Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αγρυπνώ
αγρυπνώ, ρ. [<αρχ. ἀγρυπνῶ], αγρυπνώ· βρίσκομαι σε διαρκή εγρήγορση, επαγρύπνηση: «οι ένοπλες δυνάμεις αγρυπνούν για την ασφάλεια της χώρας».
αγρυπνώ, ρ. [<αρχ. ἀγρυπνῶ], αγρυπνώ· βρίσκομαι σε διαρκή εγρήγορση, επαγρύπνηση: «οι ένοπλες δυνάμεις αγρυπνούν για την ασφάλεια της χώρας».