Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αγώνας

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αγώνας, ο, ουσ. [<αρχ. ἀγών], ο αγώνας. 1. το αγώνισμα, το άθλημα, ή η αναμέτρηση αθλητών ή δυο αθλητικών ομάδων σε κάποιο άθλημα με επίσημο ή ανεπίσημο χαρακτήρα: «στον αγώνα της δισκοβολίας πρώτευσε ο τάδε || ο κυριακάτικος ποδοσφαιρικός αγώνας μεταξύ των ομάδων του Π.Α.Ο.Κ. και του Άρη παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον || ο αγώνας μπάσκετ των δυο ομάδων θα γίνει σε ουδέτερο γήπεδο». 2. η εχθρική αναμέτρηση, η ένοπλη σύγκρουση, ο πόλεμος: «πήρε μέρος στον αγώνα κατά των φασιστών του Μουσολίνι || πήρε μέρος στον αντιστασιακό αγώνα κατά των Γερμανών κατακτητών». 3. στερεότυπη απάντηση στην ερώτηση ενδιαφέροντος κάποιου για την πορεία των εργασιών μας και γενικά της ζωής μας με το πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάει ή πώς πάνε τα πράγματα με την έννοια ότι βρισκόμαστε σε μια συνεχή και επίμονη προσπάθεια για την ευόδωση των σκοπών μας: «βρε, καιρό έχω να σε δω! Πώς τα πας; -Αγώνας»·
- αγώνας δρόμου, α. αναμέτρηση αθλητών στο τρέξιμο: «στον αγώνα δρόμου των τετρακοσίων μέτρων πήραν μέρος οχτώ αθλητές». β. λέγεται στην περίπτωση που κάποιος προβαίνει σε διαδοχικές βιαστικές ενέργειες, με σκοπό να πετύχει κάτι όσο πιο γρήγορα γίνεται: «ήθελα να χτίσω ένα σπίτι κι έκανα αγώνα δρόμου, μέσα στην πολεοδομία, μέχρι να μαζέψω τις απαιτούμενες υπογραφές». γ. διαδοχικές συντονισμένες ενέργειες, που γίνονται βιαστικά από κάποιον, για την κατάληψη μιας θέσης σε σχολή, στο δημόσιο ή σε κάποιο πολιτικό κόμμα: «οι δυο υποψήφιοι έχουν επιδοθεί σ’ έναν αγώνα δρόμου για την αρχηγία του κόμματος»·
- αγώνας μπαράζ, βλ. λ. μπαράζ·
- ανένδοτος αγώνας, ο πολιτικός αγώνας της Ε. Κέντρου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, εναντίον της Ε.Ρ.Ε. υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, την περίοδο 1961-1963, για τη βία και νοθεία που είχε γίνει στις προηγούμενες εκλογές: «ο ανένδοτος αγώνας του Γεωργίου Παπανδρέου, ανέτρεψε την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή»· βλ. και λ. γέρος·
- ο αγώ-νας τώρα, δι-καιώ-νεται! πολιτικό ή συνδικαλιστικό σύνθημα από τη στιγμή που φαίνεται ότι πραγματοποιούνται ή πραγματοποιήθηκαν οι στόχοι, οι επιδιώξεις των αγωνιζομένων·   
- στημένος αγώνας, βλ. φρ. στημένο παιχνίδι, λ. παιχνίδι·
- το κίτρινο φύλλο αγώνα, βλ. λ. κίτρινος·
- το ροζ φύλλο αγώνα, βλ. λ. ροζ.

μπαράζ

μπαράζ, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. barrage], αλλεπάλληλες ενέργειες του ιδίου χαρακτήρα, που τις διακρίνει ένταση κατά την εκδήλωσή τους: «οι εργαζόμενοι ετοιμάζουν μπαράζ απεργιών || στην αγορά αναμένεται μπαράζ ανατιμήσεων»·
- αγώνας μπαράζ, αναμέτρηση αθλητικών ομάδων σε ουδέτερο συνήθως γήπεδο, όταν ισοβαθμούν στο τέλος ενός πρωταθλήματος, κατά τον οποίο ο νικητής προκρίνεται στην επόμενη διοργάνωση ή παραμένει στην κατηγορία στην οποία αγωνίζεται: «το αποτέλεσμα του αγώνα μπαράζ, θα δείξει ποια απ’ τις δυο ομάδες θα παραμείνει στην άλφα εθνική κατηγορία»·
- τους πήραμε μπαράζ, (για αθλητικές ή άλλες δυναμικές αναμετρήσεις) τους κατανικήσαμε ή τους καταδιώξαμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους πήραμε μπαράζ και δεν ήξεραν πού είναι η μπάλα || επειδή ήμασταν πιο πολλοί, τους πήραμε μπαράζ και τους διασκορπίσαμε στα γύρω στενά».

ροζ

ροζ, άκλ. επίθ. [<γαλλ. rose <λατιν. rosa (= ρόδο)]. 1. που έχει το χρώμα του τριαντάφυλλου: «ροζ φόρεμα». 2. στο ουδ. ως ουσ. το ροζ, το χρώμα του τριαντάφυλλου: «φόρεσε εκείνη τη γραβάτα με το ροζ, που σε κολακεύει»·
- ροζ ιστορία, υπόθεση ή διήγηση με ερωτικό περιεχόμενο: «υπάρχουν διάφορα περιοδικά, που δημοσιεύουν διάφορες ροζ ιστορίες σε κόμικς»·
- ροζ σκάνδαλο, σκάνδαλο με ερωτικό περιεχόμενο: «τα ροζ σκάνδαλα του Κλίντον συντάραξαν την αμερικανική πολιτική ζωή»·
- ροζ τηλέφωνα, τηλεφωνικό δίκτυο στο οποίο ακούει κανείς μαγνητοφωνημένες ερωτικές σκηνές ή συνομιλεί με γυναίκες ερωτικά: «τα ροζ τηλέφωνα έχουν εξελιχθεί σε μια επικερδέστατη επιχείρηση»·
- το ροζ φύλλο αγώνα, (για ομαδικά αθλήματα, ιδίως ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) το επίσημο έντυπο στο οποίο αναγράφει ο διαιτητής τη νικήτρια ομάδα του αγώνα: «στα πέντε τελευταία παιχνίδια που έδωσε η ομάδα μας, πήρε το ροζ φύλλο αγώνα στα τρία». Αντίθ. το κίτρινο φύλλο αγώνα.