Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αθάνατος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αθάνατος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ἀθάνατος], αθάνατος. 1. που βρίσκεται πολύ καλά στην υγεία του, που είναι υγιέστατος: «πέρασε πολλές κακουχίες κι όμως είναι αθάνατος στην υγεία του». 2. που θα μείνει για πάντα μέσα στη θύμησή μας, ο αξέχαστος. (Λαϊκό τραγούδι: γεια σου, Τσιτσάνη, αθάνατε,να ζεις μες την καρδιά μας, κι εσύ ρουφιάνε θάνατε, φύγε από κοντά μας).Συχνά, κατά τη διάρκεια της ταφής διάσημων προσώπων, οι παρευρισκόμενοι αναφωνούν: αθάνατος! αθάνατος(!). 3α. που δεν χάνει ποτέ την αξία του: «τα 100 αθάνατα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας» β. που είναι αξεπέραστος και που, για το λόγο αυτό, διαρκεί παντοτινά: «αθάνατη αγάπη». (Λαϊκό τραγούδι: γεια σου, Περαία αθάνατε της εργατιάς κολόνα, Πασαλιμάνι, Κοκκινιά, Καμίνια, Δραπετσώνα).4. ως επιφώνημα, κάθε φορά που ανακαλύπτουμε πως κάποιος ή κάτι διατηρεί ίδιες και απαράλλακτες όλες τις χαρακτηριστικές του ιδιότητες: « ε ρε, αθάνατο ουζάκι! || α ρε, αθάνατε Έλληνα, με το φιλότιμό σου!». (Λαϊκό τραγούδι: σφυρίζ’ η φάμπρικα μόλις χαράζει, οι εργάτες τρέχουν για τη δουλειά για να δουλέψουνε όλη μέρα. Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά!). 5. (για πράγματα ή μηχανήματα) που είναι πολύ ανθεκτικός, που δύσκολα φθείρεται: «όσο κι αν τρέχω με τ’ αυτοκίνητό μου μέσα στα χωράφια, δεν το φοβάμαι, γιατί είναι αθάνατο || αγόρασα απ’ τη λαϊκή αυτά τα παπούτσια και βγήκαν αθάνατα»·
- αθάνατο νερό, νερό που σύμφωνα με τη δημοτική παράδοση δίνει αθανασία σε όποιον το πιει. (Τραγούδι: σώμα και ψυχή μου, ανάσα πρωινή μου, πόσο σ’ αγαπώ, πίνω του έρωτα τ’ αθάνατο νερό και ξεδιψώ).