Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αηδία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αηδία, η, ουσ. [<αρχ. ἀηδία], η αηδία. 1. οτιδήποτε μας προκαλεί δυσάρεστη αίσθηση ή αποστροφή, που μας είναι αηδιαστικό, αποκρουστικό: «ήταν σκέτη αηδία να τον βλέπεις να μιλάει και να του τρέχουν οι μύξες του». 2. που δεν έχει ουσία, γούστο, νοστιμιά, που είναι κακόγουστο: «φάγαμε ένα φαγητό, που ήταν αηδία || μην πας να δεις την τάδε παράσταση, γιατί είναι αηδία || μη διαβάσεις αυτό το βιβλίο, γιατί είναι αηδία»·
- αηδίες! ανοησίες(!): «άσε τις αηδίες και μίλα επιτέλους σοβαρά!»·
- κατάντησες αηδία ή αηδία κατάντησες, έγινες πολύ ανόητος, πολύ κουραστικός, πολύ ενοχλητικός με τη συμπεριφορά σου, έγινες ανυπόφορος: «αηδία κατάντησες μ’ αυτές τις φαντασιοπληξίες σου || σταμάτα να λες τέτοιες ανοησίες, γιατί κατάντησες αηδία». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται διπλό έλα· βλ. και φρ. το κατάντησες αηδία·
- μέχρις αηδίας, το να υπερβαίνει κανείς το μέτρο ή τα φυσιολογικά όρια, το να κάνει κάτι σε υπερβολικό βαθμό: «ήπιαμε μέχρις αηδίας || φάγαμε μέχρις αηδίας || είναι τσιγκούνης μέχρις αηδίας || είναι σπάταλος μέχρις αηδίας»·
- το κατάντησες αηδία ή αηδία το κατάντησες, έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου ή που θέλει να του επισημάνει την απαράδεκτη συνεχιζόμενη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «το κατάντησες αηδία να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να γυρνάς με τις παστρικές στα μπουζούκια || το κατάντησες αηδία να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών κάθε μεσημέρι που πέφτω να κοιμηθώ». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται διπλό έλα· βλ. και φρ. κατάντησες αηδία.