Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αγρός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αγρός, ο, ουσ. [<αρχ. ἀγρός], ο αγρός·
- αγρόν ηγόραζε ή αγρόν ηγόρασε, δεν κατάλαβε τίποτε από όσα διαδραματίστηκαν ή ειπώθηκαν μπροστά του, είτε γιατί ήταν αφηρημένος είτε γιατί τον απασχολούσαν άλλα πράγματα είτε γιατί αδιαφόρησε τελείως: «κάθε τόσο περνούσαν οι πιτσιρικάδες της γειτονιάς κι έβαζαν χέρι στο εμπόρευμά του, αλλά αυτός αγρόν ηγόραζε || μια ώρα προσπαθούσα να του δώσω να καταλάβει, αλλά αυτός αγρόν ηγόρασε». Αναφορά στην παραβολή του Μεγάλου Δείπνου. Πρβλ.: καί ἤρξαντο ἀπό μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρόν ἠγόρασα, καί ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καί ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρητημένον (Λουκά, ιδ΄ 18). Πολλές φορές, από παραδρομή ή από άγνοια ακούγεται υγρόν ηγόραζε.