Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ακέραιος
ακέραιος,
-αιη κ. -αια,
-αιο κ. ακέριος, -ια, -ιο, επίθ. [<αρχ. ἀκέραιος], ακέραιος·
-
ακέραιος άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- εις
το ακέραιο, βλ. φρ. στο ακέραιο·
- στο
ακέραιο, χωρίς
μειώσεις ή παραλείψεις, εξ ολοκλήρου: «θα σου επιστρέψω τα χρήματα που μου
δάνεισες στο ακέραιο || εκπλήρωσα τις υποχρεώσεις μου στο ακέραιο»