητές) βλ. λ. χρονιά·
- τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον πολεμώ με τα ίδια όπλα, βλ. λ. όπλο·
- τον πολεμώ με τα ίδια του τα όπλα, βλ. λ. όπλο·
- τους βάζω όλους στο ίδιο καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τους βάζω όλους στο ίδιο σακί, βλ. λ. σακί·
- τους βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τους βάζω στο ίδιο καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τους βάζω στο ίδιο σακί, βλ. λ. σακί·
- τους βάζω στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τους χτενίζω με την ίδια χτένα, βλ. λ. χτένα·
- τους χτενίζω όλους με την ίδια χτένα, βλ. λ. χτένα·
- τραβάμε τον ίδιο ντορό, βλ. λ. ντορός·
- φίλοι φίλοι, αλλά δεν τρώμε απ’ το ίδιο το σταφύλι, βλ. λ. φίλος·
- ψέλνω το ίδιο τροπάρι, βλ. λ. τροπάρι.

κάρο

κάρο, το, ουσ. [<ιταλ. carro <λατιν. carrum], το κάρο. 1. (υποτιμητικά) άσχημο, κακοφτιαγμένο άτομο, ιδίως γυναίκα: «μπορεί να πήρε μεγάλη προίκα, αλλά παντρεύτηκε ένα κάρο που δε βλέπεται». 2. (ειρωνικά) πράγμα που πάλιωσε από την πολυκαιρία ή την πολλή και συχνή χρήση του και πρέπει να αχρηστευτεί, ιδίως μηχάνημα ή παλιό αυτοκίνητο: «άντε επιτέλους, πέτα το αυτό το κάρο μη σκοτωθείς, και πήγαινε ν’ αγοράσεις κανένα αυτοκίνητο της προκοπής!». (Ακολουθούν 11 φρ.)·   
- ακούω όσα σέρνει το κάρο, δέχομαι αυστηρές επιπλήξεις, με κατσαδιάζουν: «κάθε φορά που επιστρέφω αργά το βράδυ στο σπίτι, ακούω όσα σέρνει το κάρο απ’ τον πατέρα μου». Συνών. ακούω τα εξ αμάξης / ακούω τον αναβαλλόμενο / ακούω τον Απόστολο / ακούω τον εξάψαλμο·
- άλλο κάρο με πατάτες! ειρωνική έκφραση για ανάξιο, για τιποτένιο άτομο, που απουσιάζει από την ομήγυρη και αναφέρει κάποιος το όνομά του: «χτες βράδυ ήταν και ο τάδε στη συγκέντρωση. -Άλλο κάρο με πατάτες!»·
- βάζει το κάρο πριν απ’ τ’ άλογο, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ ανόητο, πολύ κουτό, πολύ βλάκας: «μην τον εμπιστεύεσαι στο παραμικρό, γιατί αυτός ο άνθρωπος βάζει το κάρο πριν απ’ τ’ άλογο»·
- ένα κάρο λεφτά, πάρα πολλά χρήματα: «πήγε κι έδωσε ένα κάρο λεφτά για να της αγοράσει μια γούνα»·
- ένα κάρο φορές, πάρα πολλές φορές: «σου το ’χω πει ένα κάρο φορές να μην κάνεις φασαρία αλλά εσύ το δικό σου!»·
- έχει ένα κάρο λεφτά, είναι πολύ πλούσιος: «αυτόν τον ψηλό που βλέπεις, έχει ένα κάρο λεφτά και κάθε βράδυ γυρνάει στα μπουζουκτσίδικα»·
- κάρο με πατάτες, έκφραση που αναφέρεται σε ανάξιο, σε τιποτένιο άτομο: «μη γελάς, γιατί κι εσύ ’σαι κάρο με πατάτες»·
- κάρο σκουπιδιάρικο, βλ. συνηθέστ. κάρο της Δημαρχίας. (Λαϊκό τραγούδι: σαν αποθάνω, φίλε μου, έρχετ’ η αστυνομία· με κάρο σκουπιδιάρικο μου κάνουν την κηδεία
- κάρο της Δημαρχίας, α. η σκουπιδιάρα, το σκουπιδιάρικο: «κάθε πρωί περνούσε το κάρο της Δημαρχίας και μάζευε τα σκουπίδια». Από το ότι προπολεμικά οι δήμοι χρησιμοποιούσαν ως απορριμματοφόρα κάρα που τα έσερναν άλογα. Πρβλ.: κι ένα πρωί στην πόρτα σου θα μ’ έβρει ο σκουπιδιάρης· δε θα σου ζητιανεύω πια, στο κάρο θα με βάλεις (Λαϊκό τραγούδι). β. άτομο εντελώς ανάξιο, ασήμαντο, τιποτένιο: «άντε, ρε κάρο της Δημαρχίας, πάρε δρόμο απ’ την παρέα μας!». Κατά τη δεκαετία του 1950 και μέχρι τις αρχές του 1960, αλλά και αργότερα, υπήρχε η μόδα ανάμεσα στα παιδιά και στους μαθητές να κρατούν Λεύκωμα, που ήταν ένα κομψό σημειωματάριο με τυπωμένες στερεότυπες ερωτήσεις, στις οποίες έπρεπε να απαντήσει γραπτά και να υπογράψει τις απαντήσεις του αυτός στον οποίο δινόταν το Λεύκωμα από τον κάτοχό του. Μια από τις πιο συνηθισμένες ερωτήσεις, ιδίως στο τέλος του Λευκώματος, ήταν: τι εστί Λεύκωμα; Η πιο συνηθισμένη απάντηση από ότι θυμάμαι ήταν: Λεύκωμα εστί κάρο της Δημαρχίας, όπου εκεί μαζεύονται τα χάλια της φιλίας·
- μηχανικός στα κάρα, βλ. λ. μηχανικός·
- του ’συρε όσα σέρνει το κάρο, τον έβρισε χυδαιότατα, τον επέπληξε αυστηρότατα: «τον έπιασε ο διευθυντής του να κάνει κοπάνα και του ’συρε όσα σέρνει το κάρο». Συνών. του ’συρε όσα σέρνει η σκούπα / του ’συρε τα εξ αμάξης / του ’ψαλε τον αναβαλλόμενο / του ’ψαλε τον Απόστολο / του ’ψαλε τον εξάψαλμο.

καρφίτσα

καρφίτσα, η, ουσ. [καρφί + κατάλ. -ίτσα], η καρφίτσα. 1. κόσμημα σε μορφή μεγάλης βελόνας, που χρησιμοποιείται είτε για να συγκρατεί κάτι (το καπέλο) είτε για να διακοσμήσει τα γυναικεία μαλλιά, το ντεκολτέ γυναικείου φορέματος, το πέτο ή τη γραβάτα: «της έκανε δώρο μια χρυσή καρφίτσα κι αυτή όλο χαρά την κάρφωσε στο στήθος της || είχε καρφιτσωμένη στη γραβάτα του μια ολόχρυση καρφίτσα». 2. παρακρατική οργάνωση της δεξιάς που έδρασε στα χρόνια ανάμεσα 1955-1966: «η οργάνωση της καρφίτσας είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των αντιπάλων της». Υποκορ. καρφιτσούλα, η·
- ακούς και την καρφίτσα που πέφτει, βλ. φρ. καρφίτσα να πέσει κάτω, θα την ακούσεις·
- δεν πέφτει καρφίτσα, υπάρχει πολύς κόσμος, μεγάλος συνωστισμός: «υπήρχε τόσος κόσμος μέσα στην αίθουσα, που δεν έπεφτε καρφίτσα || υπήρχε τόσος κόσμος μαζεμένος στην πλατεία για ν’ ακούσει το λόγο του αρχηγού του κόμματος, που δεν έπεφτε καρφίτσα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. και συνηθέστερα στο τέλος της φρ. ακολουθεί το κάτω·
- καρφίτσα να πέσει κάτω, θα την ακούσεις, επικρατεί απόλυτη ησυχία: «όταν μπαίνει ο δάσκαλος στην τάξη, καρφίτσα να πέσει κάτω, θα την ακούσεις»·
- καρφίτσα να ρίξεις, δε θα πέσει, βλ. φρ. δεν πέφτει καρφίτσα.

κεράσι

κεράσι, το, ουσ. [<μτγν. κεράσιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κέρασος], το κεράσι·
- όπου ακούς πολλά κεράσια, βάστα και μικρό καλάθι ή όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι, στις μεγάλες υποσχέσεις πρέπει να είναι κανείς δύσπιστος, επιφυλακτικός, δεν πρέπει να είναι ευκολόπιστος: «μου ’ταζε λαγούς με πετραχήλια, αλλά όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι».

κιχ

κιχ, το, άκλ. ουσ. [ηχομιμητική λ.]. 1. λέξη που παραπέμπει στην ανθρώπινη φωνή, όταν αρθρώνει μια συλλαβή ή έναν ήχο. 2. ως επιφών. κιχ! (συμβουλευτικά ή απειλητικά) μην πεις τίποτα, σιωπή(!): «ό,τι και ν’ ακούσεις, εσύ κιχ!». Συνών. άχνα! / λέξη! / μιλιά! / τσιμουδιά! (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- δε βγάζω κιχ, α. δε λέω τίποτα, σωπαίνω: «όταν μιλάει κάποιος μεγαλύτερός μου, τον ακούω προσεκτικά και δε βγάζω κιχ». Συνών. δε βγάζω λέξη (α). β. δεν αντιδρώ, δεν απαντώ σε κριτική ή απειλή που μου γίνεται κατά πρόσωπο: «όταν δεν έχω δίκιο, ότι και να μου πουν, δε βγάζω κιχ». γ. κρύβομαι, ιδίως από ντροπή ή φόβο, και συγκρατώ, όσο μπορώ, την αναπνοή μου για να μη γίνω αντιληπτός: «κρύφτηκα σε μια γωνιά και δεν έβγαζα κιχ μέχρι να περάσει ο κίνδυνος». δ. δε λέω απολύτωςτίποτα, μένω άφωνος: «όταν δεν μπορώ να δικαιολογηθώ, δε βγάζω κιχ». Συνών. δε βγάζω άχνα / δε βγάζω μιλιά / δε βγάζω τσιμουδιά·
- δε θα βγάλεις κιχ, (συμβουλευτικά ή απειλητικά) δε θα πεις απολύτως τίποτα: «δε θα βγάλεις κιχ, αν δε σου πω εγώ να μιλήσεις». Συνών. δε θα βγάλεις άχνα / δε θα βγάλεις λέξη / δε θα βγάλεις μιλιά / δε θα βγάλεις τσιμουδιά·
- δε θέλω κιχ, απαιτώ απόλυτη ησυχία: «όσο θα λείπω από την αίθουσα, δε θέλω κιχ». Συνών. δε θέλω άχνα / δε θέλω τσικ·
- δεν ακούγεται κιχ, επικρατεί απόλυτη ησυχία: «όταν κοιμάται ο πατέρας, στο σπίτι δεν ακούγεται κιχ». Συνών. δεν ακούγεται αναπνοή / δεν ακούγεται ανάσα / δεν ακούγεται μιλιά / δεν ακούγεται τσικ / δεν ακούγεται τσιμουδιά·
- δεν ακούς κιχ, βλ. φρ. δεν ακούγεται κιχ·
- δεν έβγαλε κιχ ή δεν μπόρεσε να βγάλει κιχ, βλ. φρ. δεν έκανε κιχ ή δεν μπόρεσε να κάνει κιχ·
- δεν έβγαλε κιχ ή δεν πρόλαβε να βγάλει κιχ, βλ. φρ. δεν έκανε κιχ ή δεν πρόλαβε να κάνει κιχ·
- δεν είπε κιχ ή δεν μπόρεσε να πει κιχ, βλ. φρ. δεν έκανε κιχ ή δεν μπόρεσε να κάνει κιχ·
- δεν είπε κιχ ή δεν πρόλαβε να πει κιχ, βλ. φρ. δεν έκανε κιχ ή δεν πρόλαβε να κάνει κιχ·
- δεν έκανε κιχ ή δεν μπόρεσε να κάνει κιχ, δεν τόλμησε να πει τίποτα από ντροπή, φόβο ή από τα ατράνταχτα επιχειρήματα που του πρόβαλε κάποιος: «μόλις τον ξεμπρόστιασε ο άλλος, αυτός δεν μπόρεσε να κάνει κιχ || μόλις αγρίεψε ο άλλος, δεν έκανε κιχ ο δικός σου»·
- δεν έκανε κιχ ή δεν πρόλαβε να κάνει κιχ, α. σκοτώθηκε ακαριαία: «έπεσε με τέτοια φόρα με τ’ αυτοκίνητό του πάνω στο δέντρο, που δεν πρόλαβε να κάνει κιχ». Συνών. δεν έβγαλε αχ ή δεν πρόλαβε να βγάλει αχ / δεν είπε γρυ ή δεν πρόλαβε να πει γρυ. β. αιφνιδιάστηκε και δεν πρόλαβε να αντιδράσει: «του είπα πρώτα ό,τι ήθελα να του πω και, πριν προλάβει να κάνει κιχ, είχα ήδη εξαφανιστεί»·
- κάνω κιχ μιχ, κάνω πως δε θέλω, κάνω νάζια, προσποιούμαι πως διστάζω: «αφού ξέρω πως θέλεις να ’ρθεις κι εσύ μαζί μας, πάψε λοιπόν να κάνεις κιχ μιχ!»·
- μη βγάλεις κιχ! ή να μη βγάλεις κιχ! βλ. φρ. δε θα βγάλεις κιχ·
- μην ακούσω κιχ! ή να μην ακούσω κιχ! βλ. φρ. δε θα βγάλεις κιχ.

κουβέντα

κουβέντα, η, ουσ. [<μσν. κομβέντος <λατιν. conventus], κουβέντα. 1.  φιλική συνομιλία, φιλική συζήτηση: «πιάσανε με τις ώρες την κουβέντα || με την κουβέντα πέρασε η ώρα». (Λαϊκό τραγούδι: κουβέντες λιγάκι μελό, ας κάνουμε για το καλό). 2. ως επιφών. κουβέντα! έκφραση με την οποία απαγορεύουμε σε κάποιον να μιλήσει, να απαντήσει σε αυτά που του είπαμε. Πολλές φορές, προτάσσεται το σουτ(!). Υποκορ. κουβεντούλα, η. (Λαϊκό τραγούδι: σταράτα πάντα εγώ μιλώ δυο κουβεντούλες θα σου πω). (Ακολουθούν 141 φρ.)·
- αλλάζω μια κουβέντα (με κάποιον), έχω με κάποιον μια σύντομη συνομιλία: «τον είδα τυχαία στο δρόμο κι αλλάξαμε μια κουβέντα για τις δουλειές μας»·
- αλλάζω κουβέντα ή αλλάζω την κουβέντα, βλ. φρ. αλλάζω συζήτηση, λ. συζήτηση·
- αλλάξαμε άσχημες κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριές κουβέντες·
- αλλάξαμε βαριές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, λ. λόγος·
- αλλάξαμε κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε πικρές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε πικρά λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε σκληρές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε σκληρά λόγια, λ. λόγος·
- άναψε η κουβέντα, βλ. φρ. άναψε η συζήτηση, λ. συζήτηση·
- άναψε η κουβέντα για τα καλά, βλ. φρ. άναψε η συζήτηση για τα καλά, λ. συζήτηση·
- ανοίγω κουβέντα ή ανοίγω την κουβέντα, βλ. φρ. ανοίγω συζήτηση, λ. συζήτηση·
- ανοίξαμε κουβέντα, βλ. φρ. ανοίξαμε συζήτηση, λ. συζήτηση·
- από κουβέντα σε κουβέντα, βλ. συνηθέστ. από λόγο σε λόγο, λ. λόγος·
- αρχίζω την κουβέντα, βλ. φρ. αρχίζω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- αρχίζω την ψιλή κουβέντα, βλ. συνηθέστ. ψιλοκουβεντιάζω·
- αφήνω την κουβέντα στη μέση, παύω να μιλώ χωρίς να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «δεν αφήνω ποτέ την κουβέντα στη μέση, αν δεν πω πρώτα αυτό που θέλω να πω»·
- γαμάς κουβέντα, εγώ σου μιλώ σοβαρά κι εσύ αστειεύεσαι ή δεν προσέχεις καθόλου αυτά που σου λέω, ή αλλάζεις ξαφνικά θέμα και δεν αφήνεις να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «μια ώρα προσπαθώ να σου εξηγήσω τι ακριβώς μου συμβαίνει κι εσύ γαμάς κουβέντα»·
- για δυο κουβέντες, χωρίς να ειπωθεί κάτι σοβαρό ή προσβλητικό, χωρίς λόγο: «δεν είναι σωστά πράγματα, για δυο κουβέντες, να ’στε μαλωμένοι». (Λαϊκό τραγούδι: κι οι δυο λεβέντες για δυο κουβέντες είναι στο χώμα κι η μάνα η Τούρκα κι η μάνα η Γκρέκα τους κλαίνε ακόμα
- για να γίνεται κουβέντα, λέγεται στην περίπτωση που κουβεντιάζουν δυο άτομα ή μια ομάδα θέματα περί ανέμων και υδάτων απλώς για να συζητούν, για να περνά η ώρα: «λέμε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του έτσι, για να γίνεται κουβέντα». Συνών. για να γίνεται μουχαμπέτι·
- γυρίζω την κουβέντα, βλ. φρ. γυρίζω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- δε γίνεται κουβέντα, βλ. φρ. δε γίνεται συζήτηση, λ. συζήτηση·
- δε γυρίζει κουβέντα, δεν αντιμιλάει: «έχει τόση καλή γυναίκα που ό,τι και να της πει δε γυρίζει κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: για χατίρι σου μπατίρησα, μια κουβέντα δε σου γύρισα· ε, ρε φίλε μου, χαλάλι και να το ’βρεις από άλλη
- δε δέχομαι κουβέντα, δεν ανέχομαι καμιά αντίρρηση: «θα κάνεις αυτό που σου λέω και δε δέχομαι κουβέντα»·
- δε θέλω δεύτερη κουβέντα, βλ. φρ. δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα·
- δε θέλω κουβέντα, δε θέλω να ακουστεί τίποτα, ιδίως παράπονο, αντίρρηση, αμφιβολία, είμαι αποφασισμένος να κάνω αυτό που εγώ νομίζω σωστό και να το επιβάλλω και στους άλλους: «θα κάνετε αυτό που σας λέω και δε θέλω κουβέντα». Συνών. δε θέλω λέξη / δε θέλω μιλιά·  βλ. και φρ. δε σηκώνω κουβέντα·
- δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του, δε θέλω, δεν επιδιώκω ιδιαίτερες κοινωνικές επαφές, ιδιαίτερες σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «έχω μάθει πως δεν είναι καθαρός άνθρωπος, γι’ αυτό δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του»·
- δε λέει (μια, καμιά) καλή κουβέντα για κανέναν, βλ. φρ. δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, λ. λόγος. Πρβλ.: κανείς καλή κουβέντα δεν θα πει που αγάπησες και αγαπάς ακόμα (Λαϊκό τραγούδι)·
- δε σηκώνει πολλές κουβέντες, δε δέχεται αντιρρήσεις σε αυτό που λέει ή κάνει και, κατ’ επέκταση, είναι πολύ αυστηρός ή ολιγόλογος: «δεν έχω σχέσεις μαζί του, γιατί δε σηκώνει πολλές κουβέντες κι εγώ τέτοιους ανθρώπους δεν τους πάω»·
- δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα, κατηγορηματική έκφραση σε κάποιον να ενεργήσει σύμφωνα με τον τρόπο που του υποδεικνύουμε, χωρίς να προβάλει καμιά δικαιολογία: «θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ και δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα»·
- δε σηκώνω κουβέντα, βλ. φρ. δε δέχομαι κουβέντα·
- δε χρωστάει καλή κουβέντα για κανέναν, δε λέει ποτέ κάποιον επαινετικό λόγο για κανέναν, συνηθίζει να κακολογεί τους πάντες: «αν θέλεις να μάθεις για το ποιόν κάποιου, μην ρωτήσεις ποτέ τον τάδε, γιατί δε χρωστάει καλή κουβέντα για κανέναν»·
- δε χωράει κουβέντα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι αυτονόητο, είναι σίγουρο: «για να γίνει ένα μάτσο σίδερα τέτοιο αυτοκίνητο, δε χωράει κουβέντα πως ο οδηγός του έτρεχε σαν τρελός!»·
- δεν ακούει κουβέντα, βλ. φρ. δεν παίρνει (από) κουβέντα·
- δεν αλλάξαμε κουβέντα, α. δεν είχαμε την παραμικρή συνομιλία: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, δεν αλλάξαμε κουβέντα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ούτε. β.δεν είχαμε την παραμικρή διαφωνία, δε μαλώσαμε ή δε διαπληκτιστήκαμε ποτέ: «είμαστε είκοσι χρόνια φίλοι κι ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές μας δεν αλλάξαμε κουβέντα»·
- δεν είναι καιρός για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είναι ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία κουβέντα, βλ. φρ. δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω, δεν αφήνει λεκτική πρόκληση αναπάντητη: «αν του πετάξεις κάποιο υπονοούμενο και το καταλάβει, θα σ’ απαντήσει αμέσως, γιατί δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω»·
- δεν έβγαλε κουβέντα, βλ. φρ. δεν είπε κουβέντα·
- δεν είπε κουβέντα, δεν είπε τίποτα, δε μίλησε καθόλου: «όση ώρα τον κατηγορούσε ο άλλος, ο δικός σου δεν είπε κουβέντα»·
- δεν έχουμε πολλές κουβέντες, αν και γνωριζόμαστε, εντούτοις δεν έχουμε ιδιαίτερες φιλικές ή κοινωνικές σχέσεις μαζί του: «μένουμε χρόνια με τον τάδε στην ίδια γειτονιά, αλλά δεν έχουμε πολλές κουβέντες». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μεταξύ μας·
- δεν έχω καιρό για κουβέντες, βλ. λ. καιρός·
- δεν έχω χρόνο για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν έχω ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν παίρνει από κουβέντα, είναι αμετάπειστος, δε δέχεται να συζητήσει με κάποιον ένα πρόβλημά του, κάνει του κεφαλιού του: «πώς να συνεννοηθείς μαζί του, που δεν παίρνει από κουβέντα!»·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. συνηθέστ. δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, λ. λέξη·
- δεν τον πιάνει κουβέντα, βλ. συνηθέστ. δεν παίρνει (από) κουβέντα·
- είπαμε δυο κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε δυο λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε άσχημες κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε άσχημες κουβέντες·
- είπαμε βαριές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, λ. λόγος·
- είπαμε πικρές κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε πικρά λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε σκληρές κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε σκληρά λόγια, λ. λόγος·
- είχαμε την κουβέντα σου, κουβεντιάζαμε, μιλούσαμε για σένα: «λίγο πριν έρθεις είχαμε την κουβέντα σου με τα παιδιά»·
- έχει την τελευταία κουβέντα, βλ. φρ. έχει τον τελευταίο λόγο, λ. λόγος·
- ζυγιάζω τις κουβέντες μου, βλ. φρ. ζυγιάζω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- ζυγιασμένες κουβέντες, βλ. φρ. μετρημένες κουβέντες·
- η κουβέντα το φέρνει, λέω κάτι παρεμπιπτόντως, χωρίς να του αποδίδω ιδιαίτερη σημασία ή χωρίς να το έχω σκεφτεί από πριν: «μια που η κουβέντα το φέρνει, πες μου έκανες τίποτα μ’ εκείνο που σου είχα ζητήσει;». Συνών. ο λόγος το φέρνει·
- η κουβέντα ήρθε και… ή ήρθε η κουβέντα και…, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης αναφέρθηκε και…: «καθώς είχαμε θυμηθεί τα σχολικά μας χρόνια, η κουβέντα ήρθε και στον παλιό μας γυμνασιάρχη»·
- η μια κουβέντα έφερε την άλλη, βλ. φρ. ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, λ. λόγος·
- η τελευταία κουβέντα, βλ. συνηθέστ. η τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- θα σου πω καμιά κουβέντα! απειλητική έκφραση σε κάποιον, με την έννοια πως θα τον βρίσουμε·
- θέλει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- θέλει κουβέντα το θέμα ή το θέμα θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- θέλει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα θέλει κουβέντα, η δουλειά ή η υπόθεση πρέπει να εξετασθεί, πρέπει να συζητηθεί: «δεν μπορώ ακόμα να πάρω απόφαση, γιατί θέλει κουβέντα το πράγμα»·
- καθαρές κουβέντες, βλ. φρ. παστρικές κουβέντες·
- κάνω κουβέντα, α. συνομιλώ, συζητώ: «επειδή είχαμε λεύτερο χρόνο, κάναμε κουβέντα για χίλια δυο πράγματα». β. αναφέρω, αναφέρομαι σε συγκεκριμένο ζήτημα: «κάθε τόσο κάνεις κουβέντα για τα λάθη των άλλων και δε βλέπεις τα δικά σου || θα του κάνω κουβέντα σήμερα και μετά βλέπουμε»· βλ. και φρ. κάνω λόγο·
- κλείνω την κουβέντα, βλ. συνηθέστ. κλείνω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- κόβω την κουβέντα στη μέση, διακόπτω μια συνομιλία, μια συζήτηση, την αφήνω ατελείωτη: «ήρθε ο τάδε και μας έκοψε την κουβέντα στη μέση»· βλ. και φρ. αφήνω την κουβέντα στη μέση·
- κουβέντα θ’ ανοίξουμε; α. έκφραση με την οποία αποπαίρνουμε κάποιον που μας ζητάει να του αναλύσουμε κάτι που του λέμε ή που μας διακόπτει κάθε τόσο ζητώντας επεξηγήσεις. β. (γενικά) έκφραση που δηλώνει άρνηση για συζήτηση: «πώς πήγε η δουλειά σου το μήνα που μας πέρασε; -Κουβέντα θ’ ανοίξουμε;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τώρα·
- κουβέντα θα κάνουμε; βλ. φρ. κουβέντα θ’ ανοίξουμε(;)·
- κουβέντα να γίνεται, συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, συζήτηση που γίνεται απλώς για να περνάει η ώρα: «δεν κουβεντιάζουμε για τίποτα σπουδαία πράγματα, κουβέντα να γίνεται». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το να, έτσι. Συνών. λόγος να γίνεται·
- κουβέντα στην κουβέντα ή κουβέντα την κουβέντα, βλ. συνηθέστ. λόγο στο λόγο, λ. λόγος·
- κουβέντες του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
- κουβέντες του ποδαριού, βλ. συνηθέστ. λόγια του ποδαριού, λ. λόγος·
- κούφιες κουβέντες, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- λέει την τελευταία κουβέντα, βλ. συνηθέστ. λέει τον τελευταίο λόγο, λ. λόγος·
- λέει φρόνιμες κουβέντες, λέει συνετές κουβέντες, μιλάει με περίσκεψη: «πρέπει ν’ ακούς προσεχτικά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί λέει φρόνιμες κουβέντες»·
- λέω μπόσικες κουβέντες, μιλώ επιπόλαια: «όταν μιλάς με σοβαρούς ανθρώπους, δεν πρέπει να λες μπόσικες κουβέντες»·
- με άνθρωπο που γαμάς τι κουβέντα να κάνεις! βλ. λ. άνθρωπος·
- με δυο κουβέντες, βλ. συνηθέστ. με δυο λόγια, λ. λόγος·
- με μια κουβέντα, βλ. φρ. με δυο κουβέντες·
- με την κουβέντα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, καθώς εξελισσόταν η συζήτηση: «με την κουβέντα, χωρίς να το καταλάβει, αποκάλυψε τους συνεργάτες του || με την κουβέντα ξεχαστήκαμε κι αργήσαμε να πάμε στα σπίτια μας»·
- μεγάλη κουβέντα, α. λόγος που έχει μεγάλη βαρύτητα, είτε θετικά είτε αρνητικά: «πρόσεχε πάρα πολύ καλά τι λες, γιατί τώρα πέταξες μεγάλη κουβέντα και θα πιαστούμε στα χέρια || ξέρεις τι μεγάλη κουβέντα είναι αυτή που είπες, μακάρι να σκέφτονταν κι άλλοι σαν κι εσένα!». (Λαϊκό τραγούδι: ενθάδε κείται ο μπατίρης ο Λουκάς που είπε τούτη την κουβέντα τη μεγάλη, πως τα λεφτά σου όσο ζεις αν δε τα φας, όταν πεθάνεις, θα στα φάνε κάποιοι άλλοι). β. υπόσχεση που δεν εκπληρώθηκε, που δεν είναι δυνατό να εκπληρωθεί. (Τραγούδι: μεγάλες κουβέντες, αστείο φτηνό, αφού σ’ αγαπάω, όπου κι αν πάω για σένα ρωτώ
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μένει εδώ η κουβέντα, ό,τι είπαμε, είπαμε, διακόπτουμε τη συζήτηση: «επειδή δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, μένει εδώ η κουβέντα || επειδή πέρασε η ώρα, μένει εδώ η κουβέντα και τα λέμε πάλι αύριο»·
- μεσοβέζικες κουβέντες, που δεν είναι ξεκάθαρες, που λέγονται με υπεκφυγές, ήξεις αφήξεις: «αν θέλεις να συνεννοηθούμε θα μου μιλήσεις ξεκάθαρα, γιατί απεχθάνομαι τις μεσοβέζικες κουβέντες»·
- μετράω τις κουβέντες μου, βλ. φρ. μετράω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- μετρημένες κουβέντες, κουβέντες σεμνές, σωστές, συνετές, που λέγονται ύστερα από πολλή σκέψη: «μορφωμένοι άνθρωποι ήταν και με δυο τρεις μετρημένες κουβέντες συνεννοήθηκαν»·
- μη γαμάς κουβέντα! άκουσέ με επιτέλους με προσοχή, πρόσεξε αυτά που σου λέω και μην αλλάζεις ξαφνικά θέμα χωρίς να με αφήνεις να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «μη γαμάς κάθε τόσο κουβέντα, μωρ’ αδερφάκι μου, κι άκουσε αυτά που έχω να σου πω!»·
- μη γίνει κουβέντα, παρακλητική ή συμβουλευτική έκφραση, από το άτομο που μας εμπιστεύτηκε ή που έχει την πρόθεση να μας εμπιστευτεί κάτι, να μην το διαδώσουμε, να μην το κοινολογήσουμε: «κι ό,τι σου ’πα, μη γίνει κουβέντα || θέλω να σου πω τον πόνο μου, αλλά μη γίνει κουβέντα». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το έτσι(;)·
- μη σου ξεφύγει κουβέντα, προτροπή σε κάποιον που του έχουμε εμπιστευτεί κάτι, να μη ξεγελαστεί, να μη ξεχαστεί και το αποκαλύψει: «μη σου ξεφύγει κουβέντα απ’ ό,τι σου είπα, γιατί θα γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες»· 
- μην ακούσω κουβέντα! ή να μην ακούσω κουβέντα! βλ. φρ. δε θέλω κουβέντα·
- μην πεις δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. δε θέλω δεύτερη κουβέντα·
- μην πεις κουβέντα! ή να μην πεις κουβέντα! βλ. φρ. δε θέλω κουβέντα·
- μην το κάνεις κουβέντα, βλ. φρ. μη γίνει κουβέντα· βλ. και φρ. μην το κάνεις θέμα, λ. θέμα·
- μια και το ’φερε η κουβέντα, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να αναφέρουμε κάτι σχετικό με αυτό που μόλις αναφέρθηκε: «επειδή ο τάδε αναφέρθηκε στα ναρκωτικά, θα ήθελα, μια και το ’φερε η κουβέντα, να προσθέσω και τα εξής»·  
- μια κουβέντα είναι αυτή, βλ. φρ. ένας λόγος είναι αυτός, λ. λόγος·
- μια κουβέντα είναι να…, βλ. φρ. ένας λόγος είναι να…, λ. λόγος·
- μια κουβέντα είπα, δεν είπα τίποτε σπουδαίο, δεν είχε σημασία αυτό που είπα, ένα αστείο είπα, πλάκα έκανα: «μια κουβέντα είπα κι αυτός παρεξηγήθηκε». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το κι εγώ·
- μπόσικες κουβέντες, αυτές που λέγονται με επιπολαιότητα: «όταν μιλάς μαζί μου θέλω να είσαι σοβαρός, γιατί δεν θέλω μπόσικες κουβέντες»·
- να λείπουν οι πολλές κουβέντες, βλ. συνηθέστ. να λείπουν τα πολλά λόγια·
- ξεκάρφωτες κουβέντες, βλ. φρ. ξεκάρφωτα λόγια, λ. λόγος·
- ξεκρέμαστες κουβέντες, βλ. φρ. ξεκάρφωτες κουβέντες·
- όρεξη για κουβέντα έχεις; βλ. λ. όρεξη·
- παστρικές κουβέντες, λόγια χωρίς περιστροφές, λόγια ντόμπρα και σταράτα, που λέγονται με ειλικρίνεια, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «μπορούμε να κουβεντιάσουμε οποιοδήποτε θέμα, αλλά θέλω παστρικές κουβέντες για να μην έχουμε παρεξηγήσεις»·
- πες καμιά καλή κουβέντα! ή πες μια καλή κουβέντα! παράκληση σε κάποιον να μεσολαβήσει κάπου για μας: «πες καμιά καλή κουβέντα στον τάδε μήπως και με πάρει στη δουλειά του!»·
- πες του δυο κουβέντες! βλ. φρ. πες του δυο λόγια! λ. λόγος·
- πες του καμιά κουβέντα! (παρακλητικά) συμβούλεψέ τον: «πες του καμιά κουβέντα, γιατί εσένα σ’ εκτιμάει και σ’ ακούει!»·
- πετάει κουβέντες, μιλάει χωρίς να σκέφτεται, απερίσκεπτα: «όταν πει λίγο παραπάνω, πετάει κουβέντες χωρίς να καταλαβαίνει τι λέει». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα μου γκρινιάζεις και κουβέντες μου πετάς· δαχτυλίδια και ρολόγια, βρε, να σου πάρω μου ζητάς
- πετώ μια κουβέντα, υπαινίσσομαι, δε λέω καθαρά αυτό που θέλω, αλλά αφήνω υπονοούμενα: «δεν είναι σωστό να πετάς μια κουβέντα κι έπειτα ν’ αλλάζεις θέμα. Αν έχεις κάτι μαζί μου, έλα να το συζητήσουμε»·
- πιάνομαι με την κουβέντα ή πιάνομαι στην κουβέντα, βλ. φρ. πιάνω (την) κουβέντα·
- πιάνω (την) κουβέντα, αρχίζω να κουβεντιάζω, συζητώ, συνομιλώ με κάποιον: «πιάσαμε την κουβέντα για το χθεσινό επεισόδιο || συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο και πιάσαμε κουβέντα για τ’ αυριανό ντέρμπι»·
- πιάνω (την) ψιλή κουβέντα, βλ. λ. ψιλοκουβεντιάζω·
- πικρές κουβέντες, λόγια που πικραίνουν αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν πικρές κουβέντες για τις οποίες μετάνιωσαν αργότερα». (Λαϊκό τραγούδι: από μια πικρή κουβέντα, που μου είπες κάποιο βράδυ, έγιν’ η καρδιά μου μαύρη!
- σε κουβέντα να βρισκόμαστε, βλ. φρ. κουβέντα να γίνεται·
- σηκώνει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το θέμα, λ. συζήτηση·
- σηκώνει κουβέντα το θέμα ή το θέμα σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το θέμα, λ. συζήτηση·
- σηκώνει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα, λ. συζήτηση·
- σκληρές κουβέντες, λόγια που πληγώνουν αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν σκληρές κουβέντες»·
- σταράτες κουβέντες, λόγια ξεκάθαρα, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «είναι μαθημένος να λέει σταράτες κουβέντες»·
- στρογγυλές κουβέντες ή στρόγγυλες κουβέντες, λόγια χωρίς περιστροφές, λόγια ξεκάθαρα: «συμφώνησαν αμέσως, γιατί είπαν στρογγυλές κουβέντες»·
- το… είναι μια κουβέντα, είναι πολύ εύκολο να λέει κάποιος πως θα κάνει αυτό που αναφέρει, αλλά το πρόβλημα είναι πώς θα το πραγματοποιήσει: «το να κάνω μια δουλειά είναι μια κουβέντα, πώς γίνεται όμως αυτή η δουλειά μπορείς να μου πεις;»·
- το κάνω ολόκληρη κουβέντα, δίνω μεγάλες διαστάσεις σε ένα επουσιώδες πρόβλημα, εκτιμώ υπερβολικά ένα γεγονός, καλό ή κακό, το μεγαλοποιώ: «μη δώσεις βάση στη γνώμη του, γιατί συνηθίζει ένα μικρό γεγονός να το κάνει ολόκληρη κουβέντα || του κέρασα κι εγώ μια φορά και το ’κανε ολόκληρη κουβέντα». Συνών. το κάνω ολόκληρη συζήτηση / το κάνω ολόκληρο θέμα / το κάνω ολόκληρο πανηγύρι·  
- το ρίχνω στην κουβέντα, βλ. φρ. το στρώνω στην κουβέντα·
- το στρώνω στην κουβέντα, συζητώ αδιάκοπα για διάφορα θέματα, συζητώ περισσότερο για να περάσει η ώρα μου: «οι πιο πολλοί συνταξιούχοι μαζεύονται στο καφενείο της γειτονιάς και το στρώνουν στην κουβέντα»·
- το ’φερε η κουβέντα, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά, μια και το ’φερε η κουβέντα, ασχοληθήκαμε και μ’ αυτό». (Λαϊκό τραγούδι: χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου τι σου είναι το μυαλό. Μπήκαν λέει περιστέρια στο στρατώνα. Κι όπως το ’φερε η κουβέντα μου ’παν όνειρο κι αυτό. Σήκω πήγαινε στην Άννα του Χειμώνα
- του κάνω κουβέντα, του αναφέρω κάποια υπόθεση που με απασχολεί: «αν του κάνεις κουβέντα για το πρόβλημά σου, μπορεί και να σε βοηθήσει»·
- του πιάνω κουβέντα ή τον πιάνω στην κουβέντα, προκαλώ συζήτηση μαζί του για κάποιο σκοπό ή για να του εκμαιεύσω κάτι: «μόλις τον είδα, του ’πιασα κουβέντα μόνο και μόνο για να τον καθυστερήσω, μέχρι να φύγει απ’ το μπαράκι ο αδερφός της γκόμενάς του || μόλις τον είδα τον έπιασα στην κουβέντα μήπως και του ξεφύγει κάτι για την καινούρια δουλειά που ετοιμάζει»·
- φέρνω την κουβέντα (σε κάτι), βλ. φρ. φέρνω τη συζήτηση (σε κάτι), λ. συζήτηση·
- φέρνω την κουβέντα αλλού, βλ. φρ. φέρνω τη συζήτηση αλλού, λ. συζήτηση·
- χάνεται για κουβέντα, βλ. συνηθέστ. ψοφάει για κουβέντα·
- χαμένες κουβέντες, βλ. συνηθέστ. χαμένα λόγια, λ. λόγος·
- χάνουμε τις κουβέντες μας, βλ. φρ. χάνουμε τα λόγια μας, λ. λόγος·
- χάνω τις κουβέντες μου, βλ. συνηθέστ. χάνω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- χοντρές κουβέντες, βλ. φρ. χοντρά λόγια, λ. λόγος·
- χωρίς άλλη κουβέντα, βλ. φρ. χωρίς άλλη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- χωρίς δεύτερη κουβέντα, χωρίς άλλη επισήμανση, χωρίς άλλη προειδοποίηση: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες του, τον διώχνει απ’ τη δουλειά του χωρίς δεύτερη κουβέντα»·
- χωρίς κουβέντα, βλ. φρ. χωρίς συζήτηση, λ. συζήτηση·
- χωρίς πολλές κουβέντες, χωρίς ιδιαίτερη επισήμανση, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση ή αντιλογία: «τα πράγματα, χωρίς πολλές κουβέντες, θα γίνουν έτσι όπως τα λέω». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν αλλάξεις τακτική, ψεύτρα και άστατη γυνή, χωρίς κουβέντες πια πολλές, θα μπλέξω μ’ άλλη και θα κλαις
- ψιλή κουβέντα, βλ. λ. ψιλοκουβέντα·
- ψοφάει για κουβέντα, του αρέσει πάρα πολύ να κουβεντιάζει: «αν αρχίσει την πάρλα, θα πιάσετε ξημερώματα, γιατί ψοφάει για κουβέντα».

κώλος

κώλος, ο, ουσ. [<μσν. κῶλος <αρχ. επίθ. κῶλον (ενν. έντερον)]. 1. οι γλουτοί, τα πισινά, τα κωλομέρια, τα κωλομάγουλα: «όπως περνούσε από δίπλα της, της έδωσε μια τσιμπιά στον κώλο». 2. ο πρωκτός: «όταν είμαι δυσκοίλιος, με πονάει ο κώλος μου». 3. τα νώτα: «του γύρισε τον κώλο του κι έφυγε». 4. άνθρωπος εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς ασήμαντος, τιποτένιος: «δε θέλω να ’χω πάρε δώσε με κάτι κώλους σαν και σένα». 5. απευθύνεται και με υποτιμητική ή υβριστική διάθεση: «ναι, ρε κώλε, κάτι μας είπες τώρα! || έλα δω, ρε κώλε, γιατί με κατηγόρησες;». 6. το πίσω μέρος του παντελονιού που εφάπτεται στους γλουτούς: «πήγαινε ν’ αλλάξεις παντελόνι, γιατί αυτό που φοράς, τρύπησε ο κώλος του». 7. άνθρωπος με πρόσωπο άσχημο ή όμορφο, ανάλογα με τη σεξουαλική διάθεση εκείνου που το λέει: «ήταν άσχημος σαν κώλος», λέει ένας συνηθισμένος άνθρωπος, γιατί στο νου του ο κώλος είναι το σημείο αποβολής των ακαθαρσιών, των περιττωμάτων του ανθρώπινου οργανισμού, ενώ ένας σοδομιστής που ο κώλος είναι το σημείο εκτόνωσης, ικανοποίησης της σεξουαλικής του ορμής, θα πει: «ήταν όμορφος σαν κώλος». Στη δεύτερη περίπτωση η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του χεριού ενωμένα στις άκρες τους να έρχονται στα χείλη και, μόλις δεχτούν ένα ρουφηχτό και ηχηρό φιλί, το χέρι να τινάζεται μπροστά και λίγο προς τα πάνω και τα δάχτυλα να ανοίγουν ελευθερώνοντας την παλάμη. 8. για το άτομο που έχει αδικαιολόγητη υπεροπτική συμπεριφορά και επιδεικνύει προσποιητή ανδρεία, λέγονται και οι παρακάτω φράσεις: μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος επεισόδιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι. Από τα παιδιά της δεκαετίας του 1950 και λιγότερο του 1960 άκουγα που απάγγειλαν χάριν αστεϊσμού στην παρέα ή εν χορώ το παρακάτω ποιηματάκι: ο Γιώργος (ή όποιο άλλο όνομα) το καλό παιδί και τ’ άξιο παλικάρι, γαϊδάρου κώλο φίλησε και πήρε ένα δεκάρι, και το δεκάρι το ’δωσε και πήρε μια κουτάλα και πήγε στον απόπατο να φάει φασουλάδα. (Ακολουθούν 262 φρ.)·
- αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. αγκάθι·
- αγκάθια έχει ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- αν βαστάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου βαστάει ο κώλος έλα, αν τολμάς, αν έχεις το θάρρος, έλα να αναμετρηθούμε δυναμικά, έλα να μαλώσουμε·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις πολύ για ν’ αποκτήσεις τα καλά που ονειρεύεσαι, γιατί είναι γνωστό πως στη ζωή, αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δεν τελειώνει η δουλειά·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αν έχεις κώλο, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- αν κρατάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου κρατάει ο κώλος, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- άναψε ο κώλος μου, α. βρίσκομαι για πολλή ώρα καθισμένος στην ίδια θέση: «άντε, ρε παιδιά, πάμε και καμιά βόλτα, γιατί άναψε ο κώλος μου να κάθομαι τόσες ώρες σ’ αυτή την καρέκλα!». β. κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «άναψε ο κώλος μου να τρέχω απ’ το πρωί από γραφείο σε γραφείο για να μαζέψω όλες τις υπογραφές»· βλ. και φρ. πήρε ο κώλος μου φωτιά·
- άνοιξε ο κώλος μου, α. έχω μεγάλη τύχη, μου έρχονται όλα πολύ ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, άνοιξε ο κώλος μου». β. κερδίζω ασταμάτητα σε χαρτοπαίγνιο: «απ’ τη στιγμή που κάθισε αυτός ο τύπος δίπλα μου, μου ’φερε τόσο γούρι, που άνοιξε ο κώλος μου»·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, εξουθενώθηκα από την κούραση, από την προσπάθεια που κατέβαλα: «μια στιγμή να καθίσω λιγάκι, γιατί άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο απ’ τη μετακόμιση»·
- απ’ τον κώλο ως το μουνί ή απ’ το μουνί ως τον κώλο, έκφραση με την οποία θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια πάρα πολύ μικρή, κοντινή απόσταση: «το σπίτι μου απ’ το σημείο που βρισκόμαστε είναι απ’ τον κώλο ως το μουνί και θα πάρουμε ταξί!». Πρβλ.: απ’ τη ζωή ως το θάνατο είν’ ένα μονοπάτι κι από τον κώλο ως το μουνί δυο δάχτυλα και κάτι·
- άσ’ αυτά του κώλου! ειρωνική αμφισβήτηση ή απόρριψη των προτάσεων κάποιου, γιατί θεωρούμε πως μας λέει ψέματα ή γιατί αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «αν μου δανείσεις σήμερα ένα εκατομμύριο, σε δυο μέρες θα σου το επιστρέψω διπλό. -Άσ’ αυτά του κώλου!». Συνών. άσ’ αυτά τα σάπια(!)· 
- άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί, βλ. λ. πόρος·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιδιώκει να μας προκαλέσει ή να μας υποβαθμίσει επιδεικνύοντάς μας τα λεφτά του. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου, α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που προσπαθεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό, με κάποια λεφτά. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση. γ. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, βλ. φρ. αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, α. επιθετική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που, μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποιο δημόσιο έγγραφο·
- βάζει κρέας στον κώλο του, βλ. λ. κρέας·
- βάζει τσιτσί στον κώλο του, βλ. λ. τσιτσί·
- βάζω κώλο, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ βάζω κώλο πως θα γίνουν τα πράγματα έτσι όπως σας τα λέω». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό, ιδίως πολύ υποτιμητικό για έναν άντρα, να αφήσει να χρησιμοποιήσουν τον κώλο του όπως οι άλλοι θέλουν·
- βάλ’ το στον κώλο σου! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα που του δώσαμε, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο, ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. Συνών. βάλ’ το εκεί που ξέρεις! / βάλ’ το κλύσμα! / βάλ’ το στη σαλαμούρα! / βάλ’ το στον πάγο! / κάν’ το κλύσμα(!)·
- βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του ή βγάζει απ’ τον κώλο του φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει φωτιές ο κώλος του ή βγάζει ο κώλος του φωτιές, βλ. λ. φωτιά· 
- βγήκαν τα σκατά να κοροϊδέψουν τον κώλο, βλ. λ. σκατά·
- βελόνες έχει ο κώλος σου; βλ. λ. βελόνα·
- βελόνες έχει ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- βλέπει κι ο κώλος του, βλ. συνηθέστ. έχει και στον κώλο μάτια·
- βλέπω του κώλου μου την τρύπα, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «κάθε μέρα βλέπω του κώλου μου την τρύπα για να τα βγάλω πέρα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία / βλέπω την κηδεία μου / βλέπω την κόλαση / βλέπω το διάβολό μου / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω τον άγγελό μου· βλ. και φρ. είδα του κώλου μου την τρύπα·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει η σκούφια μας, βλ. λ. βρακί·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, βλ. λ. βρακί·
- βρήκε μπόλικη μυτζήθρα ο γύφτος κι άλειψε και στον κώλο του, βλ. λ. γύφτος·
- γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί, έκφραση αδιαφορίας προς το άτομο που μας πληροφορεί για τις απειλές που εκτοξεύει κάποιος εναντίον μας, και έχει την έννοια πως δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα: «ο τάδε λέει πως, αν σε συναντήσει, θα σε σπάσει στο ξύλο. -Γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί»·
- γαμώ τον κώλο μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ: «γαμώ τον κώλο μου γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ τον κώλο σου! ή σου γαμώ τον κώλο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ τον κώλο σου, ασχολείσαι συνέχεια με μένα! || σου γαμώ τον κώλο αν ξαναφύγεις απ’ τη δουλειά χωρίς να πάρεις άδεια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- για να σφίγγουν οι κώλοι ή για να σφίξουν οι κώλοι, λέγεται στην περίπτωση που κάποια ενέργεια γίνεται για εκφοβισμό: «κάθε τόσο βάζει δεξιά αριστερά τις φωνές για να σφίγγουν οι κώλοι»·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. λ. Θεός·
- γίναμε κώλος, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «πιάσαμε κουβέντα για τα πολιτικά και γίναμε κώλος»·
- γλείφω κώλο, α. έκφραση με την οποία θέλουμε να γίνουμε πιστευτοί σε αυτό που λέμε: «γλείφω κώλο, αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως τα λέω. β. επιθυμώ να αποκτήσω κάτι πάρα πολύ: «γλείφω κώλο για να πάρω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει τον κώλο κάποιου·
- γλείφω κώλους, ταπεινώνομαι σε διάφορους για να πετύχω κάτι: «τον τελευταίο καιρό γλείφω κώλους για να διορίσω το γιο μου στο δημόσιο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει διάφορους κώλους·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, βλ. λ. γυναίκα·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
- δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! βλ. λ. γαμιέμαι· 
- δεν αγαπάει παρά τον κώλο του, βλ. φρ. κοιτάζει μόνο τον κώλο του·
- δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ μαζί σου, γιατί δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «έχω ένα μικρό σούπερ μάρκετ και κάθε Σάββατο δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν έχει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του, βλ. λ. εμπιστοσύνη·
- δεν έχει κώλο για κάθισμα, είναι πολύ δραστήριος, είναι αεικίνητος: «δεν μπορεί να μείνει μια στιγμή ήσυχος, γιατί δεν έχει κώλο για κάθισμα, κι όλο με κάτι θέλει να καταγίνεται»·
- δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του ή δεν έχει να φορέσει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν κάθεται στον κώλο του, είναι πολύ εργατικός, πολύ δραστήριος: «απ’ το πρωί που θα ξυπνήσει μέχρι να βραδιάσει, δεν κάθεται στον κώλο του»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω  τ’ αφτί μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω πολλή και συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν προλάβαινα να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν του βαστάει ο κώλος! δεν έχει το θάρρος, τη δύναμη να αναμετρηθεί με κάποιον: «μην τον ακούς που λέει πως, αν τον συναντήσει, θα τον δείρει, γιατί δεν του βαστάει ο κώλος!»·
- δίνω κώλο, επιθυμώ τόσο πολύ να πετύχω ή να αποκτήσω κάτι, που μπορώ να κάνω και πράγματα μειωτικά για τον εαυτό μου: «δίνω κώλο για μια θέση στο δημόσιο || δίνω κώλο για ν’ αποκτήσω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, βλ. λ. κεφάλι·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο (ενν. από το καθισιό), δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω ασύστολα: «τον τελευταίο καιρό έχω τέτοια σπαρίλα, που έβγαλε ο κώλος μου κάλο»·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο ή έβγαλε κάλο ο κώλος μου (ενν. από το καθισιό, από το κάθισμα, από την καρέκλα), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να περπατήσουμε λίγο, γιατί έβγαλε ο κώλος μου κάλο όλη τη μέρα καθισμένος πίσω απ’ το γραφείο». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μην καθυστερήσω λεπτό): «σ’ ένα μήνα δίνει εξετάσεις κι έβγαλε ο κώλος του κάλο απ’ το διάβασμα»·
- έβγαλε ο κώλος μου μαλλί ή έβγαλε μαλλί ο κώλος μου, απόκτησα μεγάλη πείρα στη ζωή μου: «είσαι πολύ μικρός για να με ξεγελάσεις, γιατί, εμένα που με βλέπεις, έβγαλε ο κώλος μου μαλλί τόσα χρόνια στην πιάτσα». Από το ότι το άτομο που έχει τρίχες (μαλλί) στον κώλο του, είναι και μεγάλο στην ηλικία, πράγμα που παραπέμπει στην πείρα που θα έχει αποκτήσει· βλ. και φρ. μάλλιασε ο κώλος μου·
- έγινα κώλος, λερώθηκα πάρα πολύ: «θέλησα να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό μου κι έγινα κώλος με τα λάδια και τα γράσα». Από την εικόνα του ατόμου που τα έκανε απάνω του·
- έγινε κώλος, (για μηχανήματα)έπαθε μεγάλη ζημιά, καταστράφηκε: «έφαγε τέτοιο τράκο τ’ αυτοκίνητο, που έγινε κώλος»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε κώλος το πράμα ή το πράμα έγινε κώλος, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έγινε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τάλιρο, βλ. λ. τάλιρο·
- έγινε σαν της μαϊμούς τον κώλο, βλ. λ. μαϊμού·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. λ. δουλειά·
- εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; α. έκφραση με την οποία εκφράζει κανείς το παράπονό του για απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του, ή στην περίπτωση που το αποκλείουν χωρίς λόγο από μια διαδικασία, από μια ομαδική εκδήλωση ή και μοιρασιά: «γιατί, ρε παιδιά, να μην έρθω μαζί στην εκδρομή, εγώ από κώλο βγήκα; || εμείς από κώλο βγήκαμε, ρε παιδιά, και δε μου δίνεται και μένα κάτι απ’ την μπάζα που κάναμε;». β. έκφραση με την οποία δικαιολογεί κανείς κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω κι εγώ εκδρομή, εμείς από κώλο βγήκαμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για το άτομό του. Συνών. εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι) / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε; / εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; / εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε(;)·
- εδώ το καζάνι βράζει κι ο κώλος της μαϊμούς γιορτάζει, βλ. λ. καζάνι·
- είδα του κώλου μου την τρύπα, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από βέβαιο θάνατο: «κάναμε τέτοια τράκα, που είδα του κώλου μου την τρύπα». Συνών. είδα τη Δευτέρα Παρουσία / είδα την κηδεία μου / είδα την κόλαση / είδα το διάβολό μου / είδα το μνήμα μου / είδα τον άγγελό μου · βλ. και φρ. βλέπω του κώλου μου την τρύπα·
- είδε η μαϊμού τον κώλο της και φοβήθηκε, βλ. λ. μαϊμού·
- είμαι με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- είναι για τον κώλο μου πεσκέσι ή είναι του κώλου μου πεσκέσι, βλ. φρ. είναι για το διάβολο πεσκέσι, βλ. λ. διάβολος·
- είναι κώλος ακάθιστος, δεν μπορεί να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση, είναι αεικίνητος: «δεν μπορείς να τον περιορίσεις πουθενά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι κώλος ακάθιστος»·
- είναι κώλος και βρακί, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος, είναι πάντα μαζί, είναι αχώριστοι, είναι στενά συνδεδεμένοι, είναι πολύ φίλοι: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν είναι κώλος και βρακί»·
- είναι κώλος ξεβράκωτος, α. είναι πάρα πολύ φτωχός: «δεν τον θέλουν στην παρέα τους τα πλουσιόπαιδα, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος». β. λέει, διαδίδει ό,τι του εμπιστεύεται κάποιος, δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό: «μην κάνεις το λάθος και του εμπιστευτείς κάποιο μυστικό, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος και θα το μάθουν οι πάντες»·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- έκανα κώλο τη δουλειά ή έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- έκανε ο κώλος μου πίου πίου, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη, ευχάριστη ή δυσάρεστη: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι στον πατέρα του, έκανε ο κώλος μου πίου πίου || έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να οδηγεί τέτοια αυτοκινητάρα!». β. εκνευρίστηκα πάρα πολύ: «έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να βρίζει γέρο άνθρωπο και τον σακάτεψα στο ξύλο». γ. φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος καταπάνω μου, έκανε ο κώλος μου πίου πίου και το ’βαλα αμέσως στα πόδια»· 
- ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, λ. κεφάλι·
- έτσι να κάνει ο κώλος σου, έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου λόγω του εκκωφαντικού ήχου της εξάτμισης μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου, και απευθύνεται στον κάτοχο του τροχοφόρου. Συνών. έτσι να κάνει η σούφρα σου·
- έφυγε με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- έχει αγκάθια ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- έχει βελόνες ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- έχει έναν κώλο να! είναι πολύ τυχερός: «δεν παίζει κανείς χαρτιά μαζί του, γιατί έχει ένα κώλο να και δεν αφήνει τον άλλο να πάρει ούτε χαρτωσιά». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα και το δείκτη του κάθε χεριού να έρχονται και να εφάπτονται στις άκρες τους σχηματίζοντας ένα κύκλο, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να δείξουν το μέγεθος του ανοίγματος του κώλου·
- έχει έναν κώλο τέτοιο! βλ. φρ. έχει ένα κώλο να! Και στη φρ. αυτή, παρατηρείται η παραπάνω χειρονομία·
- έχει καρφιά ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- έχει σκουλήκια ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχει και στον κώλο μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «πού να ξεφύγεις απ’ αυτόν! Αυτός έχει και στον κώλο μάτια!»·
- έχει σκουλήκια ο κώλο του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχεις κώλο; έχεις το θάρρος, τολμάς(;):«έχεις κώλο να τα βάλεις μαζί του;»·
- έχω έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- έχω κώλο, α. έχω τύχη, είμαι τυχερός: «αν δεν είχα κώλο, θα σκοτωνόμουν μετά από τέτοια τράκα». β. έχω θάρρος, τολμώ: «μόνο αυτός έχει κώλο να τα βάλει μαζί του»·
- έχω κώλο εγώ! απευθύνεται ειρωνικά ή κοροϊδευτικά σε κάποιον με την έννοια, έχω μυαλό. Συνοδεύεται πάντα με αλλεπάλληλα χτυπήματα του δείκτη στο μέρος του μυαλού·
- έχω τσιβί στον κώλο μου, βλ. λ. τσιβί·
- η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, χειρονακτική εργασία που για να τη φέρει κάποιος σε πέρας πρέπει να καταβάλλει πολύ κόπο, πολλή κούραση, να υπερβάλλει τις δυνάμεις του: «μη μου λες ότι κουράζεσαι στο γραφείο σου και δες εμένα που δουλεύω στα χωράφια, γιατί η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- ήρθε τ’ αβγό στον κώλο του, βλ. λ. αβγό·
- θα δούμε τον κώλο σου! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας ειρωνεύεται για κάποια αποτυχία μας, με την έννοια να επιχείρηση την ίδια ή κάποια παρόμοια προσπάθεια για να δούμε αν θα μπορέσει να τα καταφέρει: «εγώ αυτό μπόρεσα να κάνω, αυτό έκανα. Όταν φτάσει και σένα η σειρά σου θα δούμε τον κώλο σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσένα· 
- θα σε βγάλω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε διώξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε πετάξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σου ανοίξω τον κώλο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σ’ ανοίξω τον κώλο, να το ξέρεις»·
- θα σου βάλω κρέας στον κώλο, βλ. λ. κρέας·
- θα σου βάλω τσιτσί στον κώλο, βλ. λ. τσιτσί·
- θα σου κόψω τον κώλο, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπείς κακό λόγο για μένα, θα σου κόψω τον κώλο || αν ξαναπατήσεις το πόδι σου σ’ αυτό το μέρος, θα σου κόψω τον κώλο»·
- θα σου φύγει ο κώλος, α. θα νιώσεις πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, θα εξουθενωθείς: «μην πας να δουλέψεις σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί θα σου φύγει ο κώλος». β. θα νιώσεις τέτοια έκπληξη, που δε θα μπορείς να αρθρώσεις κουβέντα: «αγόρασε μια αυτοκινητάρα, που αν τη δεις, θα σου φύγει ο κώλος». Συνών. θα σου φύγει το καφάσι / θα σου φύγει το κλαπέτο / θα σου φύγει ο πάτος·
- θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. φρ. θα στα χώσω στον κώλο σου·
- θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), απειλητική έκφραση σε κάποιον που επιμένει να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό ή να μας επιδεικνύει τα λεφτά του: «πάρ’ τα μπροστά απ’ τα μάτια μου, γιατί θα στα χώσω στον κώλο σου»·
- θα στο βάλω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς), βλ. φρ. θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς)·
- θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς) απειλητική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι·
- θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι, η οικονομική κατάσταση προβλέπεται να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο: «με τη νέα κατάσταση που επικρατεί στην αγορά, θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι». Από την εικόνα του ατόμου που ο πρωκτός του είναι πολύ στενός, που είναι δυσκοίλιος, επειδή δεν έχει χρήματα να αγοράσει τροφή, οπότε δεν ενεργείται·
- θέλει κώλο, α. απαιτείται πολύ θάρρος, μεγάλη τόλμη: «θέλει κώλο για να τα βάλει κανείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο». β. απαιτείται πολύς κόπος: «θέλει κώλο αυτή η δουλειά για να την τελειώσεις»·
- θρέφει κώλο ή θρέφει κώλους, (ειρωνικά) δεν κάνει απολύτως τίποτα, τεμπελιάζει: «έχει έναν πλούσιο φίλο που τον χαρτζιλικώνει, κι αυτός θρέφει κώλο»·
- ίδρωσε ο κώλος μου, α. κουράστηκα υπερβολικά: «ίδρωσε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω τη δουλειά». β. κάθισα μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση: «θα κάνω μια βόλτα, γιατί ίδρωσε ο κώλος μου να κάθομαι στην καρέκλα»·
- κάθομαι στον κώλο μου, δεν επεμβαίνω, δεν ανακατεύομαι, μένω στη θέση μου: «όταν βλέπω τους άλλους να μαλώνουν, κάθομαι στον κώλο μου»·
- κακό σπυρί στον κώλο σου, βλ. λ. σπυρί·
- κάν’ τα μασούρι και βαλ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. μασούρι·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει κώλο ή κάνει κώλους, βλ. συνηθέστ. θρέφει κώλο·
- κάνουν αλλαξιά τους κώλους τους, βλ. συνηθέστ. κάνουν αλλαξοκωλιά, λ. αλλαξοκωλιά·
- κάνω κώλο ή κάνω κώλους, παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι φαΐ και ύπνο έκανα κώλους»·
- καρφιά έχει ο κώλος σου; βλ. λ. καρφί·
- καρφιά έχει ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- κάτσε στον κώλο σου! (απειλητικά ή συμβουλευτικά) μην επεμβαίνεις, μην ανακατεύεσαι, μην ενδιαφέρεσαι: «κάτσε στον κώλο σου, γιατί θα τις φας! || κάτσε στον κώλο σου, που στενοχωριέσαι τι θα κάνει αυτό το παλιοτόμαρο!». Συνήθως, άλλες φορές προτάσσεται και άλλες επιτάσσεται το μωρέ ή το ρε·
- κοιτάζει τον κώλο του ή κοιτάζει μόνο τον κώλο του ή κοιτάζει όλο τον κώλο του, είναι πολύ εγωιστής και ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον, για την προσωπική του ευχαρίστηση: «είναι άνθρωπος που δε νοιάζεται για κανέναν και πάντα κοιτάζει μόνο τον κώλο του»·
- κοιτάζω τον κώλο μου, ενδιαφέρομαι μόνο για το προσωπικό μου συμφέρον: «δε με ενδιαφέρουν τα κοινά, κοιτάζω τον κώλο μου και περνώ μια χαρά». Συνών. κοιτάζω την κοιλιά μου / κοιτάζω την πάρτη μου / κοιτάζω το συμφέρον μου·
- κουνάει τον κώλο της, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά της, λ. ουρά·
- κουνάει τον κώλο του, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά του, λ. ουρά·
- κόψε τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει, δε νοιάζομαι απολύτως τι θα κάνεις, για να βγεις από τη δύσκολη θέση που βρίσκεσαι ή για να πετύχεις κάτι: «αχ, Θεέ μου, με ποιο τρόπο θα μπορέσω να γλιτώσω τη φυλακή; -Κόψε τον κώλο σου! || πώς θα μπορέσω να μαζέψω τόσα λεφτά που μου ζητάς; -Κόψε τον κώλο σου!». Συνών. κόψε το κεφάλι σου! / κόψε το λαιμό σου! / κόψε το σβέρκο σου(!)·
- κώλο κώλο ή κώλο με κώλο, (για τσούγκρισμα αβγών) με το πλατύτερο μέρος τους: «τσουγκρίσαμε τ’ αβγά μας κώλο με κώλο και μου το ’σπασε». Αντίθ. μύτη μύτη ή μύτη με μύτη·
- κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, αυτός που κλάνει, δεν έχει την ανάγκη γιατρού: «μην το μαλώνεις το παιδί που έκλασε, γιατί κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος». Από το ότι, μετά από κάποια σοβαρή εγχείρηση, από τα πρώτα που ενδιαφέρεται ο θεράποντας γιατρός του εγχειρισμένου είναι αν έκλασε, πράγμα που δείχνει πως ο οργανισμός άρχισε να επανέρχεται στην ομαλή λειτουργία του μετά από το σοκ της εγχείρησης·
- κώλος που κλάνει, γιατρό δε ζητάει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει, οι κακές συνήθειες δεν αποβάλλονται εύκολα: «από μικρός έμαθε να βρίζει σαν λιμενεργάτης κι έχει ακόμα κοτζάμ άντρας το ίδιο χούι. -Κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει»·
- λόγια του κώλου, βλ. λ. λόγια·
- μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι, βλ. λ. μαγκιά·
- μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια, ας γίνει οποιοδήποτε κακό, αρκεί να μη βλάψει εμάς: «ε ρε, πόσος κόσμος σκοτώνεται στο Ιράκ! -Μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου, δε θέλω να έχω καμιά ανάμειξη στην υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, γιατί υποπτεύομαι πως είναι παράνομη και πως θα έχω συνέπειες, αν αποκαλυφθεί: «εσείς κάντε ό,τι θέλετε, όσο για μένα, μακριά απ’ τον κώλο μου»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας είν’ και τόσο, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε έστω και κατ’ ελάχιστον το κακό που αναφέρει κάποιος. Λέγεται με παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα να δείχνει επάνω στο δείκτη μια πολύ μικρή έκταση. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας μπει όπου θέλει, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε το κακό που αναφέρει κάποιος, αδιαφορώντας ποιος θα το υποστεί. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μάλλιασε ο κώλος μου (ενν. από το να κάθεται), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να κάνουμε καμιά βόλτα, γιατί μάλλιασε ο κώλος μου να κάθομαι τόση ώρα σ’ αυτό το μπαράκι». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μη καθυστερήσω λεπτό): «σίγουρα θα πετύχω στο πανεπιστήμιο, γιατί όλο το καλοκαίρι μάλλιασε ο κώλος μου απ’ το διάβασμα»· βλ. και φρ. έβγαλε ο κώλος μου μαλλί·   
- μάστορας είναι και της κατσίκας ο κώλος που φτιάχνει τα κομπολόγια, βλ. λ. μάστορας·
- με κώλο; έκφραση απορίας ή δυσφορίας από άτομο που του προτείνουμε να αγοράσει κάτι, ενώ αυτό δεν έχει καθόλου χρήματα: «γιατί δεν αγοράζεις κι εσύ ένα αυτοκίνητο; -Με κώλο;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το με τι·
- με τον κώλο μιλάμε! μιλώ πολύ σοβαρά, σοβαρολογώ: «να πιστέψω πως θα με εξυπηρετήσεις; -Με τον κώλο μιλάμε!», δηλ. και βέβαια θα σε εξυπηρετήσω. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα τι τώρα·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, βλ. λ. μύγα·
- μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις, αν δε διαμορφώσουμε το χαρακτήρα του ανθρώπου από τη μικρή του ηλικία, δε θα μπορέσουμε όταν αυτός μεγαλώσει: «τώρα που έγινε ολόκληρος άντρας, δε θα μπορέσεις να το συμμορφώσεις, γιατί μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις». Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές, δε θα ακούσεις ποτέ καλό λόγο ή σωστή συμβουλή από άνθρωπο κακό ή από ανάξιο δάσκαλο: «μα είναι δυνατό να με συμβουλεύει να χωρίσω τη γυναίκα μου, επειδή πήγε σινεμά με τη φιλενάδα της! -Μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα / μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές·
- μιλάνε όλοι, μιλάνε κι οι κώλοι! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου που τον θεωρούμε εντελώς ανάξιο, εντελώς τιποτένιο·
- μου βγαίνει ο κώλος, α. κουράζομαι υπερβολικά, εξαντλούμαι από επίμονη εργασία ή προσπάθεια: «μου βγήκε ο κώλος μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά». β. ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «κάθε μέρα μου βγαίνει ο κώλος για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω), κατακουράζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω κάθε μέρα για να ταΐσω πέντε στόματα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου γύρισε τον κώλο του, έπαψε να με συναναστρέφεται, με περιφρόνησε: «όσο ήμουν πλούσιος, έτρεχε σαν σκυλάκι από πίσω μου και τώρα, που ξέπεσα, μου γύρισε τον κώλο του»·
- μου μπήκε έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- μου ’πεσε ο κώλος, ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μέχρι να κουβαλήσω το εμπόρευμα απ’ το πεζοδρόμιο στην αποθήκη, μου ’πεσε ο κώλος»· βλ. και φρ. μου ’φυγε ο κώλος·
- μου πιάνουν τον κώλο, α. με εξαπατούν, με κοροϊδεύουν: «τον θεωρούσα αγαθό άνθρωπο, αλλά στο τέλος μου ’πιασε τον κώλο». β. με υποχρεώνουν να πληρώσω για αγορά ή διασκέδαση ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «είχε ωραίο πρόγραμμα το μαγαζί, αλλά στο τέλος μου ’πιασαν τον κώλο»·
- μου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- μου ’φυγε ο κώλος,. α. ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μου ’φυγε ο κώλος απ’ τις συνεχείς εμπορικές αποτυχίες μου || μου ’φυγε ο κώλος μέχρι να τελειώσω τη μετακόμιση». β. ένιωσα πολύ μεγάλη έκπληξη, που δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις τον είδα να περπατάει αγκαζέ με την τάδε ηθοποιό, μου ’φυγε ο κώλος». Συνών. μου ’φυγε το καφάσι / μου ’φυγε το κλαπέτο / μου ’φυγε ο πάτος·
- να, κάνει ο κώλος σου! βλ. φρ. να, κάνει το κωλαράκι σου(!) λ. κωλαράκι·
- να κόψεις τον κώλο σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)·
- να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει με ποιο τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου, να μου φέρεις τα λεφτά που σου δάνεισα, γιατί μου χρειάζονται!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! / να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε τον κώλο σου(!)·
- να το βάλεις στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- να το χώσεις τον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς) βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- ξύνει τον κώλο του, α. δεν κάνει τίποτα, χάνει τον καιρό του, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός, αντί να μας βοηθήσει, μας βλέπει και ξύνει τον κώλο του». β. εκδηλώνεται, συμπεριφέρεται άπρεπα ή χωρίς σεβασμό στους παρόντες: «εμείς ήρθαμε να σε βοηθήσουμε κι εσύ, απ’ την ώρα που μας είδες, ξύνεις τον κώλο σου». Συνών. ξύνει τ’ αρχίδια του·
- ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο, ξύπνησε πολύ κακόκεφος: «μην του μιλάς σήμερα, γιατί ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο και σέρνει για καβγά». Από το ότι έχει παρατηρηθεί πως, όταν κάποιος ξυπνά κακόκεφος, παίρνει για ένα μικρό διάστημα μια στάση πάνω στο κρεβάτι του που μοιάζει κάπως με τη στάση που παίρνουν οι μωαμεθανοί όταν προσεύχονται και φαίνεται πως ο κώλος τους είναι πεταγμένος ψηλά. Συνών. ξύπνησε ανάποδα / ξύπνησε από λάθος πλευρά / ξύπνησε στο πλάι / ξύπνησε στραβά·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος, έκφραση επιδοκιμασίας, όταν βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας γυναίκα με πολύ ωραία οπίσθια·
- ο κώλος μας ο μάστορας βγάζει πορδές ματζόρε, λέγεται ειρωνικά για άτομο που έχει την εντύπωση πως μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έγινε ειδήμων σε μια δουλειά ή σε μια τέχνη·
- ο κώλος σου πονάει; γιατί ενδιαφέρεσαι ή γιατί δυσανασχετείς(;): «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Ο κώλος σου πονάει;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το γιατί, εσένα. Συνών. η κοιλιά σου πονάει(;)·
- ο κώλος σου τσούζει; βλ. φρ. ο κώλος σου πονάει(;)·
- ο κώλος τ’ αβγού, το πλατύτερο μέρος του αβγού: «ο κώλος τ’ αβγού του μετά από τόσα τσουγκρίσματα, εξακολουθούσε να είναι άσπαστος»·
- ο κώλος της βελόνας, βλ. φρ. το μάτι της βελόνας, λ. βελόνα·
- ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει, ο ανάγωγος παντού και πάντα συμπεριφέρεται με τον ίδιο ανάγωγο τρόπο: «μην παρεξηγιέσαι που ρεύτηκε μπροστά σου, γιατί ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει»·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους ή ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους, βλ. λ. ύπνος·
- όλων οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, έκφραση υπέρμετρου φιλοτομαρισμού, που φανερώνει προσήλωση στις υλικές απολαύσεις, στην ικανοποίηση των σαρκικών επιθυμιών, ακόμη και με βιαστικές ενέργειες λόγω της μικρής διάρκειας της ζωής: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας». Πρβλ.: στην παλιοζωή που ζούμε να τι θα κερδίσουμε, ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι θα γλεντήσουμε. (Λαϊκό τραγούδι)·
- οι κώλοι που γαμούσαμε, γίνανε καπετάνιοι ή οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για ανάξια ή τιποτένια άτομα, που προσπαθούν να φανούν ανώτεροι από εμάς ή που οι συγκυρίες της ζωής τους ανέδειξαν χωρίς να το αξίζουν: «όταν πρωτόρθαν στην πόλη μας μας, παρακαλούσαν για δουλειά, ύστερα μπλέχτηκαν με τα κόμματα και τώρα οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, βλ. λ. παλούκι·
- παίρνω κώλο, ενεργώ σεξουαλικά ως κολομπαράς: «μακριά τα παιδιά σας απ’ αυτό το σκατόμουτρο, γιατί παίρνει κώλο»·
- παίρνω τον κώλο μου, ενεργοποιούμαι: «να τον δεις εσύ για πότε πήρε τον κώλο του κι άρχισε να δουλεύει, μόλις έμαθε πως θ’ ανέθεταν σε άλλον τη δουλειά!»·
- παίρνω τον κώλο μου και φεύγω, (ειρωνικά) φεύγω ντροπιασμένος: «μόλις τον κατσάδιασαν, πήρε τον κώλο του κι έφυγε με σκυμμένο κεφάλι»·
- πάρε τον κώλο σου, α. παραμέρισε, κάθισε, κάνε  λίγο πιο πέρα: «πάρε τον κώλο σου να καθίσω κι εγώ λιγάκι». β. κινήσου πιο γρήγορα, βιάσου: «άντε, πάρε τον κώλο σου, γιατί δε θα φτάσουμε ποτέ έτσι όπως πάμε»·
- πάρε τον κώλο σου και πάμε, προτροπή σε κάποιον για αναχώρηση, για αποχώρηση από κάποιο μέρος: «απ’ ό,τι βλέπω δε μας σηκώνει το κλίμα, γι’ αυτό πάρε τον κώλο σου και πάμε»·
- πάω κώλο κώλο, ενεργώ ύστερα από ώριμη σκέψη, γιατί σκέφτομαι τις συνέπειες σε περίπτωση αποτυχίας: «όποια δουλειά κι αν αναλάβω, πάω κώλο κώλο κι ας αργήσω και λίγο παραπάνω»·
- πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, πολλές φορές, πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν πολύ μεγάλο κακό σε ένα σύνολο: «ήμασταν κι εμείς όλο χαρά, που στην πόλη μας θα γινόταν η μεγάλη καλλιτεχνική έκθεση, όμως πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, γιατί οι διοργανωτές τα ’καναν μούσκεμα και μας ρεζίλεψαν»·
- πετάει κώλο, (στη γλώσσα των μηχανόβιων ή των οδηγών αγωνιστικών αυτοκινήτων) το μειονέκτημα μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου να γλιστράει ο πίσω τροχός ή οι πίσω τροχοί προς το έξω μέρος της στροφής: «στις στροφές κόβω ταχύτητα, γιατί πετάει κώλο»·
- πετώ κώλο ή πετώ κώλους, χοντραίνω, παχαίνω, ιδίως στην περιφέρειά μου: «πρέπει να κάνω δίαιτα, γιατί άρχισα να πετώ κώλους»·
- πήρε ο κώλος μου φωτιά ή πήρε φωτιά ο κώλος μου, κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «έπρεπε να καλύψω μια επιταγή και πήρε ο κώλος μου φωτιά απ’ τον έναν στον άλλον, μέχρι να βρω τα λεφτά»·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, α. απόκτησε θάρρος, οικειότητα: «του φερθήκαμε φιλικά και πήρε ο κώλος του αέρα». β. ενθουσιάστηκε από κάποια επιτυχία του και νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «επειδή πήγε κάπως καλά η δουλειά που έκανε, πήρε ο κώλος του αέρα και θέλει να χτίσει εργοστάσιο»·
- πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο, είναι πάρα πολύ τυχερός: «ό,τι δουλειά να κάνει αυτός ο άνθρωπος πετυχαίνει, γιατί πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο»·
- πιάστηκε ο κώλος μου, μούδιασε ύστερα από πολύωρο καθισιό στην ίδια θέση: «κάθομαι δυο ώρες συνέχεια σ’ αυτή τη θέση και πιάστηκε ο κώλος μου»·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, βλ. λ. Γιάννης·
- που να χτυπάς τον κώλο σου! ή που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω! ή που να χτυπάς τον κώλο σου καταγής! κατηγορηματική έκφραση που επιτείνει την άρνησή μας: «που να χτυπάς τον κώλο σου, δε θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρειάζονται! || δε θα ’ρθω να σε βοηθήσω, που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ και κλείνει με το όσο θες ή το όσο θέλεις·
- προσέχω τον κώλο μου, βλ. φρ. φυλάω τον κώλο μου·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο που απόκτησε αδικαιολόγητα θάρρος, οικειότητα: «για κάτσε καλά, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που λόγω κάποιας πρόσφατης επιτυχίας του νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «κοίτα τη δουλειά σου που πάει καλά κι άσε τα μεγάλα ανοίγματα, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». Συνήθως, άλλοτε μετά το αέρα της φρ. και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μου φαίνεται·     
- σε ξένο κώλο, σαράντα δεκανίκια, βλ. λ. δεκανίκι·
- σκίζω κώλους, έχω μεγάλες επιτυχίες: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, σκίζω κώλους»·
- σκουλήκια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. σκουλήκι·
- σκουλήκια έχει ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- στήνω κώλο, κάνω σοβαρές υποχωρήσεις, δίνω υπερβολικά ανταλλάγματα για να πετύχω κάτι: «έστησα κώλο στο διευθυντή για να πάρω την υπογραφή του»· βλ. και φρ. δίνω κώλο·
- στοιχηματίζω τον κώλο μου, είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: «στοιχηματίζω τον κώλο μου πως θα ’ρθει και θα σου ζητήσει συγνώμη». Από το ότι είναι πολύ υποτιμητικό σε έναν άντρα να υποστεί τη σεξουαλική πράξη αν χάσει το στοίχημα·
- στον κώλο μου θα μπει! αδιαφορώ για την κακή ή άστοχη ενέργεια κάποιου, από τη στιγμή που οι συνέπειες θα είναι αποκλειστικά σε βάρος του: «τι με νοιάζει αν παρακινεί τους άλλους να κάνουν κοπάνα, στον κώλο μου θα μπει!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το σάματις. Το υπονοούμενο είναι το πέος·
- στρώνω κώλο, α. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «κάθε Σαββατοκύριακο στρώνω κώλο στο σπίτι και το φχαριστιέμαι». β. παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι καθισιό, φαγητό και ύπνο, έστρωσα κώλο»·
- στρώνω τον κώλο μου, ασχολούμαι επίμονα με κάτι, συγκεντρώνω όλες τις δυνάμεις μου, όλη την ενεργητικότητά μου για να πετύχω κάτι: «κάθε φορά που έχω εξετάσεις, στρώνω τον κώλο μου στο διάβασμα»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- σφίξε τον κώλο σου, προτροπή σε κάποιον να προσπαθήσει πολύ, προκειμένου να πετύχει κάτι: «αφού θέλεις τόσο πολύ να πάρεις το πτυχίο σου, σφίξε τον κώλο σου»·
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, βλ. λ. όνομα·
- τα θέλει ο κώλος σου! βλ. συνηθέστ. τα θέλει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- τα ’κανε σαν τον κώλο του, α. απέτυχε εντελώς να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «πήγε δήθεν να τους συμφιλιώσει και τα ’κανε σαν τον κώλο του». β. έκανε πολύ κακότεχνη δουλειά: «του ’δωσα να κάνει κάτι σχέδια και τα ’κανε σαν τον κώλο του»·
- τα κάνω κώλο(ς) αποτυχαίνω εντελώς σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση: «είπα να βοηθήσω κι εγώ, αλλά τα ’κανα κώλο»·
- τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, βλ. λ. βρακί·
- της μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου, της θειας σου) ο κώλος, α. έκφραση έντονης αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «της γιαγιάς σου ο κώλος, που έγιναν τα πράγματα έτσι». β. εκστομίζεται και ως βρισιά·
- τι λέει ο κώλος σου! βλ. φρ. τι λέει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- το ’κανα κώλο(ς), (για μηχανήματα) το κατάστρεψα: «μου ’δωσε τ’ αυτοκίνητό του για μια μέρα και το ’κανα κώλος»·
- το κάνει απ’ τον κώλο, α. (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη ή συνηθίζει να δέχεται τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «δεν το περίμενε κανένας πως τέτοιος άντρας θα μπορούσε να το κάνει απ’ τον κώλο || το κάνει απ’ τον κώλο, γιατί κρατάει την παρθενιά της για την τιμή του αντρού της». β. ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, συνηθίζει να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να το κάνει απ’ τον κώλο»·
- τον βγάζω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον διώχνω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει, ανάλογα με το ποιόν του ανθρώπου ή τις γνώσεις του είναι και τα έργα του: «πρόσεξε ποιους θα διαλέξεις για συνεργάτες σου, γιατί τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει»·
- τον κώλο μου μυρίστε! ειρωνική, κοροϊδευτική ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει με το ορίστε επειδή δεν άκουσε ή δεν κατάλαβε κάτι που του είπαμε·
- τον κώλο σου κάτω να χτυπάς! ή τον κώλο σου να χτυπάς κάτω! βλ. φρ. που να χτυπάς τον κώλο σου(!)·
- τον (την, το) παίρνει από τον κώλο (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «αν είναι δυνατόν ένα τόσο ωραίο παιδί να τον παίρνει απ’ τον κώλο! || δεν τον νοιάζει αν είναι ασχημούλα η γυναίκα, αρκεί να τον παίρνει απ’ τον κώλο»·
- τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού ή τον πέρασε απ’ του βελονιού τον κώλο, τον καταξεφτίλισε: «τον είχε μεγάλο άχτι και μόλις τον συνάντησε τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού»·
- τον πετώ σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον Τούρκο φίλευε, τον κώλο σου φύλαγε, βλ. λ. Τούρκος·
- τον τρώει ο κώλος (του), α. του έχει γίνει έμμονη ιδέα να κάνει κάτι που υπάρχει περίπτωση να έχει αρνητικές συνέπειες σε βάρος του: «κέρδισε κάτι λεφτά στο λαχείο και τον τρώει ο κώλος του να πάει να παίξει στο καζίνο». β. με τον τρόπο που ενεργεί ή συμπεριφέρεται, είναι σαν να επιδιώκει να πάθει κάτι κακό: «πες του να καθίσει φρόνιμα και να πάψει να μ’ ενοχλεί, γιατί τον τρώει ο κώλος του». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- του άνοιξα τον κώλο, του επέβαλα τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον ξευτέλισα, τον τιμώρησα σκληρά: «δεν είναι τόσο άντρας όσο νομίζεις, γιατί προχθές βράδυ του άνοιξα τον κώλο || τον είχα τόσο άχτι, που με την πρώτη ευκαιρία του άνοιξα τον κώλο»·
- του βάζω νέφτι στον κώλο, βλ. λ. νέφτι·
- του βγάζω τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο, λ. πάτος·
- του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω), λ. πάτος·
- του γαμώ τον κώλο, α. τον κατεξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε τον κώλο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, τον έπιασε ο πατέρας του και του γάμησε τον κώλο || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τον κώλο». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του έσκισε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του ξέσκισε τον κώλο·
- του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται, βλ. λ. γυναίκα·
- του ’κανα τον κώλο να! βλ. συνηθέστ. φρ. του ’κανα τη σούφρα να! λ. σούφρα·
- του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι, του επέβαλα αλλεπάλληλες φορές τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον καταβασάνισα, τον καταταλαιπώρησα: «του ανέθεσα την πιο δύσκολη δουλειά του εργοστασίου και του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι»·
- του κόβω τον κώλο, τον τιμωρώ σκληρά, παραδειγματικά: «αφού δεν έπαιρνε από λόγια, του ’κοψε κι αυτός τον κώλο για να μάθει άλλη φορά ν’ ακούει»·
- του κώλου, (για πράγματα ή θεάματα) που δεν έχει καθόλου αξία, ποιότητα, που είναι ελεεινό: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο του κώλου || είδαμε ένα έργο του κώλου»·
- του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του κώλου τα εννιάμερα! αηδίες, ανοησίες, βλακείες: «αυτά που λες είναι του κώλου τα εννιάμερα!»·
- του (της) ξέσκισε τον κώλο, α. του (της) επέβαλε βίαια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησε σκληρά, παραδειγματικά: «μόλις έμαθε ο διευθυντής του πως έκανε πάλι κοπάνα, του ξέσκισε τον κώλο». β. τον (την) καταξεφτίλισε: «επειδή έμαθε πως συνέχεια τον κατηγορούσε, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του ξέσκισε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. του (της) ξέσκισε τα βάρδουλα / του (της) ξέσκισε τα κωλοβάρδουλα / του (της) ξέσκισε τον πάτο·
- του ’πιασα τον κώλο, α. τον εξαπάτησα, τον κορόιδεψα: «περνιόταν για έξυπνος, αλλά του ’πιασα τον κώλο κι ησύχασε». β. τον υποχρέωσα να πληρώσει για αγορά ή για διασκέδαση, που του πρόσφερα, ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «ήρθε στο μαγαζί να διασκεδάσει ο τάδε βιομήχανος με την παρέα του κι όταν μου ζήτησε το λογαριασμό, του ’πιασα τον κώλο»·
- του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- τους ξεσκίσαμε τον κώλο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους ξεσκίσαμε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία  με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. τους ξεσκίσαμε τα βάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τα κωλοβάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τον πάτο·
- τους σκίσαμε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. τους ξεσκίσαμε τον κώλο·
- τρίβω τον κώλο μου, αδιαφορώ, δε με νοιάζει: «εμείς προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να σε βολέψουμε σε κάποια δουλειά κι εσύ τρίβεις τον κώλο του»·
- τσούζει ο κώλος μου, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω: «έτσουξε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά»·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! λέγεται για κάποιον που έχει το μυαλό του συνέχεια στο φαγητό, που είναι μεγάλος φαγάς: «δεν κάνει άλλη δουλειά όλη τη μέρα παρά φάε στόμα, χέσε κώλο!»·
- φιλώ κώλους, βλ. συνηθέστ. φιλώ κατουρημένες ποδιές, λ. ποδιά·
- φυλάω τον κώλο μου, προσέχω πάρα πολύ, παίρνω τα κατάλληλα μέτρα για να μην πάθω κάτι κακό: «να δεις πώς φυλάει τον κώλο του, απ’ τη μέρα που του την έφερε ο καλύτερος φίλος του!»·
- χέζει με ξένο κώλο, ενεργεί με τη βοήθεια αλλουνού: «δεν είναι άξιος άνθρωπος, γιατί χέζει με ξένο κώλο»·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε, βλ. λ. ξυλιά·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο, πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά·
- χώσ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με ένα ποσό ή που μας επιδεικνύει τα λεφτά του. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση·
- χώσ’ το στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. β. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο πράγμα·
- ως και τον κώλο μου γάμησα, έχω άπειρες εμπειρίες στη ζωή μου: «εμένα μη μου κάνεις τον έξυπνο, γιατί στην ηλικία που βρίσκομαι, αγόρι μου, ως και τον κώλο μου γάμησα».

λέξη

λέξη, η, ουσ. [<αρχ. λέξις <λέγω], η λέξη· ως επιφών. λέξη! (συμβουλευτικά ή απειλητικά) μην πεις τίποτα, σιωπή(!): «ό,τι δεις κι ό,τι ακούσεις, εσύ λέξη!». Συνών. άχνα! / κιχ! / μιλιά! / τσιμουδιά(!). Υποκορ. λεξούλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 42 φρ.)·
- αρπάζεται απ’ τις λέξεις, βλ. φρ. πιάνεται απ’ τις λέξεις·
- δε βγάζω λέξη, α. δε λέω τίποτα, σωπαίνω: «όταν μιλάει κάποιος που ξέρει πιο πολλά από μένα, τον ακούω προσεκτικά και δε βγάζω λέξη». Συνών. δε βγάζω άχνα (α) / δε βγάζω κιχ (α) / δε βγάζω μιλιά (α) / δε βγάζω τσιμουδιά (α). β. δεν μπορώ να κατανοήσω το παραμικρό από κάποιο λογοτεχνικό ή άλλο κείμενο είτε γιατί είναι κακογραμμένο είτε γιατί διατυπώνονται δύσκολα ή άγνωστα νοήματα για μένα: «διαβάζω το τάδε βιβλίο και θα το παρατήσω στη μέση, γιατί δε βγάζω λέξη». γ. δεν μπορώ να διαβάσω ούτε λέξη από ένα κακογραμμένο χειρόγραφο κείμενο: «μου ’στειλε ένα σημείωμα, αλλά δε βγάζω λέξη, γιατί έχει κάτι γράμματα σαν ψείρες». δ. δεν μπορώ να καταλάβω το παραμικρό από αυτά που μου λέει κάποιος: «μου μιλάει κουλτουριάρικα και δε βγάζω λέξη απ’ αυτά που μου λέει»· 
- δε βγάζω λέξη απ’ τα χείλη μου, βλ. φρ. δε λέω λέξη·
- δε βγάζω λέξη απ’ το στόμα μου, βλ. φρ. δε λέω λέξη·
- δε θα βγάλεις λέξη, (συμβουλευτικά ή απειλητικά) δε θα πεις απολύτως τίποτα: «ό,τι και να σε ρωτήσουν, δε θα βγάλεις λέξη». Συνών. δε θα βγάλεις άχνα / δε θα βγάλεις κιχ / δε θα βγάλεις μιλιά / δε θα βγάλεις τσιμουδιά·
- δε θα πεις λέξη, βλ. φρ. δε θα βγάλεις λέξη·
- δε θέλω λέξη, δε θέλω να ακουστεί τίποτα, ιδίως παράπονο, αντίρρηση, αμφιβολία, είμαι αποφασισμένος να κάνω αυτό που εγώ νομίζω σωστό και να το επιβάλλω και στους άλλους: «θα δουλέψεις σύμφωνα με τις υποδείξεις μου και δε θέλω λέξη || θα σηκωθείς αμέσως τώρα και θα τρέξεις να μου φέρεις αυτό που σου ζήτησα, και δε θέλω λέξη». Συνών. δε θέλω κουβέντα / δε θέλω μιλιά·
- δε λέω λέξη, δε λέω τίποτα, σωπαίνω: «όσο και να με μαλώνει ο πατέρας μου, δε λέω λέξη»·
- δε σταυρώνω λέξη, δεν προλαβαίνω να πω τίποτα, δεν έχω τη δυνατότητα να πω τίποτα: «όταν αρχίζει να μιλάει ο τάδε, το στόμα του βγάζει φωτιές και δε σταυρώνω λέξη»·
- δεν έβγαλε λέξη, βλ. φρ. δεν είπε λέξη·
- δεν είπε λέξη, δε μίλησε καθόλου, δεν αποκάλυψε το παραμικρό από κάτι που έπρεπε να μείνει κρυφό: «όσο κι αν τον πίεσαν στην Ασφάλεια ν’ αποκαλύψει τι ήξερε για τη ληστεία, αυτός δεν είπε λέξη»·
- δεν καταλαβαίνω λέξη, βλ. φρ. δε βγάζω λέξη·  
- δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, (απειλητικά) δεν ενήργησα ακόμη αποφασιστικά, δεν κοινοποίησα ακόμη την τελική μου κρίση: «μπορεί τώρα να χαίρεται που με ξεγέλασε, αλλά δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη»·
- δεν ξέρω λέξη, α. είμαι εντελώς άσχετος με κάποια ξένη γλώσσα: «θα συναντηθώ με κάποιον Ιταλό για μια δουλειά και δεν ξέρω τι να κάνω, γιατί δεν ξέρω λέξη». β. (για μαθητές) είμαι εντελώς αδιάβαστος: «την άλλη ώρα έχουμε Γεωγραφία και δεν ξέρω λέξη»·
- δεν παίρνεις λέξη απ’ τα χείλη του, βλ. φρ. δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του·  
- δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, δεν πρόκειται να τον κάνεις να μιλήσει, ιδίως να αποκαλύψει κάποιο μυστικό που του το εμπιστεύτηκε κάποιος: «ό,τι και να του τάξεις, άμα δε θέλει, δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του»·
- δεν πιστεύω λέξη, θεωρώ αυτά που λέει κάποιος πέρα για πέρα ψέμα: «μην συνεχίσεις άλλο, γιατί δεν πιστεύω λέξη απ’ αυτά που μου λες»·
- δεν του παίρνεις λέξη, βλ. φρ. δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του·
- είπαμε δυο λέξεις, α. συζητήσαμε πολύ σύντομα: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε κι είπαμε γενικά δυο λέξεις». β. κάναμε μια βιαστική, μια πρόχειρη αναφορά πάνω σε ένα θέμα: «είπαμε δυο λέξεις για το γνωστό θέμα, αλλά θα ξανασυναντηθούμε για να το κουβεντιάσουμε με λεπτομέρειες»·
- είπαν δυο λέξεις παραπάνω, βλ. φρ. είπαν δυο λόγια παραπάνω, λ. λόγος·
- είπε τη μαγική λέξη, είπε σε παρακαλώ: «αν δεν πεις τη μαγική λέξη, δε θα σε βοηθήσω». Από το ότι όλο και περισσότερο οι άνθρωποι φέρονται με αγενή ή με αυταρχικό τρόπο·
- έχει την τελευταία λέξη, βλ. συνηθέστ. έχει τον τελευταίο λόγο·
- η τελευταία λέξη, η τελική κρίση, η τελική απόφαση σε ένα ζήτημα, σε μια υπόθεση: «απ’ την τελευταία λέξη του διευθυντή θα καταλάβουμε αν θα συνεχιστεί η δουλειά ή όχι»·
- η τελευταία λέξη της μόδας, η πιο πρόσφατη, η πιο σύγχρονη μόδα ή νοοτροπία: «ήταν ντυμένος με την τελευταία λέξη της μόδας || τα οικογενειακά πάρτι είναι η τελευταία λέξη της μόδας»·
- θα σου πω δυο λέξεις, βλ. φρ. θα σου πω δυο λόγια, λ. λόγος·
- θέλει να ’χει πάντα την τελευταία λέξη, βλ. φρ. θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, λ. λόγος·
- κατά λέξη, (ιδίως για μετάφραση) με απόλυτη πίστη στο πρωτότυπο, ακολουθώντας πιστά το πρωτότυπο: «τα εμπορικά κείμενα, πρέπει να μεταφράζονται κατά λέξη»· βλ. και φρ. λέξη προς λέξη·
- λέει την τελευταία λέξη, βλ. φρ. λέει τον τελευταίο λόγο·
- λέξη προς λέξη, α. με την παραμικρή λεπτομέρεια, ακριβώς όπως έγινε ή ειπώθηκε κάτι και χωρίς να παραληφθεί τίποτα: «ήρθε ο τάδε και μου είπε λέξη προς λέξη τι ψευτιές κάθεσαι και διαδίδεις για μένα». β. πολύ προσεκτικά: «διάβασα το γράμμα σου λέξη προς λέξη πριν πάρω την απόφασή μου || διόρθωσα το κείμενό σου λέξη προς λέξη»· βλ. και φρ. κατά λέξη·
- λέξη κλειδί, που αποκωδικοποιεί κωδικοποιημένη φράση ή κείμενο ή που διαλευκαίνει μπερδεμένη ή περίπλοκη υπόθεση: «η λέξη κλειδί στο κωδικοποιημένο σήμα που πήραμε ήταν η τάδε»·
- με δυο λέξεις, βλ. φρ. με δυο λόγια, λ. λόγος·
- με μια λέξη, βλ. φρ. με δυο λέξεις·
- με όλη τη σημασία της λέξης, βλ. λ. σημασία·
- μη βγάλεις λέξη! ή να μην βγάλεις λέξη! να μην πεις τίποτα, να σιωπήσεις: «ό,τι και ν’ ακούσεις, ό,τι και να δεις, μη βγάλεις λέξη»· βλ. φρ. δε θέλω λέξη·
- μην ακούσω λέξη! ή να μην ακούσω λέξη! βλ. λ. δε θέλω λέξη·
- μην πεις λέξη! ή να μην πεις λέξη! βλ. φρ. δε θέλω λέξη·
- παίζω με τις λέξεις, δίνω ηθελημένα άλλο νόημα στις λέξεις από αυτό που έχουν, μόνο και μόνο για να κάνω καλαμπούρι, για να κάνω λογοπαίγνιο ή χρησιμοποιώ λέξεις με διφορούμενο νόημα, με διπλή σημασία για να μη διατυπώσω κάτι με σαφήνεια: «θέλω να μιλήσεις καθαρά και να πάψεις επιτέλους να παίζεις με τις λέξεις»·
- πες του δυο λέξεις! βλ. φρ. πες του δυο λόγια! λ. λόγος·
- πες του καμιά λέξη! βλ. φρ. πες του καμιά κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πιάνεται απ’ τις λέξεις, ερμηνεύει τα όσα λέει ή γράφει κάποιος με τη σημασία των λέξεων που του συμφέρει, ή εκνευρίζεται από την κυριολεξία κάποιου: «πρόσεχε τι υπόσχεσαι και τι λες, όταν κάνεις κουβέντα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί πιάνεται απ’ τις λέξεις || πρέπει να είσαι προσεκτικός, όταν μιλάς μαζί του, γιατί πιάνεται απ’ τις λέξεις και μπορεί να σου δημιουργήσει πρόβλημα»·
- συμφωνώ στις λέξεις (με κάποιον), βλ. φρ. συμφωνώ στα λόγια (με κάποιον), λ. λόγος·
- τρώει τις λέξεις, δεν προφέρει ολόκληρες τις λέξεις, παραλείπει συλλαβές: «όταν βιάζεται να πει κάτι, θα παρατηρήσεις πως τρώει τις λέξεις».  

λόγος

λόγος, ο, πλ. λόγοι, οι κ. λόγια κ. λόια, τα, ουσ. [<αρχ. λόγος <λέγω], ο λόγος. 1. το κήρυγμα, η αγόρευση, η διάλεξη: «ο λόγος του προέδρου μας, ήταν πάρα πολύ ωραίος». 2. η αφορμή, η αιτία: «ποιος ήταν ο λόγος που μαλώσατε;». 3. ο σκοπός: «ποιος είναι ο λόγος της επίσκεψής σου;». 4. στον πλ. τα λόγια, η ομιλία, η συνομιλία, η κουβέντα: «αφήστε τα λόγια και πάμε να φύγουμε, γιατί αργήσαμε». 5. σε τριπλή επανάληψη λόγια, λόγια, λόγια, δηλώνει την αγανάκτησή μας για υποσχέσεις που μας δίνονται τακτικά από κάποιον ή κάποιους, αλλά δεν πραγματοποιούνται: «δε θέλω κουβέντα για τους πολιτικούς, γιατί σε κάθε προεκλογική περίοδο λόγια, λόγια, λόγια, και μετά τις εκλογές, μην τους είδατε μην τους απαντήσατε». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, λόγια, λόγια σπάσαν τα ρολόγια). Υποκορ. λογάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια). (Ακολουθούν 353 φρ.)·
- αγοράζω λόγια (από κάποιον), ενώ προσποιούμαι τον αδιάφορο, ακούω προσεκτικά αυτά που λέει κάποιος, για να δω αν είναι κάτι που με αφορά ή για να τα μεταφέρω σε αυτόν που του αφορούν: «έκανε πως χάζευε έξω απ’ το παράθυρο αλλά, όση ώρα μιλούσε ο άλλος, αυτός αγόραζε λόγια»·
- άδεια λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- αθετώ το λόγο μου, βλ. φρ. πατώ το λόγο μου·
- άκου λόγια! ή άκουσε λόγια! α. έκφραση που δηλώνει συμφωνία ή αποδοχή: «εντέλει θα ’ρθεις μαζί μας; -Άκου λόγια!», δηλ. βεβαίως θα έρθω. β. τι απαράδεκτα λόγια είναι αυτά που λέγονται(!): «άκου λόγια που κάθεται και λέει ο τύπος για τον πατέρα του!»·
- ακούγονται λόγια (για κάποιον), διαδίδονται, ιδίως κακά πράγματα για κάποιον: «ακούγονται λόγια για τον τάδε, πως έμπλεξε με τα ναρκωτικά»·
- ακούω κακά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται αρνητικά για μένα ή για κάποιον: «χωρίς να έχω κάνει κάτι κακό, ακούω κακά λόγια για μένα || όπου και να πάω, ακούω κακά λόγια γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- ακούω καλά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται θετικά για μένα ή για κάποιον: «νιώθω μεγάλη χαρά, γιατί όπου κι αν σταθώ, ακούω καλά λόγια για την αφεντιά μου || είναι καλός άνθρωπος και πάντα ακούω καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- ακούω λόγια ή ακούω τα λόγια ή ακούω τα λόγια μου, δέχομαι αυστηρές παρατηρήσεις, επιπλήξεις από κάποιον: «εσείς κάνετε τις βλακείες κι εγώ ακούω λόγια απ’ το διευθυντή || θα πάω νωρίς σήμερα στο σπίτι, γιατί θ’ ακούσω τα λόγια απ’ τον πατέρα μου || όταν κατάλαβε ο πατέρας μου πως τα είχα τσούξει, άκουσα τα λόγια μου»·
- άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, ειρωνική ή επιθετική προτροπή σε κάποιον, που προσπαθεί να αποτρέψει την κουβέντα από το θέμα που συζητείται είτε γιατί δεν τον συμφέρει είτε γιατί αντιλαμβάνεται πως θα αποβεί σε βάρος του και έχει την έννοια να μην αλλάξει θέμα, αν θέλει να μη μαλώσουμε: «εμ βέβαια, ό,τι δεν σε συμφέρει, άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, όμως αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις!». Η φρ. αποδίδεται στο στρατηγό Μακρυγιάννη· (βλ. Τάκη Νατσούλη, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 44)·
- αλλάζει τα λόγια του, βλ. φρ. γυρίζει τα λόγια του·
- αλλάζω τα λόγια του, τα διαστρεβλώνω, τα διαστρέφω: «εγώ δεν είπα τέτοια πράγματα και μην αλλάζεις, σε παρακαλώ, τα λόγια μου»·
- αλλάξαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- αλλάξαμε βαριά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «δε θέλω να τον δω ξανά μπροστά μου, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε βαριές κουβέντες·
- αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, παρεκτραπήκαμε και μιλήσαμε σε έντονο ύφος: «η διαφωνία μας άρχισε σαν αστείο, όμως στο τέλος αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω και να παραλίγο να ερχόμασταν και στα χέρια». Συνών. αλλάξαμε δυο κουβέντες παραπάνω·
- αλλάξαμε λόγια, ανταλλάξαμε βρισιές, φιλονικήσαμε: «επειδή κάποτε αλλάξαμε λόγια, δεν πάει να πει πως για μια ζωή δε θα μιλιόμαστε κιόλας!». Συνών. αλλάξαμε κουβέντες·
- αλλάξαμε πικρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πίκραναν: «πάνω σε μια άτυχη στιγμή, αλλάξαμε πικρά λόγια που εκ των υστέρων μετανιώσαμε». Συνών. αλλάξαμε πικρές κουβέντες·
- αλλάξαμε σκληρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πλήγωσαν ηθικά και ψυχικά: «δεν πρόκειται να μιλήσω ξανά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε σκληρές κουβέντες·
- άνευ λόγου ή άνευ λόγου και αιτίας, βλ. φρ. χωρίς λόγο·
- απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας, βλ. λ. βλακεία· 
- από δουλειά ούτε λόγος, βλ. λ. δουλειά·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, βλ. λ. δουλειά·
- από λόγια άλλο τίποτα, υπόσχεται πολλά, χωρίς συνήθως να τα πραγματοποιεί:  «κάθε τόσο μου υπόσχεται πως θα με πάρει στη δουλειά του, αλλά από λόγια άλλο τίποτα»·
- από λόγο σε λόγο, με την κουβέντα, κατά τη διάρκεια της κουβέντας, καθώς εξελισσόταν η συζήτηση: «από λόγο σε λόγο δεν καταλάβαμε πότε πέρασε η ώρα»·
- από υγεία ούτε λόγος, βλ. λ. υγεία·
- αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, θύμωσα, νευρίασα από αυτά που έλεγε: «κατηγορούσε τους πάντες κι αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, γι’ αυτό πλακώθηκα μαζί του»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- αρπάχτηκαν με τα λόγια, λογόφεραν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, αρπάχτηκαν με τα λόγια κι ακούστηκαν μέχρι την παραλία»·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, βλ. λ. γάιδαρος·
- άσ’ τα λόγια, άφησε τις δικαιολογίες:  «ασ’ τα λόγια και πες μου, γιατί με κατηγόρησες;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε· βλ. και φρ. δεν αφήνεις τα λόγια(!)·
- άσ’ τα λόγια τα πολλά ή άσ’ τα πολλά λόγια, επιθετική αλλά και ειρωνική έκφραση σε άτομο που προσπαθεί να δικαιολογηθεί προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες να γίνει ολιγόλογο και σαφές: «ας’ τα πολλά λόγια και πες μου, γιατί την έκανες κοπάνα απ’ τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος είν’ αυτός που σε κοιτά με την καφέ γραβάτα, άσε τα λόγια τα πολλά και μίλα μου σταράτα 
- άσχημα λόγια, λόγια άσεμνα, αισχρά: «ό,τι άσχημα λόγια ακούει ο μικρός στους δρόμους, έρχεται και μας τα λέει στο σπίτι»·
- αυτά είναι λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- βάζω λόγια, α. ενθαρρύνω, υποκινώ κάποιους με αυτά που λέω να μαλώσουν, σπέρνω διχόνοια: «κι ενώ τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει, αυτός άρχισε να βάζει πάλι λόγια μέχρι που οι άλλοι αρπάχτηκαν στα χέρια». β. κατηγορώ, συκοφαντώ: «άρχισε να βάζει λόγια στο φίλο του πως η γυναίκα του τον απατούσε κι αυτός πήγε στο σπίτι και την έσπασε στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: όταν με βλέπεις και περνάω κλείνεις το παραθύρι σου, έμαθα πως σου βάζει λόγια κάποια ζηλιάρα φίλη σου)· βλ. και φρ. τους βάζω σε λόγια·
- βάζω λόγια στο στόμα του, λέω κάτι κακό για κάποιον και ισχυρίζομαι πως το είπε τάχα το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «αφού ξέρω πως εσύ κατηγόρησες τον τάδε, γιατί βάζεις λόγια στο στόμα του φίλου μου;»·
- βαραίνει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «πολύς κόσμος τον συμβουλεύεται, γιατί βαραίνει ο λόγος του»·
- βαριά λόγια, λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν βαριά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δε με θέλει η πεθερά μου επειδή είμαι φτωχειά κι όλο με κακοκαρδίζει και μου λέει λόγια βαριά
- βαστώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- βγάζω λόγο, αναπτύσσω κάποιο θέμα μπροστά σε ακροατήριο, που βρίσκεται συνήθως σε ανοικτό χώρο: «ο αρχηγός του τάδε κόμματος, θα βγάλει λόγο το βράδυ στη πλατεία Αριστοτέλους»·
- βγήκαν τα λόγια μου, επαληθεύτηκαν: «απ’ την αρχή τον συμβούλευα να μη συνεταιριστεί μαζί του, γιατί είναι απατεώνας, ώσπου στο τέλος βγήκαν τα λόγια μου, γιατί την πάτησε»·
- για κανέναν λόγο, σε καμιά περίπτωση: «για κανέναν λόγο δε θα σε βοηθήσω, γιατί αποδείχτηκες αχάριστος άνθρωπος»·
- για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω ανωτέρας βίας, βλ. λ. βία·
- για λόγους ασφαλείας, για την αποτροπή κινδύνου: «κρατώ μια απόσταση από το προπορευόμενο αυτοκίνητο για λόγους ασφαλείας»·
- για λόγους τιμής, λέγεται για πράξη που γίνεται από κάποιον, όταν νιώθει να προσβάλλεται η υπόληψή του, η αξιοπρέπειά του, η τιμή του: «σκότωσε το βιαστή της αδερφής του για λόγους τιμής»·
- (για) μάζεψε τα λόγια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να μιλάει ειρωνικά, απειλητικά ή επιθετικά εναντίον μας ή εναντίον φιλικού μας προσώπου, γιατί θα ενεργήσουμε δυναμικά σε βάρος του: «για μάζεψε τα λόγια σου, γιατί αρκετά σε ανέχτηκα». (Κρητική μαντινάδα: αν σου τηνε χαρίζανε να τη γυρνούσες πίσω, για μάζεψε τα λόγια σου μη σε καταχερίσω). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το γιατί α(!)·
- για ποιο λόγο; α. για ποιο σκοπό(;): «για ποιο λόγο θα ταξιδέψεις στο εξωτερικό;». β. για ποια αφορμή ή αιτία(;): «για ποιο λόγο μαλώσατε; || για ποιο λόγο έφυγες νωρίς χτες βράδυ;»·
- (για) συμμάζεψε τα λόγια σου! βλ. φρ. (για) μάζεψε τα λόγια σου(!)·
- για του λόγου το ασφαλές, πράξη, ενέργεια ή επιχείρημα που γίνεται ή δίνεται επιπλέον ως αποδεικτικό στοιχείο για να στηριχθεί ή να αποδειχθεί η ορθότητα των όσων υποστηρίζει κάποιος: «το τζάμι της τραπεζαρίας, θα το έσπασε κάποιο παιδί απ’ το δρόμο και για του λόγου το ασφαλές, να και η πέτρα που βρήκα στο πάτωμα». Πρβλ.: καί τό πνεῦμα ἐν εἴδη περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές (Απολυτίκιο των Θεοφανίων)·
- γίνεται λόγος, α. σχολιάζεται δημόσια: «τον τελευταίο καιρό γίνεται λόγος για υποτίμηση της δραχμής». β. συζητείται, κουβεντιάζεται: «μια και γίνεται λόγος γι’ αυτό το θέμα, θα ήθελα να πω τα εξής»·
- γίνεται πολύς λόγος, συζητείται, σχολιάζεται ευρέως: «γίνεται πολύς λόγος τον τελευταίο καιρό για τις τηλεφωνικές υποκλοπές»·
- γλυκά λόγια, τα γλυκόλογα: «την πήρε κατά μέρος και με διάφορα γλυκά λόγια προσπαθούσε να την καλοπιάσει». (Λαϊκό τραγούδι: στο τραπέζι που τα πίνω λείπει το ποτήρι σου λείπουν τα γλυκά σου λόγια π’ άκουγα απ’ τα χείλη σου
- γυρεύει το λόγο κι από πάνω, βλ. φρ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- γυρίζει τα λόγια του, λέει διαφορετικά πράγματα από κείνα που έλεγε προηγουμένως: «πρόσεχε πώς θα τα πει, γιατί είναι συνηθισμένος να γυρίζει τα λόγια του || όταν του έδωσαν τα λεφτά που τους ζήτησε, γύρισε τα λόγια του στην κατάθεσή του»·
- δάσκαλε που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- δε βλέπω το λόγο, δεν μπορώ να εξηγήσω την αιτία, το λόγο που θέλει να κάνει κανείς κάτι: «αφού όλα δουλεύουν μια χαρά, δε βλέπω το λόγο που θέλεις να κάνεις αλλαγές στο πρόγραμμα παραγωγής». Συνών. δε βλέπω το γιατί·
- δε βρίσκω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω κάποιο συναίσθημά μου ή να κρίνω κάτι καλό ή κακό: «δε βρίσκω λόγια να σ’ ευχαριστήσω || δε βρίσκω λόγια να χαρακτηρίσω αυτή την απαράδεκτη συμπεριφορά σου»·
- δε βρίσκω το λόγο να…, βλ. φρ. δε βλέπω το λόγο να(…)·
- δε γίνεται λόγος, φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας ευχαριστεί για κάποια εξυπηρέτηση που του κάναμε ή που θα του κάνουμε: «σ’ ευχαριστώ πολύ για τα δανεικά που μου ’δωσες. -Δε γίνεται λόγος || δεν πιστεύω να σε ταλαιπωρώ που θα σε κουβαλήσω αύριο στο σπίτι μου; -Δε γίνεται λόγος»·
- δε δίνει λόγο σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν λόγο, βλ. συνηθέστ. δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν, λ. λογαριασμός·
- δε θέλω λόγια, βλ. φρ. να λείπουν τα λόγια·
- δε θέλω δεύτερο λόγο, κατηγορηματική δήλωση σε κάποιον, να ενεργήσει σύμφωνα με τον τρόπο που του υποδεικνύουμε χωρίς να του δίνουμε το δικαίωμα να αρνηθεί ή να υποδείξει έναν άλλον τρόπο ενέργειας: «θα κάνεις αυτό που σου λέω και δε θέλω δεύτερο λόγο»·
- δε θέλω πολλά λόγια μαζί του, δε θέλω, δεν επιδιώκω ιδιαίτερες επαφές, ιδιαίτερες σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «έχω μάθει πως δεν είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό δε θέλω πολλά λόγια μαζί του·
- δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, είναι κακόβουλος, φθονερός: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε για μένα, γιατί δε λέει καλό λόγο για κανέναν»·
- δε μου πέφτει λόγος, α. δε δικαιούμαι να μιλήσω για το θέμα που γίνεται λόγος, γιατί  δεν είναι της αρμοδιότητάς μου ή γιατί δεν ανήκει στη δικαιοδοσία μου: «για το θέμα που συζητάτε δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, γιατί δε μου πέφτει λόγος». (Λαϊκό τραγούδι: πάρτο απόφαση πως δε σου πέφτει λόγος η γυναίκα πρέπει να ’ναι πάντα υπό). β. δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει αυτό που μου λέει κάποιος: «κάνε ό,τι θέλεις, γιατί δε μου πέφτει λόγος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμένα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο για κανέναν, βλ. φρ. δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα για κανέναν, λ. κουβέντα·
- δεκάρικος λόγος, ομιλία που είναι ασήμαντη, που δεν έχει κανένα περιεχόμενο, καμιά ουσία: «στο τέλος μας έβγαλε κι ο πρόεδρος έναν δεκάρικο λόγο κι ύστερα ακολούθησε η ψηφοφορία»· βλ. και λ. δεκάρικος·
- δεν ακούει τα λόγια κανενός, αδιαφορεί για τις νουθεσίες, για τις συμβουλές που του δίνουν: «είναι τόσο πεισματάρικο παιδί, που δεν ακούει τα λόγια κανενός»·
- δεν αφήνεις τα λόγια! προτροπή σε κάποιον να πάψει να δικαιολογείται άλλο: «δεν αφήνεις τα λόγια και πες μου, γιατί κάθε τόσο κάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- δεν είπα ακόμη τον τελευταίο λόγο, βλ. συνηθέστ. δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- δεν έπιασε ο λόγος του, δεν έπεισε: «τον έφερα για μάρτυρα υπεράσπισης στο δικαστήριο, αλλά δεν έπιασε ο λόγος του»· βλ. και φρ. δεν πιάνει ο λόγος του·
- δεν έχουμε πολλά λόγια, βλ. συνηθέστ. δεν έχουμε πολλές κουβέντες, λ. κουβέντα·
- δεν έχω λόγια για να… ή δεν έχω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω αυτό που νιώθω, αυτό που αισθάνομαι ιδίως για κάτι καλό και πιο σπάνια για κακό: «δεν έχω λόγια για να σ’ ευχαριστήσω για το καλό που μου ’κανες || δεν έχω λόγια να σ’ ευχαριστήσω για τη βοήθεια που μου πρόσφερες || ήταν τόσο απαίσια η πράξη σου που δεν έχω λόγια να τη χαρακτηρίσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγια να σου πω, τσαχπίνικο κουκλί μου· σου λέω, φως μου, σ’ αγαπώ, εσύ ’σαι η ζωή μου
- δεν έχω λόγο, δεν πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «κανείς δεν μπορεί να μου πει πως δεν έχω λόγο, γιατί πάντα κρατώ το λόγο μου»·
- δεν έχω λόγο για να… ή δεν έχω λόγο να…, δεν έχω κάποια αιτία ή δικαιολογία για να κάνω κάτι: «δεν έχω λόγο για να ’ρθω κι εγώ μαζί σας να υποδεχτώ τον τάδε, γιατί δεν τον γνωρίζω || δεν έχω λόγο να τον κατηγορήσω, γιατί μου είναι αδιάφορος». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγο να κάνω πίσω, θα το ρισκάρω να σ’ αγαπήσω
- δεν καταλαβαίνει από λόγια, βλ. φρ. δεν παίρνει από λόγια·
- δεν παίρνει από λόγια, α. δεν ακούει τις συμβουλές που του λένε, κάνει του κεφαλιού του: «προσπάθησα πολλές φορές, να τον συμβουλέψω, αλλά δεν παίρνει από λόγια». β. δεν υποκύπτει σε αυτά που του λένε, δεν υποκύπτει σε παρακάλια, δεν υπαναχωρεί από την αρχική του απόφαση ή θέση: «έπεσαν όλοι απάνω του και τον παρακαλούσαν ν’ αποσύρει τη μήνυση, αλλά αυτός δεν παίρνει από λόγια»·
- δεν παίρνω πίσω το λόγο μου ή δεν παίρνω το λόγο μου πίσω, δεν αναιρώ, δεν αθετώ μια συμφωνία ή μια υπόσχεσή μου, είμαι σταθερός στο λόγο μου, μένω πιστός στο λόγο μου: «όταν δώσω μια υπόσχεση, δεν παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- δεν περνάει ο λόγος του, δεν εισακούεται, γιατί δεν έχει τις κατάλληλες γνώσεις, ιδίως γιατί δεν κατέχει κάποια ανώτερη θέση ή γιατί δεν έχει κοινωνική ή οικονομική ισχύ: «μην πας στον τάδε να σε βοηθήσει, γιατί δεν περνάει ο λόγος του»·
- δεν πιάνει ο λόγος του, δεν έχει ισχύ, βαρύτητα, δεν φέρνει αποτέλεσμα, δεν εισακούεται: «απ’ τη μέρα που παραιτήθηκε απ’ τη θέση του διευθυντή, δεν πιάνει ο λόγος του στην επιχείρηση»· βλ. και φρ. δεν έπιασε ο λόγος του·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- δεν υπάρχει λόγος, δε συντρέχει κάτι που να δικαιολογεί ή να κρίνει σκόπιμη κάποια ενέργειά μας, δεν είναι απαραίτητο: «δεν υπάρχει λόγος να προσλάβω νέο προσωπικό, γιατί αυτό που έχω, είναι ήδη υπεραρκετό || θα ’ρθεις κι εσύ μαζί μας; -Δεν υπάρχει λόγος»·
- δεν υπάρχουν λόγια για να…, πρόκειται για ανείπωτη κατάσταση, δεν είναι δυνατό να την εκφράσει, να την περιγράψει κανείς: «την αγαπώ τόσο πολύ που δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσω το τι νιώθω γι’ αυτή τη γυναίκα!». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, δεν υπάρχουν λόγια στην καρδιά μου να σ’ τα γράψω με φιλιά να σ’ τα πω. Λόγια, δεν υπάρχουνε λόγια για την τρέλα που νιώθω επειδή σ’ αγαπώ)· 
- δίνω βάση στα λόγια του, βλ. λ. βάση·
- δίνω λόγο, α. αρραβωνιάζομαι ανεπίσημα μια γυναίκα, δεσμεύομαι με υπόσχεση γάμου: «την Κυριακή θα πάει στους γονείς της να δώσει λόγο». β. απολογούμαι για κάτι, λογοδοτώ: «μια μέρα θα δώσεις λόγο γι’ αυτά που κάνεις»·
- δίνω λόγο των πράξεών μου, απολογούμαι, λογοδοτώ για τις πράξεις μου: «κάποτε έρχεται ώρα, που όλοι δίνουμε λόγο των πράξεών μας»·
- δίνω πίστη στα λόγια του, βλ. λ. πίστη·
- δίνω το λόγο (σε κάποιον), επιτρέπω, υποδεικνύω κάποιον να μιλήσει: «μετά την ομιλία του, ο πρόεδρος έδωσε το λόγο στον τάδε»·
- δίνω το λόγο μου, δεσμεύομαι, υπόσχομαι, εγγυούμαι προφορικά: «είναι άνθρωπος που, όταν σου δώσει το λόγο του για κάτι, τον κρατάει || δεν μπορώ να σου πουλήσω το οικόπεδο, γιατί έδωσα το λόγο μου στον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’δωσες το λόγο πως θα μ’ αγαπάς, μα εσύ ’σαι ψεύτρα και δεν τον τηράς
- δίνω το λόγο της τιμής μου, υπόσχομαι στην τιμή μου πως θα κάνω ή δε θα κάνω κάτι: «αφού σου ’δωσε το λόγο της τιμής του, να ’σαι σίγουρος πως θα κάνει αυτό που σου υποσχέθηκε». Ένας άντρας για να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο λόγο της τιμής του αναφέρεται στο λόγο της αντρικής του τιμής·
- έγινε πολύς λόγος για το τίποτα, δημιουργήθηκε έντονη συζήτηση, χωρίς να υπάρχει σπουδαία αφορμή ή αιτία: «μια κουβέντα είπε ο άνθρωπος πάνω στο θυμό του κι έγινε πολύς λόγος για το τίποτα»· βλ. και φρ. έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, λ. θόρυβος·
- είμαι σταθερός στο λόγος μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- είμαστε ακόμη στα λόγια, βρισκόμαστε ακόμη στις διαπραγματεύσεις, δε συμφωνήσαμε ακόμη: «δε φτάσαμε σε καμιά συμφωνία, γιατί είμαστε ακόμη στα λόγια»· βλ. και φρ. είμαστε ακόμη στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- είναι ακριβός στα λόγια του, α. έχει τη συνήθεια να μη μιλάει πολύ, είναι ολιγόλογος: «όλοι δίνουν βάση σ’ αυτά που λέει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του». β. πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «δεν ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του»·
- είναι ανάξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) που δεν έχει αξία, ενδιαφέρον, που είναι τόσο ασήμαντο, ώστε δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «μη στενοχωριέσαι για ένα πράγμα που είναι ανάξιο λόγου || είδα χτες βράδυ το τάδε κινηματογραφικό έργο, αλλά μην πας να το δεις, γιατί είναι ανάξιο λόγου»·
- είναι ανάξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι τόσο ασήμαντος, που δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «αν θέλεις να γίνει η δουλειά σου, μην πας στον τάδε, γιατί αυτός είναι ανάξιος λόγου»·
- είναι άξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) είναι σημαντικό, ενδιαφέρον, αξιόλογο: «είναι άξιο λόγου αυτό που παρατήρησες, γι’ αυτό και πρέπει να το κουβεντιάσουμε διεξοδικά || να πας να δεις το τάδε κινηματογραφικό έργο, γιατί είναι άξιο λόγου»· βλ. και φρ. είναι λόγου άξιο·
- είναι άξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι σημαντικός, αξιόλογος: «είναι άνθρωπος άξιος λόγου, γι’ αυτό και τον βάλαμε αμέσως στην παρέα μας»·
- είναι λόγου άξιο, αξίζει να ειπωθεί, να αναφερθεί: «εδώ, νομίζω πως είναι λόγου άξιο να σας πω, τι ακριβώς υποστηρίζει και ο τάδε || επίσης, είναι λόγου άξιο ν’ αναφέρω τη θετική στάση που κράτησε ο τάδε κατά την περίοδο της δικτατορίας»· βλ. και φρ. είναι άξιο λόγου·
- είναι μετρημένος στα λόγια του, μιλάει συνετά: «να δίνεις βάση σ’ αυτά που σου λέει αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι μετρημένος στα λόγια του»· βλ. και φρ. είναι ακριβός στα λόγια του·   
- είναι όλο λόγια ή είναι μόνο λόγια, δεν πραγματοποιεί όσα υπόσχεται ή όσα απειλεί πως θα κάνει: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί είναι όλο λόγια || δεν πραγματοποιεί καμιά απ’ τις φοβέρες του, γιατί είναι μόνο λόγια»·
- είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου, (κατηγορηματικά) δεν κρατώ την υπόσχεση που έδωσα σε κάποιον, αναιρώ απροκάλυπτα ή επιθετικά ό,τι υποσχέθηκα: «μπορεί να υποσχέθηκα να σε βοηθήσω αλλά, είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου»·
- είπαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε άσχημα λόγια·
- είπαμε βαριά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- είπαμε δυο λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια·
- είπαμε δυο λόγια παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω·
- είπαμε πικρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε πικρά λόγια·  
- είπαμε σκληρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε σκληρά λόγια·
- είπαν άσχημα λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. φρ. είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον)·
- είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον), τον κακολόγησαν δίκαια ή άδικα: «έμαθα, πως στο μπαράκι είπαν κακά λόγια για σένα || όπου κι αν ρώτησα, είπαν κακά λόγια για σένα»·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), μίλησαν επαινετικά γι’ αυτόν: «όπου κι αν ρώτησα, είπαν καλά λόγια για το γαμπρό μου»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! λέγεται από τρίτον στην περίπτωση που κάποιος εκφέρεται για κάποιον με εμπάθεια ή μειονεκτικά κάτι που επαναλαμβάνει εκ συστήματος και για άλλους: «να προσέχεις τον τάδε γιατί είναι κουμάσι. -Είπε πάλι τον καλό του το λόγο!»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, όπως συνηθίζει, μίλησε θετικά για κάποιον ή για κάτι: «όταν τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και θέλησε να μάθει για το ποιον του τάδε, είπε πάλι τον καλό του το λόγο»·
- είχαμε το λόγο σου, κουβεντιάζαμε, μιλούσαμε για σένα: «λίγο πριν έρθεις είχαμε το λόγο σου || προχτές που έλειπες απ’ την παρέα, είχαμε το λόγο σου»·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
- ένα λόγο είπα, βλ. φρ. μια κουβέντα είπα, λ. κουβέντα·
- ένας λόγος είναι αυτός, δηλώνει πως, εύκολα λέγεται κάτι και το υπονοούμενο είναι πως, δύσκολα πραγματοποιείται: «εγώ στη θέση σου θ’ απέλυα όλο το προσωπικό και θα προσλάμβανα καινούριο. -Ένας λόγος είναι αυτός»·
- ένας λόγος είναι να..., δηλώνει πως είναι αδύνατο ή τουλάχιστο, πάρα πολύ δύσκολο, να πραγματοποιηθεί αυτό που ειπώθηκε από κάποιον: «ένας λόγος είναι να ’ρθει να μας βρει, ρωτάς όμως αν μπορεί να ’ρθει από κει που βρίσκεται;»·
- επ’ ουδενί λόγο, βλ. φρ. για κανέναν λόγο·
- έργα (κι) όχι λόγια! βλ. λ. έργο·
- έρχομαι στα λόγια (με κάποιον), λογομαχώ, φιλονικώ με κάποιον: «θυμήθηκαν παλιές διαφορές τους κι ήρθαν στα λόγια»·
- έρχομαι στα λόγια του, ενώ αμφισβητούσα ή διαφωνούσα με τα λόγια κάποιου, αναγκάζομαι να τα ασπαστώ, γιατί αποδείχτηκαν σωστά ή αληθινά: «στην αρχή δεν τον πίστευα που έλεγε πως ο τάδε ήταν απατεώνας, όταν όμως αποδείχτηκε η κατάχρησή του, τότε ήρθα στα λόγια του»·
- ευαγγέλιο τα λόγια σου! βλ. λ. ευαγγέλιο·
- ευαγγέλιο τα λόγια του, βλ. λ. ευαγγέλιο·
- έχασε τα λόγια του, α. δεν μπόρεσε να πει τίποτα, δεν μπόρεσε να βρει δικαιολογία για κάποιο παράπτωμα ή για κάποια ένοχη πράξη του που αποκαλύφθηκε: «μόλις βρήκαν μέσα στην τσάντα του τον κλεμμένο αναπτήρα, έχασε τα λόγια του». β. ένιωσε τέτοια απορία, έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη: «όταν μ’ είδε αγκαζέ με την καινούρια μου γκόμενα, έχασε τα λόγια του || μόλις είδε το φορτηγό να ’ρχεται με φόρα καταπάνω του, έχασε τα λόγια του». Συνών. έχασε τη λαλιά του / έχασε τη μιλιά του / έχασε τη φωνή του. γ. (για ηθοποιούς) ξέχασε το κείμενο που έπρεπε να πει και είπε άλλα αντί άλλων ή έκανε κενό: «πρόσεχέ τον, γιατί χάνει διαρκώς τα λόγια του και μπορεί να σε κρεμάσει στη σκηνή»·
- έχει ακριβά τα λόγια του, βλ. συνηθέστ. είναι ακριβός στα λόγια του·
- έχει βάρος ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγος του·
- έχει έναν γλυκό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να παρηγορεί τους άλλους σε περίπτωση που δυστυχούν: «όλοι τον εκτιμούν και τον αγαπούν γιατί έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να εκφέρεται για τους άλλους επαινετικά: «όταν είναι να εκφέρει τη γνώμη του έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει πέραση ο λόγος του, βλ. φρ. περνάει ο λόγος του·
- έχει το χάρισμα του λόγου, βλ. λ. χάρισμα·
- έχει τον πρώτο λόγο, έχει τη διοίκηση, το πρόσταγμα σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «αυτόν που βλέπεις, έχει τον πρώτο λόγο στο εργοστάσιο που δουλεύω || τον πρώτο λόγο στο σωματείο των εργαζομένων τον έχει ο πρόεδρος»·
- έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, έχει συγκεντρωμένες στα χέρια του όλες τις αρμοδιότητες, αποφασίζει και διατάζει σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «είναι πανίσχυρος μέσα στην εταιρεία μας, γιατί έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο || ο πρωθυπουργός, έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο μέσα στην κυβέρνηση»· 
- έχει τον τελευταίο λόγο, παίρνει την τελική απόφαση: «αν θέλεις να κλείσεις τη δουλειά ν’ αποταθείς στον τάδε, γιατί αυτός έχει τον τελευταίο λόγο στην επιχείρηση»·
- έχεις το λόγο μου, έκφραση με την οποία διαβεβαιώνουμε κάποιον πως θα τηρήσουμε κάποια υπόσχεσή μας που του δώσαμε: «να μείνω ήσυχος πως θα με βοηθήσεις; -Έχεις το λόγο μου». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ)·  
- έχω λόγο, α. έχω κάποια αιτία ή κάποιο σκοπό: «έχω λόγο που θέλω να τον δείρω || έχω λόγο που θέλω να μπω μέσα». β. πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «αν υποσχεθώ κάτι σε κάποιον το πραγματοποιώ, γιατί έχω λόγο». (Λαϊκό τραγούδι: και να μη με λένε Γιώργο, αν εγώ δεν έχω λόγο)· βλ. και φρ. έχω το λόγο·
- έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), α. θέλω να σου μιλήσω εν συντομία: «στάσου μισό λεπτό, γιατί έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: έλα μαγκάκι μου μικρό, που ’χω δυο λόγια να σου πω. Τούρνε και τούρνε, τούρνε και ναι, πες το βρε μάγκα μου το ναι). β. έχω τη διάθεση, θέλω να σε συμβουλέψω: «επειδή βλέπω ότι κάνεις ανοησίες, έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δυο λόγια έχω να σου πω, κοίτα το σπιτικό σου, αν δεν αλλάξεις συ μυαλό, θα ’ναι κακό δικό σου
- έχω το λόγο, α. (για επιχειρήσεις, οργανισμούς, εργασιακούς χώρους, συγκροτημένες ομάδες) διευθύνω, έχω το πρόσταγμα, προστάζω: «σ’ αυτή την επιχείρηση μόνο εγώ έχω το λόγο». β. (για πρόσωπα) μπορώ να μιλήσω, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, μιλώ: «μετά τον τάδε έχω το λόγο || αυτή τη στιγμή έχει το λόγο ο τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν δε σ’ αρέσουν όλ’ αυτά, που σου ’χα πει πρωτίστως, το ζεϊμπεκάκι είν’ έτοιμο έχει το λόγο ο Χρήστος)· βλ. και φρ. έχω λόγο·
- έχω το λόγο μου ή έχω τους λόγους μου, υπάρχει συγκεκριμένη πρόθεση, συγκεκριμένος σκοπός, που κάνω ή που θέλω να κάνω κάτι: «έχω το λόγο μου που έρχομαι κι εγώ μαζί σας στη συγκέντρωση του τάδε || έχω τους λόγους μου που θέλω να τον συναντήσω»·
- έχω το λόγο σου; δεσμεύεσαι; μου το υπόσχεσαι(;): «έχω το λόγου σου, πως δε θα πεις σε κανέναν αυτό που θα σου εκμυστηρευτώ;»·
- έχω το λόγο του, έχω την υπόσχεσή του, τη διαβεβαίωσή του: «έχω το λόγο του, πως θα με βοηθήσει αν χρειαστώ βοήθεια»· 
- ζητάει το λόγο κι από πάνω, συμπεριφέρεται ως απαιτητής ή ως κατήγορος ενώ στην πραγματικότητα είμαι υπόχρεος ή υπόλογος: «δε φτάνει που είναι η αιτία που χάσαμε τη δουλειά, ζητάει το λόγο κι από πάνω»·
- ζητώ το λόγο, α. απαιτώ εξηγήσεις, διευκρινήσεις: «δεν μπορείς, κάθε τόσο, για ψύλλου πήδημα να ζητάς το λόγο». β. θέλω να μιλήσω, θέλω το λόγο: «ζητώ το λόγο για να πω κι εγώ τις απόψεις μου»·
- ζυγιάζω τα λόγια μου, μιλώ ύστερα από σκέψη, μιλώ με περίσκεψη: «όταν πρόκειται να εκφέρω τη γνώμη μου για κάποιον άνθρωπο, ζυγιάζω τα λόγια μου»·
- ζυγιασμένα λόγια, που λέγονται ύστερα από σκέψη, από περίσκεψη, τα μετρημένα λόγια: «λέει ζυγιασμένα λόγια, γι’ αυτό πάντα θέλουν όλοι να τον συμβουλεύονται»·
- ζυγίζει ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγο του·
- θα σου πω δυο λόγια, θα σου πω κάτι εν συντομία και ιδίως λέγεται σε περίπτωση συμβουλών: «κάνεις άστατη ζωή και θα σου πω δυο λόγια, μόνο και μόνο επειδή είσαι ο γιος του φίλου μου». Συνών. θα σου πω δυο κουβέντες·
- θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, είναι συνηθισμένος ή επιδιώκει να κλείνει μια συζήτηση: «δε θα τελειώσουμε ποτέ αυτή τη συζήτηση αν δε τον αφήσεις να μιλήσει τελευταίος, γιατί θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο»·
- θέλει το λόγο κι από πάνω, βλ. συνηθέστ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- θέλω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. φρ. έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια)·
- θέλω το λόγο, επιθυμώ να μιλήσω, ζητώ το λόγο: «αφού μίλησε ο τάδε, θέλω κι εγώ το λόγο»·
- ίσια λόγια, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «τους μίλησε με ίσια λόγια και δεν μπόρεσε να πει κανείς τίποτα»·
- καθαρά λόγια, που λέγονται χωρίς υπεκφυγές, χωρίς υπονοούμενα, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, τα παστρικά λόγια: «όταν λες καθαρά λόγια, δεν έχεις να φοβάσαι κανέναν»·
- κάθομαι (πάνω) στο λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι, κρατώ το λόγο μου: «αφού στο υποσχέθηκα, θέλω να ’σαι σίγουρος πως με την πρώτη ευκαιρία θα σε πάρω στη δουλειά μου, γιατί εγώ κάθομαι πάνω στο λόγο μου»·  
- κακά λόγια, τα αισχρόλογα: «τα καλά παιδιά δε λένε κακά λόγια»·
- κάνω λόγο, α. αναφέρω: «δεν πιστεύω να κάνεις λόγο στο διευθυντή που άργησα το πρωί στη δουλειά!». β. μνημονεύω: «κάθε τόσο κάνουμε λόγο για τον τάδε, που πέθανε πριν από καιρό». γ. θίγω ένα ζήτημα ζητώντας εξηγήσεις, επεξηγήσεις: «δεν είναι σωστό να κάνεις λόγο γι’ αυτά τα μικροπράγματα». δ. αναφέρομαι, συζητώ: «μια ώρα μιλάμε γι’ αυτή τη δουλειά, αλλά ακόμη δεν κάναμε λόγο για το πώς θα βρεθούν τα λεφτά που χρειαζόμαστε». Συνών. κάνω κουβέντα·
- κάνω τα λόγια πράξη, ενεργοποιούμαι για να εφαρμόσω αυτά που λέω, εφαρμόζω, πραγματοποιώ αυτά που λέω: «εγώ δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που μένουν στις μεγαλοστομίες, γιατί κάνω τα λόγια πράξη»·
- καλύτερα να πάρεις το λόγο του, παρά την υπογραφή του, είναι τόσο σωστός, τόσο γνήσιος άντρας, που δίνει περισσότερη αξία στο λόγο του, παρά στην υπογραφή του. Το σκεπτικό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως, η υπογραφή, για διάφορους λόγους που μπορεί να προκύψουν, με κατάλληλα ένδικα μέσα μπορεί να αναιρεθεί, όμως ο λόγος ενός σωστού, ενός γνήσιου άντρα, δεν αναιρείται ποτέ και με τίποτα·
- κατά κύριο λόγο, κυρίως, κατ’ εξοχήν: «ο ελληνικός λαός, είναι λαός ευγενικός και κατά κύριο λόγο, είναι φιλόξενος λαός»·
- κατά πρώτο λόγο, πρώτα από όλα, αρχικά, πρωτίστως: «θα μπορέσω να κάνω δουλειά μαζί σου, κατά πρώτο λόγο όμως, θα πρέπει να τακτοποιήσουμε όλους τους παλιούς μας λογαριασμούς»·    
- κενά λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- κούφια λόγια, λόγια κενού περιεχομένου, οι αερολογίες: «μας μιλούσε μια ώρα και τι έλεγε νομίζεις, κούφια λόγια έλεγε και μας εκνεύρισε όλους || ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη»·
- κρατώ λόγια, βλ. συνηθέστ. κρύβω λόγια·
- κρατώ το λόγο μου, πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου, είμαι συνεπής σε αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «αφού υποσχέθηκε πως θα σε βοηθήσει, μείνε ήσυχος, γιατί αυτός κρατάει το λόγο του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σου παραστάθηκα στον πόνο σου μα όμως δεν εκράτησες το λόγο σου
- κρύβε λόγια, συνωμοτική έκφραση σε κάποιον να μη λέει, συνήθως κάτι, που δε θέλουμε να γίνει γνωστό στους παρευρισκόμενους. Συνήθως επαναλαμβανόμενο· 
- κρύβω λόγια, α. δεν αναφέρω σε μια εξιστόρησή μου γεγονότα που ίσως με θίγουν ή με ενοχοποιούν, που ίσως θίγουν ή ενοχοποιούν κάποιον: «κι ενώ μας τα ’λεγε μια χαρά, μόλις είδε να πλησιάζει ο τάδε στη συντροφιά μας, άρχισε να κρύβει λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: συλλαμβάνεσαι απόψε ξαφνικά να κρύβεις λόγια και να ψάχνεις μέσ’ τη νύχτα για καινούρια δρομολόγια).β. συγκρατούμαι, ενεργώ προσεκτικά, μετρημένα: «κρύψε λόγια στην περίπτωση αυτή, γιατί το ζήτημα θέλει μεγάλη προσοχή»·
- λαβαίνω το λόγο, βλ. φρ. παίρνω το λόγο. (Λαϊκό τραγούδι: σπάστα όλα, ρε αγιογδύτη, με της δίκοπης τη μύτη· και σα λάβουνε το λόγο θα έλα φώναξε το Γώγο
- λαμπικαρισμένα λόγια, λόγια ξεκάθαρα, ολοκάθαρα, που δεν αφήνουν υπονοούμενα και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «μιλούσε με λαμπικαρισμένα λόγια κι ο καθένας καταλάβαινε τι ήθελε να πει»·
- λέει άσχημα λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) βλ. φρ. λέει κακά λόγια·
- λέει κακά λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) είναι κακόγλωσσο, αισχρολόγο, βρομόγλωσσο: «πρόσεχε το γιο σου, γιατί λέει κακά λόγια»·
- λέει όμορφα λόγια, α. έχει τον τρόπο να παρουσιάζει τα γεγονότα ωραιοποιημένα: «πρέπει να στείλουμε κάποιον που λέει όμορφα λόγια, για να τον πληροφορήσει για το ατύχημα του γιου του». β. χρησιμοποιεί ευγενικές, κολακευτικές εκφράσεις: «όλες οι γυναίκες τον συμπαθούν, γιατί λέει όμορφα λόγια»·
- λέει τον τελευταίο λόγο, βλ. φρ. έχει τον τελευταίο λόγο·
- λέω κακά λόγια, αισχρολογώ: «σου έχω πει, πως όταν υπάρχουν γυναίκες στην παρέα μας, να μη λες κακά λόγια»·
- λέω κακά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι αρνητικά για κάποιον: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο, όλοι λένε κακά λόγια»·
- λέω καλά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι θετικά για κάποιον: «είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό κι όλοι λένε καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- λέω λόγια (για κάποιον), κακολογώ κάποιον: «δεν έχω συνηθίσει να λέω λόγια για κανέναν»·
- λέω μπόσικα λόγια, μιλώ επιπόλαια: «όταν μιλάς με σοβαρούς ανθρώπους, δε θέλω να λες μπόσικα λόγια»·
- λέω πικρά λόγια, πικραίνω κάποιον με αυτά που του λέω: «τον στενοχώρησες, γιατί του είπες πικρά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια πικρά μη λέμε, όπως συχνά συμβαίνει· εμείς οι δυο μας πρέπει να ζούμε αγαπημένοι
- λίγα λόγια! ή λίγα τα λόγια σου! (απειλητικά) μη λες πολλά, μην αυθαδιάζεις, μην προκαλείς: «λίγα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»·
- λίγα λόγια και καλά, λόγια σύντομα και σωστά και με περιεχόμενο: «εκεί που θα πας, αν τύχει και μιλήσεις, θα πεις λίγα λόγια και καλά». (Λαϊκό τραγούδι: εβίβα ρεμπέτες εβίβα παιδιά μες τη ρεμπέτικη τούτη βραδιά, παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά, λίγα λόγια και καλά
- λόγια αγάπης, τα ερωτόλογα: «μόλις αποτραβήχτηκαν απ’ τον κόσμο, άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν λόγια αγάπης»·
- λόγια ντόμπρα ή λόγια σταράτα ή λόγια ντόμπρα και σταράτα, που λέγονται με ευθύτητα, με ειλικρίνεια, με τρόπο κατηγορηματικό: «θέλω λόγια ντόμπρα και σταράτα κι όχι μεσοβέζικα»·
- λόγια πλάνα, που λέγονται με σκοπό να ξεγελάσουν, που πλανέψουν, ιδίως ερωτικά: «είχε μια τέχνη να λέει λόγια πλάνα, μέχρι να κάνει τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: στριφογυρίζεις σαν τσιγγάνα και μες στα μπαρ που τραγουδάς, πολλούς γελάς με λόγια πλάνα τρελή γυναίκα μιας βραδιάς
- λόγια που τσούζουν, βλ. φρ. τσουχτερά λόγια·  
- λόγια της δεκάρας, που δεν έχουν καμιά ουσία, κανένα περιεχόμενο: «θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά του ’λεγε λόγια της δεκάρας»·
- λόγια της καραβάνας, α. οι καυχησιές, τα φανταστικά κατορθώματα: «κάθε φορά που πίνει λίγο παραπάνω, αρχίζει να μας λέει λόγια της καραβάνας». β. αερολογίες, ανοησίες: «κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του αυτός ο άνθρωπος, λέει λόγια της καραβάνας». Από την εικόνα των στρατιωτών που, την ώρα του φαγητού, διηγούνται φανταστικές ιστορίες, συνήθως ερωτικές ή αναφέρονται σε διαταγές ευνοϊκές για το στράτευμα που όμως δεν έχουν βάση·
- λόγια της καρδιάς, λόγια ειλικρινή, εγκάρδια: «αυτά που σου είπα, ήταν λόγια της καρδιάς, γι’ αυτό πρέπει να τα πάρεις πολύ σοβαρά»·
- λόγια του αέρα, α. φλυαρίες, αερολογίες, ανοησίες: «καθόταν μια ώρα και μας έλεγε λόγια του αέρα». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «μου ’χε τάξει λαγούς με πετραχήλια, αλλά όλα ήταν λόγια του αέρα»·
- λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- λόγια του κόσμου, φήμες, κακόβουλες διαδόσεις. (Λαϊκό τραγούδι: λόγια του κόσμου μην ακούς αχ, μην ακούς κανένα γιατί αχ, μικράκι μου ψοφώ κι είμαι τρελός για σένα
- λόγια του κρασιού, κουβέντες που γίνονται κατά την οινοποσία και κατ’ επέκταση, που δεν είναι σοβαρές, αφού υπάρχει πιθανότητα χαλάρωσης των αντιστάσεων ή και μέθης, λόγια άνευ σημασίας: «τον βρήκα στην ταβέρνα κι είπε πως θα με βοηθήσει στη δουλειά μου, αλλά δεν έκανε τίποτα, γιατί ήταν λόγια του κρασιού»·
- λόγια του κώλου, α. ανοησίες: «δεν πρόσεχε κανένας αυτά που έλεγε, γιατί ήταν λόγια του κώλου». β. υποσχέσεις που είμαστε σίγουροι πως δε θα πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί είναι λόγια του κώλου»·
- λόγια του ποδαριού, αυτά που λέγονται βιαστικά στο πόδι, όταν συναντιούνται δυο άτομα στο δρόμο και κατ’ επέκταση, που δεν έχουν βάση, που δεν έχουν σοβαρότητα: «συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο, είπαμε δυο λόγια του ποδαριού και χωρίσαμε»·
- λόγια χωρίς (δίχως) ουσία, βλ. φρ. λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο·
- λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο, οι αερολογίες: «μιλούσε μια ώρα, αλλά δεν τον άκουγε κανείς, γιατί έλεγε λόγια χωρίς περιεχόμενο»·
- λόγο κύριε πρόεδρε! ειρωνική προτροπή σε άτομο της παρέας, που έχει μανία με τις επισημότητες και τις προπόσεις. Από την αντίληψη που επικρατεί γενικά, ότι οι μισοί Έλληνες σήμερα, κατέχουν κάποιο προεδριλίκι·
- λόγο! λόγο! βλ. φρ. λόγο κύριε πρόεδρε(!)
- λόγο στο λόγο ή λόγο το λόγο, με τη συζήτηση, στη διάρκεια της συζήτησης: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε και λόγο στο λόγο, θυμηθήκαμε μέχρι και τα παιδικά μας χρόνια». (Τραγούδι: λόγο στο λόγο και νυχτωθήκαμε, μας πήρε ο πόνος και ξεχαστήκαμε
- λόγος είναι και λέγεται, καθησυχαστική έκφραση σε κάποιον γι’ αυτό που του είπαμε, γιατί δεν έχει καμιά σοβαρότητα ή βαρύτητα, γιατί ειπώθηκε έτσι, χωρίς βαθύτερη αιτία: «μην παίρνεις τοις μετρητοίς αυτό που σου ’πα, γιατί λόγος είναι και λέγεται». Αρκετές φορές, μετά τη φρ. ακούγεται χάριν αστεϊσμού το μήπως νοίκι δίνουμε ή εφορία πληρώνουμε·
- λόγος κενός περιεχομένου, που δεν εκφράζει κάτι ουσιαστικό, που δεν έχει ουσία: «ο λόγος του προέδρου, ήταν ένας λόγος κενός περιεχομένου»·
- λόγος να γίνεται, θέμα ή συνομιλία χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, αλλά που γίνεται απλώς για να περάσει η ώρα: «δεν πιστεύω να σοβαρολογείς πως θα του κάνεις μήνυση. -Όχι μωρέ, λόγος να γίνεται». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το ναι, έτσι. Συνών. κουβέντα να γίνεται·
- λόγος τιμής, βεβαίωση ή υπόσχεση της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση, συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψης αυτού που έδωσε  το λόγο τιμής: «ο λόγος τιμής δεν παίρνεται ποτέ πίσω»·
- λόγου χάρη ή λόγου χάριν, (σε συντομογραφία λ.χ.) για παράδειγμα, παραδείγματος χάρη: «αν, λόγου χάρη, έρθει ο τάδε, θα πεις και σ’ αυτόν τα ίδια πράγματα»·
- λόγω τιμής! όρκος ατόμου, του οποίου η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της τιμής του: «έτσι έγιναν τα πράγματα; -Λόγω τιμής, σου λέω, έτσι έγιναν!». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ ό,τι πεις, εσύ ό,τι πεις, θα κάνω εγώ λόγω τιμής
- μ’ άλλα λόγια, δηλαδή: «στο εξής, όλοι θ’ αναφέρεστε στον τάδε. -Μ’ άλλα λόγια θα ’ναι ο προϊστάμενός μας;»·
- μ’ ένα λόγο, βλ. συνηθέστ. με δυο λόγια·
- μασάει τα λόγια του, αποφεύγει, διστάζει να ομολογήσει κάτι, δε μιλάει καθαρά, μιλάει με υπεκφυγές, προσπαθεί να αποκρύψει κάτι: «σ’ όλη τη διάρκεια της ανάκρισης, ο μάρτυρας μασούσε τα λόγια του»·
- μασημένα λόγια, που δεν είναι καθαρά και ξάστερα, που κάτι προσπαθούν να αποκρύψουν: «θέλω να με μιλάς με ειλικρίνεια, γιατί απεχθάνομαι τα μασημένα λόγια»·
- με δυο λόγια, συνοπτικά, περιληπτικά, εν ολίγοις: «αν μπορείς, πες μας με δυο λόγια τι έγινε || ο ένας δε με βοηθάει, ο άλλος με κατηγορεί, ο τρίτος θέλει να με μηνύσει, με δυο λόγια, πάω κατά διαβόλου». (Λαϊκό τραγούδι: μα εγώ, κυ0πόλισμαν, το ξέρεις, σ’ αγαπώ· βάλε βάση κι άκουσε δυο λόγια να σου πω
- με λίγα λόγια, περιληπτικά, εν ολίγοις: «πες μας με λίγα λόγια, πώς ακριβώς έγινε το δυστύχημα»·
- με λόγια ή με τα λόγια, υποθετικά: «με τα λόγια όλα μπορούν να γίνουν»·
- με το λόγο, κατά τη διάρκεια της κουβέντας: «πες ο ένας, πες ο άλλος, με το λόγο πιάστηκαν στα χέρια»·
- μεγάλα λόγια, υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται, οι μεγαλοστομίες: «δε θέλω ν’ ακούσω άλλες υποσχέσεις, γιατί από μεγάλα λόγια είμαι μπουχτισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μείναμε στα λόγια, δεν πραγματοποιήσαμεκάποιο σχέδιο ή κάποια δουλειά που συζητούσαμε: «καταστρώσαμε ολόκληρο σχέδιο πώς θα στήσουμε τη δουλειά, αλλά μείναμε στα λόγια, γιατί δεν μπορέσαμε να βρούμε χρηματοδότη»· βλ. και φρ. μείναμε στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- μένω στα λόγια, δεν πραγματοποιώ αυτά που υπόσχομαι: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί πάντα μένει στα λόγια»·
- μένω στο λόγο μου ή μένω πιστός στο λόγο μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- μεσοβέζικα λόγια, που δεν είναι ξεκάθαρα, που λέγονται με υπεκφυγές, ήξεις αφήξεις: «θα μου πεις τα πράγματα όπως έγιναν, γιατί δε μ’ αρέσουν τα μεσοβέζικα λόγια»·
- μετράει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις να τελειώσεις τη δουλειά σου γρήγορα, πήγαινε στον τάδε, γιατί μετράει ο λόγος του»·
- μετράω τα λόγια μου, α. μιλώ πάντα ύστερα από πολλή σκέψη, μιλώ σωστά, συνετά: «αφού το είπε ο τάδε το πιστεύω, γιατί αυτός μετράει τα λόγια του». β. είμαι ολιγόλογος: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, είπε κάνα δυο κουβέντες μόνο, γιατί μετράει τα λόγια του»·
- μετρημένα λόγια, λόγια που λέγονται ύστερα από πολύ σκέψη, από περίσκεψη, λόγια σωστά, συνετά: «αυτός δεν είναι φαφλατάς σαν τους άλλους, γιατί λέει πάντα μετρημένα λόγια»·
- μετρημένα τα λόγια σου! αυστηρή παρατήρηση σε κάποιον με την έννοια να προσέχει πώς μιλάει, να μιλάει σεμνά, συνετά: «μετρημένα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»· βλ. και φρ. τα λόγια σου μετρημένα·
- μη γίνει λόγος, να μην κοινοποιηθούν σε άλλον ή σε άλλους αυτά τα οποία κουβεντιάσαμε: «ό,τι είπαμε, μη γίνει λόγος σε κανέναν, γιατί θέλω να μείνουν μεταξύ μας»·
- μην πεις δεύτερο λόγο, βλ. φρ. δε θέλω δεύτερο λόγο·
- μου φεύγουν λόγια, δεν μπορώ να κρατήσω μυστικό, όχι επειδή θέλω να το κοινολογήσω, αλλά επειδή είμαι αφελής ή φλύαρος: «μη μου εμπιστευτείς κανένα μυστικό, γιατί μου φεύγουν λόγια χωρίς να το καταλάβω»·
- μπερδεύω τα λόγια μου, δε μιλώ καθαρά, μιλώ με δυσκολία, δεν μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τι λέω: «όταν είμαι μεθυσμένος, μπερδεύω τα λόγια μου || κάθε φορά που είμαι νευριασμένος, μπερδεύω τα λόγια μου». Πρβλ.: έχω απόψε ραντεβού, ραντεβού με σένα κι απ’ το τρακ τα λόγια μου τα ’χω μπερδεμένα (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τα λόγια μου·
- μπόσικα λόγια, αυτά που λέγονται με επιπολαιότητα: «τα μπόσικα λόγια δεν αρμόζουν σε σοβαρούς ανθρώπους»·
- μπουρδουκλώνω τα λόγια μου, δε μιλώ ξεκάθαρα, μιλώ με ασάφεια, με υπεκφυγές για να μην πω την αλήθεια, ιδίως για να μην αποκαλύψω κάποια παράνομη πράξη που ενοχοποιεί κάποιον ή κάποιους: «αν δεν μπουρδούκλωνα τα λόγια μου στον ανακριτή, θα ’ταν σήμερα όλοι φυλακή»· βλ. φρ. μπερδεύω τα λόγια μου·
- να λείπουν τα λόγια, κατηγορηματική έκφραση που απαγορεύει κάθε αντίρρηση, κριτική ή δικαιολογία για κάτι που ειπώθηκε, ιδίως ως προσταγή: «τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως σας τα λέω και να λείπουν τα λόγια»·
- να σου λείπουν τα πολλά λόγια, έκφραση με αυστηρή ή απειλητική διάθεση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να είναι σύντομος σε αυτό που θέλει να μας πει, ή να πάψει να μιλάει πολύ: «πες μου ακριβώς τι θέλεις και να σου λείπουν τα πολλά τα λόγια»·
- ντροπιάζω το λόγο μου, δεν κρατώ μια υπόσχεση που έδωσα, την παραβαίνω, την αθετώ: «όταν υπόσχομαι κάτι σε κάποιον, δεν ντροπιάζω το λόγο μου»·
- ξεκάρφωτα λόγια, που δεν έχουν ειρμό ή λογική βάση, τα ασυνάρτητα: «έλεγε τόσο ξεκάρφωτα λόγια, που δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε το παραμικρό»·
- ξεκρέμαστα λόγια, έκφραση ηπιότερη του ξεκάρφωτα λόγια·
- ξοδεύω τα λόγια μου, επιχειρηματολογώ ή συμβουλεύω μάταια κάποιον: «ό,τι και να πεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί έχει ήδη παρθεί η απόφαση || όσο και να τον συμβουλεύεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί δε βάζει μυαλό»·
- ο εν λόγω, βλ. φρ. ο περί ου ο λόγος·
- ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ιδίως ενός διαπληκτισμού, ειπώθηκαν σκληρά λόγια: «στην αρχή κουβέντιαζαν ήρεμα, αλλά ξαφνικά αγρίεψαν, ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, ώσπου, στο τέλος, αρπάχτηκαν στα χέρια»·
- ο θείος λόγος, η χριστιανική διδασκαλία: «βαδίζει στη ζωή του σύμφωνα με το θείο λόγο»·
- ο Θεός κι ο λόγος σου! βλ. λ. Θεός·
- ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει κι αποδίδει πολλά, με την καλή, την ευγενική συμπεριφορά καταφέρνουμε να πετύχουμε το σκοπό μας: «στις δουλειές σου να ’σαι σωστός κι ευγενικός με τους ανθρώπους γιατί, ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει και αποδίδει πολλά»·
- ο λόγος είναι αργυρός, μα η σιωπή χρυσός, βλ. λ. σιωπή·
- ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου άσ’ το ή ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά’ το, δηλώνει πως τα πικρά λόγια δεν εξαλείφονται με υλικά ανταλλάγματα·
- ο λόγος το λέει, λέγεται για κάτι που συζητιέται, χωρίς να υπάρχει πρόθεση να πραγματοποιηθεί: «δηλαδή, με τα σωστά σου, έχεις σκοπό να του κάνεις μήνυση για ψύλλου πήδημα; -Ο λόγος το λέει». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ ή το όχι μωρέ· βλ. και φρ. που λέει ο λόγος·
- ο λόγος το φέρνει, λέω κάτι παρεμπιπτόντως, χωρίς να αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε αυτό τη στιγμή που το κουβεντιάζω, χωρίς να το έχω υπολογίσει από πριν, αλλά μόνο και μόνο επειδή ήρθε η συζήτηση σε αυτό το θέμα: «μια που ο λόγος το φέρνει, θα δω τι θα κάνω και με εκείνη την υπόθεση». Συνών. η κουβέντα το φέρνει·
- ο λόγος του είναι νόμος, ο λόγος του έχει αναντίρρητη δύναμη επιβολής, ό,τι λέει εκτελείται από τους άλλους χωρίς την παραμικρή αντίρρηση: «ό,τι και να πει, γίνεται αμέσως, γιατί ο λόγος του είναι νόμος»·
- ο λόγος του είναι σπαθί, κρατάει το λόγο του, εκπληρώνει τις υποσχέσεις του: «αν σου το υποσχέθηκε, σίγουρα θα σε βοηθήσει, γιατί ο λόγος του είναι σπαθί»·
- ο λόγος του είναι συμβόλαιο, πραγματοποιεί πάντα την υπόσχεσή του κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, είναι απόλυτα αξιόπιστος: «αφού στο υποσχέθηκε, θα σε βοηθήσει, ο κόσμος να χαλάσει, γιατί ο λόγος του είναι συμβόλαιο». (Λαϊκό τραγούδι: ο λόγος του συμβόλαιο, στον κόσμο έχει βέτο, το ούζο πίνει ανέρωτο και τον καφέ του σκέτο
- ο Λόγος του Θεού, η χριστιανική διδασκαλία: «τηρεί με μεγάλη ευλάβεια το Λόγο του Θεού»·
- ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, σε θεωρητικό επίπεδο, στην κουβέντα, όλα φαίνονται εύκολα, στην πράξη όμως είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις πως μπορεί να πραγματοποιήσει αυτά που σου λέει, γιατί ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια»·
- ο περί ου ο λόγος, αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος, αυτός για τον οποίο κουβεντιάζουμε: «ιδού και ο περί ου ο λόγος, που μας έρχεται σεινάμενος κουνάμενος»·
- ο τελευταίος λόγος, βλ. συνηθέστ. η τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- όμορφα λόγια, λόγια ευγενικά, κολακευτικά: «σ’ όλους τους ανθρώπους αρέσει ν’ ακούν όμορφα λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: τα χείλη σου όσα κι αν πουν κι αν με κακολογούν, όμορφα λόγια για μένα το ξέρω πάλι θα ξαναπούν
- όπου δεν πέφτει (πίπτει) λόγος, πέφτει (πίπτει) ράβδος, όταν δε συμμορφώνεται κάποιος με το καλό, τότε τον υποχρεώνουμε να συμμορφωθεί με τη βία: «έχει βρει τον τρόπο να τους έχει όλους σούζα, γιατί, όπου δεν πέφτει λόγος, πέφτει ράβδος». (Λαϊκό τραγούδι: σύμφωνα με τον άνθρωπο να φέρεσαι αναλόγως, γιατί θα πέφτει το ραβδί όπου δεν πέφτει ο λόγος). Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, βλ. λ. μύγα·
- ούτε λόγος! δεν υπάρχει αμφιβολία, αναμφίβολα: «θα έρθεις το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια; -Ούτε λόγος!»·
- ούτε λόγος να γίνεται! α. συμφωνώ απολύτως με όσα ειπώθηκαν ή συνέβησαν, τα αποδέχομαι, δίνω τη συγκατάθεσή μου, δεν έχω κάτι να συμπληρώσω ή να αμφισβητήσω: «πες μου, σε παρακαλώ, δεν είχα δίκιο που τον πλάκωσα στο ξύλο; -Ούτε λόγος να γίνεται!». β. δε θέλω καμιά αντίρρηση σε αυτά που λέω ή κάνω, είμαι ανένδοτος, δεν το συζητώ: «είπα ότι θα σας κεράσω εγώ, ούτε λόγος να γίνεται!»·
- παίζω με τα λόγια, βλ. φρ. παίζω με τις λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα, υπολογίζω σοβαρά αυτά που μου λέει κάποιος: «είναι πολύ θετικός άνθρωπος, γι’ αυτό πάντα παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα»·
- παίρνω το λόγο, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, αρχίζω να μιλώ, μιλώ: «μόλις πήρε το λόγο ο πρόεδρος, έγινε άκρα ησυχία στην αίθουσα»·
- παίρνω πίσω το λόγο μου ή παίρνω το λόγο μου πίσω, α. αναιρώ όσα είπα προηγουμένως, αθετώ κάποια συμφωνία ή υπόσχεσή μου: «μέχρι προχτές έλεγε πως θα την παντρευτεί, αλλά την τελευταία στιγμή πήρε το λόγο του πίσω και την άφησε στα κρύα του λουτρού». β. ζητώ έμμεσα συγνώμη για κάτι κακό που είπα για κάποιον: «αφού σε πείραξε τόσο πολύ αυτό είπα, παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- παραφουσκωμένα λόγια, που παρουσιάζουν κάτι με τρόπο υπερβολικό, που δεν αποδίδουν την πραγματικότητα και που δημιουργούν ψευδαισθήσεις: «πες μας καθαρά πώς έγιναν τα πράγματα κι άσε τα παραφουσκωμένα λόγια»·
- παστρικά λόγια, λόγια καθαρά, τίμια, που λέγονται με ειλικρίνεια και που δεν επιδέχονται καμιά αμφισβήτηση: «θέλω παστρικά λόγια, για να μην υπάρξει καμιά παρεξήγηση»·
- πατώ το λόγο μου, τον παραβαίνω, τον αθετώ: «αφού στο υποσχέθηκε, να είσαι σίγουρος πως θα βοηθήσει, γιατί είναι άνθρωπος που ποτέ δεν πατάει το λόγο του»·
- παχιά λόγια, α. καυχησιές, μεγαλοστομίες, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: «πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί βαρέθηκα ν’ ακούω συνέχεια παχιά λόγια». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «ό,τι και να σου υποσχεθεί, μην τον πιστεύεις, γιατί είναι άνθρωπος που λέει μόνο παχιά λόγια»·
- περί ορέξεως ουδείς λόγος, βλ. λ. όρεξη·
- περνάει ο λόγος του, εισακούεται, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις βοήθεια, πήγαινε στον τάδε, που περνάει ο λόγος του»·
- πες κανέναν (κάναν) καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. φρ. πες καμιά καλή κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πες το με δικά σου λόγια, ενθαρρυντική προτροπή σε κάποιον, που δυσκολεύεται να μας αναπτύξει ένα θέμα ή να μας πληροφορήσει για κάτι, να εκφραστεί με απλά λόγια. Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- πες του δυο λόγια! παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμβουλέψει το άτομο για το οποίο ενδιαφερόμαστε: «επειδή σ’ εκτιμάει, πες του δυο λόγια μήπως και συμμορφωθεί!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. και πιο σπάνια μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- πες του κανέναν (κάναν) λόγο! βλ. φρ. πες του καμιά κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πετώ έναν λόγο, λέω κάτι αβασάνιστα, χωρίς σκέψη: «πριν φύγει, πέταξε έναν λόγο και μας έκανε άνω κάτω»·
- πιάνω τα λόγια, βλ. συνηθέστ. πιάνω (την) κουβέντα, λ. κουβέντα· 
- πιάστηκα απ’ τα λόγια του, χρησιμοποίησα ως επιχειρήματα αυτά που έλεγε εκείνος: «κάποια στιγμή πιάστηκα απ’ τα λόγια του κι απέδειξα πως έλεγε ψέματα»· βλ. και φρ. πιάστηκε απ’ τα λόγια του·
- πιάστηκαν στα λόγια, λογομάχησαν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος πιάστηκαν στα λόγια και σήκωσαν τη γειτονιά στο πόδι»·
- πιάστηκε απ’ τα λόγια του ή πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια, από τα ίδια του τα λόγια, από αυτά που έλεγε αποδείχτηκε πως έλεγε ψέματα, πως ήταν ψεύτης ή ένοχος: «δεν τον είχαν ορμηνέψει σωστά και πιάστηκε απ’ τα λόγια του || κάποια στιγμή υποστήριξε πως δεν τον γνώριζε, αλλά ξέχασε ότι είχε πει προηγουμένως πως ήταν συμμαθητές, κι έτσι πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- πικρά λόγια, λόγια που πικραίνουν ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν πικρά λόγια, για τα οποία αργότερα, βέβαια, μετάνιωσαν». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια
- πιστεύω στα λόγια (κάποιου) ή πιστεύω τα λόγια (κάποιου), πιστεύω αυτό που μου λέει κάποιος: «μην πιστεύεις στα λόγια του, γιατί είναι γνωστός ψεύτης || μα είναι δυνατό να πιστεύεις τα λόγια αυτού του ψευταρά!»·
- πολύς λόγος για το τίποτα, α. έντονη συζήτηση, μεγάλη ανησυχία, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος: «με την επιστράτευση των εφέδρων παρατηρήθηκε μεγάλη ανησυχία, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί ήταν μια συνηθισμένη άσκηση». β. το θέμα ή η υπόθεση που διαφημίστηκε έντονα, αποδείχτηκε ανάξιο λόγου: «όλο το μήνα η κυβέρνηση διαφήμιζε τις φορολογικές ελαφρύνσεις που θα παρείχε στους φορολογουμένους, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί αυτές δεν ξεπερνούν το μισό τοις εκατό»·
- πολύς λόγος γίνεται, βλ. φρ. γίνεται πολύς λόγος·
- που λέει ο λόγος, δηλαδή, για παράδειγμα, υποθετικά, φανταστικά: «αν έπεφτε σε σένα το λαχείο, που λέει ο λόγος, τι θα ’κανες; || αν έσπαζες κι εσύ το πόδι σου, που λέει ο λόγος, θα μπορούσες να πας στη δουλειά σου;». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγάπη μας μπροστά τ’ είν’ ο πόνος κι ας σε δέρνει η μάνα σου, που λέει ο λόγος
- προσεγμένα λόγια, που λέγονται με περίσκεψη με προσοχή: «λέει πάντα προσεγμένα λόγια, επιδιώκοντας να μη θίξει κανέναν»·
- πρόσεχε τα λόγια σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να είναι κόσμιος στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε, θα είναι όλοι οικογενειάρχες, γι’ αυτό πρόσεχε τα λόγια σου!». β. απειλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά για μας ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «πρόσεχε τα λόγια σου, γιατί, αν ξαναπείς κακό για το φίλο μου, θα πλακωθούμε στο ξύλο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τη γλώσσα σου! / πρόσεχε το στόμα σου(!)·
- ρουφώ τα λόγια του, τον ακούω με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον: «έχει τόσο όμορφο λέγειν και λέει τόσο σωστά πράγματα, που, κάθε φορά που μιλάει, ρουφώ τα λόγια του»·
- σέβομαι το λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «θα εκπληρώσω ό,τι σου έχω υποσχεθεί, γιατί σέβομαι το λόγο μου»·
- σιχαμερά λόγια, λόγια που προκαλούν αηδία, απέχθεια, αποστροφή: «τι σιχαμερά λόγια είναι αυτά που λες!»·
- σκληρά λόγια, λόγια που πληγώνουν ηθικά ή ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν σκληρά λόγια»·
- σου δίνω το λόγο μου, βλ. φρ. έχεις το λόγο μου·
- στέκομαι στο λόγο μου, είμαι συνεπής, τηρώ την υπόσχεση ή τη συμφωνία μου: «είναι άνθρωπος που τον εμπιστεύομαι, γιατί στέκεται στο λόγο του»·
- στο λόγο μου! βεβαίωση ή υπόσχεση ατόμου της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψής του: «αν χρειαστώ τη βοήθειά σου, θα μου τη δώσεις; -Στο λόγο μου, θα σε βοηθήσω!»·
- στο λόγο της τιμής μου! βλ. φρ. στο λόγο μου(!)·
- στραβώνω τα λόγια μου, βλ. φρ. στρίβω τα λόγια μου·
- στρίβω τα λόγια μου, λέω άλλα από εκείνα που έλεγα προηγουμένως, αναιρώ τα προηγούμενα λόγια μου και υποστηρίζω άλλα: «ενώ ήμασταν έτοιμοι να υπογράψουμε τα συμβόλαια, την τελευταία στιγμή έστριψε τα λόγια του κι ήθελε μεγαλύτερο ποσοστό». (Λαϊκό τραγούδι: έλα και στρίβε λόγια,μην ξηγιέσαι μ’ απονιά, πριν ακουστούνε μοιρολόγια για τα σε στη γειτονιά
- στρογγυλά λόγια ή στρόγγυλα λόγια, τα καθαρά, που δεν επιδέχονται παρερμηνεία: «αν είναι να συνεταιριστούμε, θέλω να λέμε στρογγυλά λόγια για να μην έχουμε κανένα παρατράγουδο»·
- συμφωνώ στα λόγια (με κάποιον), συμφωνώ θεωρητικά με κάποιον: «τις πιο πολλές φορές οι άνθρωποι συμφωνούν στα λόγια, όταν όμως φτάνουν στην πράξη, αρχίζουν τα μαλώματα»·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, βλ. λ. άνθρωπος·
- τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, α. όταν κανείς λέει λίγα λόγια ή δε μιλάει καθόλου έχει μεγάλο κέρδος: «άσε τους άλλους να λύσουν το πρόβλημα, γιατί τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». β. πρέπει να είμαστε φειδωλοί στα λόγια μας, γιατί τα πολλά λόγια φέρνουν μαλώματα, φασαρίες: «πρόσεχε στις παρέες σου και στις συντροφιές σου να μη μιλάς πολύ και να θυμάσαι πως τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». Συνών. η σιωπή είναι χρυσός·  
- τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια, λέγεται στην περίπτωση που αυτά που μας λέει κάποιος δεν έχουν καμιά βαρύτητα, δε μας βοηθούν καθόλου: «μίλησε στον τάδε για να με πάρει στη δουλειά του αλλά δεν έγινε τίποτα, γιατί τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια»·
- τα λόγια σου μετρημένα, συμβουλευτική προτροπή σε κάποιον να μιλάει πολύ λίγο, ιδίως να προσέχει πολύ καλά αυτά που λέει: «εκεί που θα πάμε τα λόγια σου μετρημένα, γιατί είναι άνθρωποι που παρεξηγούν με το παραμικρό»· βλ. και φρ. μετρημένα τα λόγια σου(!)·
- τα λόγια του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του είναι μέλι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του έπεσαν στο κενό, δεν εισακούστηκαν, δεν έγιναν αποδεκτά: «του μιλούσε μια ώρα συμβουλεύοντάς τον, αλλά τα λόγια του έπεσαν στο κενό, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- τα λόγια του στάζουν δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του στάζουν μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος, μιλάει με πολλή αγάπη για κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, τα λόγια του στάζουν μέλι»·
- τα λόγια του στάζουν πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν φαρμάκι, μιλάει με μεγάλη κακία , με μεγάλη κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να  στενοχωρήσει, να πικράνει, να βλάψει κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στον τάδε, τα λόγια του στάζουν φαρμάκι»·
- τα λόγια του χύνουν δηλητήριο, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του χύνουν φαρμάκι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα πολλά (τα) λόγια είναι φτώχεια, προτρεπτική έκφραση για άμεση ενέργεια, για άμεση δράση, χωρίς πολλές συζητήσεις: «ό,τι είναι να κάνουμε, πρέπει να το κάνουμε γρήγορα, γιατί τα πολλά λόγια είναι φτώχεια»·
- τα ψεύτικα λόγια δεν πάνε μακριά, βλ. λ. ψεύτικος·
- τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, βλ. λ. ώρα·
- της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί, βλ. λ. καρδιά·
- τηρώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- τι λόγο είχε…; τι τον ανάγκασε να…, ποιος ήταν ο σκοπός που έκανε κάτι: «τι λόγο είχε να σε κατηγορήσει; || τι λόγο είχε η επίσκεψή σου στον τάδε;»·
- τι μέρος του λόγου είναι; βλ. λ. μέρος·
- τιμώ το λόγο μου, βλ. φρ. στέκομαι στο λόγο μου·
- τον πήρε με τα λόγια, του μίλησε συμβουλευτικά: «τον πήρε με τα λόγια να πάψει ν’ αλητεύει, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- τόσος λόγος για το τίποτα! βλ. φρ. πολύς λόγος για το τίποτα·
- το ’φερε ο λόγος, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά το ’φερε ο λόγος και με την ευκαιρία το κουβεντιάσαμε»·
- του αφαιρώ το λόγο, του στερώ το δικαίωμα να μιλήσει ή του απαγορεύω να μιλήσει περισσότερο: «επειδή ήταν πολύ επιθετικός στους συναδέλφους του, ο πρόεδρος του αφήρεσε το λόγο»·
- του βγάζεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται πολύ σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τιρμουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι, είναι πολύ ολιγόλογος, δεν μπορείς να του αποσπάσεις εύκολα μια ομολογία ή του αποσπάς μια ομολογία με μεγάλη δυσκολία και σταδιακά: «πάρ’ τον με το καλό, γιατί, άμα πεισμώσει, του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι». Από την εικόνα του ατόμου που καταβάλλει προσπάθεια να βγάλει από κάπου κάτι με το τσιγκέλι·
- του γερόντου ν’ ακούς το λόγο κι όχι τον πόρδο, βλ. λ. γέροντας·
- του δίνω το λόγο, του επιτρέπω να μιλήσει: «μόλις ο πρόεδρος του ’δωσε το λόγο, άρχισε την αγόρευσή του»·
- του κάνω λόγο, βλ. φρ. του κάνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- του λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους), βλ. λ. λόγου·
- του παίρνεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τιρμπουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τσιγκέλι, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνω λόγια, του αποσπώ κατά τη συνομιλία μας με έντεχνο τρόπο αυτό που θέλω να μάθω: «δεν ήθελε να μου πει πώς θα ενεργούσε, αλλά του πήρα λόγια και τώρα ξέρω τι θα κάνει»·
- τους  βάζω στα λόγια, σπέρνω ανάμεσά τους διχόνοια, τους ερεθίζω, τους διεγείρω, τους υποκινώ να μαλώσουν: «τους έβαλε ο τάδε στα λόγια και πλακώθηκαν στο ξύλο»·
- τρώω λόγια ή τρώω τα λόγια μου, μιλώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορεί κανείς να καταλάβει τι λέω, αποσκοπώντας να κρύψω ή να μην πω κάτι που ενοχοποιεί κάποιον: «μόλις αποκαλύφθηκε πως ο ένοχος ήταν ο φίλος του, άρχισε να τρώει τα λόγια του κατά την ανάκριση»·
- τσουχτερά λόγια, που είναι δηκτικά, που επικρίνουν, που θίγουν: «του ’πε τσουχτερά λόγια, μήπως και τον συνεφέρει, αυτός όμως πέρα βρέχει»·
- υπάρχει λόγος, υπάρχει κάποια αιτία που δημιουργεί ανάγκη: «υπάρχει λόγος που θέλω να δω το διευθυντή, γιατί αρρώστησε η γυναίκα μου και πρέπει να πάρω τη άδειά του για να πάω στο σπίτι»·
- φαρμακερά λόγια, που πικραίνουν, που δηλητηριάζουν την ψυχή: «του ’πε φαρμακερά λόγια, γι’ αυτό κι αυτός ορκίστηκε να μην του ξαναμιλήσει»·
- φουσκωμένα λόγια, βλ. φρ. παχιά λόγια·
- χαμένα λόγια, α. τα ασυνάρτητα, οι σαχλαμάρες: «τι χαμένα λόγια είναι αυτά που μας αραδιάζεις!». β. τα λόγια εκείνα, οι συμβουλές εκείνες, που δεν έφεραν αποτέλεσμα, που ειπώθηκαν μάταια: «όσο και να τον συμβούλεψα, ό,τι και να του είπα, αποδείχθηκαν χαμένα λόγια, γιατί αυτός έκανε πάλι το δικό του». (Λαϊκό τραγούδι: εμένα φίλε δε με τουμπάρει αυτός ο τρόπος, μην επιμένεις, χαμένα λόγια, χαμένος κόπος
- χάνουμε τα λόγια μας, μιλάμε, κουβεντιάζουμε μάταια, γιατί κανείς από τους δυο μας δεν μπορεί να πείσει τον άλλον: «λέω να σταματήσουμε την κουβέντα, γιατί απ’ τη στιγμή που ο καθένας μας μένει σταθερός στις θέσεις του, χάνουμε τα λόγια μας». (Τραγούδι: τα λόγια μας μη χάνουμε,χωριό εμείς δεν κάνουμε
- χάνω τα λόγια μου, α. μιλώ, ιδίως συμβουλεύω κάποιον, μάταια: «σε συμβουλεύω μια ώρα, αλλά, απ’ ό,τι βλέπω, χάνω τα λόγια μου». β. δεν ξέρω τι να πω, πώς να δικαιολογηθώ: «θα δεις πως, κάθε φορά που έχει άδικο, χάνει τα λόγια του». γ. δεν μπορώ να μιλήσω σωστά, κατανοητά, λόγω ταραχής: «κάθε φορά που είναι ταραγμένος, δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, γιατί χάνει τα λόγια του». δ.(για ηθοποιούς) ξεχνώ το κείμενο που πρέπει να πω και ή δεν ατακάρω αμέσως, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί κενό ανάμεσα σε αυτά που μου λέει ο παρτενέρ μου και στη δική μου απάντηση, ή αυτά που λέω δεν έχουν λογικό ειρμό, είναι άσχετα προς το διάλογο της σκηνής, είναι άλλα αντί άλλων: «πώς να μη χάνεις τα λόγια σου, αγάπη μου, που δε διάβασες ούτε μια φορά τη σκηνή στο σπίτι σου!»·
- χοντρά λόγια, που είναι απρεπή, χυδαία: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν χοντρά λόγια»·
- χωρίς δεύτερο λόγο, χωρίς άλλη επισήμανση, χωρίς άλλη προειδοποίηση: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες του, τον διώχνει απ’ τη δουλειά του χωρίς δεύτερο λόγο»·
- χωρίς λόγο ή χωρίς λόγο και αιτία, χωρίς συγκεκριμένη αιτία, αδικαιολόγητα: «αρπάχτηκαν χωρίς λόγο»· χωρίς συγκεκριμένο σκοπό: «αν είναι να τρέχουμε όλη μέρα στα μαγαζιά χωρίς λόγο, εγώ δεν έρχομαι μαζί σου»·
- χωρίς πολλά λόγια, α. χωρίς ιδιαίτερη επισήμανση, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση ή χωρίς αντιλογία: «θα κάνετε αυτό που σας λέω, χωρίς πολλά λόγια». β. εν ολίγοις: «χωρίς πολλά λόγια, κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα»·
- ψαρεύω λόγια (από κάποιον) εκμαιεύω λόγια από κάποιον, προσπαθώ να του αποσπάσω επιτήδεια κάποιο μυστικό: «του ’βαζε συνέχεια να πίνει, κι όταν ο άλλος ψιλοζαλίστηκε κι άρχισε να μιλάει, αυτός ψάρευε λόγια».

μιλιά

μιλιά, η, ουσ. [<μσν. μιλιά <αρχ. ὁμιλία (= συναναστροφή)], η ομιλία. 1. ως επιφών. μιλιά! σιωπή, σκασμός: «εσύ μιλιά, γιατί λες όλο βλακείες!». 2. προτρέπει κάποιον για εχεμύθεια: «κι ό,τι είπαμε, μιλιά! || αν σε ρωτήσει κανείς τι κουβεντιάσαμε, εσύ μιλιά!». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει, βλ. λ. γλώσσα·
- δε βγάζω μιλιά, α. δε λέω τίποτα, σωπαίνω: «όταν είναι αγριεμένος, ό,τι και να μου πει, δε βγάζω μιλιά». (Δημοτικό τραγούδι: βρε, μάνα, σκότωσέ με, δε βγάζω εγώ μιλιά, εσύ μου δίνεις ξύλο κι αυτός γλυκά φιλιά). Συνών. δε βγάζω λέξη (α). β. δεν αντιδρώ, δεν απαντώ σε κριτική ή απειλή που μου γίνεται κατά πρόσωπο: «όταν ο άλλος έχει δίκιο, ότι και να μου πει, δε βγάζω μιλιά». γ. δε λέω απολύτως τίποτα, μένω άφωνος: «όταν μιλάει ο πατέρας μου, δε βγάζω μιλιά». Συνών. δε βγάζω άχνα / δε βγάζω κιχ / δε βγάζω τσιμουδιά
- δε θα βγάλεις μιλιά, (συμβουλευτικά ή απειλητικά) δε θα πεις απολύτως τίποτα: «ό,τι δεις και ό,τι ακούσεις, δε θα βγάλεις μιλιά». Συνών. δε θα βγάλεις άχνα / δε θα βγάλεις κιχ / δε θα βγάλεις λέξη / δε θα βγάλεις τσιμουδιά·
- δε θέλω μιλιά, δε δέχομαι καμιά αντίρρηση, καμιά δικαιολογία, καμιά κουβέντα, είμαι αποφασισμένος να κάνω αυτό που εγώ νομίζω σωστό και να το επιβάλλω και στους άλλους: «θα κάνετε όλοι αυτό που σας λέω και δε θέλω μιλιά!». Συνών. δε θέλω κουβέντα / δε θέλω λέξη·
- δεν ακούγεται μιλιά, επικρατεί απόλυτη ησυχία: «ακόμη και όταν λείπει ο δάσκαλος απ’ την τάξη, δεν ακούγεται μιλιά». Συνών. δεν ακούγεται αναπνοή / δεν ακούγεται ανάσα / δεν ακούγεται κιχ / δεν ακούγεται τσικ / δεν ακούγεται τσιμουδιά·
- δεν ακούς μιλιά, βλ. φρ. δεν ακούγεται μιλιά·
- δεν έβγαλε μιλιά, δεν είπε τίποτα, δεν είπε λέξη: «όσοι ώρα τον συμβούλευε ο άλλος, δεν έβγαλε μιλιά ο δικός σου»·
- έφυγε η μιλιά του ή του ’φυγε η μιλιά, βλ. συνηθέστ. κόπηκε η μιλιά του·
- έχασε τη μιλιά του, α. δεν μπόρεσε να πει τίποτα, δεν μπόρεσε να βρει δικαιολογία για κάποιο παράπτωμα ή για κάποια ένοχη πράξη του που αποκαλύφθηκε: «όταν ο άλλος έδειξε τα ντοκουμέντα που κρατούσε στα χέρια του, έχασε τη μιλιά του ο δικός σου». β. ένιωσε τέτοια αμηχανία, έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο, που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη: «έχασε τη μιλιά του, σαν είδε με τι γυναικάρα κυκλοφορούσα! || στην αρχή μας έκανε τον άγριο, αλλά μόλις ο τάδε τράβηξε μαχαίρι, έχασε τη μιλιά του ο δικός σου». Συνών. έχασε τα λόγια του (α, β) / έχασε τη λαλιά του / έχασε τη φωνή του·
- κόπηκε η μιλιά του ή του κόπηκε η μιλιά, βλ. φρ. έχασε τη μιλιά του· 
- μη βγάλεις μιλιά! ή να μη βγάλεις μιλιά! βλ. φρ. δε θα βγάλεις μιλιά·
- μην ακούσω μιλιά! ή να μην ακούσω μιλιά! βλ. φρ. δε θα βγάλεις μιλιά·
- μην πεις μιλιά! ή να μην πεις μιλιά! βλ. φρ. δε θα βγάλεις μιλιά. (Λαϊκό τραγούδι: αφού με διώχνεις, φεύγω απόψε πληγωμένη, χωρίς να κλάψω και χωρίς να πω μιλιά κι ο μαύρος δρόμος στη ζωή με περιμένει, γιατί αγάπησα μια άπονη καρδιά
- στόμα έχει και μιλιά δεν έχει, βλ. λ. στόμα·
- του πήρε τη μιλιά, του προξένησε τέτοια έκπληξη ή φόβο, που τον έκανε να μην μπορεί να μιλήσει: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μόλις την κοίταξε του πήρε τη μιλιά || του πήρε τη μιλιά ο άγνωστος, μόλις του κάρφωσε το πιστόλι στον κρόταφό του».

μόνος

μόνος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. μόνος], μόνος. 1. που δεν έχει συντροφιά: «δεν πήγα πουθενά, γιατί ήμουν μόνος». 2. που δεν έχει άλλους, που δε βρίσκεται μαζί με άλλους: «καθόταν μόνος σε μια γωνιά». (Τραγούδι: και η βάρκα γύρισε μόνη δίχως μέσα τον ψαρά). 3. που είναι μοναδικός: «η μόνη της φροντίδα είναι τα παιδιά της || ο τάδε υπήρξε ο μόνος της έρωτας». 4. (για πράγματα) που βρίσκεται κάπου, χωρίς να υπάρχει άλλο όμοιό του: «μια παπαρούνα κόκκινη ξεχώριζε μόνη σ’ όλο τον κάμπο». 5α. Επίρρ. μόνο, δηλώνει αποκλειστικότητα: «μόνο ένας θα είναι αρχηγός». β. περιορισμό: «θα μπούνε μόνο πέντε άτομα μέσα». γ. εξαίρεση: «δεν επισκέπτεται κανέναν, μόνο το φίλο του». 6. ως σύνδ., αλλά: «θα καθόμουν κι εγώ μαζί σας, μόνο που βιάζομαι να επιστρέψω στο σπίτι μου || θα φύγω μόνο αν φύγουν κι οι άλλοι». (Ακολουθούν 81 φρ.)·
- άλλη καμιά δε γέννησε, μόν’ η Μαριώ το Γιάννη, βλ. λ. Γιάννης·
- ανοίγω μόνος μου το λάκκο μου, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω μόνος μου τον τάφο μου, βλ. λ. τάφος·
- (από) μόνος μου (σου, του, της κ.λπ.), α. με δική μου (σου, του, της κ.λπ) πρωτοβουλία: «δε με κάλεσε κανείς, από μόνος μου ήρθα || δε μ’ έδιωξε κανείς, μόνος μου έφυγα || ενήργησε από μόνη της». β. χωρίς τη βοήθεια κανενός: «από μόνος μου κουβάλησα αυτό το μπαούλο || μόνος μου έφτιαξα αυτό το σπιτάκι»·
- (από) μόνο του, χωρίς την επέμβαση κάποιου: «το κάδρο έπεσε από μόνο του»·
- ας κάνει καλά μόνος του, βλ. λ. καλός·
- δεν είναι σκατά, μόν’ η γριά τα χέζει, βλ. λ. σκατά·
- δεν έκλασε, μόνο έκανε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- δουλεύουν μόνο τα ρολόγια και τα κορόιδα ή δουλεύουν μόνο τα ρολόγια κι οι μηχανές, βλ. λ. ρολόι·
- εγώ το ξέρω μόνο, βλ. λ. ξέρω·
- είναι μόνο για το τομάρι του, βλ. λ. τομάρι·
- είναι μόνο θεωρία, βλ. λ. θεωρία·
- είναι μόνο λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είναι μόνο μπλαμπλά, βλ. λ. μπλαμπλά·
- είναι μόνο παράσταση, βλ. λ. παράσταση·
- είναι μόνο φιγούρα και ιδέα ή είναι μόνο φιγούρα και κακό ή είναι μόνο φιγούρα και λεζάντα, βλ. λ. φιγούρα·
- είναι μόνο φρου φρου κι αρώματα, βλ. λ. άρωμα·
- είναι μόνος κι έρημος στον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- είναι μόνος σαν καλάμι στον κάμπο, βλ. λ. καλάμι·
- είναι μόνος σαν (την) καλαμιά στον κάμπο, βλ. λ. καλαμιά·
- είναι ο μόνος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- έμεινε μόνος, βλ. φρ. έμεινε μονάχος, λ. μονάχος·
- έμεινε μόνος κι έρημος στον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- έμεινε μόνος σαν καλάμι στον κάμπο, βλ. λ. καλάμι·
- έμεινε μόνος σαν (την) καλαμιά στον κάμπο, βλ. λ. καλαμιά·
- ένα θαύμα μόνο θα μας σώσει ή ένα θαύμα μόνο μας σώνει ή ένα θαύμα μόνο θα με σώσει ή ένα θαύμα μόνο με σώνει, βλ. λ. θαύμα·
- ένας σεισμός μόνο θα μας σώσει ή ένας σεισμός μόνο μας σώνει ή ένας σεισμός μόνο θα με σώσει ή ένας σεισμός μόνο με σώνει, βλ. λ.σεισμός·
- ζει μόνος, βλ. φρ. ζει μονάχος, λ. μονάχος·
- ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- και μόνο με τη σκέψη πως… ή και μόνο με τη σκέψη ότι…, βλ. λ. σκέψη·
- και μόνο που… και όταν απλώς. (Λαϊκό τραγούδι: και μόνο που με κοιτάς λιώνω και μόνο που με κοιτάς και μόνο που με κοιτάς λιώνω, σκέψου να μ’ αγαπάς
- και μόνο που τ’ ακούω…, βλ. λ. ακούω·
- και μόνο στη σκέψη πως… ή και μόνο στη σκέψη ότι…, βλ. λ. σκέψη·
- καλώς τηνε τη συμφορά μονάχα να ’ναι μόνη, βλ. λ. συμφορά·
- κοιτάζει μόνο τη βολή του, βλ. λ. βολή1·
- κοιτάζει μόνο την ευκολία του, βλ. λ. ευκολία·
- κοιτάζει μόνο την τσέπη του, βλ. λ. τσέπη·
- κοιτάζει μόνο τον κώλο του, βλ. λ. κώλος·
- λέω μόνος, μονολογώ: «τι λες μόνος εκεί στη γωνιά;»·
- λίγο μόνο αν… ή λίγο μόνο να…, βλ. λ. λίγος·
- με βλέπω μόνο, διαπιστώνω πως δε θα βρω φιλική ή ερωτική συντροφιά: «δεν ξέρω πού βρίσκεται η παρέα μου και με βλέπω μόνο || μάλωσα με την γκόμενα και με βλέπω μόνο». (Λαϊκό τραγούδι: πάλι μες τους δρόμους βγήκα για καινούρια γκόμενα, πάλι μόνο μου με βλέπω για τα βράδια τα επόμενα)· 
- με τη μόνη διαφορά, βλ. λ. διαφορά·
- μείναμε μόνοι σαν το λεμόνι, βλ. λ. λεμόνι·
- μένω μόνος, διαμένω σε ένα χώρο μόνος, δεν έχω συγκάτοικο: «επειδή δε θέλω να ’χω προβλήματα με άλλους, έχω συνηθίσει να μένω μόνος»·
- μένω μόνος κι έρημος, μένω εντελώς μόνος στη ζωή μου: «τα παιδιά του λείπουν χρόνια στο εξωτερικό και από τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του έμεινε μόνος κι έρημος»·
- μια βροχή μόνο θα μας σώσει ή μια βροχή μόνο μας σώνει ή μια βροχή μόνο θα με σώσει ή μια βροχή μόνο με σώνει, βλ. λ. βροχή·
- μιλάει από μόνο του, βλ. συνηθέστ. φωνάζει από μόνο του, βλ. λ.φωνάζω·
- μιλώ μόνος, βλ. φρ. λέω μόνος·
- μόνο δεξιά! βλ. λ. δεξιά·
- μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- μόνο η κακία μένει, βλ. λ. κακία·
- μόνο και μόνο, αποκλειστικά: «ήρθα μόνο και μόνο για σένα»·
- μόνο καλά! βλ. λ. καλός·
- μόνο μια και δυο; πολλές φορές: «εσύ νομίζεις πως μόνο μια και δυο τον συμβούλεψα;»·
- μόνο πάνω απ’ το πτώμα μου, βλ. λ. πτώμα·
- μόνο πότε θα πεθάνω δεν ξέρω, βλ. λ. πεθαίνω·
- μόνο που…, δηλώνει αντίθεση σε όσα ειπώθηκαν προηγουμένως, όμως, αλλά: «καλό παιδί, δε λέω, μόνο που είναι καβγατζής»·
- μόνο που δε(ν)…, λίγο έλειψε να…: «δεν πάω ξανά να του ζητήσω τίποτε, γιατί την προηγούμενη φορά, μόλις άνοιξα το στόμα μου, μόνο που δε μ’ έδειρε || μόλις του είπα πως ψηφίζουμε τον ίδιο υποψήφιο, μόνο που δε με φίλησε || εγώ, ό,τι είπα, το ’πα για το καλό του κι αυτός μόνο που δεν ήρθε να με δείρει»·
- μόνο τέτοια! βλ. λ. τέτοιος·
- μόνο του σπανού τα γένια δε γίνονται, βλ. λ. σπανός·
- μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ’ ακούω, βλ. φρ. εγώ τα λέω, εγώ τ’ ακούω, λ. εγώ·
- μόνος στο είδος του, βλ. λ. είδος·
- νιώθω μόνος, νιώθω μοναξιά: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα μου, νιώθω μόνος»·
- νοιάζεται μόνο για το τομάρι του, βλ. λ. τομάρι·
- ο κουβαλητής θυμάται το Θεό, μόνο όταν έχει το φορτίο στον ώμο του, βλ. λ. κουβαλητής·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος τρέχει μόνος του, τερματίζει πρώτος, βλ. λ. τερματίζω·
- ό,τι κάνεις μόνος σου είναι γρήγορα καμωμένο, όταν φροντίζεις μόνος σου μια δουλειά, μια υπόθεση έχεις γρήγορα αποτελέσματα: «βρε άσε τους μεσάζοντες και τους παρατρεχάμενους κι ενδιαφέρσου να πάρεις εσύ την υπογραφή της πολεοδομίας γιατί, ό,τι κάνεις μόνος σου είναι γρήγορα καμωμένο»· βλ. και φρ. μοναχός χόρευε κι όσο θέλεις πήδα, λ. μοναχός·
- ου γαρ έρχεται μόνον (ενν. το γήρας), βλ. λ. ου·
- παίζει μόνος του μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- παρά μόνο, βλ. λ. παρά·
- παρά μόνο αν, βλ. λ. παρά·
- πάω εκεί που και ο βασιλιάς πάει μόνος, βλ. λ. βασιλιάς·
- σκάβω μόνος μου το λάκκο μου, βλ. λ. λάκκος·
- σκάβω μόνος μου τον τάφο μου, βλ. λ. τάφος·
- τα πράγματα φωνάζουν από μόνα τους, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- της θάλασσας τα ψάρια δεν μπαίνουν μόνα τους στον νταβά, βλ. λ. νταβάς1·
- το κάνει μόνο από μπρος, (για γυναίκες) βλ. λ. μπρος·
- το πράγμα μιλάει από μόνο του ή το πράγμα μιλάει μόνο του, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τον (την) έχει μόνο για κατούρημα (ενν. τον πούτσα, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. κατούρημα·
- τόσο(ς) μόνο, ή μόνο τόσο(ς), βλ. λ. τόσος.

μουσική

μουσική, η, ουσ. [<αρχ. μουσική (τέχνη), θηλ. του επιθ. μουσικός], η μουσική·
- καθένας ακούει τη δική του μουσική, καθένας ενεργεί ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και τα συμφέροντά του: «μην περιμένεις κοινό πνεύμα σ’ αυτή την παρέα, γιατί καθένας ακούει τη δική του μουσική»·
- έφαγε ξύλο μετά μουσικής, βλ. λ. ξύλο·
- ξύλο μετά μουσικής, βλ. λ. ξύλο·
- του δίνω ξύλο μετά μουσικής, βλ. λ. ξύλο.

μπινελίκι

μπινελίκι, το, ουσ. [<τουρκ. ibnelik]. 1. το πάθος ή το φέρσιμο του μπινέ (βλ. λ.): «δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ το μπινελίκι του». 2α. συνήθως στον πλ. τα μπινελίκια, διάφορα γλυκίσματα, διάφορα ζαχαρωτά ή διάφοροι μεζέδες, που συνοδεύουν κάποια ροφήματα ή το ούζο, ή διάφοροι ξηροί καρποί, που συνοδεύουν το ουίσκι: «έχει τρέλα να τρώει κάθε λογής μπινελίκια || πίνει πάντα το ούζο του τρώγοντας και διάφορα μπινελίκια». Από την τάση του μπινέ να δοκιμάζει όλα τα είδη των σεξουαλικών ηδονών. β. οι διάφορες βρισιές που εκστομίζονται από εκνευρισμένο άτομο σε κάποιον άλλον ή σε κάποιους άλλους: «όταν είναι νευριασμένος, ξεσπάει σε μπινελίκια κι όποιον πάρει ο Χάρος». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- ακούω μπινελίκια ή ακούω τα μπινελίκια μου, δέχομαι βρισιές από κάποιον, δέχομαι αυστηρές παρατηρήσεις: «άλλοι κάνουν τις κομπίνες τους κι εγώ ακούω τα μπινελίκια μου!»·
- ακούω τα μπινελίκια της ζωής μου, δέχομαι ακατάσχετες βρισιές από κάποιον, δέχομαι αυστηρότατες παρατηρήσεις, καθυβρίζομαι από κάποιον: «όταν έμαθε πως την έκανα κοπάνα απ’ τη δουλειά, άκουσα τα μπινελίκια της ζωής μου»·
- αρχίζω τα μπινελίκια, εκστομίζω διάφορες βρισιές: «όταν είναι νευριασμένος, αρχίζει τα μπινελίκια και δε λογαριάζει κανέναν»·
- πλακώνω τα μπινελίκια, βλ. φρ. αρχίζω τα μπινελίκια·
- τον άρχισα στα μπινελίκια, βλ. φρ. τον πλάκωσα στα μπινελίκια·
- τον πλάκωσα στα μπινελίκια, τον καθύβρισα: «μόλις τον είδα, τον πλάκωσα στα μπινελίκια, γιατί με είχε στήσει στο ραντεβού μας»·
- τον τάραξα στα μπινελίκια, τον καθύβρισα: «επειδή μίλησε άσχημα στη μάνα του, τον πήρα παράμερα και τον τάραξα στα μπινελίκια»·
- του ρίχνω μπινελίκια ή του ρίχνω τα μπινελίκια του, τον βρίζω, τον επιπλήττω αυστηρά: «μόλις τον είδα, του ’ριξα τα μπινελίκια του»·
- του ρίχνω τα μπινελίκια της ζωής του, τον βρίζω ακατάσχετα, τον καθυβρίζω, τον επιπλήττω αυστηρότατα: «όταν έμαθε ποιος τον κατηγόρησε, του ’ριξε τα μπινελίκια της ζωής του»·
- τρώω μπινελίκια ή τρώω τα μπινελίκια μου, βλ. φρ. ακούω μπινελίκια·
- τρώω τα μπινελίκια της ζωής μου, βλ. φρ. ακούω τα μπινελίκια της ζωής μου.

πουστριλίκι

πουστριλίκι κ. πουστιρλίκι, το, ουσ. [<πούστης + κατάλ. -τριλίκι και -τιρλίκι]. 1. η ιδιότητα, η συμπεριφορά του πούστη. 2. συνήθως στον πλ. τα πουστριλίκια κ. τα πουστιρλίκια, το υβρεολόγιο, οι αυστηρές παρατηρήσεις: «σταμάτα, επιτέλους, αυτά τα πουστριλίκια και μίλα στον άνθρωπο με πιο ήπιο τόνο!». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- ακούω πουστριλίκια ή ακούω τα πουστριλίκια μου, δέχομαι βρισιές, δέχομαι αυστηρές παρατηρήσεις από κάποιον: «έστειλα λάθος παραγγελία κι άκουσα τα πουστριλίκια μου απ’ τ’ αφεντικό μου»·
- ακούω τα πουστριλίκια της ζωής μου, δέχομαι έντονες βρισιές, καθυβρίζομαι, δέχομαι αυστηρότατες παρατηρήσεις από κάποιον: «όταν έμαθε πως την κοπάνησα απ’ τη δουλειά, άκουσα τα πουστριλίκια της ζωής μου απ’ τον πατέρα μου»·
- αρχίζω τα πουστριλίκια, εκστομίζω διάφορες βρισιές, παρατηρώ αυστηρά κάποιον: «όταν είναι στα νεύρα του, αρχίζει τα πουστριλίκια κι όποιον πάρει η μπάλα»·
- πλακώνω τα πουστριλίκια, βρίζω έντονα: «όταν νευριάσει, πλακώνει τα πουστριλίκια κι ακούγεται σ’ όλο το τετράγωνο»·
- τον άρχισα στα πουστριλίκια, βλ. φρ. τον πλάκωσα στα πουστριλίκια·
- τον πλάκωσα στα πουστριλίκια, τον έβρισα, τον επέπληξα έντονα: «μόλις τον είδα, τον πλάκωσα στα πουστριλίκια, γιατί με είχε στήσει στο ραντεβού μας»·
- τον τάραξα στα πουστριλίκια, τον καθύβρισα: «επειδή τον είδα να χτυπάει γέρο άνθρωπο, τον τάραξα στα πουστριλίκια»· 
- του ρίχνω πουστριλίκια ή του ρίχνω τα πουστριλίκια του, τον βρίζω, τον επιπλήττω αυστηρά: «τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και του ’ριξε τα πουστριλίκια του, γιατί έφυγε απ’ τη δουλειά χωρίς να ρωτήσει κανέναν»·
- του ρίχνω τα πουστριλίκια της ζωής του, τον βρίζω έντονα, τον καθυβρίζω, τον επιπλήττω αυστηρότατα: «όταν έμαθε ποιος τον κάρφωσε στη γυναίκα του για την γκόμενα που έχει, πήγε και του ’ριξε τα πουστριλίκια της ζωής του»·
- τρώω πουστριλίκια ή τρώω τα πουστριλίκια μου, βλ. φρ. ακούω  πουστριλίκια·
- τρώω τα πουστριλίκια της ζωής μου, βλ. φρ. ακούω τα  πουστριλίκια της ζωής μου.

πρά(γ)μα

πρά(γ)μα, το, ουσ. [<αρχ. πρᾶγμα <πράσσω], το πράγμα. 1. οτιδήποτε κατέχει κανείς, ιδίως αντικείμενο, σκεύος, έπιπλο: «αύριο κάνω μετακόμιση κι έχω να μεταφέρω πολλά πράγματα». 2. οτιδήποτε παράγει κανείς, το προϊόν, ιδίως το βιομηχανικό: «τι πράγματα βγάζετε στο εργοστάσιο που δουλεύεις;». 3. (στη γλώσσα της αργκό) εμπόρευμα λαθραίο, παράνομο: «τον έπιασαν μ’ όλο το πράμα στο τελωνείο || βρήκαν όλο το πράμα, που είχε κλέψει, καταχωνιασμένο στο υπόγειο του σπιτιού του». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το ναρκωτικό: «με το κυνήγι που κάνει η αστυνομία, δεν μπορείς να βρεις σήμερα εύκολα πράμα στην πιάτσα». 5. (στη γλώσσα της αργκό) το αιδοίο, το μουνί: «μόλις έσβησαν τα φώτα, έβαλε το χέρι του κάτω απ’ το φουστάνι της κι άρχισε να χαϊδεύει το πράμα της». 6. άνθρωπος εντελώς άβουλος, ανάξιος λόγου: «εγώ δε θέλω να ’χω ένα πράμα σαν και σένα δίπλα μου, αλλά άνθρωπο έξυπνο, που, να μπορεί να με βοηθήσει και να με συμβουλέψει || κουβαλάει ένα πράμα μαζί της, που κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, αμολάει κοτσάνες». 7. η συμπεριφορά, η διαγωγή και, κατ’ επέκταση, ο ίδιος ο άνθρωπος σε σχέση με τη συμπεριφορά του: «τον ξέρω τρία χρόνια, αλλά δεν έχω καταλάβει ακόμη τι πράγμα είναι || μα είναι πράγμα να θέλεις να παρατήσεις τις σπουδές σου;». 8. η υπόθεση, η κατάσταση, το γεγονός, ό,τι συμβαίνει σε κάποιον: «έμπλεξα μ’ ένα πράγμα, που μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που το ανέλαβα || πώς πάει το πράμα που είχες ξεκινήσει; || μ’ έπιασε ένα πράμα στο λεωφορείο και δεν μπορούσα να αναπνεύσω!». 9α. στον πλ. τα πρά(γ)ματα, οι διάφορες εργασίες, οι διάφορες ασχολίες του ανθρώπου: «σήμερα έχω να κάνω πολλά πράγματα, γιατί έχω να πάω στην τράπεζα, στη Δ.Ε.Η., στον Ο.Τ.Ε. κι ύστερα να πάω να δω ένα φίλο μου, που είναι στο νοσοκομείο». β. τα προσωπικά είδη, αντικείμενα, τα ρούχα, οι αποσκευές: «έβαλε τα πράγματά του στη βαλίτσα του κι έφυγε απ’ το σπίτι || όταν έρθει το ταξί, θα πρέπει να ’στε όλοι έτοιμοι με τα πράγματά σας στο πεζοδρόμιο». γ. τα εμπορεύματα, τα καταναλωτικά προϊόντα: «αυτό το μαγαζί έχει καλά πράγματα || βγήκα με πεντακόσια ευρώ στην αγορά και στο τέλος δε μου ’μεινε ευρώ, γιατί αγόρασα πολλά πράγματα». 10. οι γνώσεις, η εμπειρία της ζωής: «αυτός γύρισε όλον τον κόσμο και ξέρει πολλά πράγματα στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: ένας Αρμένης φιλαράκος που ’ξερε πράματα πολλά, μου ’πε πως η ευτυχία μοιάζει με γράμματα ψιλά). 11. τα βοσκήματα (γίδια, πρόβατα κ.λπ.): «βγήκε από νωρίς να ποτίσει τα πράματα στη στέρνα». Υποκορ. πρα(γ)ματάκι κ. πρα(γ)ματούλι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 265 φρ.)·
- αγρίεψαν τα πράγματα, επιδεινώθηκε η κατάσταση, ξέφυγε από τον έλεγχο: «μόλις φάνηκαν τα Μ.Α.Τ. και κατάλαβα πως αγρίεψαν τα πράγματα, βρήκα μια καλή κρυψώνα και περίμενα να δω τι θα επακολουθήσει»·
- άκου πράματα! ή άκουσε πράματα! βλ. φρ. κοίτα πράματα(!)·
- άκου πώς έχει το πράγμα ή άκου πώς έχουν τα πράγματα, έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε το συνομιλητή μας, όταν θέλουμε να του εξιστορήσουμε ένα συμβάν ή μια υπόθεση·
- ακούστηκαν απίστευτα πράγματα, βλ. φρ. ακούστηκαν φοβερά πράγματα· 
- ακούστηκαν τρομερά πράγματα, βλ. φρ. ακούστηκαν φοβερά πράγματα·
- ακούστηκαν φοβερά πράγματα, α. αποκαλύφθηκαν δημόσια από κάποιον συγκλονιστικά μυστικά σε βάρος κάποιου: «κατά τη συνέντευξη του αποχωρήσαντος βουλευτή, ακούστηκαν φοβερά πράγματα για τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ο αρχηγός του κόμματος στους συνεργάτες του». β. εκτοξεύτηκαν ακατονόμαστες ύβρεις από τα άτομα που ήρθαν σε αντίθεση ή από τα άτομα που μάλωσαν: «κάποια στιγμή ήταν κι οι δυο τους εκτός εαυτού κι ακούστηκαν φοβερά πράγματα»·  
- αλαλούμ πράγματα, βλ. φρ. αλαμπουρνέζικα πράγματα·
- αλαμπουρνέζικα πράγματα, α. καταστάσεις, υποθέσεις μπερδεμένες: «ό,τι είναι να κάνουμε, θα το γράψουμε στο χαρτί και θα το υπογράψουμε, γιατί εμένα δε μ’ αρέσουν αλαμπουρνέζικα πράγματα». β. λόγια διφορούμενα, ασαφή, μπερδεμένα: «τι αλαμπουρνέζικα πράγματα είναι αυτά που μου λες!»·
- αλλάζει το πράγμα ή αλλάζουν τα πράγματα, υπάρχει διαφορά, διαφέρει, μεταβάλλεται η γνώμη που είχα σχηματίσει ή η στάση που είχα κρατήσει, γιατί υπάρχουν νέα δεδομένα: «ήμουν πολύ θυμωμένος μαζί σου, αλλά τώρα, που μου εξήγησες γιατί ενήργησες μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλάζει το πράγμα». Συνών. αλλάζει η υπόθεση / αλλάζει το ζήτημα / αλλάζει το θέμα·
- άλλαξαν τα πράγματα ή τα πράγματα άλλαξαν, μεταβλήθηκε η κοινωνική πολιτική ή οικονομική κατάσταση προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «τώρα που άλλαξαν τα πράγματα, θα δούμε κι εμείς μια άσπρη μέρα || τώρα που άλλαξαν τα πράγματα, πρέπει να κάνουμε οικονομία»·
- άλλο πράγμα, διαφορετικό: «δε σου είπα αυτό, σου είπα άλλο πράγμα»·
- άλλο πράμα! α. (για πρόσωπα, ιδίως για γυναίκες αλλά και για πράγματα) που είναι πολύ καλός, πολύ εντυπωσιακός, εξαιρετικός, εξαίσιος, ιδιαίτερα ξεχωριστός: «γνώρισα χτες βράδυ μια γυναικάρα, άλλο πράμα! || αγόρασε μια αυτοκινητάρα, άλλο πράγμα!». β. εκφράζει και εντελώς αντίθετη έννοια, επιτείνοντας κάποια κακή ιδιότητα, συμπεριφορά ή χαρακτηρισμό: «είναι γκρινιάρης, χαρτοπαίχτης, μεθύστακας, άλλο πράμα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- άλφα πράμα, α. (για πρόσωπα) πολύ καλός, εξαιρετικός, εξαίσιος: «ο φίλος σου είναι άλφα πράμα». β. (ιδίως για γυναίκα) πολύ όμορφη, εξαιρετική, εξαίσια: «είδα το φίλο σου να κυκλοφορεί με μια γυναίκα άλφα πράμα!». Από το ότι το πράμα σημαίνει και μουνί. γ. (για εμπορεύματα ή ναρκωτικά) πρώτης ποιότητας: «το μαγαζί αυτό διαθέτει πάντα άλφα πράμα || στην πιάτσα κυκλοφορεί άλφα πράμα»·
- ανεβασμένα πράγματα! καταστάσεις πολύ ευχάριστες, πολύ εντυπωσιακές, πολύ εύθυμες,  πολύ καθώς πρέπει: «έγινε ένα γλέντι που δεν ξανάγινε. Ανεβασμένα πράγματα! || στη δεξίωση ήταν όλη η αφρόκρεμα της πόλης μας. Ανεβασμένα πράγματα!». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω τρέλα, θέλω πράγματα ανεβασμένα, μα όλα αυτά χωρίς εσένα δε θα έχουνε σκοπό). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- απ’ τα πράγματα, (για καταστάσεις) από τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονται: «απ’ τα πράγματα φαίνεται πως το χρηματιστήριο δεν πάει καθόλου καλά»· βλ. και φρ. από τα πράγματα·
- απλά πράγματα, λέγεται για κάτι που δεν είναι τόσο δύσκολο ή επικίνδυνο όσο φαίνεται ή όσο παρουσιάζεται: «θα διατάξουν μια ένορκη διοικητική εξέταση και με τον καιρό θα κουκουλώσουν το σκάνδαλο, απλά πράγματα»·
- από τα πράγματα, βλ. φρ. εκ των πραγμάτων·
- αστεία πράγματα! ή αστείο πράγμα! α. έκφραση πλήρους συναίνεσης στην πρόταση κάποιου: «σε παρακαλώ, θα μπορέσεις να με βοηθήσεις στη μετακόμιση που θα κάνω αύριο; -Αστείο πράγμα!», δηλ. και βέβαια θα σε βοηθήσω. β. χαρακτηρισμός υπόθεσης ή εργασίας που αναλαμβάνουμε ως πολύ εύκολης, πολύ απλής για τις δυνατότητές μας: «θα μπορέσεις να κουβαλήσεις αυτό το κιβώτιο μόνος σου; -Αστείο πράγμα!», δηλ. και βέβαια μπορώ να το κουβαλήσω· βλ. και φρ. γελοία πράγματα! ή γελοίο πράγμα(!)·
- άτιμο πράγμα ή άτιμα πράγματα, α. ενέργεια ανέντιμη, δόλια: «αυτό που έκανες στον άνθρωπο ήταν πολύ άτιμο πράγμα || εγώ δε σ’ είχα μαθημένο γι’ άτιμα πράγματα». β. λέγεται για κάτι συνήθως μικροαντικείμενα ή μικροσυσκευές, που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν ή τη χρησιμότητά τους: «τι άτιμο πράγμα είναι αυτό και για ποιο λόγο τ’ αγόρασες, δεν μπορώ να καταλάβω»·
- αυτό είν’ άλλο πράγμα, αποτελεί άλλη, ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση: «δεν έχει καμιά σχέση αυτό που μου λες με την υπόθεση που κουβεντιάζουμε, γιατί αυτό είν’ άλλο πράγμα». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο καπέλο / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο·
- αυτό το πράγμα είναι σαν το ποδήλατο, δεν ξεχνιέται, βλ. λ. ποδήλατο·
- αφήνω τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους ή αφήνω τα πράγματα να τραβήξουν το δρόμο τους, αφήνω τα πράγματα να εξελιχθούν από μόνα τους, χωρίς να επεμβαίνω ή να εκβιάζω την έκβασή τους: «έχει προβλήματα με τη γυναίκα του και τον συμβούλεψα ν’ αφήσει τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους και ο καιρός θα δείξει τι πρέπει να κάνει»·
- βάζω τα πράγματα στη θέση τους, α. διευθετώ μια διαφορά ή μια παρεξήγηση που υπάρχει: «τώρα που βάλαμε τα πράγματα στη θέση τους μπορούμε να δώσουμε τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν πάψεις πια τις τρέλες σου τις τόσες, θα σ’ αφήσω, σου το λέω, να το ξέρεις κι αν δε βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους,συ θα κλαις, θα ξενυχτάς, θα υποφέρεις). β. αποκαθιστώ την αλήθεια, λέω τα πράγματα όπως ακριβώς είναι: «μόλις ήρθε ο τάδε κι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, τότε μόνο μπορέσαμε κι εμείς να μάθουμε την πραγματική αλήθεια»·
- βερέμικο πράμα, βλ. λ. βερέμικος·
- βήτα πράμα, βλ. συνηθέστ. δεύτερο πράμα·
- βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα ή βλέπω της μάνας μου το πράμα, βασανίζομαι, τυραννιέμαι, υποφέρω πάρα πολύ: «κάθε μέρα βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα για να θρέψω την οικογένειά μου». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό σε κάποιον να βλέπει της γιαγιάς του ή της μάνας του το αιδοίο και από αισθητική, αλλά περισσότερο από ηθική άποψη· βλ. και φρ. είδα της γιαγιάς μου το πράμα·
- βρήκε στρωμένα τα πράγματα ή βρήκε τα πράγματα στρωμένα, α. δε βρήκε καμιά δυσκολία, κανένα εμπόδιο σε κάποια δουλειά ή σε κάποια υπόθεση: «μόλις ανέλαβε τη δουλειά, άρχισε αμέσως την παραγωγή, γιατί βρήκε τα πράγματα στρωμένα». β. βρήκε την πολιτική κατάσταση στη χώρα για την οποία γίνεται λόγος, ήρεμη, ομαλή: «γύρισε μετά την πτώση της χούντας και βρήκε στρωμένα τα πράγματα, για να μας παρουσιάζεται μετά και αντιστασιακός!»·   
- γελοία πράγματα! ή γελοίο πράγμα! καταστάσεις ασήμαντες, φαιδρές, ανάξιες λόγου: «δε θέλω να ’ρχεσαι κάθε τόσο και να μ’ ενοχλείς για γελοία πράγματα!»·
- για δε(ς) πράματα! βλ. φρ. για κοίτα πράματα(!)·
- για δε(ς) κάτι πράματα! έκφραση δυσφορίας ή δυσαρέσκειας για κάτι που μας δημιουργεί κακή εντύπωση. (Τραγούδι: για δες κάτι πράματα, να γυρίζεις μες τ’ άγρια χαράματα)· βλ. και φρ. κοίτα πράματα(!)·
- για κοίτα πράματα! βλ. φρ. κοίτα πράματα(!)·
- γίνονται πράματα και θάματα, α. συμβαίνουν πολλά ευχάριστα και αξιοθαύμαστα: «κάθε χρόνο στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης γίνονται πράματα και θάματα». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση για καταστάσεις που έχουν αρνητικό αντίκτυπο: «όταν γυρίζει το βράδυ μεθυσμένος, γίνονται στο σπίτι του πράματα και θάματα»·
- γυναικουλίστικα πράγματα, βλ. λ. γυναικουλίστικος·
- δε θέλει ρώτημα το πράγμα ή δε χρειάζεται ρώτημα το πράγμα, βλ. λ. ρώτημα·
- δε θέλει φιλοσοφία το πράγμα ή δε χρειάζεται φιλοσοφία το πράγμα, βλ. λ. φιλοσοφία·
- δε λέει (και) πολλά πράγματα, βλ. φρ. δε λέει (και) πολλά, λ. πολύς·
- δεν είναι αστείο πράγμα να…, το ζήτημα είναι σοβαρό, πρέπει να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα: «σήμερα δεν είναι αστείο πράγμα να κάνει κανείς έρωτα δίχως προφυλακτικό»·
- δεν είναι για μεγάλα πράγματα, δεν έχει την ικανότητα, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη ότι μπορεί να κατορθώσει κάτι σπουδαίο: «έχω την εντύπωση πως ο τύπος είναι μόνο λόγια και πως δεν είναι για μεγάλα πράγματα»·
- δεν είναι έτσι τα πράγματα, έκφραση αμφισβήτησης για τον τρόπο με τον οποίο αναφέρει κάποιος ένα γεγονός: «ακούω με προσοχή αυτά που λες, αλλά με συγχωρείς που θα σε διακόψω, γιατί δεν είναι έτσι τα πράγματα». Συνών. δεν είναι έτσι η δουλειά·
- δεν είναι καλά τα πράγματα, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους, διέρχεται κρίση, εγκυμονεί κινδύνους: «τον τελευταίο καιρό δεν είναι καλά τα πράγματα στον τόπο μας, γι’ αυτό πολλοί φεύγουν στο εξωτερικό»· βλ. και φρ. δεν πάνε καλά τα πράγματα·
- δεν είναι λίγο πράγμα να…, βλ. φρ. δεν είναι μικρό πράγμα να(…)·
- δεν είναι μικρό πράγμα να…, δεν είναι καθόλου ασήμαντο, απεναντίας είναι πολύ σοβαρό, πολύ σπουδαίο: «δεν είναι μικρό πράγμα να χρωστάς ένα σωρό λεφτά και να κινδυνεύεις να πας φυλακή, επειδή δεν έχεις να τα πληρώσεις || δεν είναι μικρό πράγμα να περάσεις κολυμπώντας τα στενά της Μάγχης»·
- δεν είναι πράγμα αυτό! ή δεν είναι πράγματα αυτά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή! λ. δουλειά·
- δεν είναι σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν είναι σόι πράματα αυτά, βλ. λ. σόι·
- δεν έρχονται καλά τα πράγματα, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους δεν προβλέπεται ευοίωνη: «ο κόσμος όλος ανησυχεί, γιατί αντιλαμβάνεται πως δεν έρχονται καλά τα πράγματα»·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο σακί, βλ. φρ. δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι, λέγεται σε περιπτώσεις που επιχειρούμε να εξομοιώσουμε ασυμβίβαστα μεταξύ τους πράγματα είτε υποτιμώντας είτε υπερτιμώντας τα: «θα πρέπει να μάθεις να ξεχωρίζεις τους επιστήμονες απ’ τους απλούς ανθρώπους, γιατί δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι»·
- δεν πάνε καλά τα πράγματα, α. η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού ή κράτους δεν έχει ευοίωνη προοπτική: «όταν βλέπεις να πέφτουν οι τιμές στο χρηματιστήριο, να ’σαι σίγουρος πως δεν πάνε καλά τα πράγματα στον τόπο μας || όταν βλέπεις τις οικογένειες να διαλύονται η μια πίσω απ’ την άλλη, τότε να ξέρεις πως γενικά δεν πάνε καλά τα πράγματα». β. η οικονομική κατάσταση ή η υγεία ενός ατόμου δεν έχει ευοίωνη προοπτική και γενικά η εξέλιξη κάποιας δουλειάς ή υπόθεσης δεν έχει το ποθητό αποτέλεσμα, γιατί παρουσιάζει πολλές δυσκολίες: «το ’χει καταλάβει πως δεν πάνε καλά τα πράγματα με την υγεία του και προσπαθεί να μη χάσει την ψυχραιμία του || δεν πάνε καλά τα πράγματα στη δουλειά του και ζήτησε τη βοήθεια του φίλου του»· βλ. και φρ. δεν είναι καλά τα πράγματα·
- δεν προχωράει το πράγμα, η δουλειά ή η υπόθεση παρουσιάζει στασιμότητα, δεν εξελίσσεται: «πώς τα πας με τη δουλειά σου; -Έχω πέσει σε κάτι απρόβλεπτες δυσκολίες και δεν προχωράει το πράγμα»·
- δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους εγκυμονεί δυσάρεστες καταστάσεις: «τον τελευταίο καιρό, μ’ όλη αυτή την αναταραχή που υπάρχει, δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα»·
- δεν το βλέπω σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν το βλέπω σόι το πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν το καλοβλέπω το πράγμα, θεωρώ πως κάπου κάτι είναι ύποπτο: «για να κάθεται αυτός ο τύπος με τις ώρες στη γωνία και να μας παρακολουθεί, δεν το καλοβλέπω το πράγμα»·
- δεν τον βλέπω σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δες πράματα! βλ. φρ. κοίτα πράματα(!)·
- δέστε πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας βαδίζοντας λικνιστικά. Από το ότι πολλοί πωλητές, ιδίως οι πωλητές ψαριών, διαφημίζουν με αυτή τη φράση το εμπόρευμά τους στο δρόμο ή στην ψαραγορά, αλλά και από το ότι πράμα σημαίνει μουνί·
- δεύτερο πράμα, εμπόρευμα κατώτερης ποιότητας, δεύτερης διαλογής: «δεν έπρεπε να δώσεις τόσα λεφτά γι’ αυτό το ρολόι, γιατί είναι δεύτερο πράμα»·
- διαφέρει το πράγμα, βλ. φρ. αλλάζει το πράγμα·
- δυσκολεύουν τα πράγματα, βλ. φρ. σκουραίνουν τα πράγματα·
- δύσκολο πράγμα είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «βγαίνεις το πρωί μια χαρά απ’ το σπίτι σου και μέχρι να πας στη στάση, έρχεται και σε κόβει ένα αυτοκίνητο. -Δύσκολο πράγμα είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, άλλοτε πάλι προτάσσεται ή ακολουθεί της φρ. το νομίζεις, ενώ είναι φορές που της φρ. προτάσσεται το εμ και ταυτόχρονα κλείνει με το νομίζεις·
- έγιναν απίστευτα πράγματα, βλ. φρ. έγιναν φοβερά πράγματα·
- έγιναν τρομερά πράγματα, βλ. φρ. έγιναν φοβερά πράγματα·
- έγιναν φοβερά πράγματα, δημιουργήθηκαν συγκλονιστικά επεισόδια, έγιναν πολύ μεγάλες παρατυπίες ή παρανομίες: «όταν τα Μ.Α.Τ. επιτέθηκαν στους διαδηλωτές, έγιναν φοβερά πράγματα, γιατί χτυπούσαν στα τυφλά || η αντιπολίτευση κατήγγειλε φοβερά πράγματα για τις απευθείας αναθέσεις διαφόρων δημοσίων έργων»·
- έγινε κώλος το πράμα ή το πράμα έγινε κώλος, βλ. φρ. έγινε σκατά το πράμα·
- έγινε σκατά το πράμα ή το πράμα έγινε σκατά, λέγεται σε περίπτωση που κάποιο αντικείμενο καταστράφηκε, που κάποια υπόθεση στράβωσε και δεν είχε αίσιο τέλος ή που δεν μας ικανοποιεί πια: «έτσι όπως έγινε σκατά το πράμα, καλύτερα πέτα το κι αγόρασε ένα κασετόφωνο της προκοπής || έτσι όπως έγινε σκατά το πράμα, δεν ξαναπατάω στο μαγαζί του να βλέπω όλα τα τσογλάνια να πουλάνε μούρη»·
- εδώ το καλό το πράμα! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Από το ότι πολλοί πωλητές, ιδίως φρούτων και λαχανικών, διαφημίζουν με αυτή τη φράση τα εμπορεύματά τους στο δρόμο ή στην αγορά, αλλά και από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί·
- είδα της γιαγιάς μου το πράμα ή είδα της μάνας μου το πράμα, ένιωσα οδυνηρή έκπληξη: «μόλις αντιλήφθηκα τον τάδε να βάζει χέρι στο ταμείο του φίλου του, είδα της γιαγιάς μου το πράμα»· βλ. και φρ. βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα·
- είμαι μέσα στα πράγματα, α. συμμετέχω στη διαμόρφωση των εξελίξεων, είμαι στα κέντρα αποφάσεων: «έλα να σε βολέψω τώρα που είμαι μέσα στα πράγματα, γιατί δεν ξέρουμε τι γίνεται αργότερα!». β. είμαι γνώστης των όσων συμβαίνουν σε ένα χώρο ή σε ένα τόπο: «διαβάζω όλες τις εφημερίδες που κυκλοφορούν, γιατί θέλω να είμαι μέσα στα πράγματα»·
- είμαι στα πράγματα, έχω την πολιτική εξουσία, κυβερνώ ή ανήκω στην κυβερνητική παράταξη: «τώρα που είμαι στα πράγματα, θα βοηθήσω αυτούς που έχουν πραγματικά ανάγκη»·
- είναι εντάξει τα πράγματα ή τα πράγματα είναι εντάξει (γενικά) οι διαφορές διευθετήθηκαν, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική ζωή ενός τόπου εξελίσσεται ομαλά: «κάνουν πάλι παρέα, γιατί τώρα είναι εντάξει τα πράγματα, μια και ξέχασαν τις παλιές τους έχθρες || τον τελευταίο καιρό είναι εντάξει τα πράγματα στην αγορά || τα πράγματα είναι εντάξει με τη γειτονική μας χώρα»·
- είναι ζόρικα τα πράγματα, βλ. φρ. είναι στριμόκωλα τα πράγματα·
- είναι μεγάλο πράγμα, έχει μεγάλη σημασία, μεγάλη σπουδαιότητα: «είναι μεγάλο πράγμα να υπάρχει αλληλοκατανόηση σ’ ένα ζευγάρι || είναι μεγάλο πράγμα η υγεία στον άνθρωπο». (Τραγούδι: η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα,σαν ταξιδάκι αναψυχής μ’ ένα κρυμμένο τραύμα
- είναι πολύ πράμα! βλ. φρ. πολύ πράμα(!)·
- είναι πράγματα αυτά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «είναι πράγματα αυτά να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || είναι πράγματα  αυτά να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια! || είναι πράγματα αυτά να μη μ’ αφήνεις κάθε μεσημέρι να κοιμηθώ με το θόρυβο που κάνεις!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα και κλείνει με το όχι πες μου σε παρακαλώ·  
- είναι πράμα απ’ τη Δράμα! α. το εμπόρευμα είναι πάρα πολύ καλό, είναι γνήσιο: «αγόρασα ένα ρολόι, φίλε μου, που είναι πράμα απ’ τη Δράμα!». Η αναφορά στη Δράμα, ίσως από το ότι εκεί καλλιεργούσαν χασίσι πρώτης ποιότητας. β. (για γυναίκες) είναι πάρα πολύ όμορφη: «τα ’φτιαξε με μια γκόμενα, που είναι πράμα απ’ τη Δράμα!». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί·
- είναι προχωρημένα τα πράγματα, α. η υπόθεση ή η κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος έχει ήδη εξελιχθεί: «τώρα δεν μπορούμε να σταματήσουμε τη δουλειά, γιατί είναι προχωρημένα τα πράγματα || δεν υπάρχει περίπτωση να συμφιλιωθούν, γιατί είναι προχωρημένα τα πράγματα μεταξύ τους». β. (ειδικά) το ζευγάρι για το οποίο γίνεται λόγος, έχει ήδη προχωρήσει στην ερωτική πράξη, οπότε η γυναίκα δεν είναι πια παρθένα: «απ’ τη στιγμή που είναι προχωρημένα τα πράγματα μαζί της, θα πρέπει να πας να τη ζητήσεις απ’ τους γονείς της»·
- είναι σκούρα τα πράγματα, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού ή κράτους ή και της ίδιας μας της ζωής γενικά έχει επιδεινωθεί πάρα πολύ: «όσο υπάρχει ακυβερνησία, είναι σκούρα τα πράγματα για τον τόπο μας || μετά την πτώση των αξιών στο χρηματιστήριο, είναι σκούρα τα πράγματα για την οικονομία μας || μετά την εξέταση που μ’ έκανε ο γιατρός, με προειδοποίησε πως είναι σκούρα τα πράγματα για την υγεία μου»·
- είναι σόι πράματα αυτά! βλ. λ. σόι·
- είναι στα πράγματα, α. (για παρατάξεις ή για πολιτικά) είναι στην εξουσία, κυβερνά, κατέχει κάποιο πόστο: «ποια παράταξη είναι τώρα στα πράγματα στη χώρα σας; || όταν ήταν ο τάδε υπουργός στα πράγματα, όλα δούλευαν ρολόι». β. (για πρόσωπα) που ανήκει στην κυβερνητική παράταξη, που έχει κάποια εξουσία ή που διαθέτει κάποιο πολιτικό μέσο: «μόνο ο τάδε μπορεί να σε βοηθήσει, γιατί τώρα αυτός είναι στα πράγματα || όταν ήταν στα πράγματα, έκανε πως δε μας ήξερε!». γ. λέγεται και για άνθρωπο που βρίσκεται στο κέντρο των γεγονότων, που είναι δραστήριος, που έχει μεγάλη εμπειρία, μεγάλη γνώση σε κάποιο χώρο, ιδίως σε θέματα καθημερινής ζωής: «για πες μου εσύ, που είσαι στα πράγματα, πού θα βρω έναν εργάτη για κάτι μερεμέτια;»·
- είναι στριμόκωλα τα πράγματα ή τα πράγματα είναι στριμόκωλα, α. βρισκόμαστε σε περίοδο έντονης οικονομικής ανέχειας ή σε περίοδο σκλήρυνσης της κυβερνητικής πολιτικής και των εκτελεστικών της οργάνων, ή, γενικά, η παγκόσμια κατάσταση εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους: «απ’ τη στιγμή που η κυβέρνηση επανέφερε την προσωποκράτηση για χρέη προς το δημόσιο, είναι στριμόκωλα τα πράγματα || με όλη αυτή τη ρευστότητα που υπάρχει στην πρώην Γιουγκοσλαβία, είναι στριμόκωλα τα πράγματα». β. (γενικά) η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη, παρουσιάζονται μεγάλες αντιξοότητες, χρειάζεται μεγάλη προσοχή: «έχω σκοπό να μην ξεκινήσω καμιά καινούρια δουλειά, γιατί είναι στριμόκωλα τα πράγματα»·
- είναι στρωμένα τα πράγματα ή τα πράγματα είναι στρωμένα, α. δεν υπάρχει καμιά πολιτική, κοινωνική ή οικονομική δυσκολία, ή, αν υπήρχε, έχει ξεπεραστεί: «τον τελευταίο καιρό επικρατεί ηρεμία στον τόπο μας και γενικά είναι στρωμένα τα πράγματα». β. δεν υπάρχουν διαφορές ή εκκρεμότητες ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες, ή, αν υπήρχαν, έχουν διευθετηθεί: «κάποτε ήταν μαλωμένοι, αλλά τώρα είναι στρωμένα τα πράγματα και κάνουν πάλι παρέα»·
- είναι το ίδιο πράγμα, δεν υπάρχει καμιά διαφορά: «αυτό που μου λες, είναι το ίδιο πράγμα μ’ αυτό που σου λέω κι εγώ»·
- εκ των πραγμάτων, όπως προκύπτει από τα πράγματα, από την κρατούσα κατάσταση: «είμαι υποχρεωμένος εκ των πραγμάτων να μειώσω το προσωπικό μου, γιατί η δουλειά έχει πέσει κατακόρυφα»·
- εκεί που πήγαινε να δέσει το πράγμα, στην πιο καίρια στιγμή που θα πετύχαινε κανείς κάτι έπειτα από πολλές προσπάθειες: «εκεί που πήγαινε να δέσει το πράγμα και να πέσουν οι υπογραφές, ζήτησε μια προθεσμία για να ξαναμελετήσει το συμβόλαιο»· βλ. και φρ. εκεί που πήγαινε να δέσει το γλυκό, λ. γλυκός·  
- έρχομαι στα πράγματα, α. αναλαμβάνω την πολιτική εξουσία, κυβερνώ: «όσοι έρχονται στα πράγματα, το πρώτο που κάνουν είναι να βολέψουν όλους τους δικούς τους στο δημόσιο». β. ανήκω στο κόμμα εκείνο που ανέλαβε την εξουσία: «τώρα που ήρθαμε στα πράγματα, θα τρελαθούμε στη μάσα»·
- έτσι έχει το πράγμα ή έτσι έχουν τα πράγματα, καταληκτική φρ. με την οποία κλείνει κάποιος την παρουσίαση μιας κατάστασης όπως αυτή διαμορφώθηκε: «να ξεχάσετε όλα όσα ακούσατε, γιατί έτσι έχουν τα πράγματα». Συνών. έτσι έχει η υπόθεση / έτσι έχει το ζήτημα / έτσι έχει το θέμα·
- έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι, έχει υπερβολικά μεγάλο πέος: «μια φορά πήγε η τάδε μαζί του και δεν έχει σκοπό να ξαναπάει, γιατί ο τύπος έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι». Η αναφορά στο βγαλμένο χέρι, γιατί ο παθών το αφήνει να κρέμεται, μέχρι να δεχτεί τις πρώτες βοήθειες, κι έτσι, γίνεται αντιληπτό όλο το μήκος του, κάτι που παρομοιάζεται με το πέος που κρέμεται μπροστά·
- έχει πολύ πράμα! έκφραση θαυμασμού για όμορφη γυναίκα που έχει καλοσχηματισμένα και ωραία πιασίματα: «είναι μια γκομενάρα, που έχει πολύ πράμα!»·
- έχει πολύ πράμα, υπάρχει υπεραφθονία αγαθών: «το πρωί έκανα μια βόλτα στην αγορά κι είδα πως έχει πολύ πράμα»·
- έχω πείρα του πράγματος, βλ. λ. πείρα·
- ζορίζουν τα πράγματα, α. η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους, επιβάλλει τη λήψη σκληρών μέτρων: «τα δυο τελευταία χρόνια άρχισαν να ζορίζουν τα πράγματα, γι’ αυτό απαιτείται σκληρή λιτότητα». β. (γενικά) παρουσιάζονται δυσκολίες, αντιξοότητες, χρειάζεται στο εξής μεγαλύτερη προσοχή: «μην ξανοίγεσαι στη δουλειά σου, γιατί ζορίζουν τα πράγματα || έχω περικόψει όλα τα περιττά έξοδα, γιατί ζορίζουν τα πράγματα»·
- ζορίζω τα πράγματα, α. εκβιάζω μια κατάσταση ή μια υπόθεση για προσωπικό μου όφελος: «απ’ τη στιγμή που σου υποσχέθηκε πως μέσα στο μήνα θα σου επιστρέψει τα λεφτά που του δάνεισες, μη ζορίζεις άλλο τα πράγματα». β. ασκώ πίεση για να εξελιχθεί μια δουλειά ή μια υπόθεσή μου γρηγορότερα: «αν δε ζόριζα τα πράγματα, δε θα ’χα πάρει ακόμα το δάνειο»· 
- ζόρικο πράμα, α. (για γυναίκες) πάρα πολύ όμορφη: «τα ’φτιαξε με μια γυναίκα, πολύ ζόρικο πράμα». β. (για πράγματα) που είναι εντυπωσιακό, που είναι αξίας: «αγόρασε ένα ρολόι, ζόρικο πράμα || αγόρασε μια αυτοκινητάρα, πολύ ζόρικο πράμα». γ. (για καταστάσεις) που προκαλεί ψυχική καταπίεση, ψυχική δυσφορία: «δεν υπάρχει πιο ζόρικο πράγμα να χάνεις τη γυναίκα που αγαπάς || ζόρικο πράγμα για έναν πατέρα να βλέπει την κατάντια του γιου του»·
- ζυγιάζω τα πράγματα, υπολογίζω σοβαρά, προσεκτικά μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση, πριν αποφασίσω να ενεργήσω: «δεν κάνει τίποτα, αν δεν ζυγιάσει πρώτα καλά τα πράγματα»·
- η πορεία των πραγμάτων, βλ. λ. πορεία·
- η φορά των πραγμάτων, βλ. λ. φορά·
- ηρεμώ τα πράγματα, τακτοποιώ, διευθετώ μια έκρυθμη κατάσταση: «με την απειλή πως θα καλέσω την αστυνομία, ηρέμησα τα πράγματα και οι δυο παρέες κάθισαν φρόνιμα στα τραπεζάκια τους»·
- θα δείξει το πράγμα, βλ. φρ. θα φανεί το πράγμα·
- θα το κανονίσουμε το πράγμα, θα βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε: «αποφάσισε πρώτα εσύ να πάρεις μέρος στη δουλειά και θα το κανονίσουμε το πράγμα»·
- θα φανεί το πράγμα, κατά τη διάρκεια της συναναστροφής ή της εξέλιξής του, θα αποδειχθεί, θα αποκαλυφθεί αν κάποιος ή κάτι έχει θετικά ή αρνητικά στοιχεία: «δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει, αλλά ας τον βάλουμε στην παρέα μας και θα φανεί το πράγμα || ας ξεκινήσουμε τώρα τη δουλειά και στην πορεία θα φανεί το πράγμα»· 
- θέλει (και) ρώτημα το πράγμα! βλ. λ. ρώτημα·
- θέλει (και) φιλοσοφία το πράγμα! βλ. λ. φιλοσοφία·
- θέλει κουβέντα το πράγμα, βλ. λ. κουβέντα·
- θέλει σκέψη το πράγμα, βλ. λ. σκέψη·
- θέλει συζήτηση το πράγμα, βλ. λ. συζήτηση·
- καθαρά πράγματα, βλ. φρ. καθαρισμένα πράγματα·
- καθαρισμένα πράγματα, βλ. συνηθέστ. ξεκαθαρισμένα πράγματα·
- κάθε πράγμα στη σειρά του, βλ. φρ. σειρά·
- κάθε πράγμα στην ώρα του, βλ. φρ. ώρα·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγό κόκκινο το Πάσχα, βλ. λ. αβγό·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο, βλ. λ. κολιός·
- καλώς εχόντων των πραγμάτων, αν υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, αν όλα εξελίσσονται ομαλά: «βέβαια, καλώς εχόντων των πραγμάτων, η δουλειά θα πρέπει να τελειώσει τέλος του μηνός»·
- κάνει πράματα και θάματα, είναι σπάνιος τεχνίτης ή είναι άφταστος στο επάγγελμα που κάνει και γενικά, με οτιδήποτε καταπιάνεται, έχει άριστα αποτελέσματα: «αυτός ο μηχανικός κάνει πράματα και θάματα || αυτός ο χειρούργος κάνει πράματα και θάματα»·
- κάνει τρελά πράγματα, α. συμπεριφέρεται παράλογα: «κάθε φορά που τον παίρνουμε μαζί μας, γινόμαστε ρεζίλι, γιατί κάνει συνέχεια τρελά πράγματα». β. (για τεχνίτες, μηχανικούς) είναι ικανότατος: «κάθε φορά που παθαίνει βλάβη τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, που κάνει τρελά πράγματα»·
- κανονίζω τα πράγματα, α. τακτοποιώ, διευθετώ διάφορες εκκρεμότητες που έχω: «αν δεν κανονίσω πρώτα τα πράγματα που με απασχολούν, δε βλέπω φέτος να κάνω διακοπές». β. βρίσκω λύση σε κάποιο πρόβλημα, συμβιβάζω διαφορές: «επειδή δεν μπορούσαν να τα βρουν μόνοι τους στη μοιρασιά, φώναξαν ένα τρίτο να κανονίσει τα πράγματα»·
- κανονίστηκε το πράγμα ή το πράγμα κανονίστηκε, η δουλειά ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος συμφωνήθηκε, διευθετήθηκε: «τι γίνεται με κείνη τη δουλειά που ήταν ν’ αναλάβεις; -Κανονίστηκε το πράγμα || είσαι ακόμα στα μαχαίρια με τον τάδε; -Το πράγμα κανονίστηκε, γιατί δόθηκαν αμοιβαίες εξηγήσεις»·   
- κατά πώς βλέπω τα πράγματα, βλ. φρ. κατά πώς δείχνουν τα πράγματα·
- κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, σύμφωνα με την πορεία, με την εξέλιξη των πραγμάτων, σύμφωνα με τους οιωνούς: «κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, θα ’χουμε γρήγορα εκλογές»·
- κατά πώς έρχονται τα πράγματα, αναλόγως με τις συνθήκες που επικρατούν, αναλόγως των περιστάσεων: «έχω μάθει να μη βιάζομαι και πάντα ενεργώ κατά πώς έρχονται τα πράγματα»·
- κοίτα πράματα! έκφραση απορίας, θαυμασμού ή έκπληξης για κάτι που ακούμε, βλέπουμε ή πληροφορούμαστε: «κοίτα πράγματα, κοτζάμ άντρας, να συνερίζεται αυτό το μικρό παιδί! || κοίτα πράγματα που γίνονται στην ιατρική επιστήμη!». (Τραγούδι: σαν κλεμμένο ξωκλήσι, έτσι μ’ έχεις αφήσει και μου πήρες σταυρούς και μαλάματα, κοίτα πράματα!). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για και μετά το ρ. ακολουθεί το κάτι· βλ. και φρ. για δε(ς) κάτι πράματα(!)·
- κορίτσι πράμα! βλ. λ. κορίτσι·
- κρίθηκε το πράγμα, αποφασίστηκε οριστικά, τελεσίδικα κάτι: «τη δουλειά θα την αναλάβει ο τάδε, γιατί έχει πολύ πιο πολλά προσόντα από σένα, κρίθηκε το πράγμα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πάει·
- κρύωσε το πράγμα, η δουλειά ή η υπόθεση έπαψε να έχει ενδιαφέρον: «μετά από τόσες υπαναχωρήσεις, κρύωσε το πράγμα»·
- λάσπωσαν τα πράγματα ή λάσπωσε το πράγμα, βλ. συνηθέστ. λάσπωσε η δουλειά, λ. δουλειά·
- λέει πράματα και θάματα! το άτομο ή το ανάγνωσμα για το οποίο γίνεται λόγος, μιλάει για πάρα πολύ ενδιαφέροντα και θαυμαστά πράγματα: «κάθε φορά που γυρίζει ο θείος μου από ταξίδι, μας λέει πράματα και θάματα || αυτό το βιβλίο λέει πράματα και θάματα για την Αφρική!»·
- λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους, μιλώ χωρίς υπεκφυγές, ό,τι λέω, το λέω ντόμπρα και σταράτα: «δε δίνω σε κανέναν το δικαίωμα να παρεξηγήσει τα λόγια μου, γιατί λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους»·
- λέω τα πράγματα όπως είναι, βλ. συνηθέστ. λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους·
- λέω τα πράγματα όπως έχουν, βλ. συνηθέστ. λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους·
- λίγα πράγματα! βλ. φρ. μικρά πράγματα(!)·  
- λίγο πράγμα είναι να… ή λίγο πράγμα το ’χεις να…, βλ. φρ. μικρό πράγμα είναι να(…)·
- μαλακίστηκε το πράγμα, η δουλειά, η υπόθεση ή η συζήτηση έφτασε σε σημείο να χάσει τη σοβαρότητα που είχε, και στο εξής δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον: «από ένα σημείο και πέρα μαλακίστηκε το πράγμα κι όλοι άρχισαν σιγά σιγά ν’ αποχωρούν || ο ένας το μακρύ του, ο άλλος το κοντό του, ήρθε και μαλακίστηκε το πράγμα κι όλοι κοιτάζαμε πότε να περάσει η ώρα να φύγουμε»· 
- μην το φιλοσοφείς το πράγμα, βλ. συνηθέστ. μην το ψάχνεις το πράγμα·
- μην το ψάχνεις το πράγμα, α. μην το σκέφτεσαι, μην το εξετάζεις, γιατί η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος δε χρειάζεται πολύ σκέψη, είναι αυτονόητη, είναι ευνόητη: «απ’ τη στιγμή που υπάρχουν αυτές οι διευκολύνσεις, θα τελειώσουμε στο άψε σβήσε τη δουλειά, γι’ αυτό μην το ψάχνεις το πράγμα κι έλα να υπογράψουμε τα συμβόλαια», δηλ. υπάρχει σίγουρη επιτυχία. β. μην ασχολείσαι, μην εξετάζεις κάτι, γιατί δε θα μπορέσεις να βγάλεις νόημα: «όλοι προεκλογικά υπόσχονται τα μύρια όσα κι όταν εκλεγούν, κάνουν εντελώς άλλα, γι’ αυτό σου λέω μην το ψάχνεις το πράγμα»·
- μικρά πράγματα! α. λέγεται για προσπάθεια, που αποφέρει ασήμαντα αποτελέσματα, ασήμαντα κέρδη: «θέλησα να φορτσάρω για να προχωρήσω τη δουλειά, αλλά μικρά πράγματα, γιατί έπεσα πάνω σε γιορτές και σε αργίες! || κάποια στιγμή μου φάνηκε πως είχα αρκετή δουλειά, αλλά όταν έκλεισα ταμείο, διαπίστωσα μικρά πράγματα!». β. λέγεται για να απαλύνει τη στενοχώρια κάποιου που μας προκάλεσε κάποια ζημιά: «έλα, μη στενοχωριέσαι για το βάζο που έσπασες. Μικρά πράγματα, σου λέω, γιατί ήταν και ραγισμένο!»· 
- μικρό πράγμα είναι να… ή μικρό πράγμα το ’χεις να…, βλ. φρ. δεν είναι μικρό πράγμα να(…)·
- μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα, γενικά στη ζωή μου, στις δουλειές μου, αντιμετωπίζω προβλήματα: «πρέπει να κάνω κανένα ευχέλαιο, γιατί τον τελευταίο καιρό μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα»·
- μου ’ρχονται δεξιά τα πράγματα, γενικά όλα στη ζωή μου, στις δουλειές μου, μου έρχονται ευνοϊκά, εξελίσσονται ευνοϊκά: «είμαι πολύ ευχαριστημένος, Θεούλη μου, γιατί εδώ και καιρό μου ’ρχονται δεξιά τα πράγματα»·
- μου ’ρχονται στραβά τα πράγματα, βλ. φρ. μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα·
- μπαλώνω τα πράγματα, βλ. φρ. τα μπαλώνω, λ. μπαλώνω·
- μπατάλικο πράμα, αντικείμενο χοντροκομμένο, κακοδουλεμένο και χωρίς τις σωστές του αναλογίες: «πήγες κι έδωσες ένα κάρο λεφτά γι’ αυτό το μπατάλικο πράμα!»·
- μπερδεμένα πράγματα, α. καταστάσεις ή υποθέσεις χωρίς διαφάνεια, ύποπτες: «όλα θα τα βάλουμε επί τάπητος και θα τα συζητήσουμε απ’ την αρχή, γιατί δε μ’ αρέσουν μπερδεμένα πράγματα». β. λόγια ασαφή, από τα οποία δεν μπορεί κανείς να βγάλει νόημα: «τι μπερδεμένα πράγματα είναι αυτά που μου λες!»·
- μπερδεύεται με πολλά πράγματα ή μπερδεύεται σε πολλά πράγματα, δεν έχει μια μόνιμη δουλειά, αλλά ασχολείται με διάφορες δουλειές, με διάφορες υποθέσεις: «δεν ήταν από κείνους που θα μπορούσαν να στεριώσουν κάπου μόνιμα, γιατί έμαθε να μπερδεύεται με πολλά πράγματα»·
- μπερδεύω τα πράγματα, α. δημιουργώ συνειδητά αναστάτωση σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση, ιδίως για προσωπικό μου όφελος: «έτσι όπως μπέρδεψε τα πράγματα, χάλασε η δουλειά και την πήρε ένας δικός του || όπως μπέρδεψε τα πράγματα, δεν μπορεί να βγάλει κανείς άκρη κι έτσι δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε για τίποτα». β. δημιουργώ άθελα ή από άγνοια αναστάτωση σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση: «τον άφησα για λίγο στο πόδι μου, αλλά, επειδή δεν ήξερε τη δουλειά, μπέρδεψε τα πράγματα και τώρα προσπαθώ να τα ξεμπερδέψω». γ. παρανοώ κάτι: «ραντεβού είχαμε στις δέκα κι όχι στις δώδεκα κι απορώ πώς μπέρδεψες τα πράγματα!»·
- μπλέκω τα πράγματα, φέρνω μια δουλειά, μια υπόθεση ή μια κατάσταση στο απροχώρητο λόγω κακών ιδίως χειρισμών: «όπως έμπλεξες τα πράγματα, δεν μπορώ να καταλάβω με ποιο τρόπο θα συνεχίσεις τη δουλειά»·
- μπουρδουκλώνω τα πράγματα, α. μπερδεύω, ανακατώνω μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση: «έτσι όπως τα μπουρδούκλωσες τα πράγματα, να δούμε ποιος θα μπορέσει να βγάλει άκρη!». β. ενεργώ κατάλληλα, ώστε να καλύψω μια υπόθεση, ιδίως παράνομη: «αν θέλεις εσύ, μπορείς να μπουρδουκλώσεις τα πράγματα και να κάνουν έλεγχο στο ταμείο σε μερικές μέρες, μόλις βάλω πίσω τα λεφτά που πήρα»·
- μυστήριο πράμα! έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού για κάτι που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, που μας φαίνεται περίεργο, παράξενο, ανεξήγητο και που μας βάζει σε υποψίες, όσον αφορά τη νομιμότητά του, την προέλευσή του ή τις προθέσεις του: «ο τάδε αγόρασε μια βίλα στη Χαλκιδική. -Μυστήριο πράμα, αυτός μέχρι τα χτες ήταν να πάει φυλακή από χρέη! || ο τάδε με προσκάλεσε να μου κάνει το τραπέζι. -Μυστήριο πράμα, αυτός δεν δίνει τ’ αγγέλου του νερό, γι’ αυτό πρόσεχέ τον, μη θέλει κάτι από σένα! || τι μυστήριο πράμα που είναι η δημιουργία της ζωής!». Συνήθως συνοδεύεται με την ανάλογη έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού έντονα αποτυπωμένη στο πρόσωπο·
- να το δω το πράγμα, να σκεφτώ, να μελετήσω, να υπολογίσω την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «έτσι όπως μας τα λες, όλα είναι εύκολα, αλλά να το δω το πράγμα και θα σ’ απαντήσω»·
- νέα τάξη πραγμάτων, βλ. λ. τάξη·
- νοικοκυρεμένα πράγματα, δουλειά ή ενέργεια που γίνεται με επιμέλεια και τάξη, που χαρακτηρίζεται από σύνεση: «μ’ όποιον κι αν κάνει δουλειά, θέλει νοικοκυρεμένα πράγματα»·
- νοικοκυρίστικα πράγματα, βλ. φρ. νοικοκυρεμένα πράγματα·
- ντροπής πράγμα! ή ντροπής πράγματα! βλ. λ. ντροπή·
- ξεγυρισμένα πράγματα, δουλειές, υποθέσεις ή καταστάσεις που δεν αφήνουν περιθώρια για αμφισβητήσεις, παρεξηγήσεις ή σχόλια: «ό,τι συμφωνήσουμε θα το τηρήσουμε κατά γράμμα, ξεγυρισμένα πράγματα»· βλ. και φρ. ξεγυρισμένο πράμα·
- ξεγυρισμένο πράμα, α. γυναίκα πολύ όμορφη: «παλιά είχε μια γκόμενα που δε βλεπότανε, αλλά η καινούρια του είναι πολύ ξεγυρισμένο πράμα». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί. β. οτιδήποτεθεωρείται πολύ ωραίο, πολύ ικανοποιητικό για τις ανάγκες ή τα γούστα μας: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο πολύ ξεγυρισμένο πράμα»· βλ. και φρ. ξεγυρισμένα πράγματα·
- ξεκαθαρίζω τα πράγματα, α. εκκαθαρίζω οικονομικές ή προσωπικές διαφορές που έχω με κάποιον ή με κάποιους: «αν δεν ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, δεν κάνω άλλη δουλειά μαζί σου || και οι δυο έχουμε την εντύπωση πως φταίχτης είναι ο άλλος, γι’ αυτό νομίζω πως ήρθε ο καιρός να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα». β. αποσαφηνίζω κάτι, κατασταλάζω σε κάτι: «ξεκαθάρισε, επιτέλους, τα πράγματα και μη μας τα λες μια έτσι και μια αλλιώς || πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσεις τα πράγματα μέσα στο μυαλό σου κι ύστερα ν’ αποφασίσεις με τι θέλεις ν’ ασχοληθείς στη ζωή σου». γ. επιλέγω, διαλέγω από ένα πλήθος τα ουσιαστικά, τα απαραίτητα στοιχεία, τακτοποιώ: «είναι απ’ το πρωί στο υπόγειο και ξεκαθαρίζει τα πράγματα, γιατί με τα χρόνια μαζεύτηκε πολύ σαβούρα»·    
- ξεκαθαρισμένα πράγματα, α. δουλειές, υποθέσεις ή καταστάσεις που είναι αποσαφηνισμένες στην εντέλεια: «θέλω να μου παρουσιάσεις ξεκαθαρισμένα πράγματα, για να συνεταιριστώ μαζί σου». β. κατηγορηματική δήλωση πως θα πραγματοποιήσουμε την απειλή μας: «αν αντιληφθώ πως πας να κάνεις την παραμικρή απατεωνιά, θα σε κλείσω φυλακή, ξεκαθαρισμένα πράγματα»· βλ. και φρ. ξεκομμένα πράγματα·
- ξεκομμένα πράγματα, έκφραση που δηλώνει πως δεν επιδεχόμαστε αντίρρηση, αντίλογο σε αυτό που είπαμε: «θα κάνετε αυτό που σας λέω, ξεκομμένα πράγματα, κι όποιον δεν του αρέσει, να πάει σπίτι του»· βλ. και φρ. ξεκαθαρισμένα πράγματα (β)· 
- ξηγημένα πράγματα, έκφραση με την οποία προειδοποιούμε το συνομιλητή μας πως δε θα ανεχτούμε καμιά παρέκκλιση από όσα συμφωνήσουμε: «θα τα μιλήσουμε, θα τα συμφωνήσουμε και θα τα υπογράψουμε, ξηγημένα πράγματα, γιατί οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους»· βλ. και φρ. ξεκαθαρισμένα πράγματα (β)·
- όνομα και πράμα, βλ. λ. όνομα·
- όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίσταση, οπωσδήποτε: «όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, εγώ θα την παντρευτώ || ξεκίνα εσύ τη δουλειά κι όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, θα σε βοηθήσω»·
- όπως και να ’χει το πράγμα ή όπως και να ’χουν τα πράγματα, όπως και αν διαμορφώθηκε η κατάσταση ή όπως και αν διαμορφωθεί η κατάσταση, σε κάθε περίπτωση, ούτως ή άλλως, οπωσδήποτε: «όπως και να ’χει το πράγμα, η ουσία είναι πως θα ξεπεράσουμε τη δύσκολη στιγμή στην οποία βρισκόμαστε || όπως και να ’χει το πράγμα, αυτό που σου ’ταξα θα στο δώσω»·
- ούτως εχόντων των πραγμάτων, επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, επειδή έτσι διαμορφώθηκε η κατάσταση: «ούτως εχόντων των πραγμάτων, μην αμφιβάλλεις ότι θα πετύχει η δουλειά»·
- πάει αλυσίδα το πράμα, βλ. λ. αλυσίδα·
- πάει σερί το πράμα, βλ. λ. σερί·
- παιδί πράμα! βλ. λ. παιδί·
- παίρνω τα πράγματα (έτσι) όπως (μου) έρχονται, αντιμετωπίζω τις καταστάσεις που μου προκύπτουν με στωικότητα: «δε χάνω την ψυχραιμία μου και πάντα παίρνω τα πράγματα έτσι όπως μου έρχονται»·
- παίρνω τα πράγματα τοις μετρητοίς, βλ. φρ. το παίρνω τοις μετρητοίς, λ. μετρητά·
- παράγινε το πράγμα! η υπόθεση ξέφυγε από τα όρια του ανεκτού ή του επιτρεπτού: «παράγινε το πράγμα με τις ανοησίες σου! || παράγινε το πράγμα με την γκρίνια σου! || παράγινε το πράγμα, κάθε φορά που σου χρειάζονται λεφτά, να ’ρχεσαι σε μένα!»·
- παραπήγε το πράγμα! βλ. φρ. παράγινε το πράγμα(!)
- παρατράβηξε το πράγμα! βλ. Φρ. παράγινε το πράγμα(!)·   
- παραφουσκώνω τα πράγματα, υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, παρουσιάζω με υπερβολικό τρόπο κάποιο γεγονός, με σκοπό να εντυπωσιάσω ή να ξεγελάσω κάποιον ή κάποιους: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί παραφουσκώνεις τα πράγματα, αφού δεν έγιναν μ’ αυτόν τον τρόπο! || μας διηγιόταν πώς είχε μπλέξει σ’ έναν καβγά και, μόλις ήρθε στην παρέα μας και η τάδε, άρχισε να παραφουσκώνει τα πράγματα για να κάνει το κομμάτι του»·     
- παραχόντρυνε το πράγμα! βλ. λ. παράγινε το πράγμα(!)·
- πεθαμένα πράγματα, δουλειά, κατάσταση ή υπόθεση που δεν παρουσιάζει καμιά εξέλιξη και, κατ’ επέκταση, που στερείται ενδιαφέροντος, ιδίως οικονομικού: «πώς πήγε σήμερα η δουλειά; -Πεθαμένα πράγματα»· βλ. και φρ. σκοτωμένα πράγματα·
- περπατάει το πράγμα, α. η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «δεν μπορώ να πω πως έχω τρελή δουλειά, αλλά περπατάει το πράγμα || απ’ τη μέρα που ανέλαβε την υπόθεση ο τάδε δικηγόρος, περπατάει το πράγμα». β. (για προϊόντα) κυκλοφορεί με ευχέρεια στην αγορά, έχει ζήτηση: «έριξα ένα νέο είδος στην αγορά κι απ’ ό,τι βλέπω περπατάει το πράγμα»·
- ποιος σου ’πε τέτοιο πράγμα ή ποιος σου ’πε τέτοια πράγματα, έκφραση αμφισβήτησης για τα άσχημα λόγια που ειπώθηκαν για κάποιον και που αποδίδονται σε εμάς. (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου, ποιος σου ’πε τέτοια πράγματα και είσαι όλο παράπονα και κλάματα, ποιος σου ’πε πως εγώ μια άλλη αγαπώ, αφού καλά το ξέρεις μακριά σου πως δε ζω
- πολύ πράμα! α. θαυμαστικό επιφώνημα που αναφέρεται σε ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα, πλήθος ή διάρκεια ενός γεγονότος ή ενός πράγματος: «είχε κόσμο στη συγκέντρωση του κόμματος; -Πολύ πράμα! || η τελευταία ταινία του έχει διάρκεια τέσσερις ώρες -Πολύ πράμα!». β. θαυμαστικό επιφώνημα για πανέμορφη γυναίκα: «για δες αυτή τη γυναίκα, σ’ αρέσει; -Πολύ πράμα!». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί. γ. θαυμαστικό επιφώνημα για καθετί που μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση: «αγόρασε στη γυναίκα του ένα δαχτυλίδι για τα γενέθλιά της πολύ πράμα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα! έκφραση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης ή οργής για κάτι παράλογο που μας ζητάει κάποιος: «δε θα ’σαι σίγουρα με τα καλά σου, γιατί, πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα, να πληρώνεσαι χωρίς να δουλεύεις!»·
- πού τέτοιο πράγμα! ή πού τέτοια πράγματα! έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο πως, παρόλο που θέλουμε να μας συμβεί αυτό που μας λέει ο συνομιλητής μας, αυτό που επιθυμούμε, εντούτοις έχουμε την εντύπωση πως δε θα μας συμβεί: «θα πας φέτος διακοπές; -Πού τέτοιο πράγμα!», δηλ. αν και θέλω δε θα πάω. (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω θαύματα, πού τέτοια πράγματα, αγάπη θέλω μόνο, να με κοιτάς να λιώνω). Συνών. πού τέτοια τύχη(!)·
- πράγμα αβέβαιο, που δεν είναι σίγουρο αν πραγματοποιηθεί ή όχι, που είναι διφορούμενο: «περιμένω από μέρα σε μέρα την έγκριση του δανείου μου απ’ την τράπεζα αλλά προς το παρόν είναι πράγμα αβέβαιο»·
- πράγμα βέβαιο, που είναι σίγουρο, που θεωρείται ήδη τετελεσμένο: «μόλις πάρεις το δάνειο, πράγμα βέβαιο απ’ ότι έχω μάθει, θέλω να με διευκολύνεις μ’ ένα μικρό ποσό»·
- πράγμα που…, γεγονός, στοιχείο, απόδειξη που…: «θέλει να ’ρθει να σου μιλήσει, πράγμα που σημαίνει πως θέλει να μονοιάσετε || θέλει να ’ρθει επίσημα στο σπίτι σου, πράγμα που δείχνει πως ενδιαφέρεται σοβαρά για την κόρη σου»·
- πράγμα της δεκάρας, που δεν έχει καμιά αξία: «έχει μανία ν’ αγοράζει πράγματα της δεκάρας και να στολίζει το δωμάτιο του»·
- πράγματα που καίνε, υποθέσεις ή καταστάσεις που εντυπωσιάζουν αρνητικά, που ενοχοποιούν κάποιον ή επισύρουν εισαγγελική παρέμβαση: «αν ανοίξω το στόμα μου, θα πω για τον τάδε πράγματα που καίνε και δε θέλω να ’μαι εγώ αυτός που θα τον καταστρέψει»·
- πράμα για πέταμα, α. αντικείμενο όχι απαραίτητο: «απ’ τη στιγμή που τ’ αγόρασες και δεν ξέρεις πού να το βάλεις ή πώς να το χρησιμοποιήσεις, είναι πράμα για πέταμα». β. αντικείμενο άχρηστο από την πολυκαιρία ή μηχάνημα άχρηστο από βλάβη: «έχω πολλά πράματα για πέταμα κάτω στο υπόγειο || αυτό τ’ αυτοκίνητο το ’χω απ’ τις αρχές του 1970, πώς να μην είναι πράμα για πέταμα»·
- πράμα που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, βλ. συνηθέστ. χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, λ. χωριό·
- πράμα του πελάγου ή πράμα του πελάου, (στη γλώσσα της αργκό) εμπόρευμα, ιδίως ύφασμα κατώτερης ποιότητας, που υποτίθεται ότι το έφερε λαθραία ναυτικός και πωλείται σε λαϊκές γειτονιές ή σε λαϊκές αγορές από δήθεν ναυτικό ως εξαιρετικής ποιότητας και σε πολύ καλή τιμή: «έραψε ένα παντελόνι μ’ ένα ύφασμα, που αγόρασε από ’ναν ναυτικό, αλλά του πάσαρε πράμα του πελάγου, γιατί μέσα σε λίγο καιρό ξέφτισε»·
- πράματα και θάματα! α. μεγάλη ποικιλία αγαθών: «στην αγορά σήμερα υπήρχαν πράματα και θάματα!». β. αφάνταστα, απίστευτα γεγονότα ή απίθανα νέα: «στη ζωή του είδε πράματα και θάματα || ελάτε να σας πω πράματα και θάματα!»· βλ. και φρ. γίνονται πράματα και θάματα και κάνει πράματα και θάματα·
- πρόσωπα και πράγματα, βλ. λ. πρόσωπο·
- πρόχειρα πράγματα, δουλειά ή υπόθεση που αντιμετωπίστηκε με βιασύνη και προχειρότητα: «αν δω πρόχειρα πράγματα, θα ξανακάνετε τη δουλειά απ’ τη αρχή || τι πρόχειρα πράγματα είναι αυτά που μου παρουσιάζετε;»·
- προχωρημένα πράγματα! βλ. φρ. ανεβασμένα πράγματα(!)·
- πρώτο πράμα, α. (ιδίως για γυναίκες, αλλά για άντρες) που είναι όμορφη, ωραία, που έχει ιδιαίτερα  ανεπτυγμένες τις ιδιότητες του φύλου της: «γνώρισα μια γυναίκα πρώτο πράμα || ο φίλος σου είναι πρώτο πράμα». (Λαϊκό τραγούδι: γίνομ’ άντρας πρώτο πράμα με πιστόλι και με κάμα). Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί. β. (για προϊόντα) που είναι πρώτης ποιότητας: «αγοράζω πάντα απ’ το τάδε μαγαζί, γιατί πουλάει πρώτο πράμα»·
- πώς είναι τα πράγματα; τι κατάσταση επικρατεί(;): «πώς είναι τα πράγματα στη νέα σου δουλειά; || πώς είναι τα πράγματα στο σπίτι;»·
- πώς έχουν τα πράγματα; πώς έγινε, πώς διαδραματίστηκε κάτι(;): «για πες μου, πώς έχουν τα πράγματα κι έφτασαν στο σημείο να μαλώσουν;»· βλ. και φρ. πώς είναι τα πράγματα(;)·  
- πώς πάν’ τα πράγματα; α. έκφραση ενδιαφέροντος κάποιου για τη δουλειά και γενικά για την πορεία των πραγμάτων στη ζωή ενός ανθρώπου: «ω, καιρό έχω να σε δω, πώς πάν’ τα πράγματα;». β. η έκφραση δείχνει και πολιτικό ενδιαφέρον·
- πώς (τα) βλέπεις τα πράγματα; ποια είναι η γνώμη σου, πώς κρίνεις, πώς εκτιμάς κάποια κατάσταση γενική, κοινωνική ή πολιτική(;): «πώς βλέπεις τα πράγματα με την επέκταση που έκανε ο τάδε στη δουλειά του; || πώς τα βλέπεις τα πράγματα με την παραίτηση του τάδε υπουργού;»·
- ρίχνει πράμα! α. (για πρόσωπα) τρώει πάρα πολύ: «ρίχνει πράμα, σου λέω, που μπορεί να φάει κι ένα βόδι στην καθισιά!». β. (για βροχή, χιόνι, όχι για χαλάζι, γιατί αυτό πέφτει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα) πέφτει πάρα πολύ δυνατά, πάρα πολύ πυκνά και σε διάρκεια: «δεν μπορείς να φύγεις τώρα, γιατί έξω ρίχνει πράμα!»·
- σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο, σε όλες τις εκδηλώσεις, σε όλες τις ενέργειες υπάρχει ένα επιτρεπτό, ένα ανεκτό σημείο, πέραν του οποίου γίνεται κατάχρηση δικαιώματος ή παρατηρείται παρεκτροπή: «σ’ είπαν να φας κι εσύ ξεκοιλιάστηκες, ρε παιδάκι μου. Σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο! || είπαμε να ’σαι αυστηρός, αλλά εσύ το παράκανες, γιατί πρέπει να ξέρεις πως σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο»·
- σηκώνει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- σηκώνει νερό το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. λ. νερό·
- σηκώνει συζήτηση το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- σιάξανε τα πράγματα, ξεπεράστηκαν οι δυσκολίες, τα προβλήματα, εξομαλύνθηκε η κατάσταση, ιδίως η οικονομική ή η πολιτική: «τώρα που σιάξανε τα πράγματα, θα πάρω κι εγώ την οικογένειά μου και θα πάω διακοπές || μόλις σιάξανε τα πράγματα στον τόπο μας, ήρθαν ένα σωρό τύποι απ’ το εξωτερικό κι άρχισαν να μας μοστράρουν για αντιστασιακοί»·
- σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! βλ. φρ. σπουδαίο πράγμα! (Τραγούδι: το καινούριο πράγμα είν’ άλλο πράγμα να σ’ αγκαλιάσει, να σ’ ανεβάσει μπορεί ρίχνουμε ένα κλάμα, σιγά το πράγμα παλιορεκλάμα ζωή)·
- σιχαμερά πράγματα, πράξεις ή λόγια που προκαλούν αηδία, απέχθεια, αποστροφή: «τι σιχαμερά πράγματα είναι αυτά που κάνεις! – τι σιχαμερά πράγματα είναι αυτά που λες!»·
- σκάρτο πράγμα, εμπόρευμα άχρηστο, χωρίς καμιά αξία: «δε δίνω ούτε δραχμή, γιατί είναι σκάρτο πράγμα αυτό που θέλεις να μου πουλήσεις»·
- σκοτωμένα πράγματα, δηλώνει απραξία εμπορικών συναλλαγών και γενικά την αναδουλειά: «πως πας από δουλειά; -Σκοτωμένα πράγματα || είχατε χτες βράδυ δουλειά στο κλαμπ; -Σκοτωμένα πράγματα»· βλ. και φρ. πεθαμένα πράγματα·
- σκουραίνουν τα πράγματα, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους, προβλέπεται δύσκολη, παρουσιάζονται εμπόδια που δυσχεραίνουν ή και αποκλείουν την ομαλή εξέλιξη: «μετά την ανοιχτή σύγκρουση της κυβέρνησης με τα εργατικά συνδικάτα, σκουραίνουν τα πράγματα || μετά το κλείσιμο των συνόρων με το γειτονικό κράτος, σκουραίνουν τα πράγματα»·
- σου είναι ένα πράμα! το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι υπερβολικά επιτήδειο, παμπόνηρο ή φαύλο και δεν μπορεί κανένας να του έχει εμπιστοσύνη: «πρόσεχε μην μπλέξεις μαζί του, γιατί σου είναι ένα πράμα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μα τι πράμα! ή με το Θεός να σε φυλάει·
- σπέσιαλ πράμα, α. εμπόρευμα ή αντικείμενο εξαιρετικό, ιδιαίτερα ξεχωριστό: «έφερα απ’ το εξωτερικό σπέσιαλ πράμα για τις γιορτές || αγόρασα ένα αυτοκίνητο σπέσιαλ πράμα». β. λέγεται και για όμορφη γυναίκα:  «γνώρισα μια γυναίκα σπέσιαλ πράμα». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί·
- σπουδαίο πράγμα! ή σπουδαίο το πράγμα, λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και, σπουδαίο το πράγμα! || ξέρεις τι σπουδαίο πράγμα που είναι να ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο! -Σπουδαίο το πράγμα! || ξέρεις τι δύσκολο πράγμα που ήταν να τους τα συμβιβάσω; -Σπουδαίο το πράγμα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ ή με το ρε. Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σιγά τον πολυέλαιο! / σπουδαία δουλειά! / σπουδαία τα λάχανα(!)·  
- σπουδαίο πράγμα να…, είναι σημαντικό γεγονός να…: «σπουδαίο πράγμα να ’χει κανείς έναν πιστό φίλο στη ζωή του»·
- σπρώχνω τα πράγματα, πιέζω, προωθώ μια υπόθεση ή κατάσταση: «σπρώξε κι εσύ τα πράγματα να πάρω εκείνο το δάνειο απ’ την τράπεζα  όπου εργάζεσαι!»·
- στα πράματα! επιφώνημα που δηλώνει συναγερμό. Ίσως από την έκφραση των τσομπάνων που, όταν αντιλαμβάνονταν λύκους ή ζωοκλέφτες γύρω από το μαντρί, προέτρεπαν τους δικούς τους να πάνε κοντά στα πράματα (= πρόβατα, γίδια κ.λπ.) για να τα προφυλάξουν·
- στα πράματα, προτροπή για έναρξη εργασίας ή κάποιας ενέργειας: «άιντε παιδιά, αρκετά ξεκουραστήκαμε, μπρος στα πράματα». Συνών. στα όπλα·
- στενεύουν τα πράγματα, οι περιστάσεις, οι πολιτικές, κοινωνικές ή οικονομικές συνθήκες γίνονται όλο και περισσότερο δυσχερείς, πλησιάζουν σε επικίνδυνο σημείο ή περιορίζουν την ελευθερία των κινήσεων: «απ’ τη μέρα που άρχισε ο εμφύλιος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στενεύουν συνεχώς τα πράγματα για την πατρίδα μας || από τότε που έκανε και το τέταρτο παιδί, στένεψαν γι’ αυτόν τα πράγματα κι έχει χαθεί απ’ τα γλέντια μας»·
- στο πράμα μου! α. (για γυναίκες) δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ τελείως: «στο πράμα μου αν θα ’ρθει ή αν δε θα ’ρθει!». Πολύ συχνά παρατηρείται η ίδια χειρονομία με του άντρα, όταν λέει στ’ αρχίδια μου! ή στον πούτσο μου(!). β. ακούγεται και από άντρες·
- στρώνουν τα πράγματα, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική δυσκολία που είχε παρατηρηθεί πριν από καιρό, αρχίζει σταδιακά να εξομαλύνεται, να ξεπερνιέται, αρχίζουν να διαφαίνονται σημάδια καλυτέρευσης ή και επιτυχίας: «ευτυχώς, γιατί με το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης άρχισαν να στρώνουν τα πράγματα || τώρα που στρώνουν τα πράγματα, μπορούμε να κάνουμε εκείνη τη δουλειά που μου ’λεγες»·
- στρώνω τα πράγματα, διευθετώ διάφορες εκκρεμότητες που έχω: «αν δε στρώσω πρώτα τα πράγματα, δεν μπορώ να φύγω για διακοπές»·
- συμβιβάζω τα πράγματα, συνδυάζω, συνταιριάζω δυο αντίθετες ιδιότητες που έχω: «πώς συμβιβάζεις τα πράγματα, απ’ τη μια να μας κάνεις τον κομμουνιστή κι απ’ την άλλη να ’σαι τοκογλύφος;»·
- συνηθισμένα πράγματα, λόγος ή υπόθεση χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον: «είπατε κάτι ενδιαφέρον όσο έλειπα; -Μπα, τα ίδια και τα ίδια, συνηθισμένα πράγματα || έγινε κάτι σπουδαίο εκεί και μαζεύτηκε τόσος κόσμος; -Συνηθισμένα πράγματα, τράκαραν δυο αυτοκίνητα»·
- σφίγγουν τα πράγματα, βλ. φρ. στενεύουν τα πράγματα·
- τα βλέπω σκούρα τα πράγματα, α. προαισθάνομαι, προβλέπω πως θα υπάρξουν δυσκολίες ή αντίξοες κοινωνικές, πολιτικές ή οικονομικές καταστάσεις: «με την αστάθεια που υπάρχει τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας, τα βλέπω σκούρα τα πράγματα». β. προαισθάνομαι, προβλέπω πως θα περάσω δύσκολη οικονομική κατάσταση ή πως θα έχω σοβαρό πρόβλημα με την υγεία μου, γενικά πως θα αντιμετωπίσω δυσκολία ή αποτυχία σε μια επιδίωξή μου: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά, τα βλέπω σκούρα τα πράγματα || μετά την εξέταση που μου ’κανε ο γιατρός, τα βλέπει σκούρα τα πράγματα με τα πνευμόνια μου»·
- τα βρήκα ζόρικα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα ζόρικα, λ. ζόρικος·
- τα βρήκα σκούρα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα σκούρα, λ. σκούρος·
- τα βρήκα στενά τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα στενά, λ. στενός·
- τα βρήκε έτοιμα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκε όλα έτοιμα, λ. έτοιμος·
- τα βρήκε στρωμένα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκε όλα στρωμένα, λ. στρωμένος·
- τα δημόσια πράγματα, η δημόσια ζωή και γενικά η πολιτική, οι υποθέσεις του κράτους: «από μικρός έδειχνε ενδιαφέρον για τα δημόσια πράγματα, γι’ αυτό δεν εκπλήσσομαι που εκλέχτηκε βουλευτής στο νομό του || τα δημόσια πράγματα πάνε κατά διαβόλου»·
- τα πράγματα δεν είναι ούτε μαύρα ούτε άσπρα, επικρατεί ενδιάμεση κατάσταση, είναι και φορές που δεν μπορεί κανείς να εκφέρει με σιγουριά μια γνώμη: «στην πολιτική τα πράγματα δεν είναι ούτε μαύρα ούτε άσπρα»·
- τα πράγματα δεν πάνε καλά, βλ. φρ. δεν πάνε καλά τα πράγματα·
- τα πράγματα πάνε κατά διαβόλου, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους ή και της ίδιας μας της ζωής εξελίσσεται πολύ άσχημα: «μετά την τελευταία υποτίμηση της δραχμής, τα πράγματα πάνε κατά διαβόλου»·
- τα πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους ή και της ίδιας μας της ζωής επιδεινώνεται συνεχώς: «με τέτοιους πολιτικούς που έχουμε, τα πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο στον τόπο μας || οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια τους, γιατί τα πράγματα για τον ασθενή πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο»·
- τα πράγματα φωνάζουν από μόνα τους, λέγεται για κάτι για το οποίο δε χρειάζεται κανείς να προσπαθήσει να αποδείξει, που είναι ολοφάνερο, αυταπόδεικτο. Συνών. φωνάζει από μόνο του·
- τελειωμένα πράγματα, α. έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε σε κάποιον πως η υπόθεσή του περατώθηκε με επιτυχία ή θα περατωθεί σίγουρα με επιτυχία και για το λόγο αυτό, δεν πρέπει να τον απασχολεί ή να τον στεναχωρεί άλλο: «μόλις θα ’ρθει ο διευθυντής, θα τον βάλω να υπογράψει το συμβόλαιο, τελειωμένα πράγματα». β. έκφραση με την οποία δεν επιδεχόμαστε αμφισβήτηση ή άρνηση σε αυτό που λέμε ή προστάζουμε: «όταν σου λέω κάτι, θέλω να το πιστεύεις, τελειωμένα πράγματα || η δουλειά θα γίνει έτσι όπως σας λέω εγώ, τελειωμένα πράγματα». γ. έκφραση με την οποία διαβεβαιώνουμε ρητά σε κάποιον ή κάποιους πως θα ενεργήσουμε με τον τρόπο που εμείς κρίνουμε σκόπιμο: «όποιος κάνει κοπάνα, θα παίρνει δρόμο απ’ τη δουλειά, τελειωμένα πράγματα»·
- τέλειωσε το πράγμα, βλ. φρ. κρίθηκε το πράγμα·
- τεφαρίκι πράμα, βλ. λ. τεφαρίκι·
- τζάμπα πράμα! έκφραση με την οποία κάποιος πλανόδιος μικρέμπορος ή κάποιος έμπορος λαϊκής αγοράς διαλαλεί την πραμάτεια του, και σημαίνει ότι πουλάει πάρα πολύ φτηνά: «πάρ’ τε κόσμε, τζάμπα πράμα!»·
- της μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου) το πράμα (ενν. γαμώ), απευθύνεται ως μεγάλη βρισιά·
- τι πράγμα! έκφραση έκπληξης για κάτι που μας λένε, ιδίως για κάτι που μας ζητάνε και που δυσκολευόμαστε να το πιστέψουμε, γιατί δεν το περιμέναμε: «μπορείς να μου δανείσεις τ’ αυτοκίνητό σου για ένα μήνα; -Τι πράγμα!»·
- τι πράγμα θέλεις; ποιος είναι ο λόγος της παρουσίας σου εδώ; τι επιθυμείς(;): «τι πράγμα θέλεις και μου χτυπάς νυχτιάτικα την πόρτα;»·
- τι πράγμα μου λες τώρα; α. έκφραση απορίας ή δυσαρέσκειας για κάτι δυσάρεστο που μας ανακοινώνει κάποιος ξαφνικά: «βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σου ανακοινώσω ότι πέθανε ο τάδε. -Τι πράγμα μου λες τώρα;». β. έκφραση έκπληξης, χαράς ή ενθουσιασμού για κάτι απίθανο που μας ανακοινώνει κάποιος αναπάντεχα: «αποφάσισα να σε πάρω μαζί μου στο ταξίδι που θα κάνω στο εξωτερικό κι όλα τα έξοδά σου θα ’ναι πληρωμένα. -Τι πράγμα μου λες τώρα;»·
- τι πράγματα είν’ αυτά; έκφραση αγανάκτησης, δυσφορίας ή δυσαρέσκειας για τις άστοχες ενέργειες ή την κακή συμπεριφορά κάποιου: «σου είπα χίλιες φορές να καθίσεις φρόνιμα και να μην κάνεις θόρυβο, τι πράγματα είν’ αυτά! || τι πράγματα είν’ αυτά! Πώς αντιμιλάς μ’ αυτόν τον τρόπο σε γέρο άνθρωπο;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δεν ντρέπεσαι λιγάκι(;). Συνών. τι καμώματα είν’ αυτά(;)·
- τι πράμα είν’ αυτός! ή τι πράμα είν’ ετούτος! ή τι πράμα είναι τούτος! έκφραση απορίας ή αγανάκτησης για άτομο που δεν εννοεί να καταλάβει αυτό που επίμονα του λέμε ή του ζητάμε, που γενικά κρατάει περίεργη στάση: «στο ’πα χίλιες φορές πως δε θέλω αυτό, αλλά το άλλο. Τι πράμα είναι τούτος!». Πολλές φορές, αυτός που μιλάει, στρέφει το πρόσωπό του προς κάποιον φανταστικό ακροατή που υποτίθεται πως παρακολουθεί τη σκηνή, σαν να θέλει να του δώσει δίκιο·
- τι σόι πράγματα είν’ αυτά; βλ. φρ. τι πράγματα είν’ αυτά(;)·
- τι σόι πράμα είναι, βλ. λ. σόι·
- τίμια πράγματα! βλ. λ. τίμιος·
- το αστείο του πράγματος είναι ότι…, βλ. λ. αστείος·
- το γελοίο του πράγματος είναι ότι…, βλ. λ. γελοίος·
- το καλό το πράγμα αργεί να γίνει, συνήθως ως έκφραση δικαιολογίας κάποιου που καθυστερεί να τελειώσει την εργασία που του έχουμε αναθέσει: «μην παραπονιέσαι που καθυστερώ να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί το καλό το πράγμα αργεί να γίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- το πράγμα έχει ως εξής, βλ. φρ. άκου πως έχει το πράγμα·
- το πράγμα θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- το πράγμα θέλει σκέψη, βλ. φρ. θέλει σκέψη το πράγμα·
- το πράγμα θέλει συζήτηση, βλ. φρ. θέλει συζήτηση το πράγμα·
- το πράγμα μιλάει από μόνο του ή το πράγμα μιλάει μόνο του, είναι τόσο ολοφάνερο, τόσο εξόφθαλμο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται καμιά εξήγηση: «δε χρειάζεται να σας πω περισσότερα, γιατί το πράγμα μιλάει μόνο του πώς ο τάδε έβαλε χέρι στο ταμείο»·
- το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό το πράγμα·
- το πράγμα σηκώνει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
- το πράμα είναι να..., η ουσία, το σημαντικό σημείο μιας υπόθεσης, το φλέγον ζήτημα είναι να…: «το πράμα είναι να καταφέρω τον τάδε να χρηματοδοτήσει τη δουλειά»·
- του ρίχνω πράμα, τον κατσαδιάζω έντονα, τον βρίζω, τον καθυβρίζω: «επειδή συνηθίζει ν’ αργεί το πρωί στη δουλειά, τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και του ’ριξε πράμα, που ακούστηκε σ’ όλο το εργοστάσιο»·
- τους στρώνω τα πράγματα, βλ. συνηθέστ. τους συμβιβάζω τα πράγματα·
- τους συμβιβάζω τα πράγματα, α. διευθετώ παλιά έχθρα τους, τους κάνω να μονιάσουν: «δεν μπορούσα να βλέπω άλλο δυο αδέρφια μαλωμένα για ηλίθιο λόγο, γι’ αυτό τους συμβίβασα τα πράγματα». β. (για ερωτικά ζευγάρια ή για παντρεμένους) διαμεσολαβώ και κατορθώνω να τους κάνω να μονοιάσουν: «ήταν άδικο να χωρίσουν για ένα πείσμα, γι’ αυτό επενέβην και τους συμβίβασα τα πράγματα»·
- τρελά πράγματα, απίθανες, περίεργες καταστάσεις: «τι τρελά πράγματα είναι αυτά που κάνεις; || έχω μάθει να μην υπόσχομαι τρελά πράγματα, αλλά μόνο ό,τι μπορώ να πραγματοποιήσω»·
- φουσκώνω τα πράγματα, βλ. φρ. παραφουσκώνω τα πράγματα·
- χαζά πράγματα! καθετί ανόητο, φαιδρό, ανάξιο λόγου για να απασχολήσει κάποιον: «δεν ασχολούμαι με χαζά πράγματα!»·
- χαρά στο πράγμα! ή χαρά το πράγμα! βλ. λ. χαρά·
- χρειάζεται (και) ρώτημα το πράγμα! βλ. λ. ρώτημα·
- χρειάζεται (και) φιλοσοφία το πράγμα! βλ. λ. φιλοσοφία·
- ψόφια πράγματα, έκφραση που δηλώνει πως δε συμβαίνει ή δε συνέβη κάτι ενδιαφέρον, ευχάριστο ή σημαντικό: «τι γίνεται στο μπαράκι μας; -Ψόφια πράγματα || περάσατε καλά στην εκδρομή; -Ψόφια πράγματα»· βλ. και φρ. σκοτωμένα πράγματα·
- ωραίο πράμα! θαυμαστική έκφραση για όμορφη γυναίκα: «την ξέρεις την αδερφή του τάδε; -Ωραίο πράμα!»·
- ωρίμασε το πράγμα, α. η υπόθεση ή η κατάσταση έφτασε πια στο σημείο, ώστε να μπορέσει να ενεργήσει κάποιος με ελπίδες επιτυχίας: «νομίζω πως μπορούμε να ξεκινήσουμε τώρα τη δουλειά, γιατί, απ’ τη στιγμή που μας υποστηρίζει και η τράπεζα, ωρίμασε το πράγμα». β. υπάρχει η εντύπωση πως έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες συνθήκες ή προϋποθέσεις για να τακτοποιηθεί, να διευθετηθεί μια υπόθεση ή μια κατάσταση που ήταν σε εκκρεμότητα: «με αφορμή το θάνατο του πατέρα τους νομίζω πως ωρίμασε το πράγμα να μονοιάσουν τα δυο αδέρφια».

στέκομαι

στέκομαι, ρ. [<μτγν. στέκομαι <στέκω], στέκομαι. 1. βοηθώ, συμπαραστέκομαι σε κάποιον: «απ’ όλη την παρέα μου μόνο ο τάδε μου στάθηκε στις δυσκολίες μου». 2. αποδεικνύομαι: «αυτό το παιδί στάθηκε άξιος γιος το πατέρα του». 3. ανταποκρίνομαι σε αυτό που αναλαμβάνω, ανταποκρίνομαι στις υποχρεώσεις μου: «δε στάθηκε όπως έπρεπε ως διευθυντής μιας τόσο μεγάλης επιχείρησης». (Λαϊκό τραγούδι: η αγάπη θέλει δύο για να ζεσταθεί, να παλέψει με το κρύο, να στεριώσει, να σταθεί). 4. δεν κάνω τίποτα, αδρανώ: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός στέκεται και μας κοιτάζει σαν χαζός». 5. (για γυναίκες) δέχομαι με ευκολία να υποστώ τη σεξουαλική πράξη, δέχομαι να γίνω αντικείμενο ικανοποίησης της ερωτικής ορμής κάποιου άντρα: «αυτή η γυναίκα στέκεται σ’ όποιον να ’ναι». 6. στο γ΄ εν. πρόσ. και σε ερωτηματικό τύπο στέκεται; είναι σωστό; δίκαιο; είναι πρέπον; αρμόζει; ταιριάζει(;): «στέκεται κοτζάμ άντρας να χτυπάς μικρό παιδί; || στέκεται επιστήμονας άνθρωπος να κάνει παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες;». Πολλές φορές, προτάσσεται και άλλες φορές ακολουθεί τη φρ. το όχι πες μου. 7. στο γ΄ πρόσ. αορ. στάθηκε, συνέβη: «στάθηκε κάτι μοιραίο στο δεσμό μας και χωρίσαμε». 8. στην προστακτ. στάσου, περίμενε, άκου, περίμενε για ν’ ακούσεις: «στάσου να σου πω κι ύστερα αποφασίζεις»· βλ. και λ. στέκω. (Ακολουθούν 65 φρ.)·
- δε θα στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. λ. χέρι·
- δε θα στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. λ. χέρι·
- δε μου στέκεται καλά, βλ. λ. καλός·
- δε στέκεται, (απρόσ.) δεν είναι σωστό, δίκαιο, πρέπον, δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει: «δε στέκεται να ξημεροβραδιάζεσαι στα μπαρ και να πίνεις || δε στέκεται ν’ αφήνεις το σπίτι σου να πεινά || αυτό που λες δε στέκεται»· 
- δε στέκεται καλά, βλ. λ. καλός·
- δε στέκεται καλά στα μυαλά του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- δεν τον αφήνω να σταθεί σε χλωρό κλαρί (κλαδί), βλ. λ. κλαρί·
- εδώ μου στάθηκε, βλ. λ. εδώ·
- εδώ μου στέκεται, βλ. λ. εδώ·
- έπεσε απ’ την Ακρόπολη (Λευκό Πύργο) και στάθηκε όρθιος, βλ. λ. Ακρόπολη·
- μη στέκεσαι, μην αδρανείς, ενεργοποιήσου: «πάρε τη δουλειά και μη στέκεσαι, γιατί θα σε προλάβει άλλος». Συνών. μην κάθεσαι·
- μου στάθηκε, α. αποδείχτηκα πολύ τυχερός σε κάποια παράτολμη ενέργειά μου: «έριξα όλα τα λεφτά μου σ’ αυτή την εισαγωγή απ’ το εξωτερικό και, με το νέο νόμο που ψηφίστηκε, μου στάθηκε». β. (για γυναίκες) δέχτηκε χωρίς την παραμικρή δυσκολία να της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «ένα καφέ την κέρασα και μου στάθηκε». γ. μου συμπαραστάθηκε στις δύσκολες στιγμές μου: «εσύ μπορείς να λες γι’ αυτόν τον άνθρωπο ό,τι θέλεις, αλλά ήταν ο μόνος που μου στάθηκε στις δύσκολες στιγμές μου»·
- μου στάθηκε στην πλάτη, βλ. λ. πλάτη·
- μου στάθηκε στο λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- μου στέκεται στο λαιμό ή μου στέκεται σαν τσίτα στο λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- όπου πάει κι όπου σταθεί, βλ. λ. όπου·
- όπου βρεθεί κι όπου σταθεί ή όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, βλ. λ. όπου·
- προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του, βλ. λ. πόδι·
- στάθηκα άτυχος, βλ. λ. άτυχος·
- στάθηκα τυχερός, βλ. λ. τυχερός·
- στάθηκε άντρας, βλ. λ. άντρας·
- στάθηκε ο νους μου, βλ. λ. νους·
- στάθηκε στα πόδια του, βλ. λ. πόδι·
- στάθηκε το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- στάσου και θα δεις! (ενν. τι θα πάθεις), απειλή για τιμωρία, ιδίως με ξυλοδαρμό: «στάσου και θα δεις τι θα πάθεις, μόλις τελειώσω απ’ τη δουλειά!»·
- στάσου ν’ ακούσεις, περίμενε να ακούσεις αυτό που έχω να σου πω: «στάσου ν’ ακούσεις πρώτα τι θέλω να σου πω κι έπειτα φωνάζεις»·
- στάσου να δεις, βλ. φρ. στάσου ν’ ακούσεις·
- στάσου να σου πω, βλ. φρ. στάσου ν’ ακούσεις·
- στάσου στο ύψος σου, βλ. λ. ύψος·
- στέκεται από πάνω μου σαν χάρος ή στέκεται σαν χάρος από πάνω μου, βλ. λ. χάρος·
- στέκεται βουβός σαν ψάρι, βλ. λ. ψάρι·
- στέκεται καλά, βλ. λ. καλός·
- στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν το χάρο ή στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν χάρος ή στέκεται σαν το χάρο πάνω απ’ το κεφάλι μου ή στέκεται σαν χάρος πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. χάρος·
- στέκεται σαν άγαλμα, βλ. λ. άγαλμα·
- στέκεται σαν αγγούρι, βλ. λ. αγγούρι·
- στέκεται σαν κούτσουρο, βλ. λ. κούτσουρο·
- στέκεται σαν ξυλάγγουρο, βλ. λ. ξυλάγγουρο, βλ. λ. ξυλάγγουρο·
- στέκεται σαν παλούκι, βλ. λ. παλούκι·
- στέκεται σαν Παναγία, βλ. λ. Παναγία·
- στέκεται στα νύχια για καβγά, βλ. λ. νύχι·
- στέκεται στον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- στέκομαι ακόμη όρθιος, βλ. λ. όρθιος·
- στέκομαι ανάμεσα στο να… (ακολουθεί ρήμα) ή όχι, βλ. λ. ανάμεσα·
- στέκομαι δίπλα του, βλ. λ. δίπλα·
- στέκομαι εμπόδιο (σε κάποιον), βλ. λ. εμπόδιο·
- στέκομαι κλαρίνο, βλ. λ. κλαρίνο·
- στέκομαι με (τα) χέρια δεμένα ή στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια, βλ. λ. χέρι·
- στέκομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα ή στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. λ.χέρι·
- στέκομαι όρθιος, βλ. λ. όρθιος·
- στέκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- στέκομαι προσοχή, βλ. λ. προσοχή·
- στέκομαι σούζα, βλ. λ. σούζα·
- στέκομαι στα νύχια, βλ. λ. νύχι·
- στέκομαι στα πανιά, βλ. λ. πανί·
- στέκομαι στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- στέκομαι στη σειρά, βλ. λ. σειρά·
- στέκομαι στην τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- στέκομαι στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- στέκομαι (στο) πλάι του, βλ. λ. πλάι·
- στέκομαι στο πλευρό του, βλ. λ. πλευρό·
- στέκομαι στο ύψος μου, βλ. λ. ύψος·
- στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων, βλ. λ. ύψος·
- στέκομαι στον όρκο μου, βλ. λ. όρκος·
- στο δόντι μου στάθηκε, βλ. λ. δόντι·
- στο λαιμό να σου σταθεί, βλ. λ. λαιμός·
- του στάθηκα σαν πατέρας, βλ. λ. πατέρας.

στόμα

στόμα, το, ουσ. [<αρχ. στόμα], το στόμα. 1. ο άνθρωπος ως μονάδα κατανάλωσης τροφής: «σκοτώνεται κάθε μέρα στη δουλειά, γιατί έχει πέντε στόματα να θρέψει». (Λαϊκό τραγούδι: και στο σπίτι δεν υπάρχει ούτε μια σταγόνα λάδι, τόσα στόματα πώς ζούνε πρωί, μεσημέρι, βράδυ;). 2. στον πλ. τα στόματα, ο κοινωνικός περίγυρος, που σχολιάζει, που κριτικάρει τις πράξεις κάποιου ή κάποιων: «έχω ακούσει πως μερικά στόματα σε κατακρίνουν για τις παρέες που κάνεις». Υποκορ. στοματάκι, το. Μεγεθ. στοματάρα, η. Σπάνια ακούγεται λανθασμένα και στόμας, ο. (Ακολουθούν 189 φρ.)·
- αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα, βλ. λ. γάιδαρος·
- αθύρωτο στόμα, βλ. συνηθέστ. απύλωτο στόμα·
- ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα και θέλει να μας κάνει και το δάσκαλο!». Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- αμάν αυτό το στόμα σου! έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας σε κάποιον που μιλάει ασταμάτητα ή που κακολογεί συνεχώς: «αμάν αυτό το στόμα σου! Όταν αρχίζει(ς) να μιλά(ς) δεν αφήνει(ς) άλλον κανέναν να μιλήσει || αμάν αυτό το στόμα σου! Δε θα πει(ς) καλό λόγο για κανέναν!»·
- αν είχε στόμα, θα μιλούσε, βλ. φρ. στόμα να ’χε, θα μιλούσε·
- άναψε το στόμα μου, α. κάηκα από κάποιο φαγητό, γιατί περιείχε πολλά μπαχαρικά, ή από κάποιο ρόφημα, που ήταν πολύ ζεστό: «μόλις έφαγα την πρώτη κουταλιά, άναψε το στόμα μου απ’ το πιπέρι που είχε το φαγητό». β. μιλούσα ασταμάτητα και για πολλή ώρα: «άναψε το στόμα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός πού να βάλει μυαλό!»·
- ανοίγω το στόμα μου, α. μιλώ: «μην ανοίγεις το στόμα σου, αφού δεν ξέρεις για ποιο πράγμα μιλάμε». (Νησιώτικο τραγούδι: ήρθε η ώρα κι η στιγμή το στόμα μου ν’ ανοίξω και στην καλή παρέα μου καληνύχτα ν’ αφήσω).β. προδίδω: «έφαγε τόσο ξύλο στην Ασφάλεια, που στο τέλος άνοιξε το στόμα του και τα ξέρασε όλα»·
- άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή! αντιμίλησε προκλητικά: «εγώ του είπα να προσέχει να μην κάνει καμιά ζημιά, κι αυτός άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή!». Πολλές φορές, συνοδεύεται με χειρονομία του ομιλητή να επιδεικνύει την πιθαμή του· βλ. και φρ. άνοιξ’ ένα στόμα να(!)·
- άνοιξ’ ένα στόμα να! έμεινε κατάπληκτος, εμβρόντητος: «μόλις μ’ είδε με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άνοιξ’ ένα στόμα να!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τις δυο παλάμες, καθώς εφάπτονται με τις εσωτερικές τους πλευρές και με τους καρπούς σταθερά ενωμένους σε οριζόντια θέση, να ανοίγουν από την πλευρά των δαχτύλων, σαν να θέλει ο ομιλητής να καταδείξει το μέγεθος του ανοίγματος του στόματος· βλ. και φρ. άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή(!)·
- άνοιξ’ ένα στόμα σαράντα πήχες! βλ. συνηθέστ. άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή(!)·
- άνοιξαν πολλά στόματα, μίλησαν πολλά άτομα για ένα θέμα το οποίο επιδίωκαν κάποιοι να μείνει στην αφάνεια, να το κουκουλώσουν: «μετά την αποκάλυψη της ανάμειξης του υπουργού στις παράνομες προμήθειες, άνοιξαν πολλά στόματα τα οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή δε μιλούσαν»· 
- άνοιξε το στόμα σου! (προτρεπτικά) μίλα: «άνοιξε, επιτέλους, το στόμα σου, πες κι εσύ κάτι!»·
- απ’ το δικό σου στόμα, από σένα τον ίδιο, από σένα προσωπικά: «αυτό που άκουσα πως λες για μένα, θέλω να τ’ ακούσω κι απ’ το δικό σου στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε με στο τηλέφωνο, κι απ’ το δικό σου στόμα, θέλω ν’ ακούσω να μου πεις πως μ’ αγαπάς ακόμα
- απ’ το στόμα μου το πήρες, είπες ακριβώς αυτό που ήμουν έτοιμος να πω: «απ’ τη στιγμή που ξέρουμε πως είναι καρφί, αν ξανάρθει στην παρέα μας λέω να τον διώξουμε. -Απ’ το στόμα μου το πήρες»·
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! βλ. λ. Θεός·
- από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα, βλ. λ. κόρακας·
- από στόμα σε στόμα, με τον προφορικό λόγο, προφορικά: «η μεγάλη είδηση διαδόθηκε αμέσως από στόμα σε στόμα»·
- απύλωτο στόμα, λέγεται για άτομο που συνηθίζει να αυθαδιάζει ή να κατηγορεί συστηματικά τους άλλους, που δηλ. το στόμα του δεν κλείνεται από καμιά θύρα, πύλη: «ένα τέτοιο απύλωτο στόμα, αν είναι δυνατό να πει καλή κουβέντα για άνθρωπο!»·
- βάζω κάτι στο στόμα μου ή βάζω στο στόμα μου κάτι, α. τρώω σε μικρή ποσότητα είτε από βιασύνη είτε για να ξεγελάσω την πείνα μου: «κατά τις δώδεκα βάζω κάτι στο στόμα μου, γιατί δεν αντέχω μ’ άδειο στομάχι μέχρι το μεσημέρι». β. πολλές φορές προτρεπτικά ή συμβουλευτικά βάλε κάτι στο στόμα σου ή βάλε στο στόμα σου κάτι: «βάλε κάτι στο στόμα σου, γιατί θ’ αργήσουμε να φάμε»·
- βάζω λόγια στο στόμα του, βλ. λ. λόγος·
- βάζω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. φρ. πιάνω στο στόμα μου (κάποιον)·
- βάζω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, βλ. λ. κεφάλι·
- βαστώ το στόμα μου κλειστό, βλ. φρ. κρατώ το στόμα μου κλειστό·
- βγάζει αφρούς απ’ το στόμα του, βλ. λ. αφρός·
- βγάζει φλόγες απ’ το στόμα του, βλ. λ. φλόγα·
- βγάζει φωτιές απ’ το στόμα του, βλ. λ. φωτιά·
- βουλώνω πολλά στόματα, θρέφω πολλούς ανθρώπους, συντηρώ μεγάλη οικογένεια: «σκοτώνεται όλη τη μέρα στη δουλειά, γιατί έχει να βουλώσει πολλά στόματα»· βλ. και φρ. ταΐζω πολλά στόματα·
- βουλώνω τα στόματα του κόσμου ή βουλώνω το στόμα του κόσμου, με διάφορους τρόπους αποτρέπω αρνητικά σχόλια για κάποιον ή για μένα τον ίδιο: «τόσα χρόνια βοηθάω τους πάντες μόνο και μόνο για να βουλώνω τα στόματα του κόσμου απ’ την κακή διαγωγή σου»·
- βουλώνω το στόμα μου, βλ. φρ. κλείνω το στόμα μου·
- γαμώ το στόμα σου, υβριστική έκφραση σε άτομο που μιλάει συνέχεια ή σε άτομο που αισχρολογεί, που κακολογεί συνεχώς. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ: «κλείσ’ το, γαμώ το στόμα σου, γαμώ για να μιλήσει και κανένας άλλος! || γαμώ το στόμα σου γαμώ, δε θα πεις ποτέ καλή κουβέντα για άνθρωπο!»·
- γεια στο στόμα σου! βλ. λ. γεια·
- γλίτωσα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία, λ. σαγόνι·
- γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- γλίτωσα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δε βγάζω λέξη απ’ το στόμα μου, βλ. λ. λέξη·
- δεν ανοίγω το στόμα μου, α. δεν αρθρώνω, δε λέω λέξη από αμηχανία, ταραχή, κατάπληξη, ντροπή, φόβο ή τρόμο: «κάθε φορά που έχω άδικο, ό,τι και να μου πουν, δεν ανοίγω το στόμα μου || μόλις τον είδα αγκαλιά με τη γυναίκα του καλύτερου φίλου του, δεν μπόρεσα ν’ ανοίξω το στόμα μου || δεν μπόρεσα ν’ ανοίξω το στόμα μου, μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι». β. (γενικά) δε μιλώ, δε λέω τίποτα: «όταν πεισμώσει, ό,τι και να του πεις, δεν ανοίγει το στόμα του». γ. δεν προδίδω: «παρόλο το ξύλο που έφαγε στην Ασφάλεια να μαρτυρήσει τους συνενόχους του, δεν άνοιξε το στόμα του». δ. είμαι κατ’ εξοχήν ολιγόλογος: «όταν μιλούν άνθρωποι που ξέρουν πολλά περισσότερα από μένα, εγώ δεν ανοίγω το στόμα μου»·
- δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου, δεν έφαγα τίποτα, είμαι νηστικός: «απ’ το πρωί δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου και τώρα πεινώ σαν λύκος»·
- δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του, μιλούσε συνεχώς, φλυαρούσε αδιάκοπα: «απ’ τη στιγμή που κάθισε στην παρέα μας, δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του»·
- δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου, βλ. φρ. δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου·
- δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του, βλ. φρ. δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του·
- δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μιλούσε συνεχώς: «απ’ την ώρα που ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μας, δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του»·
- δεν έχει να βάλει ψωμί στο στόμα του, βλ. λ. ψωμί·
- δεν ξέρει ν’ ανοίξει το στόμα του, (για τραγουδιστές, τραγουδίστριες) δεν ξέρει να τραγουδά, δεν έχει φωνή για να ασχοληθεί επαγγελματικά με το τραγούδι: «πολλοί επώνυμοι κατηγορούν το fame story ότι βραβεύει τραγουδιστές, που δεν ξέρουν ν’ ανοίξουν το στόμα τους»·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, βλ. λ. λέξη·
- έβγαλε το στόμα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε το στόμα μου·
- είναι άσχημο στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει άσχημο στόμα·
- είναι βρόμικο στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει βρόμικο στόμα·
- είναι κακό στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει κακό στόμα·
- είναι ένα στόμα! βλ. συνηθέστ. έχει ένα στόμα(!)·
- είναι με το γέλιο στο στόμα ή έχει το γέλιο στο στόμα, βλ. λ. γέλιο·
- έμεινα με τη γλύκα στο στόμα, βλ. λ. γλύκα·
- έμεινε με το δάχτυλο στο στόμα, βλ. λ. δάχτυλο·
- έπεσα στου λύκου το στόμα, βλ. λύκος·
- έφτασε η ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- έφυγε με την μπουκιά στο στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- έχει άσχημο στόμα, α. είναι αισχρολόγος: «δεν μπορεί να πει καλό για κανέναν, γιατί έχει άσχημο στόμα». β. μιλάει σκληρά, δε χαρίζεται σε κανέναν: «πρόσεξε μην τα βάλει μαζί σου, γιατί έχει άσχημο στόμα»·
- έχει βρόμικο στόμα, συνηθίζει να βρίζει: «όταν υπάρχουν γυναίκες στην παρέα μας τον διώχνουμε, γιατί έχει βρόμικο στόμα»·
- έχει γλυκό στόμα, α. είναι ευχάριστος, ευγενικός: «χαίρεσαι να τον ακούς, γιατί έχει γλυκό στόμα». β. (για γυναίκες) είναι ποθητό, ηδονικό: «χαίρεσαι να τη φιλάς, γιατί έχει γλυκό στόμα». (Λαϊκό στόμα: σαν λουλούδι πλάνο, μαγικό, μυρωμένο και μεθυστικό είναι το γλυκό της στόμα το φιδίσιο της το σώμα
- έχει ένα στόμα! α. είναι ιδιαίτερα αισχρολόγος: «δεν μπορείς να κάνεις σοβαρή κουβέντα μαζί του, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. β.μιλάει πολύ σκληρά, δε χαρίζεται σε κανέναν: «μην τον τσιγκλάς, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. γ. είναι μεγάλος κουτσομπόλης: «μη διανοηθείς να του εμπιστευτείς τίποτα, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. δ.είναι ιδιαίτερα ικανός ρήτορας: «έχει ένα στόμα, που, όση ώρα και να μιλάει, χαίρεσαι να τον ακούς!». ε. (ιδίως για γυναίκες) έχει όμορφο στόμα, σαρκώδη χείλη: «έχει ένα στόμα, που σου ’ρχεται να το δαγκάσεις!»·
- έχει ένα στόμα σαν απόπατο ή έχει ένα στόμα σκέτο απόπατο, βλ. φρ. έχει ένα στόμα σαν βόθρο·
- έχει ένα στόμα σαν βόθρο ή έχει ένα στόμα σκέτο βόθρο, είναι πολύ αθυρόστομος, βρίζει ακατάσχετα: «όταν είναι στα καλά του, το στόμα του στάζει μέλι, όταν όμως νευριάσει, έχει ένα στόμα σαν βόθρο»·
- έχει ένα στόμα σαν χρεία ή έχει ένα στόμα σκέτη χρεία, βλ. συνηθέστ. έχει ένα στόμα σαν βόθρο·
- έχει ένα στόμα σαν πηγάδι, έχει πολύ μεγάλο στόμα: «όταν κάνει πως γελάει αυτός ο άνθρωπος, σε τρομάζει, γιατί έχει ένα στόμα σαν πηγάδι»· βλ. και φρ. έχει μεγάλο στόμα·
- έχει κακό στόμα, μιλάει πάντοτε με κακία για τους άλλους: «δεν είπε ποτέ καλό για κανέναν, γιατί έχει κακό στόμα»· βλ. και φρ. έχει άσχημο στόμα·
- έχει καλό στόμα, α. μιλάει πάντοτε με καλοσύνη και αγάπη: «δεν άκουσα ποτέ απ’ αυτόν τον άνθρωπο να πει κακό για κάποιον, γιατί έχει καλό στόμα». β. είναι καλός ρήτορας: «μπορώ να τον ακούω με άνεση, γιατί έχει καλό στόμα»·
- έχει κλειδωνιά στο στόμα του, βλ. λ. κλειδωνιά·
- έχει λουκέτο στο στόμα του, βλ. λ. λουκέτο·
- έχει μεγάλο στόμα, μιλάει πολύ, ιδίως συνηθίζει να αντιμιλάει ή να αναφέρεται θαρρετά στα κακώς κείμενα: «μην του πας κόντρα αυτού του ανθρώπου γιατί έχει μεγάλο στόμα και θα σου σπάσει τα νεύρα || δε θα του βγει σε καλό που έχει μεγάλο στόμα, γιατί έμαθε ο διευθυντής του πως τον κατηγορεί ως υπεύθυνο για τις απολύσεις που έγιναν»·
- έχει φερμουάρ στο στόμα του, βλ. λ. φερμουάρ·
- έχω το στόμα μου βουλωμένο ή έχω βουλωμένο το στόμα μου, βλ. φρ. βουλώνω το στόμα μου·
- έχω το στόμα μου κλεισμένο ή έχω κλεισμένο το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. έχω το στόμα μου κλειστό·
- έχω το στόμα μου κλειστό ή έχω κλειστό το στόμα μου, βλ. φρ. κλείνω το στόμα μου·
- θα μου ’βγαινε η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα ή θα σου βάλω στο στόμα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- κλείνω το στόμα μου, παύω να μιλώ, σωπαίνω: «όταν υπάρχουν γεροντότεροι στην παρέα, κλείνω το στόμα μου και ακούω προσεκτικά τι λένε»· βλ. και φρ. κρατώ το στόμα μου κλειστό·
- κοιτάζω μ’ ανοιχτό στόμα ή κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα ή κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα μου ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό ή κοιτάζω με το στόμα μου ανοιχτό, βλ. φρ. μένω μ’ ανοιχτό στόμα. (Τραγούδι: πλήρωσες να μπεις και κοιτάς με ορθάνοιχτο στόμα, φλόγες να έχουν ζώσει τον στίβο και πού είσαι ακόμα
- κόλλησε το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. κόλλησε η γλώσσα μου, λ. γλώσσα·
- κρατώ το στόμα μου κλειστό ή κρατώ κλειστό το στόμα μου, σωπαίνω, δε μιλώ, δεν αποκαλύπτω μυστικό, που μπορεί να βλάψει κάποιον: «μπορούσε με μια λέξη του να μας ρίξει όλους στη φυλακή, όμως, ευτυχώς, κράτησε το στόμα του κλειστό». (Τραγούδι: κράτα το στόμα σου κλειστό, κράτα για σένα το σωστό κι άσε με μένα τον τρελό, κατά πώς θέλω να γλεντώ το χάλι μου, κύριε Μιχάλη
- κρέμομαι απ’ το στόμα του, η τύχη μου εξαρτάται από αυτό που θα πει: «το ξέρει πως κρέμομαι απ’ το στόμα του, γι αυτό πιστεύω πως θα σκεφτεί καλά τι θα καταθέσει στη δίκη»· βλ. και φρ. κρέμομαι απ’ τα χείλη του, λ. χείλι·
- λέει ό,τι του ’ρχεται στο στόμα, μιλάει απερίσκεπτα, στην τύχη, τα νοήματά του δεν έχουν ειρμό και περιεχόμενο: «όταν πιει κάνα δυο ποτηράκια, λέει ό,τι  του ’ρχεται στο στόμα». Συνών. λέει ό,τι θέλει / λέει ό,τι λάχει / λέει ό,τι του καπνίσει / λέει ό,τι του κατέβει / λέει ό,τι να ’ναι / λέει ό,τι του ’ρθει / λέει ό,τι φτάσει·
- μ’ άφησε μ’ ανοιχτό το στόμα ή μ’ άφησε με το στόμα ανοιχτό, από κάτι που μου είπε ή μου έδειξε ή από την εν γένει συμπεριφορά του με άφησε κατάπληκτο, εμβρόντητο και δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις μου ’δωσε χωρίς δεύτερο λόγο τα δανεικά που του ζήτησα, μ’ άφησε με το στόμα ανοιχτό»·
- μ’ άφησε με τη γλύκα στο στόμα, βλ. λ. γλύκα·
- μ’ ένα στόμα, δια βοής και ομόφωνα: «οι υπερασπιστές της πόλης απέρριψαν μ’ ένα στόμα την πρόταση παράδοσης»·
- μ’ έστειλαν στου λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- μάζεψε το στόμα σου, (απειλητικά) πάψε να μιλάς, ιδίως άσχημα ή προσβλητικά για μένα τον ίδιο ή και για πρόσωπο που με ενδιαφέρει: «μάζεψε το στόμα σου και πάψε να με κατηγορείς, γιατί θα πλακωθούμε στις μπουνιές»·
- μάλλιασε το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε η γλώσσα μου·
- με μισό στόμα, συμφωνία ή υπόσχεση που γίνεται ή που δίνεται χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση: «μου ’δωσε το λόγο του πως θα με βοηθήσει, αλλά μου το ’πε με μισό στόμα»·
- με την κοιλιά στο στόμα, βλ. λ. κοιλιά·
- με την μπουκιά στο στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- με την ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. άρα μάρα·
- με το στόμα μπάρα μπάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. μπάρα μπάρα·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. συνηθέστ. με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα·
- μένω μ’ ανοιχτό στόμα ή μένω μ’ ανοιχτό το στόμα ή μένω μ’ ανοιχτό το στόμα μου ή μένω με το στόμα ανοιχτό ή μένω με το στόμα μου ανοιχτό, α. εκπλήσσομαι έντονα, δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη από απροσδόκητο λόγο ή συμβάν που ακούω ή βλέπω: «έμεινα με το στόμα ανοιχτό, μόλις τον είδα να φιλιέται με τη γυναίκα του φίλου του». (Λαϊκό τραγούδι: ως κι ο Διάβολος ακόμα μένει μ’ ανοιχτό το στόμα και του έρχεται ζαλάδα, στων Ρωμιών την εξυπνάδα).β. αισθάνομαι έντονη απορία ή θαυμασμό για κάτι που ακούω ή βλέπω, και δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη: «μόλις του ζήτησα δανεικά και μου τα ’δωσε αμέσως, έμεινα με το στόμα ανοιχτό || έμεινα με το στόμα μου ανοιχτό, μόλις έμαθα πως πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο»·
- μέσα στο στόμα μου το ’χω, βλ. φρ. στο στόμα μου το ’χω·
- μην ανοίξω το στόμα μου! απειλητική έκφραση εναντίον κάποιου πως αν αρχίσω να μιλάω, θα πω πράγματα που δεν του συμφέρουν καθόλου ή και που τον ενοχοποιούν: «σε μένα μην κάνεις το μάγκα, γιατί μην ανοίξω το στόμα μου! Δε θα ξέρεις από πού να φύγεις». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε πριν ανοίξω το στόμα μου, φύγε πριν στα πω μαζεμένα, φύγε οι πληγές μου στο σώμα μου είν’ ακόμη από σένα
- μην πέσεις στο στόμα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να βρίζει, να κατηγορεί, να κακολογεί, να διαβάλλει: «πρόσεχε μην πέσεις στο στόμα του, γιατί δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας»·
- μιλώ έξω απ’ το στόμα, βλ. συνηθέστ. μιλώ έξω απ’ τα δόντια, λ. δόντι·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου άρπαξε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μου βγήκε η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μου πήρε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου πήρε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου ’φαγε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φερε την ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μπήκα στου λύκου στο στόμα, βλ. λ. λύκος· 
- ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. φρ. γεια στο στόμα σου! λ. γεια·
- να κρέμεσαι απ’ το στόμα του! βλ. συνηθέστ. να κρέμεσαι απ’ τα χείλη του! λ. χείλι·
- να μη σε πιάσω στο στόμα μου! (απειλητική ή προειδοποιητικά) αν ασχοληθώ με το άτομό σου, θα σε κακολογήσω τόσο πολύ, που σίγουρα θα σου δημιουργήσω πρόβλημα: «μη με πας κόντρα, γιατί, να μη σε πιάσω στο στόμα μου!». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το άντε γιατί α· βλ. και φρ. να μην ανοίξω το στόμα μου(!)·
- να μην ανοίξω το στόμα μου! (απειλητικά ή προειδοποιητικά) να μην αρχίσω να μιλώ, γιατί θα πω πράγματα που δε σε συμφέρουν και που πιθανώς μπορεί και να σε βλάψουν: «μην κάνεις σε μένα που σε ξέρω τον καλό και τον τίμιο, για να μην ανοίξω το στόμα μου!». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το άντε γιατί α· βλ. και φρ. να μη σε πιάσω στο στόμα μου(!)·
- ξεράθηκε το στόμα μου, βλ. φρ. στέγνωσε το στόμα μου·
- ξέφυγα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- όταν μιλάς για (κάποιον ή κάτι), να πλένεις πρώτα το στόμα σου, δηλώνει πως το πρόσωπο ή το θέμα στο οποίο αναφέρεται ο συνομιλητής μας είναι πολύ σπουδαίο και για το λόγο αυτό είναι άξιο μεγάλου σεβασμού: «όταν μιλάς για τη μάνα μου, να πλένεις πρώτα το στόμα σου || όταν μιλάς για τη δημοκρατία, να πλένεις πρώτα το στόμα σου». Συνήθως μετά το τέλος της φρ. αναφέρεται και το είδος με το οποίο πρέπει να πλυθεί το στόμα, όπως είναι η χλωρίνη, το κεζάπι, το άκουα φόρτε, το ντουμποφλό και άλλα παρόμοια δραστικά απορρυπαντικά ή καθαριστικά υγρά, και πολύ σπάνια αναφέρεται η οδοντόκρεμα·
- παίρνω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. συνηθέστ. πιάνω στο στόμα μου (κάποιον)·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- πέρασα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- πες τα ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. συνηθέστ. πες τα χρυσόστομε! λ. χρυσόστομος·
- πες το ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. συνηθέστ. πες το χρυσόστομε! λ. χρυσόστομος·
- πέφτω στα στόματα του κόσμου ή πέφτω στο στόμα του κόσμου, συζητιέμαι, σχολιάζομαι αρνητικά: «πώς να μην πέσεις στα στόματα του κόσμου με τις παλιοπαρέες που γυρνάς!»·
- πέφτω στο στόμα του, με βρίζει, με κατηγορεί, με κακολογεί, με διαβάλλει: «κάθε φορά που πέφτω στο στόμα του, έχω φασαρίες με τη γυναίκα μου, γιατί πιστεύει σ’ αυτά που λέει»·
- πιάνω στο στόμα μου (κάποιον), αναφέρομαι σε κάποιον με όχι κολακευτικά λόγια, τον κακολογώ: «εμένα μην μου παριστάνεις τον τίμιο άνθρωπο, γιατί, αν σε πιάσω στο στόμα μου, δε θα ξέρεις από πού να φύγεις!»·
- πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- ποιος ακούει το στόμα της! αναφορά σε γυναίκα από την οποία είμαστε σίγουροι πως θα δεχτούμε αυστηρές επιπλήξεις ή πως θα υποχρεωθούμε να υπομένουμε την ακατάσχετη γκρίνια της, αν κάνουμε ή δεν κάνουμε κάτι: «είναι κάπως αδιάθετη η γυναίκα μου κι αν δεν πάω σήμερα νωρίς στο σπίτι, ποιος ακούει το στόμα της! || αύριο έχουμε την επέτειο του γάμου μας κι αν δεν της αγοράσω ένα δαχτυλίδι που της γυάλισε, ποιος ακούει το στόμα της!». Η αναφορά σε γυναίκα, γιατί πως, αυτή δημιουργεί συνήθως την γρίνια σε ένα σπίτι. Λέγεται και για άντρα·
- πρόσεχε το στόμα σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να είναι κόσμιος στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε πρόσεχε το στόμα σου, γιατί θα είναι όλοι με τις οικογένειές τους». β. απειλητική έκφραση σε άτομο που μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά σε μας ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «πρόσεχε το στόμα σου, γιατί δε θ’ ανεχτώ άλλο τις βλακείες που λες για το φίλο μου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τα λόγια σου! / πρόσεχε τη γλώσσα σου(!)· 
- πρόσεχε το στόμα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να κακολογεί, να διαβάλλει τους άλλους: «όχι πολλά πάρε δώσε με τον τάδε, και το κυριότερο, πρόσεχε το στόμα του». Συνών. πρόσεχε τη γλώσσα του·
- ράβω το στόμα μου, α. αποφασίζω να πάψω στο εξής να μιλώ: «αφού κανείς δε μ’ ακούει, ράβω κι εγώ το στόμα μου και πέστε ό,τι θέλετε»·
- ράψε το στόμα σου! λέγεται προτρεπτικά, συμβουλευτικά ή και απειλητικά με την έννοια πάψε να μιλάς, βούλωσ’ το(!): «ράψε το στόμα σου, γιατί δεν ανέχομαι να κατηγορείς το φίλο μου!»·  
- σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει, βλ. λ. μύγα·
- στέγνωσε το στόμα μου, α. δίψασα υπερβολικά: «δώσε μου να πιω ένα ποτήρι κρύο νερό, γιατί στέγνωσε το στόμα μου». β. μιλούσα αδιάκοπα, ιδίως συμβουλεύοντας κάποιον: «στέγνωσε το στόμα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- στο στόμα μου το ’χω, α. λέγεται στην περίπτωση που ξέρουμε τι θέλουμε να πούμε ή γνωρίζουμε πώς να ονοματίσουμε κάτι, αλλά μας διαφεύγει ακριβώς τη στιγμή που γίνεται η κουβέντα. Συνών. στη γλώσσα μου το ’χω. β. είμαι έτοιμος να πω κάτι, κρατιέμαι για να μην πω κάτι που δε θα είναι αρεστό σε κάποιον ή κάποιους: «εμένα μη μου κάνεις τον τίμιο, γιατί στο στόμα μου το ’χω ν’ αποκαλύψω τη βρομιά σου»·
- στόμα έχει και μιλιά δεν έχει, α. είναι ιδιαίτερα ολιγόλογος: «αυτό το παιδί στόμα έχει και μιλιά δεν έχει». β. ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα ατόμου πως κάποιος είναι ολιγόλογος, ενώ στην πραγματικότητα είναι το αντίθετο: «ποιος δε μιλάει, ο τάδε; Τι να σου πω, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει»·
- στόμα να ’χε, θα μιλούσε, έκφραση που επιτείνει κάποια αρνητική ενέργειά μας: «πώς αντέχει το στομάχι σου με τόσο ποτό; Στόμα να ’χε, θα μιλούσε || το διέλυσες τ’ αυτοκίνητό σου έτσι όπως το τρέχεις μέσα στα χωράφια. Στόμα να ’χε, θα μιλούσε»·
- σώθηκα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. φρ. γλίτωσα απ’ του στόμα του καρχαρία·
- σώθηκα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- σώθηκα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- τ’ άκουσα απ’ το ίδιο του το στόμα, το άκουσα να το λέει ο ίδιος: «είμαι σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω, γιατί τ’ άκουσα απ’ το ίδιο του το στόμα»·
- τα λέμε στόμα με στόμα, κουβεντιάζουμε εντελώς ιδιωτικά: «έβγαλαν όλους τους άλλους έξω απ’ το δωμάτιο και τα λένε μέσα στόμα με στόμα»·
- τα λέω έξω απ’ το στόμα, βλ. συνηθέστ. τα λέω έξω απ’ τα δόντια, λ. δόντι·
- ταΐζω πολλά στόματα, α. θρέφω πολλούς ανθρώπους, συντηρώ μεγάλη οικογένεια: «σκοτώνομαι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ στη δουλειά, γιατί ταΐζω πολλά στόματα». β. δωροδοκώ πολλούς ανθρώπους, για να πετύχω το σκοπό μου: «τάισα πολλά στόματα μέσα στην πολεοδομία, μέχρι να πάρω την άδεια ανέγερσης της πολυκατοικίας δίπλα στην παραλία»·
- της τον (τη, το) δίνω απ’ το στόμα ή της τον (τη, το) δίνω στο στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επιβάλλω το στοματικό έρωτα: «κάθε φορά που κάνουμε έρωτα, της τον δίνω απαραίτητα στο στόμα»·
- το κάνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. φρ. τον (την, το) παίρνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί)·
- το στόμα μου έγινε παπούτσι ή το στόμα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. φρ. η γλώσσα μου έγινε παπούτσι, λ. γλώσσα·
- το στόμα μου είναι δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα μου είναι φαρμάκι·
- το στόμα μου είναι φαρμάκι, είναι πολύ πικρό, συνήθως από αδιάκοπο κάπνισμα και έντονη κατανάλωση αλκοόλ: «όλη τη νύχτα πίναμε και καπνίζαμε και το πρωί το στόμα μου ήταν φαρμάκι»·
- το στόμα του βγάζει φωτιές, α. μιλάει ακατάπαυστα: «όταν αρχίζει να μιλάει, το στόμα του βγάζει φωτιές». β. κατακεραυνώνει τους αντιπάλους του ή τους ενόχους σε μια υπόθεση: «όταν ανέβηκε στο βήμα της Βουλής ο τάδε βουλευτής, το στόμα του έβγαζε φωτιές για τους εμπνευστές του αντεργατικού νομοσχεδίου»· 
- το στόμα του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του είναι μέλι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει πετμέζι·
- το στόμα του είναι σαν πηγάδι, βλ. φρ. έχει ένα στόμα σαν πηγάδι·  
- το στόμα του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει σερμπέτι·
- το στόμα του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του είναι χαβούζα, είναι πολύ βρομόστομος: «όταν θυμώνει με κάποιον, το στόμα του είναι χαβούζα». Αναφορά στις ακαθαρσίες και στα βρομόνερα που περιέχει μια χαβούζα·
- το στόμα του πάει ροδάνι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του πάει ροδάνι, λ. γλώσσα·
- το στόμα του πάει σαν μυδραλιοβόλο, βλ. φρ. το στόμα του πάει σαν πολυβόλο·
- το στόμα του πάει σαν οπλοπολυβόλο, βλ. φρ. το στόμα του πάει σαν πολυβόλο·
- το στόμα του πάει σαν πολυβόλο, μιλάει αδιάκοπα, ασταμάτητα: «όταν αρχίζει να μιλάει αυτός ο άνθρωπος, το στόμα του πάει σαν πολυβόλο». Αναφορά στο κροτάλισμα των πυροβόλων όπλων·
- το στόμα του πάει σαν ραπτομηχανή, μιλάει αδιάκοπα, ασταμάτητα: «όταν αποφασίσει να μιλήσει αυτός ο άνθρωπος, το στόμα του πάει σαν ραπτομηχανή». Αναφορά στο συνεχή ήχο που αφήνει η ραπτομηχανή, όταν γαζώνει·
- το στόμα του στάζει δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του στάζει μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος, μιλάει πολύ κολακευτικά, με πολλή αγάπη για κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, το στόμα του στάζει μέλι». Αναφορά στη γλυκύτητα του μελιού·
- το στόμα του στάζει πετμέζι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει ροσόλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει φαρμάκι, είναι κακεντρεχής, μιλάει με μεγάλη κακία, με μεγάλη κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να στενοχωρήσει, να πικράνει ή να βλάψει κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στον τάδε, το στόμα του στάζει φαρμάκι»·
- το στόμα του στάζει χολή, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει φαρμάκι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει χολή, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, βλ. λ. χρήμα·
- τον αφήνω με το στόμα ανοιχτό ή τον αφήνω μ’ ανοιχτό το στόμα, του προξενώ μεγάλη έκπληξη, τον αφήνω κατάπληκτο, άναυδο: «μόλις με είδε με την κουρσάρα και την γκομενάρα που είχα μέσα, τον άφησα με το στόμα ανοιχτό»·
- τον βρήκα με το πιστόλι στο στόμα, βλ. λ. πιστόλι·
- τον έχω όλο στο στόμα μου, σχολιάζω ή αναφέρομαι συνεχώς σε ένα άτομο που δεν είναι παρόν: «μου ήταν τόσο αγαπητός φίλος κι απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω όλο στο στόμα μου»·
- τον (την, το) παίρνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ιδίως γυναίκα, επιδίδεται στο στοματικό έρωτα: «η τάδε είναι πολύ καλή στο κρεβάτι και, το κυριότερο, τον παίρνει απ’ το στόμα»·
- τον πιάνω στο στόμα μου, μιλώ για κάποιον, ιδίως αναφέρω τις κακές του ιδιότητες, τις παρατυπίες ή τις παρανομίες του: «να του πεις να μην ασχολείται μαζί μου, γιατί, αν τον πιάσω στο στόμα μου, δε θα τον ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας»·
- τον (την) ταΐζει στο στόμα, τον (τη) λατρεύει, τον (την) υπεραγαπά, του (της) πραγματοποιεί κάθε επιθυμία: «είναι πολύ τυχερός, γιατί έχει μια γυναίκα που τον ταΐζει στο στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μοίρα μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- του άρπαξα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του άρπαξα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- του βούλωσα το στόμα, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο στόμα του: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του ’δωσα μια και του βούλωσα το στόμα»· βλ. και φρ. του ’κλεισα το στόμα·
- του ’κλεισα το στόμα, α. με τη στάση, τις ενέργειές ή τη συμπεριφορά μου του απέδειξα ότι δεν είμαι αυτός που κατηγορούσε ότι ήμουν, τον αποστόμωσα: «έλεγε πως ήθελα το κακό του, αλλά, όταν πήγα στο δικαστήριο και κατέθεσα υπέρ του, του ’κλεισα το στόμα». β. τον δωροδόκησα για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «είχε σκοπό να με καρφώσει, αλλά του ’δωσα πέντε χιλιάδες ευρώ του ’κλεισα το στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: το δάσκαλο, το δάσκαλο αυτό το σαρδανάπαλο, που κατσαπλιάδες έχει γύρω, παράδες θα γιομίσετε, το στόμα αν του κλείσετε,που τάζει τους κολήγους κλήρο)·  
- του ’κλεισα το στόμα μια για πάντα, τον δολοφόνησα, τον σκότωσα, για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «επειδή κάθε τόσο μ’ εκβίαζε πως θα με καρφώσει στην Ασφάλεια, του ’κλεισα το στόμα μια για πάντα·
- του μπούκωσα το στόμα, α. τον δωροδόκησα πλουσιοπάροχα, για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «του μπούκωσα το στόμα, για να μην καταθέσει εναντίον μου». β. του το γέμισα υπερβολικά με φαγητό: «έτσι όπως του μπούκωσες το στόμα, μπορεί να πνιγεί το παιδί»·
- του πήρα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του πήρα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του ’φαγα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! βλ. λ. κώλος·
- φοβάμαι το στόμα του, φοβάμαι τον τρόπο με τον οποίο μιλάει ή το σκεπτικό με το οποίο κρίνει: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο θέλω να τα ’χω πάντα καλά, γιατί φοβάμαι το στόμα του»·
- χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, βλ. λ. χέρι·

σχολιανά

σχολιανά κ. σκολιανά, τα, ουσ. [πλ. του ουδ. σχολιανός], εύχρ. μόνο στη φρ. ακούω τα σχολιανά μου, δέχομαι αυστηρές επιπλήξεις για κάποια παράληψη, παρατυπία ή αταξία μου: «ξέχασα να πληρώσω το φως και θ’ ακούσω τα σχολιανά μου απ’ τον πατέρα μου».

τσιμουδιά

τσιμουδιά, η, ουσ. [;], ως επιφών. τσιμουδιά!(συμβουλευτικά ή απειλητικά) μην πεις τίποτα, σιωπή(!): «όσο και να σε ζορίσουν, τσιμουδιά!». Συνών. άχνα! / κιχ! / λέξη! / μιλιά(!)·
- δε βγάζω τσιμουδιά, α. δε λέω τίποτα, σωπαίνω: «όταν μιλάει κάποιος ηλικιωμένος, τον ακούω προσεκτικά και δε βγάζω τσιμουδιά». Πρβλ.: δεν τον τουμπάρεις με ψευτιές και τέτοια παραμύθια. Κι αν ξαναβγάλεις τσιμουδιά, θα δεις τι βάρβαρη καρδιά που κρύβω μες στα στήθια! (Λαϊκό τραγούδι). Συνών. δε βγάζω λέξη (α). β. δεν αντιδρώ, δεν απαντώ σε κριτική ή απειλή που μου γίνεται κατά πρόσωπο: «είχα άδικο, γι’ αυτό κι εγώ δεν έβγαλα τσιμουδιά || μόλις τον αγρίεψε ο άλλος, αυτός δεν έβγαλε άχνα». γ. κρύβομαι, ιδίως από ντροπή ή φόβο, και συγκρατώ, όσο μπορώ, την αναπνοή μου, για να μη γίνω αντιληπτός: «όση ώρα ο αστυνομικός στεκόταν στη γωνιά, αυτός στεκόταν ζαρωμένος στο άνοιγμα της πόρτας και δεν έβγαζε τσιμουδιά». δ. δε λέω απολύτως τίποτα, μένω άφωνος: «όση ώρα με συμβούλευε ο πατέρας μου εγώ δεν έβγαζα τσιμουδιά». Συνών. δε βγάζω άχνα / δε βγάζω κιχ / δε βγάζω μιλιά·  
- δε θα βγάλεις τσιμουδιά, (συμβουλευτικά ή απειλητικά) δε θα πεις απολύτως τίποτα: «ό,τι και να σε ρωτήσουν, εσύ δε θα βγάλεις τσιμουδιά». Συνών. δε θα βγάλεις άχνα / δε θα βγάλεις κιχ / δε θα βγάλεις λέξη / δε θα βγάλεις μιλιά·
- δε θέλω τσιμουδιά, απαιτώ απόλυτη ησυχία: «όσο θα λείπω, δε θέλω τσιμουδιά». Συνών. δε θέλω άχνα / δε θέλω κιχ / δε θέλω τσικ·
- δεν ακούγεται τσιμουδιά, επικρατεί απόλυτη ησυχία: «όταν πέφτει ο πατέρας για ύπνο, δεν ακούγεται τσιμουδιά». Συνών. δεν ακούγεται αναπνοή / δεν ακούγεται ανάσα / δεν ακούγεται κιχ / δεν ακούγεται μιλιά / δεν ακούγεται τσικ·
- δεν ακούς τσικ, βλ. φρ. δεν ακούγεται τσικ·
- δεν έβγαλε τσιμουδιά, δεν ξεστόμισε ούτε λέξη, έμεινε άφωνος: «όσο και να φώναζε ο άλλος, επειδή κατάλαβε το σφάλμα του, δεν έβγαλε τσιμουδιά»·
- μη βγάλεις τσιμουδιά! ή να μη βγάλεις τσιμουδιά! βλ. φρ. δε θα βγάλεις τσιμουδιά·
- μην ακούσω τσιμουδιά ή να μην ακούσω τσιμουδιά βλ. φρ. δε θέλω τσιμουδιά.

χρονιά

χρονιά, η, ουσ. [από το σπάνιο χρονέα <χρόνος], η χρονιά· το σχολικό έτος: «κάθε τέλη Σεπτεμβρίου αρχίζει για τους μαθητές η νέα χρονιά». (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- άκουσε της χρονιάς του, τον εξύβρισαν, τον μάλωσαν πολύ έντονα: «τον έπιασε ο πατέρας του να κοροϊδεύει ηλικιωμένο άτομο κι άκουσε της χρονιάς του»·
- άλλες χρονιές, (αόριστα) κάποτε, τότε: «άλλες χρονιές τα πράγματα ήταν καλύτερα». Συνών. άλλα χρόνια / άλλες εποχές·
- άλλες χρονιές τότε! αναφορά σε κάτι καλό ή κακό που συνέβη παλαιότερα: «στις μέρες μας η φιλία ήταν κάτι το ιερό. -Άλλες χρονιές τότε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. Συνών. άλλα χρόνια τότε! / άλλες εποχές τότε(!)·
- έμεινε στην ίδια χρονιά, (για μαθητές), δεν προβιβάστηκε στην αμέσως ανώτερη τάξη: «επειδή τον περισσότερο καιρό ήταν άρρωστος, έμεινε στην ίδια χρονιά». Συνών. έμεινε στην ίδια τάξη·  
- έρχονται άλλες χρονιές, αισιόδοξη έκφραση πως τα πράγματα αρχίζουν να καλυτερεύουν: «τώρα με τη νέα κυβέρνηση έρχονται άλλες χρονιές». Συνών. έρχονται άλλα χρόνια / έρχονται άλλες εποχές·
- έφαγε της χρονιάς του, ξυλοκοπήθηκε άγρια από κάποιον: «πήγε να τα βάλει με τον τάδε, αλλά έφαγε της χρονιάς του, γιατί έπεσε πάνω σε καρατίστα»·
- έφαγε το ξύλο της χρονιάς του, βλ. λ. ξύλο·
- έχασε τη χρονιά, (για μαθητές), βλ. φρ. έχασε την τάξη, λ. τάξη·
- έχασε χρονιά, (για μαθητές) πήγε στο σχολείο σε ηλικία λίγο μεγαλύτερη από την κανονική: «έβγαλε πιο αργά το δημοτικό απ’ το φίλο του, γιατί έχασε χρονιά». Συνών. έχασε τάξη·
- καλή χρονιά! ευχή που δίνουμε σε κάποιον στην αρχή του χρόνου. (Παιδικό τραγούδι: καλή χρονιά, καλή χρονιά, χαρούμενη χρυσή Πρωτοχρονιά!
- κέρδισε χρονιά, (για μαθητές) πήγε στο σχολείο σε ηλικία λίγο μικρότερη από την κανονική: «αν κι έχει ο γιος μου την ίδια ηλικία με το δικό σου γιο, εντούτοις τελείωσε πιο νωρίς το δημοτικό, γιατί κέρδισε χρονιά». Συνών. κέρδισε τάξη·
- πέρασε (τη) χρονιά, (για μαθητές και ιδίως για φοιτητές) προβιβάστηκε για να παρακολουθήσει τα μαθήματα της αμέσως επόμενης χρονιάς: «ήταν πολύ καλά διαβασμένος, γι’ αυτό πέρασε εύκολα τη χρονιά || αν είσαι διαβασμένος, περνάς τη χρονιά χωρίς να το καταλάβεις || πέρασαν πολλοί χρονιά;». Συνών. πέρασε (την) τάξη·
- την άλλη χρονιά ή την άλλη τη χρονιά, το χρόνο που θα έρθει, τον επόμενο χρόνο ή το χρόνο που μας πέρασε, τον προηγούμενο χρόνο: «την άλλη χρονιά θα σου αγοράσω ένα αυτοκίνητο || αυτό που μου λες έγινε την άλλη χρονιά»·
- … της χρονιάς, λέγεται για κάποιον ή για κάτι που διακρίθηκε σε κάποιον τομέα τη χρονιά που μας πέρασε ή σε κάποια συγκεκριμένη χρονιά: «ο τάδε αναδείχθηκε ο συγγραφέας της χρονιάς || το τάδε αυτοκίνητο αναδείχθηκε το 2000 τ’ αυτοκίνητο της χρονιάς»·
- τον άφησε στην ίδια χρονιά, (για καθηγητές) βλ. συνηθέστ. τον άφησε στην ίδια τάξη, λ. τάξη·
- χρονιά σου και χρονιά μου, βλ. συνηθέστ. μία σου και μία μου, λ. μία.

ώρα

ώρα, η, ουσ. [<αρχ. ὥρα], η ώρα· το ρολόι: «τι ώρα έχεις; -Δεν έχω ώρα επάνω μου». Πολλές φορές, όταν για κάποιο λόγο δεν μπορούμε να μιλήσουμε, ζητάμε από κάποιον να μας πει την ώρα, χτυπώντας επανειλημμένα το δείκτη του χεριού μας επάνω στον καρπό του άλλου μας χεριού, εκεί δηλαδή, όπου φοράει κανείς το ρολόι του. Υποκορ. ωρίτσα, η. (Λαϊκό τραγούδι: το βράδυ σαν δροσίσει την πιο καλή ωρίτσα, παίρνουνε τον κατήφορο τα όμορφα κορίτσια).(Ακολουθούν 175 φρ.)·
- ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ανάθεμα·
- ανάθεμα την ώρα που…, βλ. λ. ανάθεμα·
- απ’ τη μια ώρα στην άλλη, μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «τον παρακολουθούσα στενά, αλλά απ’ τη μια ώρα στην άλλη τον έχασα απ’ τα μάτια μου»·
- απ’ την ώρα που…, α. από τη χρονική στιγμή που…, από τότε που…: «απ’ την ώρα που ήρθε, δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του». β. αφού, εφόσον: «απ’ την ώρα που υπέγραψες το συμβόλαιο, δεν μπορείς να κάνεις πίσω»·
- απάνω στην ώρα, ακριβώς τη στιγμή που γινόταν κάτι, την κατάλληλη στιγμή: «ήρθε ακριβώς απάνω στην ώρα της μισθοδοσίας»·
- από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή, εντός ολίγου, χωρίς όμως να γνωρίζουμε επακριβώς: «από ώρα σε ώρα πρέπει να ’ρθει»·
- ας... (ακολουθεί ρήμα) μια ώρα αρχύτερα, από τη στιγμή που είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε αυτό που δηλώνει τι ρήμα ας το συντομεύσουμε: «ας πάμε μια ώρα αρχύτερα στο γήπεδο για να βρούμε και θέση || ας φύγουμε μια ώρα αρχύτερα για να μην πέσουμε στη μεγάλη κυκλοφοριακή κίνηση». (Λαϊκό τραγούδι: τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα· ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα· του χωρισμού μας έφτασε η ώρα – ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα 
- βάρβαρη ώρα, οι πρωινές ώρες λίγο πριν ξημερώσει, που είναι δύσκολο να ξυπνήσει κανείς, για να ασχοληθεί με κάτι: «ήρθε και μου χτυπούσε την πόρτα βάρβαρη ώρα και, μέχρι να ξυπνήσω είδα κι έπαθα»·
- βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που…, δίνει περισσότερη έμφαση στην αμέσως παρακάτω φράση·
- βλαστήμησα την ώρα που…, μετάνιωσα πάρα πολύ και καταράστηκα που έκανα ή είπα κάτι, ιδίως που μπλέχτηκα σε κάποια δουλειά ή υπόθεση: «βλαστήμησα την ώρα που σε γνώρισα || βλαστήμησα την ώρα που συνεταιρίστηκα μαζί σου». (Λαϊκό τραγούδι: σήκω πάνω, κάτσε κάτω αγανάκτησα και βλαστήμησα την ώρα που σ’ αγάπησα, ώσπου έγινα θηρίο κι επαναστάτησα
- βρήκες την ώρα να…! ή βρήκες ώρα να…! έκφραση που ανάλογα με τον τόνο της φωνής δηλώνει στενοχώρια ή δυσφορία σε κάποιον που μας ζητάει κάτι και που έμμεσα δηλώνει την άρνησή μας: «βρήκες την ώρα να μου ζητήσεις δανεικά σήμερα που πληρώνω μισθούς και δώρα στο προσωπικό μου! || βρήκες ώρα να μου ζητήσεις τ’ αυτοκίνητο! Δε βλέπεις που ετοιμάζομαι για ταξίδι;». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ή μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- γεμίζω τις άδειες μου ώρες ή γεμίζω τις άδειες ώρες μου ή γεμίζω τις ώρες μου, ασχολούμαι πάρεργα με κάτι, όταν έχω ελεύθερο χρόνο: «έχω μια συλλογή γραμματοσήμων, για να γεμίζω τις άδειες μου ώρες || στο πίσω μέρος του σπιτιού μου καλλιεργώ ένα μικρό κηπάκο, για να γεμίζω τις ώρες μου»·
- γέρασα πριν την ώρα μου ή γέρασα πριν της ώρας μου, καταβλήθηκα πρόωρα σωματικά από τα πολλά βάσανα, τις πολλές στενοχώριες: «πέρασα τόσα πολλά στη ζωή μου, που γέρασα πριν την ώρα μου». (Λαϊκό τραγούδι: από σένα στη ζωή μου υποφέρω· θα γεράσω πριν την ώρα μου, το ξέρω
- για να περνά η ώρα, λέγεται για κάτι, που πολλές φορές το κάνουμε μηχανικά, απλώς για να έχουμε κάποια ασχολία, για να μην καθόμαστε άπραγοι: «έπαιζε το κομπολόι του, για να περνά η ώρα || έτρωγε σπόρια, για να περνά η ώρα του». (Λαϊκό τραγούδι: αυτά που λες εγώ τ’ ακούω βερεσέ· τα παραμύθια σου τ’ ανθίστηκα πια τώρα και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε ο πασατέμπος σου για να περνά η ώρα)· βλ. και φρ. περνώ την ώρα μου·
- για όλες τις ώρες, για διάφορες περιστάσεις ή εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής: «αγόρασα ένα κοστούμι για όλες τις ώρες || η γυναίκα μου έχει ένα σερβίτσιο για όλες τις ώρες»·
- για την ώρα, προσωρινά, προς το παρόν: «για την ώρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα || πάρε για την ώρα αυτά τα λεφτά και για τα υπόλοιπα βλέπουμε»·
- για ώρα ανάγκης, στην περίπτωση που μου χρειαστεί, όταν μου χρειαστεί: «δε μου ήταν απαραίτητος αυτός ο φακός, αλλά τον αγόρασα για ώρα ανάγκης»·
- για ώρες, για αρκετό χρονικό διάστημα: «για ώρες δε γνώριζε κανείς πού βρισκόταν ο διευθυντής μας». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ολόκληρες·
- δε βλέπω την ώρα να..., αδημονώ να έρθει η ώρα να κάνω ή να γίνει κάτι: «δε βλέπω την ώρα να ξεκινήσω γι’ αυτό το ταξίδι || δε βλέπω την ώρα ν’ αρχίσω αυτή τη δουλειά || δε βλέπω την ώρα να ’ρθει η γυναίκα μου»·
- δε με παίρνει η ώρα, δεν επαρκεί, εξαντλήθηκε, δεν έχω άνεση χρόνου: «δε με παίρνει η ώρα να καθίσω περισσότερο, γιατί θα χάσω τ’ αεροπλάνο»·
- δεν είν’ ώρα για τέτοια, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να ασχοληθούμε με αυτό που αναφέρει ή προτείνει κάποιος: «θέλεις να παίξουμε κανένα ταβλάκι; -Δεν είν’ ώρα για τέτοια, γιατί έχω δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα τέτοια θα λέμε, πώς πετούν τα πουλιά; Δεν είν’ ώρα για τέτοια, είναι ώρα για κέφια γι’ αγκαλιές και φιλιά
- δεν είναι η ώρα του, α. (για πρόσωπα) δεν είναι κατάλληλη στιγμή περίσταση, καιρός, χρόνος να κάνει κάτι, να ενεργήσει: «πες του να μη βιάζεται, γιατί δεν είναι η ώρα του να βγει». β. (για φρούτα) δεν ωρίμασε ακόμα: «τα ροδάκινα δεν τρώγονται, γιατί δεν είναι η ώρα τους»·
- δεν είναι όλες οι ώρες ίδιες, βλ. φρ. όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες·
- δεν είναι της ώρας (κάτι), δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να ασχοληθούμε με κάτι, δεν είναι του παρόντος: «δεν είναι της ώρας να κουβεντιάζουμε αυτό το θέμα, γιατί μας απασχολούν σοβαρότερα προβλήματα»·
- δεν είναι ώρα γι’ αστεία, πρέπει να σοβαρευτούμε, γιατί έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια σοβαρή υπόθεση ή κατάσταση: «δεν είναι ώρα γι’ αστεία, γιατί πρέπει ν’ αποφασίσουμε για το μέλλον της επιχείρησής μας»·
- δεν είναι ώρα για…, δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος, η κατάλληλη στιγμή για κάτι: «δεν είναι ώρα για παραπανίσια έξοδα, γιατί έρχονται δύσκολοι καιροί || δεν είναι ώρα να παντρευτείς, γιατί είσαι ακόμα αδημιούργητος»·
- δεν είναι ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν είναι καιρός για κουβέντες, λ. καιρός·
- δεν είναι ώρα για παιχνίδια, βλ. φρ. δεν είναι καιρός για παιχνίδι, λ. καιρός·
- δεν έχω ώρα, α. δεν έχω διαθέσιμο καιρό, βιάζομαι: «δεν έχω ώρα ν’ ασχοληθώ τώρα μαζί σου || μια άλλη φορά θα μιλήσουμε με περισσότερη άνεση, γιατί τώρα δεν έχω ώρα». β. δεν έχω ρολόι: «πες μου, σε παρακαλώ, τι ώρα είναι, γιατί δεν έχω ώρα»·
- δεν έχω ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες, λ. καιρός·
- δεν έχω ώρα για παιχνίδια, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για παιχνίδια, λ. καιρός·
- δεν ήρθε η ώρα του, βλ. φρ. δεν είναι η ώρα του·
- δεν ξέρω τι ώρες κάνει, (στη γλώσσα της αργκό) α. δεν ξέρω με τι καταγίνεται, με τι ασχολείται στη ζωή του, δεν ξέρω ποια είναι η κοινωνική ή οικονομική του κατάσταση: «φαίνεται λεφτάς ο άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω τι ώρες κάνει». β. δεν ξέρω τι είδους άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του: «από μια πρώτη ματιά φαίνεται συμπαθητικός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω τι ώρες κάνει». Συνών. δεν ξέρω τι βιολί βαράει / δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει / δεν ξέρω τι ρόλο παίζει·
- εγώ τι ώρες κάνω! έκφραση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας από άτομο που, ενώ έχει υπό τη δικαιοδοσία του κάποιον ορισμένο κύκλο εργασιών, παραγκωνίζεται συστηματικά και όλοι αναφέρονται σε κάποιο άλλο άτομο: «καλά, ρε παιδιά, εγώ τι ώρες κάνω σ’ αυτή την επιχείρηση κι όλοι ζητάτε άδεια απ’ τον τάδε!». Συνών. εγώ τι βιολί βαράω! / εγώ τι καπνό φουμάρω! / εγώ τι ρόλο παίζω(!)· 
- εγώ τι ώρες κάνω; ποια είναι η θέση μου, το πόστο μου, η ουσιαστική μου συμμετοχή ή συμβολή στη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση: «ο ένας ανέλαβε το ταμείο, ο άλλος ανέλαβε τις παραγγελίες, εγώ, ρε παιδιά, τι ώρες κάνω;». Συνών. εγώ τι βιολί βαράω; / εγώ τι καπνό φουμάρω; / εγώ τι ρόλο παίζω(;)·
- εδώ και ώρα ή εδώ και ώρες ή εδώ και τόση ώρα ή εδώ και τόσες ώρες, (αόριστα) πριν από αρκετή ώρα: «τον περιμένω εδώ και τόση ώρα κι ακόμη να φανεί»·
- είμαι στην ώρα μου, α. πηγαίνω σε κάποιο σημείο, σε κάποιο χώρο, ακριβώς την ώρα που έχω προκαθορίσει με κάποιον, είμαι ακριβής στο ραντεβού μου: «πάντα, όταν κλείνω ραντεβού με κάποιον, είμαι στην ώρα μου». β. επιστρέφω στο σπίτι μου πολύ πριν από τα μεσάνυχτα: «είναι η κόρη μου άρρωστη και θα φύγω νωρίς, γιατί θέλω να ’μαι στην ώρα μου στο σπίτι»·
- είναι η ώρα του, α. δηλώνει πως είναι η συνηθισμένη, η τακτική ώρα που παρουσιάζεται κάπου κάποιος: «όπου να ’ναι θα ’ρθει, γιατί είναι η ώρα του». β. δηλώνει πως είναι η συγκεκριμένη στιγμή να ενεργήσει κάποιος θετικά ή αρνητικά: «πάμε να φύγουμε, γιατί είναι η ώρα του να ξεσπάσει με τις βλακείες που ακούει απ’ τον τάδε || πάμε στην αίθουσα, γιατί είναι η ώρα του να μιλήσει»· 
- είναι λίγες οι ώρες του ή λίγες είναι οι ώρες του, πρόκειται από ώρα σε ώρα να πεθάνει: «οι γιατροί το ’παν καθαρά πως είναι λίγες οι ώρες του»·
- είναι με τις ώρες του, έχει τις ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του, τις λόξες του, πρόκειται για κυκλοθυμικό άτομο: «πρέπει να βρεις την κατάλληλη στιγμή να του ζητήσεις την εξυπηρέτηση που θέλεις, γιατί είναι με τις ώρες του || όπως κάθε άνθρωπος, είναι κι αυτός με τις ώρες του. Άλλοτε γίνεται χαλί να τον πατήσεις κι άλλοτε αδιαφορεί τελείως για το πρόβλημά σου». Συνών. είναι με τα φεγγάρια του / είναι με τις μέρες του / είναι με τις νότες του·
- είναι μετρημένες οι ώρες του ή μετρημένες είναι οι ώρες του, πρόκειται να πεθάνει από ώρα σε ώρα: «οι γιατροί πληροφόρησαν τους συγγενείς του αρρώστου πως είναι μετρημένες οι ώρες του»·
- είναι περασμένη η ώρα, είναι πολύ αργά, ιδίως μετά τα μεσάνυχτα: «παιδιά, πρέπει να το διαλύσουμε, γιατί είναι περασμένη η ώρα». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ η ώρα περασμένη κι η βραδιά σκοτεινιασμένη. Έχει ο ουρανός μαυρίσει και η μπόρα δε θ’ αργήσει
- είναι προχωρημένη η ώρα, βλ. φρ. είναι περασμένη η ώρα·
- είναι στην ώρα της, (για έγκυες γυναίκες) είναι ετοιμόγεννη: «τη μετέφεραν στο χειρουργείο, γιατί είναι στην ώρα της»·
- είναι στην ώρα του, προσέρχεται κάπου ακριβώς την ώρα που πρέπει: «κάθε πρωί είναι στην ώρα του στο εργοστάσιο που εργάζεται». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάντα·
- είναι ώρα για… ή είναι ώρα να…, είναι ο κατάλληλος χρόνος, η κατάλληλη στιγμή να κάνουμε ή να γίνει κάτι: «παιδιά στα κρεβάτια σας, γιατί είναι ώρα για ύπνο || εμπρός, όλοι στο τραπέζι, γιατί είναι ώρα για φαγητό || τώρα που ήρθαν και τα όργανα, είναι ώρα για χορό και τραγούδι || άιντε παιδιά, ετοιμαστείτε, γιατί είναι ώρα να φεύγουμε || περίμενε ακόμα λίγο, γιατί είναι ώρα να ’ρθει». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα τέτοια θα λέμε, πώς πετούν τα πουλιά; Δεν είν’ ώρα για τέτοια, είναι ώρα για κέφια γι’ αγκαλιές και φιλιά
- είναι ώρα για τέτοια! βλ. φρ. δεν είν’ ώρα για τέτοια·
- είναι ώρα που… ή είναι ώρες τώρα που…, δηλώνει πως κάτι που άρχισε πριν από πολλή ώρα εξακολουθεί να συνεχίζεται: «είναι ώρες που σε ψάχνει ο αδερφός σου»· βλ. και φρ. έχει ώρα που(…)·
- εκατό ώρες, πάρα πολλές ώρες: «τον περίμενα εκατό ώρες, μέχρι να ’ρθει!»·
- επί ώρες, βλ. φρ. με τις ώρες·
- έρχομαι στην ώρα μου, βλ. φρ. είμαι στην ώρα μου·
- ευλογημένη η ώρα που… ή ευλογημένη να ’ναι η ώρα που…, λέγεται όταν αναφερόμαστε σε κάτι που μας έφερε ευτυχία ή που εκ των υστέρων αποδείχτηκε η ευτυχία αυτή: «ευλογημένη η ώρα που σε γέννησα, παιδί μου, γιατί μου πρόσφερες τη μεγαλύτερη χαρά || ευλογημένη να ’ναι η ώρα που παντρεύτηκα αυτή τη γυναίκα, γιατί μου συμπαραστάθηκε στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου»·
- έφτασε η μεγάλη ώρα, βλ. φρ. ήρθε η μεγάλη ώρα·
- έφτασε η ώρα, βλ. φρ. ήρθε η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα, ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα. Του χωρισμού μας έφτασε η ώρα, μπορεί και για τους δυο να ’ναι καλύτερα, ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα)·
- έφτασε η ώρα μου, βλ. φρ. ήρθε η ώρα μου·
- έφτασε η ώρα σας! απειλητική ιαχή οπαδών στο ποδόσφαιρο ή στο μπάσκετ, που απευθύνεται επαναλαμβανόμενη στους παίχτες και τους οπαδούς της αντίπαλης ομάδας, με την έννοια ότι ήρθε η ώρα να γνωρίσουν μια μεγάλη ήττα, ή ότι ήρθε η ώρα να τους ξυλοκοπήσουν λόγω των αδικιών που υφίσταται η ομάδα τους από τη διαιτησία·
- έφτασε η ώρα της αλήθειας, βλ. φρ. ήρθε η ώρα της αλήθειας·
- έφτασε η ώρα του, βλ. φρ. ήρθε η ώρα του·
- έφυγε πριν την ώρα του ή έφυγε πριν της ώρας του, α. πέθανε πρόωρα: «δεν πρόλαβε να δει την προκοπή των παιδιών του, που τόσο λαχταρούσε, γιατί έφυγε πριν της ώρας του». β. (για μεταφορικά μέσα) αναχώρησε πριν από την καθορισμένη του ώρα: «έχασα άδικα το τρένο, γιατί έφυγε πριν την ώρα του»·
- έχει τις ώρες του, βλ. φρ. είναι με τις ώρες του· 
- έχει ώρα να… ή έχει ώρα που…, ή έχει ώρες να… ή έχει ώρες που…, πέρασε αρκετό χρονικό διάστημα από την ώρα που έγινε κάτι: «κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή του, αλλά από τότε έχει ώρα να την ακούσω || πήγαινε, αν θέλεις, να τον συναντήσεις στο γραφείο του, γιατί έχει ώρα που ήρθε || μην περιμένεις να τον συναντήσεις, γιατί έχει ώρα που έφυγε». Πολλές φορές, μετά το ώρα ή ώρες, ακολουθεί το τώρα·
- έχεις ώρα; α. έχεις διαθέσιμο χρόνο(;): «έχεις ώρα ν’ ασχοληθείς για λίγο μαζί μου; || έχεις ώρα να μου κάνεις λίγο παρέα;» .β. έχεις ρολόι(;): «έχεις ώρα να μου πεις τι ώρα είναι;»·
- έχω κενή ώρα, α. (για καθηγητές, δασκάλους, μαθητές, σπουδαστές) μεταξύ δυο εκπαιδευτικών ωρών μεσολαβεί μια ώρα που δεν έχω μάθημα: «επειδή είχα κενή ώρα πετάχτηκα μέχρι το σπίτι μου, που είναι κοντά στο σχολείο μας || όταν έχουμε κενή ώρα παίζουμε στην αυλή του σχολείου || τη δεύτερη ώρα σήμερα την είχαμε κενή, γιατί ήταν άρρωστος ο καθηγητής μας». β. (γενικά) δεν έχω κάποια συγκεκριμένη εργασία ή υποχρέωση, έχω ελεύθερο χρόνο: «όταν έχω κενή ώρα ασχολούμαι με τη συλλογή των γραμματοσήμων μου || όταν έχω κενές ώρες, δεν τις σπαταλώ τζάμπα, αλλά διαβάζω κάποιο βιβλίο»·
- η κακιά ώρα, βλ. φρ. ήταν η κακιά η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: και αν περάσεις θάλασσες και βρεις κακούς ανθρώπους, να βάλεις στην καρδιά βαθιά αυτά τα λόγια τώρα, θα λες της μάνας τ’ όνομα μες την κακιά την ώρα)·
- η μεγάλη ώρα ή η πιο μεγάλη ώρα, η ώρα κατά την οποία αρχίζει να εξελίσσεται κάποιο μεγάλο γεγονός: «η πιο μεγάλη ώρα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν η απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είναι η αρχή στην κατηφόρα η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα
- η στερνή ώρα, βλ. φρ. η υστερνή ώρα·
- η υστερνή ώρα, η τελευταία ώρα πριν γίνει κάτι, ιδίως πριν πεθάνει κάποιος: «μόλις κατάλαβε την υστερνή του ώρα, έδωσε την ευχή του στα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: παίξε, μπουζούκι μου πιστό, σαν άλλοτε και τώρα, να μου γλυκάνεις την ψυχή, την υστερνή μου ώρα)·  
- η ώρα η καλή! α. ευχή σε αρραβωνιασμένους να φτάσουν και στο γάμο τους. (Παιδικό τραγούδι: να ’ρθει η ώρα η καλή κι η ώρα η ευλογημένη, να τους βλογήσει ο Θεός με το δεξί το χέρι). β. ευχή σε κάποιον που ετοιμάζεται να επιχειρήσει κάτι: «αύριο μεθαύριο, θα βάλω μπρος τη δουλειά. -Η ώρα η καλή!»·
- η ώρα της Κρίσεως, βλ. λ. κρίση·
- η ώρα του παιδιού, χρονικό διάστημα κατά το οποίο επικρατεί παιγνιώδης διάθεση ανάμεσα στα μέλη μιας παρέας: «τρέξε κι εσύ στο μπαράκι να κάνεις πλάκα, γιατί είναι όλοι εκεί μαζεμένοι κι είναι η ώρα του παιδιού». Αναφορά σε παιδική ραδιοφωνική εκπομπή στις δεκαετίες του 1950 και του 1960·
- ήγγικεν η ώρα, βλ. φρ. ήρθε η ώρα
- ήρθε η μεγάλη ώρα, ήρθε η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος χρόνος να γίνει, να πραγματοποιηθεί κάτι σπουδαίο: «μετά την έντονη προεκλογική περίοδο ήρθε ή μεγάλη ώρα των εκλογών». Πρβλ.: κι αν είναι η αρχή στην κατηφόρα η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα (Λαϊκό τραγούδι)·
- ήρθε η ώρα, ήρθε η κατάλληλη στιγμή: «τώρα που τακτοποιήθηκα από δουλειά, ήρθε η ώρα να παντρευτώ»·
- ήρθε η ώρα κι η στιγμή, επιτείνει την παραπάνω φράση. (Νησιώτικο τραγούδι: ήρθε η ώρα κι η στιγμή το στόμα μου ν’ ανοίξω και στην καλή παρέα μου καληνύχτα ν’ αφήσω
- ήρθε η ώρα μου, α. ήρθε η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος χρόνος να προβληθώ, να αναδειχτώ ή να κυριαρχήσω σε ένα χώρο: «αφού δεν υπάρχει κάποιος σοβαρός ανταγωνιστής, ήρθε η ώρα μου ν’ αναλάβω τη διεύθυνση του εργοστασίου». β. ήρθε η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος χρόνος να επέμβω κάπου δυναμικά: «αφού δεν υπάρχει κάποιος να τους βάλει στη θέση τους, ήρθε η ώρα μου να επιβάλω την τάξη»· βλ. κι φρ. ήρθε η ώρα του·
- ήρθε η ώρα της, (για έγκυες γυναίκες)βλ. φρ. είναι στην ώρα της·
- ήρθε η ώρα της αλήθειας, ήρθε ο κατάλληλος χρόνος, η κατάλληλη στιγμή να ειπωθεί ή να εκτεθεί η πραγματική κατάσταση, η αλήθεια ακόμη και όταν αυτή είναι σκληρή: «τόσον καιρό κρυβόσουνα, αλλά τώρα ήρθε η ώρα της αλήθειας και θα μάθουν όλοι τι κουμάσι είσαι». (Τραγούδι: θα στα βγάλω όλα στη φόρα της αλήθειας ήρθε η ώρα)· 
- ήρθε η ώρα του, βρίσκεται στα τελευταία του, ήρθε η στιγμή του θανάτου του: «οι γιατροί πληροφόρησαν τους συγγενείς του αρρώστου πως ήρθε η ώρα του || μόλις κατάλαβε πως ήρθε η ώρα του κάλεσε το συμβολαιογράφο για να συντάξει τη διαθήκη του». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω κάμπους και βουνά, τις ρεματιές απάνω, ωσότου να ’ρθει η ώρα μου να πέσω να πεθάνω)· βλ. και φρ. ήρθε η ώρα μου·
- ήρθε σ’ άσχημη ώρα, με επισκέφτηκε σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, σε πολύ ακατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόμουν σε κακή ψυχολογική διάθεση: «ήθελε μια εξυπηρέτηση, αλλά ήρθε σ’ άσχημη ώρα, γιατί είχα τα νεύρα μου και τον έδιωξα»·
- ήρθε σε κακή ώρα, βλ. φρ. ήρθε σ’ άσχημη ώρα·
- ήρθε σε καλή ώρα, με επισκέφτηκε σε πολύ κατάλληλη στιγμή, σε πολύ κατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόμουν σε καλή ψυχολογική διάθεση: «ό,τι μου ζήτησε, του το ’δωσα, γιατί ήρθε σε καλή ώρα και δεν μπορούσα να του πω όχι»·
- ήρθε στην ώρα του, βλ. φρ. ήρθε τσακ στην ώρα του·
- ήρθε τσακ στην ώρα του, ήρθε ακριβώς στην ώρα που έπρεπε, που είχε συμφωνηθεί ή που είχε προαναγγελθεί: «το τρένο ήρθε τσακ στην ώρα του || είχα ραντεβού με το φίλο μου στις δέκα και ήρθε τσακ στην ώρα του || στο φωτεινό πίνακα αναγραφόταν πως το αεροπλάνο θα ερχόταν στις οχτώ και ήρθε τσακ στην ώρα του». Συνήθως συνοδεύεται με παράλληλη χειρονομία με το χέρι να τινάζεται ελαφρά προς τα εμπρός και κάτω με τον αντίχειρα, το δείκτη και το μεγάλο δάχτυλο ενωμένα στις άκρες του·
- ήρθε τσαφ στην ώρα του, βλ. φρ. ήρθε τσακ στην ώρα του·
- ήρθε τσιφ στην ώρα του, βλ. συνηθέστ. ήρθε τσακ στην ώρα του·
- ήταν η κακιά η ώρα, έκφραση με την οποία αποδίδουμε κάτι κακό που συνέβη σε άτυχη στιγμή, όταν δεν έχουμε κάποιο λόγο ή αιτία να δικαιολογήσουμε πώς έγινε: «τι να σου πω, φαίνεται πως ήταν η κακιά η ώρα, γιατί κανείς δεν κατάλαβε πώς έπεσε απ’ το μπαλκόνι κι έσπασε τα πόδια του»·
- θα βλαστημήσεις την ώρα και τη στιγμή που…, δίνει περισσότερη έμφαση στην αμέσως παρακάτω φράση·
- θα βλαστημήσεις την ώρα που…, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα μετανιώσεις πάρα πολύ που έκανες ή είπες κάτι, ιδίως που μπλέχτηκες σε κάποια δουλειά ή υπόθεση: «αν συμπεριφερθείς ξανά μ’ αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο, θα βλαστημήσεις την ώρα που με γνώρισες || αν αντιληφθώ ξανά πως πουλάς εμπόρευμα χωρίς να κόβεις τη σχετική απόδειξη, θα βλαστημήσεις την ώρα που συνεταιρίστηκες μαζί μου»·
- θέλει ώρα ή θέλει ώρες (κάτι), βλ. φρ. παίρνει ώρα·
- κάθε πράγμα στην ώρα του, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κάθε ώρα και στιγμή ή κάθε στιγμή και ώρα, πάραπολύ συχνά, πάρα πολύ τακτικά: «κάθε ώρα και στιγμή έρχεται στο γραφείο μου και με διακόπτει απ’ τη δουλειά μου ζητώντας τα πιο απίθανα πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι: αμάν, αμάν, μ’ έκανες κουρέλι, αμάν, αμάν, η καρδιά μου θέλει, αμάν, αμάν, όλο να σε υπηρετεί κάθε ώρα και στιγμή και χωρίς ανταμοιβή
- καλή του ώρα! ευχετική έκφραση για άτομο που απουσιάζει από την ομήγυρη από αυτόν που αναφέρεται στο όνομά του, με την έννοια να είναι καλά, να περνάει καλά εκεί που βρίσκεται: «αν δεν ήταν ο τάδε, καλή του ώρα, να με βοηθήσει, θα περνούσα σήμερα πολύ δύσκολες καταστάσεις!»·
- καλή ώρα σαν..., παρεμπίπτουσα ευχετική φράση: «ήταν μια όμορφη κοπέλα καλή ώρα σαν την κόρη σου»·
- καλή ώρα (σαν και τώρα), έκφραση που αναφέρεται σε παλιότερο ευχάριστο γεγονός, που συμβαίνει πάλι την ώρα που μιλάμε: «ήταν μαζεμένη όλη η οικογένεια, καλή ώρα || είχαμε μαζευτεί όλοι οι φίλοι, καλή ώρα σαν και τώρα»·
- κάνει μια ώρα να… ή κάνει μια ώρα μέχρι να… ή κάνει μια ώρα ώσπου να…, αργεί, καθυστερεί αρκετά: «είναι λίγο κουτός, γι’ αυτό κάνει μια ώρα μέχρι να καταλάβει τι του λες || είναι τόσο βραδυκίνητος, που κάνει μια ώρα ώσπου να πάει στο σπίτι του, κι ας είναι μόνο πεντακόσια μέτρα απ’ το μπαράκι μας»·
- κατάρα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. φρ. καταραμένη η ώρα που(…)·
- καταραμένη η ώρα που… ή καταραμένη να ’ναι η ώρα που…, λέγεται όταν αναφερόμαστε σε κάτι που μας έφερε δυστυχία: «καταραμένη η ώρα που πέθανε ο πατέρας μου, γιατί μείναμε χωρίς προστάτη || καταραμένη να ’ναι η ώρα που σε γνώρισα, γιατί μ’ έψησες το ψάρι στα χείλια»·
- καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. φρ. καταραμένη η ώρα που(…)·
- κι εμείς τι ώρες κάνουμε! γιατί δεν υπολογίζεις στην παρουσία μας, στην ύπαρξή μας, στη δυνατότητα ή στην ικανότητά μας να πραγματοποιήσουμε κάτι, ή να βοηθήσουμε σε κάτι που έχεις ανάγκη: «αν δε βρω αυτά τα λεφτά μέχρι το τέλος της βδομάδας τότε χάθηκα. -Κι εμείς τι ώρες κάνουμε! || δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητό μου και δεν ξέρω τι έχει. -Κι εμείς τι ώρες κάνουμε!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει για τον εαυτό του. Συνών. κι εμείς τι βιολί βαράμε! / κι εμείς τι καπνό φουμάρουμε! / κι εμείς τι ρόλο παίζουμε(!)·
- κλέβω ώρα ή κλέβω ώρες (από κάπου), αποσπώ χρόνο από άλλες δραστηριότητές μου για να τον αφιερώσω σε αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο: «τον τελευταίο καιρό κλέβω ώρες απ’ όπου μπορώ, για ν’ ασχοληθώ με τη διατριβή μου»·
- κούφια η ώρα! ή κούφια η ώρα που τ’ ακούει! ευχή να μην επαληθευτεί ή να μην προκύψει και σε μας το κακό που κουβεντιάζουμε: «με τις ενέργειες που κάνει, θα βρεθεί σύντομα σε πολύ δύσκολη κατάσταση, κούφια η ώρα! || όπως έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, έπεσε πάνω σε μια κολόνα, κούφια η ώρα που τ’ ακούει!». (Τραγούδι: εμείς έχουμ’ ιστορία, πολεμήσαμε στην Τροία, εσύ μου ’γινες πρεζόνι, κούφια η ώρα που μας ζώνει, πού πας, μωρή, ξυπόλυτη στ’ αγκάθια). Πολλές φορές, συνοδεύεται από διπλό ή τριπλό φτου·
- κούφια η ώρα που το λες! βλ. φρ. κούφια η ώρα(!)·
- κράτα ώρα, προτροπή στο συνομιλητή μας να μας χρονομετρήσει, για να διαπιστώσει αν πράγματι φέρουμε σε πέρας κάτι μέσα στο χρόνο που αναφέραμε: «μα είναι δυνατό απ’ το σημείο που βρισκόμαστε, να πας μέχρι το Λευκό Πύργο και να γυρίσεις πίσω σε δέκα λεπτά; -Κράτα ώρα»·
- κρατώ ώρα, σημειώνω το χρόνο εκκίνησης και τερματισμού μιας ενέργειας, για να δω πόσο χρονικό διάστημα απαιτήθηκε, για να φέρω ή να φέρει κάποιος σε αίσιο πέρας κάτι: «κράτησα ώρα, για να δω σε πόσο χρόνο θα κάνω την απόσταση Θεσσαλονίκη-Αθήνα με τ’ αυτοκίνητό μου»·
- λίγες να ’ναι οι ώρες σου, κατάρα σε κάποιον για να πεθάνει σύντομα·
- μαύρη να ’ταν η ώρα, βλ. φρ. μαύρη η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: τη βάρεσα μέσ’ στην καρδιά, μαύρη να ’ταν η ώρα, και τώρα κλαίω, μάνα μου, εδώ σε ξένη χώρα
- μαύρη η ώρα ή μαύρη ώρα, ανάθεμα τη στιγμή που συνέβη κάτι ή για κάτι που εκ των υστέρων αποδείχτηκε κακό: «μαύρη η ώρα που σε γνώρισα, γιατί μ’ έψησες το ψάρι στα χείλια || μαύρη η ώρα που σε βοήθησα, γιατί φάνηκες πολύ αχάριστος || μαύρη ώρα που γύρισα να σε ξαναβρώ, γιατί το θεώρησες αδυναμία μου και πια, δε με υπολογίζεις». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρη ώρα που σ’ αντάμωσα, τζάμπα την καρδιά μου χαράμισα)· βλ. και φρ. μαύρη ώρα·
- μαύρη ώρα, ονομασία σήραγγας της Αττικής οδού με κατεύθυνση προς Ελευσίνα: «τι μακάβριο αστείο, να ονομάσουν μαύρη ώρα κάποιον δρόμο!»· βλ. και φρ. μαύρη η ώρα
- με την ώρα, (για πληρωμή σε εργαζομένους) που η πληρωμή του υπολογίζεται με βάση τις ώρες που δουλεύει, που δουλεύει ως ωρομίσθιος: «πώς πληρώνεσαι για τη δουλειά που κάνεις; -Με την ώρα». Πρβλ. εκατό δραχμές την ώρα παίρνω, τζιβαέρι μου, πες της μάνας σου πως θέλω, αμάν, αμάν, ωχ, να σε κάνω ταίρι μου (Λαϊκό τραγούδι)·  
- με την ώρα μου (σου, του, κ.λπ.), βλ. φρ. στην ώρα μου (σου, του, κ.λπ)·
- με τις ώρες, επί πολλές ώρες συνέχεια: «αφήνει τα πράγματά του όπου να ’ναι, κι όταν τα χρειάζεται τα ψάχνει με τις ώρες || κάθεται με τις ώρες και πίνει στα διάφορα μπαράκια || η γυναίκα μου μιλάει με τις ώρες στο τηλέφωνο»·
- μετράω τις ώρες, α. ανυπομονώ να περάσει ο καιρός, γιατί περιμένω να συμβεί κάτι καλό, κάτι που θα με χαροποιήσει: «μετράω τις ώρες ν’ απολυθεί ο γιος απ’ το στρατό, γιατί θα ’χω ένα χέρι βοηθείας στη δουλειά μου || μετράω τις ώρες να τη σφίξω πάλι στην αγκαλιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: σε είδαν να καπνίζεις τσιγαράκι και να ρουφάς με κέφι το πιοτό και μένα μ’ έστειλες στο κουτουκάκι, βρε κουκλάκι, τις ώρες στο ρολόι να μετρώ).β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω, πλήττω: «απ’ τη μέρα που με απέλυσαν απ’ τη δουλειά μου, μετράω τις ώρες»·
- μια ψυχή θα βγει που θα βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα ή μια ψυχή που ’ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα, βλ. λ. ψυχή·
- μου κλέβει την ώρα, βλ. φρ. μου τρώει την ώρα·
- μου τρώει την ώρα, μου αποσπά χρόνο από κάτι ενδιαφέρον που κάνω ή που θέλω να κάνω: «κάθε φορά που έρχεται στο γραφείο μου, μου τρώει την ώρα μ’ ένα σωρό χαζά πράγματα»·
- οι μικρές ώρες, το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα ως τα χαράματα και μέχρι την ανατολή του ηλίου: «χτες γύρισε πάλι παραπατώντας στο σπίτι του τις μικρές ώρες»·
- οι πρώτες πρωινές ώρες, βλ. λ. πρωινός·
- όλα έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει, η υπομονή είναι μεγάλο προσόν στον άνθρωπο και συνήθως τον οδηγεί στην επιτυχία: «να μάθεις να μη βιάζεσαι και να είσαι υπομονητικός, γιατί όλα έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει»·
- όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες, δηλώνει πως, εκτός από τις ώρες της ξεγνοιασιάς, υπάρχουν και οι ώρες που πρέπει κανείς να είναι σοβαρός και υπεύθυνος: «χτες βράδυ χορέψαμε, διασκεδάσαμε με την παρέα, αλλά τώρα πρέπει να στρωθώ στη δουλειά, γιατί όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες»·
- όλες τις ώρες, σε όλη τη διάρκεια του εικοσιτετράωρου: «το κατάστημα είναι ανοιχτό όλες τις ώρες»·
- όλη την ώρα, διαρκώς, συνέχεια: «όλη την ώρα μιλούσε με το διπλανό του || όλη την ώρα διέκοπτε τον αγορητή με άκαιρες παρεμβάσεις»·    
- όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, τα σημαντικά γεγονότα, είτε θετικά είτε κυρίως αρνητικά, μπορούν να συμβούν οποιαδήποτε στιγμή·
- όταν έρθει η ώρα, στην κατάλληλη στιγμή: «όταν έρθει η ώρα, θ’ ασχοληθώ με το πρόβλημά σου || όταν έρθει η ώρα, θα μπορέσεις κι εσύ να παντρευτείς»· βλ. και φρ. όταν σημάνει η ώρα·
- όταν σημάνει η ώρα, όταν έρθει η ώρα, η στιγμή που θα πρέπει να κάνει κάνεις υποχρεωτικά κάτι: «όταν σήμανε η ώρα του ξεσηκωμού, όλα τα παλικάρια πήραν τα όπλα στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: όταν σημάνει η ώρα,τότε καρδιά μου χρυσή, τη μεγαλύτερη μπόρα, θα την περάσεις εσύ)· βλ. και φρ. όταν έρθει η ώρα·
- ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, βλ. φρ. όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος·
- ούτε ώρα, δηλώνει σύντομο χρονικό διάστημα: «δε θα κάνουμε ούτε ώρα να φτάσουμε || δε θα λείψεις ούτε ώρα απ’ τη δουλειά»·
- παίρνει ώρα ή παίρνει ώρες (κάτι), απαιτείται, χρειάζεται πολύς χρόνος για να γίνει κάτι: «μπορείς ν’ αφήσεις τ’ αυτοκίνητό σου για επισκευή, αλλά θα πάρει ώρες»·
- πάνω στην ώρα, ακριβώς την κατάλληλη στιγμή: «άνοιξαν το κοσμηματοπωλείο, αλλά πάνω στην ώρα πλάκωσε η αστυνομία || λίγο ακόμα και θα μ’ έδερναν, αλλά πάνω στην ώρα ήρθε η παρέα μου κι έκαναν πίσω». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθες πάνω στην ώρα που γι’ αγάπη διψούσα»·
- περνώ την ώρα μου ή περνώ τις ώρες μου, ασχολούμαι με κάτι απλώς για να μην κάθομαι άπραγος: «περνώ την ώρα μου ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα || όταν είμαι στο σπίτι, περνώ την ώρα μου βλέποντας διάφορα έργα στην τηλεόραση || τις Κυριακές περνώ τις ώρες μου διαβάζοντας Έλληνες συγγραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: φτωχό κομπολογάκι μου, σε είχα το μεράκι μου· εσύ μου πέρναγες την ώρα πες μου· τι θα γίνω τώρα; // τσάκα τσάκα το κομπολογάκι μου και τις ώρες μου περνάω με το αραπάκι μου
- πήγε πριν την ώρα του ή πήγε πριν της ώρας του, βλ. φρ. έφυγε πριν την ώρα του·
- πριν την ώρα του ή πριν της ώρας του, πρόωρα: «πέθανε πριν την ώρα του || πέρασε τόσο βάσανα, που γέρασε πριν της ώρας του»·
- Σαββάτο να ’ναι μάστορα (κι) ας είν’ και χίλιες ώρες, βλ. λ. Σάββατο·
- σήμανε η μαύρη ώρα, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να τονίσουμε τη στιγμή που συνέβη κάτι πολύ κακό σε μας τους ίδιους ή σε ένα σύνολο ανθρώπων: «στις 21 Απριλίου του 1967, σήμανε η μαύρη ώρα της επιβολής της δικτατορίας». (Λαϊκό τραγούδι: όταν σημάνει εκείν’ η ώρα η μαύρη ώρα, μη νιώσεις πόνο, άσε με μόνο στην παγωνιά
- σήμανε η ώρα, ήρθε η ώρα, η στιγμή που πρέπει να κάνει κανείς υποχρεωτικά κάτι: «σήμανε η ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού».(Λαϊκό τραγούδι: καρδιά πικρή, καρδιά που μένεις μοναχή μες στου βοριά την μπόρα, καρδιά πικρή, απ’ τον καημό να πικραθείς εσήμανε η ώρα)· βλ. και φρ. ήρθε η ώρα·
- σήμανε η ώρα μου, βλ. φρ. ήρθε η ώρα μου·
- σήμανε η ώρα του, βλ. φρ. ήρθε η ώρα του·
- σκοτώνω την ώρα μου, α. ξοδεύω άσκοπα τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «όταν δεν έχω δουλειά, γυρνάω απ’ το ’να μπαράκι στ’ άλλο, για να σκοτώνω την ώρα μου». β. διασκεδάζω την ανία μου ασχολούμενος με δευτερεύοντα πράγματα: «έχω μια συλλογή γραμματοσήμων, για να σκοτώνω την ώρα μου»·
- στην ώρα μου (σου, του, κ.λπ.), ακριβώς την ώρα που πρέπει, την κατάλληλη, την προκαθορισμένη ώρα: «εγώ ήμουν στην ώρα μου στο ραντεβού μας, αλλά αυτός δεν ήρθε || το τρένο ήρθε κι έφυγε στην ώρα του»·
- τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, λόγια που λέγονται σε ακατάλληλη στιγμή, ιδίως πράξεις που γίνονται σε ακατάλληλη στιγμή και γι’ αυτό γίνονται βεβιασμένες·
- την ίδια ώρα, ταυτόχρονα: «τα εμπορικά καταστήματα ανοίγουν και κλείνουν κάθε μέρα την ίδια ώρα  || ενώ ορκίζεται πως δε θα ξαναπιεί, την ίδια ώρα γίνεται σκνίπα στο μεθύσι || ενώ πήγαινε ν’ ανοίξει ο καιρός, την ίδια ώρα μαύρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό || ενώ είναι συγκροτημένο και ήσυχος, την ίδια ώρα τα χάνει και κάνει τον κόσμο άνω κάτω»·
- την ίδια ώρα που…, δηλώνει παράλληλη ενέργεια παρόμοια ή διαφορετική: «την ίδια ώρα που εσύ μιλούσες στους δικούς σου σχετικά με τη δουλειά, εγώ υπέγραφα το συμβόλαιό της || την ίδια ώρα που εσύ κοιμόσουν, εγώ διασκέδαζα στα μπουζούκια || την ίδια ώρα που σε σας γινόταν κατακλυσμός, εμείς είχαμε λιακάδα»·
- την κακή σου (την) ώρα! εκφράζει κατάρα·
- την ώρα που…, ενώ, καθώς: «την ώρα που έμπαινα στο σπίτι, χτύπησε το τηλέφωνο || την ώρα που έκλεινα το μαγαζί, ήρθε ένας καθυστερημένος πελάτης»·
- της κακιάς ώρας, λέγεται για οτιδήποτε δε βρίσκεται σε καλή κατάσταση ή είναι ελαττωματικό: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο της κακιάς ώρας || το διαμέρισμα ήταν της κακιάς ώρας»·
- της ώρας, α. (για ψάρια) που είναι ολόφρεσκα: «πηγαίνω πάντα στην ίδια ψαροταβέρνα, γιατί έχει πάντα ψάρια της ώρας». β. (για κρέατα) που ψήνονται λίγο πριν τα φάμε: «μπριζόλες της ώρας || παϊδάκια της ώρας». γ. (για καφέ) ο στιγμιαίος: «ήπιαμε βιαστικά έναν καφέ της ώρας και φύγαμε»·
- τι ώρα είναι; (στη νεοαργκό) ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ζητάει παράλογα πράγματα ή κάτι που δεν είμαστε διατεθειμένοι να του δώσουμε: «θα μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου την Κυριακή που το χρειάζομαι; -Τι ώρα είναι;». Συνών. με ζήτησε κανείς; / ποιος ήρθε(;)·
- τι ώρες κάνει; (στη γλώσσα της αργκό) με τι καταγίνεται, με τι ασχολείται στη ζωή του, τι είδους άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του: «εσύ που είσαι άνθρωπος της πιάτσας, μπορείς να μου πεις τι ώρες κάνει αυτός ο τύπος;». Συνών. πώς μετράει; / τι βιολί βαράει; / τι καπνό φουμάρει; / τι ρόλο παίζει(;)·
- το ’φερε η κακιά η ώρα, βλ. φρ. ήταν η κακιά η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: μάνα, γλυκιά μανούλα μου, κι αδέρφια αγαπημένα, ώρα κακιά το έφερε να στερηθείτ’ εμένα)·
- τον βρήκα σ’ άσχημη ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα·
- τον βρήκα σε δύσκολη ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα·
- τον βρήκα σε κακή ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε κακή ώρα·
- τον βρήκα σε καλή ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε καλή ώρα·
- τον πέτυχα σ’ άσχημη ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα·
- τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα, τον επισκέφτηκα σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, σε πολύ ακατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόταν σε κακή ψυχολογική διάθεση: «ήθελα να του ζητήσω κάτι δανεικά, αλλά, επειδή τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα δεν του είπα τίποτα»·
- τον πέτυχα σε κακή ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σ’ άσχημη ώρα·
- τον πέτυχα σε καλή ώρα, τον επισκέφτηκα σε πολύ κατάλληλη στιγμή, σε πολύ κατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόταν σε καλή ψυχολογική διάθεση: «ό,τι κι αν του ζήτησα, μου το ’δωσε χωρίς δεύτερη σκέψη, γιατί τον πέτυχα σε καλή ώρα·
- τόση ώρα ή τόσες ώρες ή τόση ώρα τώρα ή τόσες ώρες τώρα, βλ. φρ. εδώ και τώρα·
- τρώει ώρα ή τρώει ώρες (κάτι), βλ. φρ. παίρνει ώρα·
- τρώω την ώρα μου, βλ. φρ. χάνω την ώρα μου·
- φτάνω στην ώρα μου, βλ. φρ. είμαι στην ώρα μου·
- χάνω την ώρα μου, α. την σπαταλώ άδικα, την αφήνω να περνάει ανεκμετάλλευτη: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ είναι αραχτός στο μπαράκι τις γειτονιάς του και χάνει την ώρα του». β. ματαιοπονώ: «μου φαίνεται πως χάνω την ώρα μου προσπαθώντας να σου βάλω μυαλό, γιατί είσαι αγύριστο κεφάλι»·
- χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, αμέσως, ευθύς: «μόλις έμαθε πως ο γιος του φίλου του μπλέχτηκε με ναρκωτικά, χωρίς να χάσει ώρα πήγε και του το ’πε, για να πάρει τα μέτρα του». Συνών. χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό / χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή / χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο·
- ώρα αιχμής ή ώρες αιχμής, βλ. λ. αιχμή·
- ώρα Γκρήνουιτς, δηλώνει την ακριβή ώρα: «τι ώρα έχεις φίλε; -Οχτώ. -Πας καλά; -Ώρα Γκρήνουιτς». Αναφορά στο ομώνυμο αστεροσκοπείο που βρίσκεται στο Λονδίνο. Η ώρα Γκρήνουιτς δηλώνει τον τοπικό μέσο ηλιακό χρόνο που ισχύει στο μεσημβρινό 0ο, που είναι η νοητή γραμμή που περνάει από το Γκρήνουιτς συνδέοντας το Βόρειο και το Νότιο Πόλο, ανατολικά και δυτικά της οποίας μετριέται το γεωγραφικό μήκος και χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς για τον προσδιορισμό της ώρας σε διάφορα σημεία της Γης. Αν θυμάμαι καλά και μέχρι την δεκαετία του 1950 ο προσδιορισμός της ώρας από την Ελληνική Ραδιοφωνία (Ε.ΡΑ) γινόταν σε ώρα Γκρήνουιτς και αργότερα επικράτησε το ώρα Ελλάδος·
- ώρα είναι να…ή ώρες είναι να…, λέγεται για κάτι που θα το θεωρούσαμε πολύ περίεργο ή ενοχλητικό αν συμβεί: «ώρα είναι να ζητάει και τα ρέστα μετά τη φασαρία που δημιούργησε! || ώρα είναι να ’ρθει και κείνος ο αχώνευτος τη στιγμή που περνάμε τόσο ωραία!»·   
- ώρα καλή! ή ώρα σου καλή! α. ευχή σε κάποιον που φεύγει από το χώρο που βρισκόμαστε ή που ξεκινάει για τα ταξίδι. (Λαϊκό τραγούδι: κι η δόλια μου ματιά θολή, παιδί μου, ώρα σου καλή). β. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που για κάποιο λόγο μας ανακοινώνει με εκβιαστική διάθεση πως θα αποχωρήσει από την ομήγυρη, από το χώρο ή τον τόπο που βρισκόμαστε, και έχει την έννοια μπορείς να φύγεις όποια ώρα θέλεις, δε σε κρατάει κανείς με το ζόρι·
- ώρα καλή στην πρύμη σου κι αγέρα (αέρα) στα πανιά σου, α. ευχή σε κάποιον, που ξεκινάει να ταξιδέψει, να κάνει ευχάριστο ταξίδι, χωρίς αναπάντεχες δυσκολίες ή προβλήματα. β. ευχή σε κάποιον να του έρχονται όλα δεξιά, όλα καλά. γ. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που για κάποιο λόγο μας ανακοινώνει με εκβιαστική διάθεση πως θα αποχωρήσει από την ομήγυρη, από το χώρο ή τον τόπο στον οποίο βρισκόμαστε και έχει την έννοια μπορείς να φύγεις όποια ώρα θέλεις, δε σε κρατάει κανείς με το ζόρι. (Λαϊκό τραγούδι: με φοβερίζεις πως θα πας στον άντρα της καρδιάς σου, ώρα καλή στην πρύμη σου κι αέρα στα πανιά σου
- ώρα με την ώρα, καθώς περνάει η ώρα, από στιγμή σε στιγμή: «υπάρχει ο φόβος πως ώρα με την ώρα θα μεγαλώσει ο αριθμός των θυμάτων»· βλ. και φρ. από ώρα σε ώρα·
- ώρα μηδέν, η ώρα που αρχίζει κάτι πολύ σημαντικό. Συνήθως χρησιμοποιείται στη στρατιωτική ορολογία και ιδίως προσδιορίζει την ώρα που αρχίζει κάποια σοβαρή στρατιωτική επιχείρηση: «έφτασε η ώρα μηδέν της επίθεσης κατά του εχθρού»·
- ώρα να του δίνω! ή ώρα να του δίνουμε! έκφραση που δηλώνει πως έφτασε η ώρα να φύγω από κάποιο χώρο, είτε γιατί κάθισα μεγάλο χρονικό διάστημα είτε γιατί άρχισε να διαφαίνεται κάποιος κίνδυνος: «ώρα να του δίνω, γιατί ήρθα να σου πω μια καλημέρα και σου ’φαγα όλο το πρωινό! || παιδιά, ώρα να του δίνω, γιατί έρχεται κάποιος που του χρωστάω ένα κάρο λεφτά». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- ώρα που βρήκες! ή ώρα που τη βρήκες! βλ. φρ. βρήκες την ώρα(!)·
- ώρα που γαμούν οι γύφτοι, ειρωνική απάντηση στην ερώτηση κάποιου τι ώρα είναι(;)·
- ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! βλ. λ. δρόμος·
- ώρα ώρα, βλ. συνηθέστ. ώρες ώρες·  
- ώρες κοινής ησυχίας, βλ. λ. ησυχία·
- ώρες ολόκληρες, βλ. φρ. με τις ώρες·
- ώρες ώρες, ενίοτε, κάπου κάπου, πότε πότε, κατά διαστήματα: «είμαι τόσο απελπισμένος απ’ τη ζωή, που ώρες ώρες εύχομαι να πεθάνω || ώρες ώρες μου ’ρχεται να τον σπάσω στο ξύλο αυτόν τον άνθρωπο || είναι καλό παιδί, αλλά ώρες ώρες μου τη δίνει με την γκρίνια του». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι στη ζωή σου ο ένας, δε με σβήνει κανένας, κι αν με άλλους γυρνάς κι ώρες ώρες γελάς, κατά βάθος πονάς, γιατί σκέφτεσ’ εμένα).