Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ακαδημαϊκός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ακαδημαϊκός, -ή κ.-ιά, -ό, επίθ. [<μτγν. ἀκαδημαϊκός <Ἀκαδημία], ακαδημαϊκός· που γίνεται σε θεωρητικό επίπεδο και άπτεται συνήθως πολλών θεμάτων: «ήπιαμε παρέα ένα καφεδάκι και κάναμε μια ακαδημαϊκή συζήτηση περί ανέμων και υδάτων»·
- το ακαδημαϊκό τέταρτο, η συνηθισμένη παράταση που δίνεται πέρα από την προκαθορισμένη ώρα έναρξης μιας καλλιτεχνικής ή άλλης εκδήλωσης για την προσέλευση του κοινού: «η εκδήλωση άρχιζε στις εννιά, αλλά δώσαμε παράταση το συνηθισμένο ακαδημαϊκό τέταρτο για τους αργοπορημένους».