Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αγγείο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αγγείο κ. αγγειό, το, ουσ. [<αρχ. ἀγγεῖον], το αγγείο. 1. δοχείο πήλινο ή χάλκινο για τη φύλαξη ή τη μεταφορά υγρών για επαγγελματική, ιδίως οικιακή χρήση: «είχε ένα χάλκινο αγγείο, όπου έβραζε κάθε πρωί το γάλα του». 2α. άνθρωπος αισχρός, τιποτένιος, χαμηλής υποστάθμης: «πού το βρήκες αυτό τ’ αγγείο και κάνεις παρέα μαζί του;». β. το αγγείο της νυκτός (βλ. φρ.)·
- αγγείο της νύχτας ή αγγείο της νυκτός, το ουροδοχείο, η πάπια, το καθοίκι: «επειδή έχει συχνοουρία, έχει κάθε βράδυ κάτω απ’ το κρεβάτι του το αγγείο της νυκτός»·
- αισχρό αγγείο, άνθρωπος τελευταίας υποστάθμης, βρομερός, αχρείος, τιποτένιος: «τον πετάξαμε απ’ την παρέα μας, γιατί ήταν πολύ αισχρό αγγείο»·
- τ’ αγγειά γινήκαν θυμιατά και οι κοπριές λιβάνι, βλ. λ. λιβάνι·
- το αψύ το ξίδι το αγγειό του χαλάει, βλ. λ. ξίδι.

λιβάνι

λιβάνι, το, ουσ. [<μσν. λιβάνιν <λιβάνιον, υποκορ. στου αρχ. ουσ. λίβανος], το λιβάνι. 1. η κολακεία, η προσπάθεια προσεταιρισμού κάποιου με κολακείες, με δουλικό εγκωμιασμό: «για να αρχίζει αυτός το λιβάνι, σημαίνει πως έχει μυριστεί λαβράκι». 2. το χασίσι: «ε ρε, να ’χαμε τώρα λίγο λιβάνι να φτιαχτούμε!». Από την ιδιαίτερη αρωματική οσμή του χασισιού, που παρομοιάζεται με αυτή του λιβανιού·
- καίω λιβάνι (σε κάποιον), κολακεύω, εγκωμιάζω κάποιον με τρόπο δουλικό, τον λιβανίζω: «για να καίει λιβάνι αυτός στον τάδε, πάει να πει πως μυρίστηκε λαγό»·
- κερί και λιβάνι, βλ. λ. κερί·
- μυρίζει λιβάνι, είναι ετοιμοθάνατος: «δύσκολα τα πράγματα για τον τάδε, γιατί άρχισε να μυρίζει λιβάνι». Από το ότι, το λιβάνι, με τη χαρακτηριστική αρωματική μυρωδιά του, χρησιμοποιείται σε διάφορες θρησκευτικές εκδηλώσεις, καθώς και σε αυτή της εκφοράς και της ταφής του νεκρού. Συνών. μυρίζει χωματίλα·
- τ’ αγγειά γινήκαν θυμιατά και οι κοπριές λιβάνι, λέγεται για τα ανάξια άτομα που καταλαμβάνουν υψηλές θέσεις στο δημόσιο ή άλλα αξιώματα: «μόλις ανέβηκε το κόμμα τους στην κυβέρνηση, τ’ αγγειά γινήκαν θυμιατά και οι κοπριές λιβάνι»·
- τάζει της Παναγιάς κερί, του διάβολου λιβάνι, βλ. λ. κερί·
- τον (το) αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι ή τον (το) φοβάται, όπως ο διάβολος το λιβάνι, βλ. λ. διάβολος.

ξίδι

ξίδι, το, ουσ. [<μσν. (ὀ)ξίδιν <ὀξίδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ὄξος], το ξίδι. 1. χαρακτηρισμός κακής ποιότητας κρασιού: «φέρε μας άλλο κρασί, γιατί αυτό που μας σερβίρισες είναι σκέτο ξίδι». 2. στον πλ. τα ξίδια, (στη γλώσσα της αργκό) τα οινοπνευματώδη ποτά, ιδίως τα κρασιά, συνήθως που δεν είναι καλής ποιότητας: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ξίδια, χάλασε το στομάχι του». Από το ότι το ξίδι προέρχεται κυρίως από το κρασί. (Τραγούδι: δε γουστάρει ξίδια, καίει τα σανίδια να την η Γιαλαλαού). 3. ως επιφών. ξίδι! λέγεται σε περίπτωση που κάποιος είναι εκνευρισμένος ή θυμωμένος και του δίνεται ειρωνικά η συμβουλή να ρίξει ή να πιει ξίδι για αντίδοτο στα νεύρα του: «έχω κάτι νεύρα κι από το πρωί όλα μου φταίνε. -Ξίδι!». Παρομοίωση με το κρασί, που, όταν γίνεται ξίδι, δίνει την εντύπωση ότι βράζει (γι’ αυτό και χρησιμοποιείται η λέξη «θυμώνει» για να αποδώσει την οξική ζύμωση). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- άλλο ξίδι κι άλλο ταξίδι, βλ. λ. ταξίδι·
- ας πιει ξίδι ή ας πιει ξίδι να ξεθυμώσει ή να πιει ξίδι ή να πιει ξίδι να ξεθυμώσει, ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που μας αναφέρει πως κάποιος του περιβάλλοντός μας ή κάποιος με τον οποίο έχουμε δοσοληψίες θύμωσε για συγκεκριμένη ενέργειά μας. (Λαϊκό τραγούδι: θα της περάσει ο θυμός μόλις θα πιει το ξίδι κι όταν θα μάθει πήγαμε γαμήλιο ταξίδι).Συνών. ας πιει σκορδοστούμπι ή ας πιει σκορδοστούμπι να ξεθυμώσει ή να πιει σκορδοστούμπι ή να πιει σκορδοστούμπι να ξεθυμώσει / ας φάει σκόρδο ή ας φάει σκόρδο να ξεθυμώσει ή να φάει σκόρδο ή να φάει σκόρδο να ξεθυμώσει·
- βάζω τον κολιό στο ξίδι, βλ. λ. κολιός·
- εγώ στο ξίδι κι εσύ στο λεμόνι, (στη γλώσσα της αργκό) εγώ στην κατανάλωση του αλκοόλ (δηλ. αλκοολικός) κι εσύ στη χρήση των ναρκωτικών (δηλ. πρεζάκιας)·
- μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, βλ. λ. μύγα·
- σαν και σένα, βρε κασίδη, χίλιους έχουμε στο ξίδι, βλ. λ. κασίδης·
- σε γάμο και ταξίδι μήτε λάδι μήτε ξίδι, βλ. λ. γάμος·
- τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι, οτιδήποτε μας δίνεται δωρεάν, είναι ευπρόσδεκτο: «μπορεί να σου το χάρισε αυτό το πράγμα, αλλά δε βλέπω πού μπορείς να το χρησιμοποιήσεις. -Τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι»·
- το αψύ το ξίδι το αγγειό του χαλάει, αυτός που είναι πολύ οξύθυμος, κάνει κακό στον εαυτό του: «μη νευριάζεις με το παραμικρό, γιατί το αψύ το ξίδι το αγγειό του χαλάει»·
- τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, βλ. λ. λάδι·
- τρεις το λάδι, δυο το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο, βλ. λ. λάδι·
- τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και το λαδόξιδο, βλ. λ. λάδι.