Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αγροτικός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αγροτικός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. ἀγροτικός <αγρότης + κατάλ. -ικος], αγροτικός·
- κάνω το αγροτικό μου, ασκούμαι για ένα διάστημα πάνω στο επάγγελμά μου ως νέος επαγγελματίας: «αν πρώτα δεν κάνω το αγροτικό μου, δεν υπάρχει περίπτωση ν’ ανοίξω δική μου δουλειά». Αναφορά στην περίοδο του νέου γιατρού που είναι υποχρεωμένος να εξασκήσει για ένα διάστημα το επάγγελμά του σε αγροτική περιοχή.