Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αγκυροβολώ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αγκυροβολώ, ρ. [<αρχ. ἀγκυροβολῶ], αγκυροβολώ. 1. κάθομαι σε κάποιο χώρο πολύ περισσότερο από όσο είχα υπολογίσει: «πέρασε απ’ το γραφείο μου να μου πει ένα γεια κι αγκυροβόλησε». Συνών. αρμενίζω (2) / δένω (14) / φουντάρω (7). 2. εγκαθίσταμαι σε κάποιο τόπο μόνιμα: «πήγε να κάνει μια δουλίτσα στη Θεσσαλονίκη κι επειδή αντιλήφθηκε πως είναι πόλη με μεγάλη προοπτική, αγκυροβόλησε». Από την εικόνα του πλοίου που αγκυροβολεί σε ένα λιμάνι και μένει για μεγάλο χρονικό διάστημα.