Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ακουστά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ακουστά, τα, ουσ. [πληθ. ουδ. του επιθ. ακουστός], (στη γλώσσα της αργκό) τα πολλά χρήματα: «δεν περνάει ποτέ απαρατήρητος, γιατί πάντα έχει τ’ ακουστά απάνω του». Από το ότι, όταν κάποιος έχει πολλά χρήματα, όπου και να πάει, αυτά γίνονται η αιτία να μην περνάει απαρατήρητος, αλλά να ακούγεται, να κουβεντιάζεται. Ίσως όμως αναφορά σε παλιότερους καιρούς που οι συναλλαγές γίνονταν με λίρες, από την εικόνα του ατόμου που περπατούσε και ακούγονταν οι λίρες που είχε μέσα στην τσέπη του, καθώς χτυπούσαν η μια με την άλλη.