Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αγριοκάτσικο
αγριοκάτσικο, το, ουσ. [<αγριο- + κατσίκι], το αγριοκάτσικο· μικρό αγόρι, ιδίως κορίτσι ακοινώνητο, ατίθασο, ανυπότακτο: «δεν μπορεί κανείς να συμμορφώσει αυτό τ’ αγριοκάτσικο».
αγριοκάτσικο, το, ουσ. [<αγριο- + κατσίκι], το αγριοκάτσικο· μικρό αγόρι, ιδίως κορίτσι ακοινώνητο, ατίθασο, ανυπότακτο: «δεν μπορεί κανείς να συμμορφώσει αυτό τ’ αγριοκάτσικο».