Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αγωνία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αγωνία, η, ουσ. [<αρχ. ἀγωνία <ἀγών, επειδή ο αγωνιζόμενος υποφέρει], η αγωνία· (για χαρτοπαίγνιο) διασκεδαστικό παιχνίδι, που παίζεται με μια ή δυο τράπουλες: «το βράδυ μαζεύτηκε νωρίς στο σπίτι κι έπαιξε αγωνία με την οικογένειά του»·
- πεθαίνω από αγωνία ή πεθαίνω απ’ την αγωνία μου, αγωνιώ πάρα πολύ: «κάθε φορά που αργούν να γυρίσουν το βράδυ τα παιδιά μου στο σπίτι, πεθαίνω από αγωνία».