Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αγγίζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αγγίζω, ρ. [<αρχ. ἐγγίζω], αγγίζω. 1. πλησιάζω: «η ώρα άγγιζε τις δέκα». 2. προκαλώ συγκίνηση σε κάποιον: «ήταν ένα έργο παρμένο απ’ την ίδια τη ζωή και μ’ άγγιξε πολύ». 3. γεύομαι, δοκιμάζω κάτι: «ήταν τόσο στενοχωρημένος, που ούτε καν άγγιξε το φαγητό που του ’βαλα». 4. έρχομαι σε σεξουαλική επαφή: «τα είχαν πέντε μήνες κι επειδή δεν την άγγιξε καθόλου τον άφησε»·
- αγγίζει τα όρια ( + γεν.), βλ. λ. όριο·
- αγγίζω την ευαίσθητη χορδή του, βλ. λ. χορδή·
- αγγίζω το ευαίσθητο σημείο του, βλ. λ. σημείο·
- άγγιξε στην καρδιά μου ή άγγιξε την καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- άγγιξε το θαύμα, βλ. λ. θαύμα· 
- δεν άγγιξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν του άγγιξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- πέρασε και δεν άγγιξε, βλ. λ. περνώ·
- της τον άγγιξα, ενήργησα ως κολλητηρτζής και ακούμπησα το πέος μου στα οπίσθιά της: «μέσα στο συνωστισμό της τον άγγιξα κάνα δυο τρεις φορές»·
- του άγγιξα στην καρδιά ή του άγγιξα την καρδιά, βλ. λ. καρδιά.

καρδιά

καρδιά, η, ουσ. [<μσν. καρδιά <αρχ. καρδία], η καρδιά. 1. η έδρα των συναισθημάτων και των επιθυμιών του ανθρώπου: «ήθελε να τη χωρίσει, άλλα όμως του έλεγε η καρδιά του». 2. το εσωτερικό μέρος λαχανικού ή φρούτου: «η καρδιά του μαρουλιού || η καρδιά του καρπουζιού». 3. το κέντρο μιας σπουδαίας δραστηριότητας: «η καρδιά της επιχείρησης είναι το λογιστήριο || βρισκόμαστε στην καρδιά της αγοράς της πόλης μας». 4. η ακμή μιας πράξης: «βρισκόμαστε στην καρδιά του πολέμου». Υποκορ. καρδούλα κ. καρδουλίτσα, η. Μεγεθ. καρδάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 272 φρ.)·
- άγγιξε στην καρδιά μου ή άγγιξε την καρδιά μου, με συγκίνησε βαθύτατα: «άγγιξε στην καρδιά μου η χειρονομία που έκανες, όταν βρισκόμουν σε δύσκολη θέση || τα λόγια του άγγιξαν την καρδιά μου και τον βοήθησα»·
- αδούλωτη καρδιά, χαρακτηρισμός ατόμου που δεν ανέχεται τη σκλαβιά: «μόλις έσπασε το μέτωπο, οι άντρες με τις αδούλωτες καρδιές ανέβηκαν στα βουνά και οργάνωσαν αντάρτικο κατά του κατακτητή»·
- άλλο λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, δε συμβαδίζει το συναίσθημα με τη λογική: «δεν ξέρω ποια απόφαση να πάρω γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι φίλος μου και άλλο λέει η καρδιά κι άλλο το μυαλό»·
- άλλο το πρόσωπο, άλλο η καρδιά, βλ. λ. πρόσωπο·
- ανάβω καρδιές, εμπνέω έρωτα, προξενώ ερωτικό πόθο: «είναι τέτοια γυναικάρα που απ’ όπου κι αν περάσει, ανάβει καρδιές». Συνών. ανάβω φωτιές·
- αναστέναξε η καρδιά μου, ένιωσα πολύ μεγάλη λύπη, στενοχωρήθηκα πολύ: «αναστέναξε η καρδιά μου μόλις αντίκρισα την κατάντια του»·
- άναψε γιαγκίνι στην καρδιά μου, βλ. λ. γιαγκίνι·
- άναψε η καρδιά μου, ένιωσα δυνατό έρωτα, ένιωσα μεγάλο ερωτικό πόθο: «μόλις την είδα, άναψε η καρδιά μου»·
- άνθρωπος με καρδιά, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος χωρίς καρδιά, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγει η καρδιά μου, έρχομαι σε πολύ καλή ψυχική διάθεση, χαίρομαι πολύ: «μόλις βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, ανοίγει η καρδιά μου, γιατί είναι μεγάλος καλαμπουρτζής»·
- ανοίγω την καρδιά μου (σε κάποιον), εκμυστηρεύομαι σε κάποιον τους φόβους μου, τις ανησυχίες μου, τα όνειρά μου: «δεν μπορείς ν’ ανοίγεις την καρδιά σου στον καθένα και να λες τον πόνο σου || ανοίγω την καρδιά μου μόνο στο φίλο μου». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στου φτωχού το σπίτι θα ’βρεις όλα τα καλά κι αν ανοίξεις την καρδιά σου θα βρεις και παρηγοριά
- άντεξε καρδιά μου! βλ. συνηθέστ. βάστα καρδιά μου(!)·
- αντέχει η καρδιά σου; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου(;)·
- αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- άντρας με καρδιά, βλ. λ. άντρας·
- απ’ τα βάθη της καρδιάς μου ή απ’ το βάθος της καρδιάς μου, με απόλυτη ειλικρίνεια, ολόψυχα, ολόθερμα: «σου εύχομαι απ’ τα βάθη της καρδιάς μου να προκόψεις στη ζωή σου»·
- απ’ την καρδιά μου, βλ. φρ. απ’ τα βάθη της καρδιάς μου·
- απ’ την καλή καρδιά μου ή απ’ την καλή μου την καρδιά, λέγεται για κάτι καλό που κάναμε σε κάποιον λόγω των καλών αισθημάτων μας: «εγώ απ’ την καλή μου την καρδιά θέλησα να τον βοηθήσω και βρέθηκα μπλεγμένος χωρίς να το καταλάβω». (Λαϊκό τραγούδι: για μένα το καλό παιδί που πάντα τα λεφτά μου τα χάλαγα για πάρτη σας απ’ την καλή καρδιά μου
- άπιστη καρδιά, χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που δεν μπορεί κανείς να τον εμπιστευτεί ερωτικά, που δεν μπορεί να κάνει μαζί του σίγουρο ερωτικό δεσμό: «μα πήγες κι εσύ να κάνεις δεσμό μ’ αυτή την άπιστη καρδιά! Από τη μια θα φεύγεις εσύ, κι από την άλλη αυτή». (Λαϊκό τραγούδι: καρδιά, στην άπιστη καρδιά ποτέ μη δίνεις βάση, γιατί θε να ’ρθει μια βραδιά που θα σε ξεγελάσει
- από καρδιάς, ολόψυχα, ολόθερμα: «του ευχήθηκα από καρδιάς να πάει καλά στη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: δε βρίσκω τόπο να σταθώ και στέκι για ν’ αράξω, να κάτσω ολομόναχος κι από καρδιάς να κλάψω
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, δίνεται ως αίνιγμα. Η απάντηση είναι η αγάπη, ο έρωτας και αναφέρεται στη σταδιακή έλξη και εξέλιξη της ερωτικής συμπεριφοράς των δυο φύλων·
- άπονη καρδιά, βλ. φρ. έχει άπονη καρδιά. (Λαϊκό τραγούδι: αφού με διώχνεις, φεύγω απόψε πληγωμένη, χωρίς να κλάψω και χωρίς να πω μιλιά, κι ο μαύρος δρόμος στη ζωή με περιμένει, γιατί αγάπησα μια άπονη καρδιά
- αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει, εκφράζομαι ή ενεργώ καθοδηγούμενος από τα συναισθήματά μου: «όταν αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει, κάνω συχνά λάθη»·
- βάζω το χέρι μου στην καρδιά, βλ. λ. χέρι·
- βαραίνει την καρδιά μου, βλ. φρ. μου βαραίνει την καρδιά·
- βαστά η καρδιά σου; βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου(;)·
- βαστά η καρδιά σου να…; έχεις το θάρρος, το κουράγιο, το σθένος, τη δύναμη να…(;): «βαστά η καρδιά σου να τα βάλεις μαζί μου;»· βλ. και φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- βάστα καρδιά μου! έκφραση με την οποία προτρέπουμε τον εαυτό μας να κάνουμε υπομονή, κουράγιο στις δύσκολες καταστάσεις που περνάμε: «βάστα καρδιά μου κι αύριο όλα θα ’ναι καλύτερα!»·
- βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασ’ η καρδιά του, βλ. λ. γύφτος·
- γέλασα με την καρδιά μου, ξεκαρδίστηκα: «ήταν τόσο πετυχημένο τ’ ανέκδοτο που μου είπε, που γέλασα με την καρδιά μου»·
- για να γίνει η καρδιά σου, για να χαρείς, για να ευχαριστηθείς: «αφού το θέλεις τόσο πολύ, θα τον τραβήξω ένα χέρι ξύλο μόνο και μόνο για να γίνει η καρδιά σου». (Λαϊκό τραγούδι: όλους, ενόρκους- δικαστές, τους πλάνεψε η εμορφιά σου και με δικάζουν ισόβια για να γενεί η καρδιά σου
- δε βαστά η καρδιά μου, βλ. φρ. δε βαστά η ψυχή μου, λ. ψυχή
- δε βαστά η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δε βαστά η ψυχή μου να…, λ. ψυχή·
- δε μου κάνει καρδιά να…, δεν έχω τη διάθεση, την όρεξη, είμαι εντελώς απρόθυμος: «επειδή έχω πένθος, δε μου κάνει καρδιά να ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια || επειδή περνώ τόσο ωραία, δε μου κάνει καρδιά να φύγω»·
- δεν αντέχει η καρδιά μου, δεν μπορώ να υποστώ διάφορες συγκινήσεις ή στενοχώριες, γιατί πάσχω από τη καρδιά μου, γιατί είμαι καρδιακός: «αποφεύγω τις έντονες συγκινήσεις, γιατί δεν αντέχει η καρδιά μου || πρόσεχε πώς θα του μεταφέρεις τα κακά νέα, γιατί δεν αντέχει η καρδιά του»· βλ. και φρ. δεν το αντέχει η καρδιά μου να(…)·
- δεν αντέχει η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δεν αντέχει η ψυχή μου να…, λ. ψυχή
- δεν έχει καρδιά, είναι άπονος, άσπλαχνος, σκληρόκαρδος: «μην περιμένεις συμπόνια απ’ τον τάδε, γιατί δεν έχει καρδιά»·
- δεν το αντέχει η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δεν το αντέχει η ψυχή μου να…, λ. ψυχή·
- δεν το βαστά η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δεν το βαστά η ψυχή μου να…, λ. ψυχή·
- δίνω και την καρδιά μου (για κάποιον ή για κάτι), δίνω τα πάντα: «όταν κάποιος είναι καλό παιδί, δίνω και την καρδιά μου για να τον εξυπηρετήσω». (Λαϊκό τραγούδι: χασάπης είμαι ζηλευτός, εντάξει σ’ όλα, φίνος, κι όποιος εντάξει μου φερθεί και την καρδιά μου δίνω
- δίνω την καρδιά μου (σε κάποιον, σε κάποια), τον (την) ερωτεύομαι, συνάπτω μαζί του (της) ερωτικό δεσμό: «από μικρή έδωσε της καρδιά της σ’ έναν άντρα και πέρασε μαζί του ολόκληρη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: δώσε την καρδιά σου σ’ όποιον αγαπάς κι άσε με εμένα, μην καρδιοχτυπάς
- δίνω το κλειδί της καρδιάς μου (σε κάποιον, σε κάποια), βλ. λ. κλειδί·
- έγινε η καρδιά μου καρβουνιάρικο, βλ. φρ. μαύρισε η καρδιά μου·
- έγινε η καρδιά μου κομμάτια, ένιωσα πολύ μεγάλη στενοχώρια, λυπήθηκα πάρα πολύ: «έγινε η καρδιά μου κομμάτια, μόλις πληροφορήθηκα το θάνατο του πατέρα σου»·
- έγινε η καρδιά μου μπαξές, βλ. φρ. έγινε η καρδιά μου περιβόλι·
- έγινε η καρδιά μου περιβόλι, α. αισθάνθηκα μεγάλη ψυχική ευφορία, καταχάρηκα: «μόλις είδα μετά από τόσα χρόνια τον αδερφό μου, έγινε η καρδιά μου περιβόλι». β. (ειρωνικά) αισθάνθηκα μεγάλη ψυχική δυσφορία, απογοητεύτηκα: «μόλις μου έδειξαν το εκκαθαριστικό σημείωμα της εφορίας, έγινε η καρδιά μου περιβόλι»·
- είδε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασ’ η καρδιά του, βλ. λ. γύφτος·
- είναι ανοιχτή καρδιά, βλ. συνηθέστ. είναι έξω καρδιά·
- είναι έξω καρδιά, είναι πολύ ανοιχτόκαρδος, είναι μεγάλος γλεντζές: «χαίρεσαι να κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι έξω καρδιά»·
- είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα ή η καρδιά του είναι σκληρή σαν πέτρα, είναι πολύ άπονος, πολύ άσπλαχνος, είναι ασυγκίνητος, σκληρόκαρδος: «δεν μπορεί αυτός ο άνθρωπος να νιώσει τον πόνο σου, γιατί η καρδιά του είναι σκληρή σαν πέτρα». (Λαϊκό τραγούδι: τι έχεις μάνα δυστυχισμένη κι όλο το Χάρο παρακαλείς, είν’ η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα κι ό,τι κι αν κάνεις, δεν τον συγκινείς
- είναι κακιά καρδιά, βλ. φρ. έχει κακιά καρδιά·
- είναι καλή καρδιά, βλ. λ. έχει καλή καρδιά·
- είναι καλής καρδιάς άνθρωπος, είναι καλός, καλόκαρδος, καλόψυχος: «δε σου χαλάει ποτέ χατίρι, γιατί είναι καλής καρδιάς άνθρωπος»·
- είναι μαύρη η καρδιά μου ή η καρδιά μου είναι μαύρη, είμαι πολύ απελπισμένος, πολύ στενοχωρημένος: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου, είναι μαύρη η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: να χορέψω μες τη ζάλη όμορφα και ταπεινά, η καρδιά μου είναι μαύρη απ’ τα τόσα βάσανα
- είναι μεγάλη καρδιά, βλ. συνηθέστ. έχει μεγάλη καρδιά·
- είναι ο εκλεκτός (η εκλεκτή) της καρδιάς μου, είναι το πρόσωπο που ξεχώρισα και που αγαπώ, που είμαι ερωτευμένος μαζί του: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα είναι ο εκλεκτός της καρδιάς μου»·
- είναι ο κλέφτης (η κλέφτρα) της καρδιάς μου, είναι το πρόσωπο που με έκανε να το αγαπήσω, να το ερωτευτώ: «αυτή η γυναίκα είναι η κλέφτρα της καρδιάς μου». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είσαι εσύ γυναίκα άστατη και ψεύτρα κι αν έχεις γίνει τώρα της καρδιάς μου η κλέφτρα
- είναι χρυσή καρδιά, βλ. φρ. έχει χρυσή καρδιά. (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι και να μου ’χει κάνει είναι μια καρδιά χρυσή, γύρνα πάλι σαν και πρώτα και αγάπα το και συ. Καλέ μου το παιδί
- είναι χωρίς καρδιά, είναι άκαρδος, σκληρόκαρδος: «δεν τον έχω άξιο ν’ αγαπήσει ποτέ του, γιατί είναι χωρίς καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είναι όλες όπως λεν χωρίς καρδιά, εμείς που έχουμε καρδιά τις αγαπάμε
- εκ βάθους καρδίας, βλ. φρ. απ’ τα βάθη της καρδιάς μου·
- έκλεισε η καρδιά μου ή έχει κλείσει η καρδιά μου, έπαψα να αγαπώ ή δε θέλω, δεν επιδιώκω να ξαναγαπήσω: «μετά απ’ το τελευταίο χουνέρι που έπαθα απ’ τη γυναίκα μου, έκλεισε η καρδιά μου και δε θα ξανακάνω δεσμό». (Λαϊκό τραγούδι: τι να σε κάνω αφού πια δε σ’ αγαπώ, τώρα που ήρθες έχει κλείσει η καρδιά μου, πηγαίνω μ’ άλλες και τα πίνω και γλεντώ, έχουν στερέψει τα παλιά τα δάκρυά μου
- ελαφρά τη καρδία, χωρίς σκέψη, απερίσκεπτα: «πέταξε ένα λόγο ελαφρά τη καρδία και μας έκανε άνω κάτω || πήρε την απόφασή του ελαφρά τη καρδία κι έχασε ένα κάρο λεφτά»· βλ. και φρ. μ’ ελαφριά καρδιά·
- έξω φτώχια και καλή καρδιά! βλ. λ. φτώχεια·
- έπαθε συγκοπή καρδιάς ή έπαθε συγκοπή καρδίας, βλ. λ. συγκοπή·
- έσπασε η καρδιά μου, α. κατατρόμαξα, φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να τραβάει μαχαίρι, έσπασε η καρδιά μου». β. έχασα την αρχική συμπάθεια ή εκτίμηση που είχα για κάποιο άτομο, χάλασε ο δεσμός που μας ένωνε: «μετά απ’ όλα όσα είπες για μένα, έσπασε η καρδιά μου και δε θέλω να σε ξαναδώ»·
- έφυγε απ’ την καρδιά του ή έφυγε από καρδιά, βλ. συνηθέστ. πήγε απ’ την καρδιά του·
- έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της, φοβήθηκα, τρόμαξα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να ορμάει πάνω μου με το μαχαίρι, έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της». Από την εικόνα του ατόμου που η καρδιά του πάλλεται έντονα, όταν διατρέχει κάποιον σοβαρό κίνδυνο·
- έφυγε η καρδιά μου απ’ τον τόπο της, βλ. φρ. έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της·
- έχει ανοιχτή καρδιά, είναι ανοιχτόκαρδος, καλόκαρδος, εύθυμος: «κάθε φορά που έρχεται στην παρέα μας ο τάδε, γίνεται το σώσε, γιατί έχει ανοιχτή καρδιά και μας παρασέρνει κι εμάς με το κέφι του»·
- έχει άπονη καρδιά, είναι άσπλαχνος, σκληρόκαρδος: «δε συμπαραστέκεται κανέναν στον πόνο του, γιατί έχει άπονη καρδιά»·
- έχει άστατη καρδιά, δεν είναι σταθερός στα αισθηματικά του: «μην υπολογίζεις στο δεσμό σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει άστατη καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: καρδιά, στην άστατη καρδιά ποτέ μη δίνεις βάση, γιατί θε να ’ρθει μια βραδιά που θα ξεγελάσει
- έχει ατσαλένια καρδιά, είναι πολύ ανθεκτικός, πολύ σκληρός: «όταν αποφασίζει κάτι, όσο κοπιαστικό και να ’ναι, δε λέει να κάνει πίσω με τίποτα, γιατί έχει ατσαλένια καρδιά»·
- έχει γενναία καρδιά, είναι γενναίος, θαρραλέος: «δεν τον τρομάζει τίποτα, γιατί έχει γενναία καρδιά»·
- έχει γερή καρδιά, είναι ανθεκτικός στις στενοχώριες και στα βάσανα, στις δυσκολίες της ζωής: «ό,τι πόνο έχω πηγαίνω και τον εκμυστηρεύομαι στον τάδε γιατί έχει γερή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: φίλε μου αν έχεις γερή καρδιά κάτσε ν’ ακούσεις μια συμφορά
- έχει καθαρή καρδιά ή έχει καρδιά καθαρή, συμπεριφέρεται με ειλικρίνεια, είναι αγνός, τίμιος: «πάντα δίνω βάση στα λόγια του, γιατί έχει καθαρή καρδιά κι αποκλείεται να λέει ψέματα». (Λαϊκό τραγούδι: αν με αγαπάς στ’ αλήθεια, αγαπούλα μου γλυκιά, μη διστάζεις που με βλέπεις με τη φόρμα την παλιά, αν δουλεύω στη μουτζούρα έχω καθαρή καρδιά).Ίσως από το εκκλησιαστικό: καρδίαν καθαράν κτήσων εν εμοί ο Θεός(…)·
- έχει κακιά καρδιά, είναι κακός, μοχθηρός: «χαίρεται με τον πόνο τ’ αλλουνού, γιατί έχει κακιά καρδιά»·
- έχει καλή καρδιά, είναι καλός, καλόκαρδος, ευγενικός, έχει καλά αισθήματα: «είναι πολύ αγαπητός στην παρέα του, γιατί έχει καλή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: κρατάτε με το ίσο για να σας τραγουδήσω έξω ντέρτια, βρε παιδιά, κι αν δεν έχουμε όλοι γεμάτο πορτοφόλι έχουμε καλή καρδιά
- έχει καρδιά, α. είναι ανδρείος, τολμηρός, άφοβος: «ο μόνος που έχει καρδιά απ’ την παρέα σας είναι ο τάδε, γιατί όλοι οι άλλοι είστε κλάνες». β. είναι ευαίσθητος, καλόκαρδος, σπλαχνικός, μεγαλόκαρδος: «μην τον βλέπεις έτσι απότομο και ξεγελιέσαι, γιατί έχει καρδιά ο άνθρωπος, είναι καλό παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: μην είσαι ψεύτρα δίγνωμη, μη μου μιλάς με μάσκα, γιατί κι εγώ έχω καρδιά,τι κι αν φορώ τραγιάσκα)· βλ. και φρ. έχω καρδιά·
- έχει καρδιά αγκινάρα, είναι πολύ ανοιχτόκαρδος, μεγαλόκαρδος, είναι έξω καρδιά: «αυτό το παλικάρι δεν το ’χω δει ποτέ μου στενοχωρημένο, γιατί έχει καρδιά αγκινάρα»·
- έχει καρδιά αμπάρι, είναι πολύ καλόκαρδος, καλοσυνάτος: «είναι ανεκτίμητος άνθρωπος, γιατί έχει καρδιά αμπάρι»· βλ. και φρ. έχει πλούσια καρδιά·
- έχει καρδιά από ατσάλι ή έχει καρδιά ατσάλι, βλ. φρ. έχει ατσαλένια καρδιά·
- έχει καρδιά από μάρμαρο ή έχει καρδιά μάρμαρο, βλ. φρ. η καρδιά του είναι από μάρμαρο·  
- έχει καρδιά από πέτρα ή έχει καρδιά πέτρα, βλ. φρ. έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα·
- έχει καρδιά λιονταριού, είναι πολύ γενναίος, πολύ θαρραλέος, είναι άφοβος: «δε φοβάται το παραμικρό, γιατί έχει καρδιά λιονταριού»·
- έχει καρδιά μάλαμα, είναι πολύ καλός, πολύ καλόκαρδος, πολύ καλοσυνάτος: «ο τάδε είναι ο αγαπημένος της παρέας μας, γιατί έχει καρδιά μάλαμα»·
- έχει καρδιά μικρού παιδιού, είναι άκακος, αθώος: «αποκλείεται αυτός ο άνθρωπος να ’πε κακό για σένα, γιατί έχει καρδιά μικρού παιδιού»·
- έχει καρδιά μπαξέ, βλ. φρ. έχει καρδιά περιβόλι·
- έχει καρδιά περιβόλι, είναι πολύ ανοιχτόκαρδος, πολύ καλόκαρδος: «ο ένας του ο γιος είναι στραβόξυλο, ο άλλος όμως έχει καρδιά περβόλι»·
- έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, βλ. φρ. είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα·
- έχει κρύα καρδιά, είναι άπονος, σκληρόκαρδος, ασυγκίνητος: «με τέτοια κρύα καρδιά μου έχει, πώς θέλεις να νιώσει τον πόνο σου;». (Λαϊκό τραγούδι: πάνω στην κρύα σου καρδιά χωρίς καιρό να χάσω, έριξα πάλι μια ζαριά κι έφερα δύο κι άσο
- έχει καρδιά λαγού, βλ. λ. λαγός·
- έχει μαράζι στην καρδιά, έχει ερωτικό πόνο, υποφέρει ερωτικά: «δεν έχει μάτια για άλλη γυναίκα, γιατί έχει μαράζι στην καρδιά για την τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: το μαράζι της καρδιάς μου, θα το διώχνει ο μπαγλαμάς μου
- έχει μαύρη καρδιά, είναι πολύ κακός, πολύ μοχθηρός, δεν έχει διόλου ανθρώπινα αισθήματα: «έχει τόσο μαύρη καρδιά αυτός ο άνθρωπος, που δεν ξέρει τι πάει να πει καλό στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρο πουκάμισο θα βρω μαύρο σαν την καρδιά σου, για να ταιριάζει η φορεσιά στα βάσανά μου τα βαριά όπου τραβώ κοντά σου
- έχει μεγάλη καρδιά, είναι πολύ καλόκαρδος, πολύ ευσπλαχνικός, πολύ μεγαλόκαρδος: «αν του ζητήσεις συγνώμη, θα σε συγχωρέσει, γιατί έχει μεγάλη καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: το μερτικό απ’ τη χαρά μου το ’χουν πάρει άλλοι, γιατ’ είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη
- έχει παιδική καρδιά, είναι καλόβολος, αθώος: «όπου και να πάει, είναι καλοδεχούμενος, γιατί έχει παιδική καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ ένα τραπέζι ανέβαινε και τα κουβέρνα έριχνε, τον αγαπούσαν τα παιδιά γιατ’ είχε παιδική καρδιά
- έχει πέτρινη καρδιά, βλ. φρ. έχει καρδιά από πέτρα·
- έχει πληγή στην καρδιά, βλ. λ. πληγή·
- έχει πλούσια καρδιά, είναι πολύ γενναιόδωρος: «αυτός ο άνθρωπος είναι η χαρά της παρέας μας, γιατί έχει πλούσια καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι φτωχός, μα έχω πλούσια καρδιά και την αγάπη μου μην την περιφρονήσεις, είμαι φτωχός, μα στη δική μου αγκαλιά πίκρες και δάκρυα ποτέ δε θα γνωρίσεις
- έχει πονετική καρδιά, είναι ευσπλαχνικός, ευαίσθητος: «βοηθάει όλο τον κόσμο, γιατί έχει πονετική καρδιά»·
- έχει σκληρή καρδιά, είναι άπονος, σκληρόκαρδος: «δεν μπορεί να νιώσει τον πόνο σου αυτός ο άνθρωπος, γιατί έχει σκληρή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: κατηγορώ τον άνθρωπο με τη σκληρή καρδιά του,τη συμφορά του αλλουνού την έχει για χαρά του
- έχει σκοτεινή καρδιά, βλ. συνηθέστ. έχει μαύρη καρδιά·
- έχει φαρμάκι στην καρδιά, βλ. λ. φαρμάκι·
- έχει χρυσή καρδιά, είναι πολύ καλόκαρδος, μεγαλόκαρδος: «δε χαλάει χατίρι σε κανέναν φίλο του, γιατί έχει χρυσή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: υπάρχουν και καλά παιδιά στην κοινωνία μέσα, που έχουνε χρυσή καρδιά αισθήματα και μπέσα
- έχω (ένα) αγκάθι στην καρδιά, βλ. λ. αγκάθι·
- έχω γιαγκίνι στην καρδιά, βλ. λ. γιαγκίνι·
- έχω ένα βάρος στην καρδιά, βλ. λ. βάρος·
- έχω καρδιά ή έχω την καρδιά μου, πάσχω, υποφέρω από την καρδιά μου, είμαι καρδιακός: «ο γιατρός μου απαγόρεψε το τσιγάρο, γιατί έχω καρδιά || δεν πρέπει να πίνω και να ξενυχτώ, γιατί έχω την καρδιά μου·
- έχω λάβρα στην καρδιά, βλ. λ. λάβρα·
- έχω πίκρα στην καρδιά, βλ. λ. πίκρα·
- έχω στην καρδιά μου (κάποιον), βλ. φρ. τον έχω (μέσ’) στην καρδιά μου. (Νησιώτικο τραγούδι: λυγαριά λυγαριά εσένα έχω στην καρδιά, λυγαριά λυγαριά θα σε κλέψω μια βραδιά
- ζητά η καρδιά μου ή η καρδιά μου ζητά, βλ. συνηθέστ. λαχταρά η καρδιά μου·
- η γραμμή της καρδιάς, βλ. λ. γραμμή·
- η καρδιά του είναι από μάρμαρο ή η καρδιά του είναι μάρμαρο, είναι σκληρός, ασυγκίνητος: «δε συναισθάνεται τον πόνο κανενός, γιατί η καρδιά του είναι από μάρμαρο»·
- η καρδιά του είναι από πέτρα ή η καρδιά του είναι πέτρα, βλ. φρ. είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα·
- η καρδιά μου κάνει τικ τακ ή η καρδιά μου κάνει τίκι τακ, α. είμαι ερωτευμένος: «η καρδιά μου κάνει τικ τακ γι’ αυτή τη γυναίκα». (Τραγούδι: τικ τακ, τίκι τίκι τακ κάνει η καρδιά μου,σαν σε βλέπω). β. κατέχομαι από έντονη ανησυχία, αγωνιώ πολύ για κάτι, καρδιοχτυπώ: «δεν μπορεί να καταλάβει το παλιόπαιδο πως η καρδιά μου κάνει τικ τακ, κάθε φορά που καβαλάει τη μηχανή του και τρέχει σαν τρελό!»·
- η καρδιά μου πάει να σπάσει ή πάει να σπάσει η καρδιά μου, βρίσκομαι σε πολύ μεγάλη ψυχική αναστάτωση από μεγάλη χαρά ή μεγάλο φόβο: «η καρδιά μου πάει να σπάσει, όταν κρατώ μέσα στην αγκαλιά μου τα παιδιά μου || πάει να σπάσει η καρδιά μου, κάθε φορά που μου τυχαίνει να περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο»·
- η καρδιά μου πήγε να σπάσει, βλ. φρ. πήγε να σπάσει η καρδιά μου· 
- η καρδιά μου το ξέρει! βλ. συνηθέστ. η καρδούλα μου το ξέρει! λ. καρδούλα·
- η καρδιά του προβλήματος (της υπόθεσης) το κέντρο, το σημαντικότερο σημείο, η ουσία: «η καρδιά του προβλήματος είναι πως δεν έχουμε λεφτά να συνεχίσουμε τη δουλειά κι όλα τ’ άλλα τ’ ακούω βερεσέ»·
- ήρθε η καρδιά μου στη θέση της, συνήλθα ύστερα από μεγάλη αγωνία, από μεγάλο φόβο ή τρόμο που είχα νιώσει, έπαψα πια να ανησυχώ, έπαψα να φοβάμαι, αναθάρρησα: «μόλις είδα να συγκρατούν οι άλλοι τον αγριάνθρωπο που ήθελε να με δείρει, ήρθε η καρδιά μου στη θέση της». Από την εικόνα του ατόμου που η καρδιά του βρίσκει πάλι τους κανονικούς της παλμούς, μόλις περάσει ο κίνδυνος που το απειλούσε·
- ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της·
- θεωρία επισκόπου και καρδία (καρδιά) μυλωνά, βλ. λ. θεωρία·
- καίγεται η καρδιά μου, α. πονώ, υποφέρω, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «όταν τον βλέπω να τριγυρίζει μεθυσμένος στους δρόμους, καίγεται η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: όταν καθίσεις για να φας, για μέτρα τα παιδιά σου, σου λείπει το μικρότερο και καίγετ’ η καρδιά σου). β. νιώθω έντονο ερωτικό πόθο: «καίγεται η καρδιά μου, κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: πότε θες να ’ρθεις να σου πω πως καίγεται η καρδιά μου,μ’ ένα φιλάκι σου γλυκό να σβήσεις τη φωτιά μου
- καίω καρδιές, εμπνέω έρωτα, προξενώ ερωτικό πόθο, έχω μεγάλες ερωτικές επιτυχίες: «έκαψες καρδιές πάλι χτες βράδυ στο χορό»·
- καλή καρδιά! α. έκφραση αισιοδοξίας στην περίπτωση που ζητάμε από κάποιον κάτι και αυτός αρνείται να ανταποκριθεί: «δεν πειράζει, ρε φίλε, που δε μας βοήθησες, καλή καρδιά!». β. (γενικά) έκφραση αισιοδοξίας. (Λαϊκό τραγούδι: πάντα με χαμόγελο πρωί πρωί ξυπνάμε και ξεκινάμε για τη δουλειά, τη γλυκιά μανούλα μας στο στόμα τη φιλάμε και έξω φτώχεια και καλή καρδιά)· βλ. και φρ. υγεία και καλή καρδιά! λ. υγεία·
- καλή καρδιά και λίγη γνώση, ο καλός, ο καλοκάγαθος άνθρωπος είναι αφελής: «καλύτερα καλή καρδιά και λίγη γνώση παρά να κατέχω όλη τη σοφία του κόσμου και να ’μαι κακόψυχος»·
- κάλλιο κόμπο στο πουγκί παρά κόμπο στην καρδιά, βλ. λ. πουγκί·
- κάνει κρα η καρδιά μου, επιθυμώ, λαχταρώ κάτι πάρα πολύ: «κάνει κρα η καρδιά μου γι’ αυτή τη γυναίκα || κάνει κρα η καρδιά μου να πάω κι εγώ το καλοκαίρι να παραθερίσω στη Χαλκιδική»·
- κάνω καρδιά, α. υπομένω, ιδίως κάποιο ψυχικό πόνο: «μπορεί να ’χασες τον πατέρα σου, αλλά κάνε καρδιά, γιατί έχεις να μεγαλώσεις τα παιδιά σου». β. γίνομαι καρδιακός: «πώς να μην κάνω καρδιά με τόσες στενοχώριες που περνώ κάθε μέρα!»·
- κάνω πέτρα την καρδιά μου ή κάνω την καρδιά μου πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- καρδιά μου! προσφώνηση τρυφερότητας και αγάπης σε αγαπημένο μας πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: που πας χωρίς αγάπη στη νύχτα στη βροχή, το δρόμο θα τον χάσεις, καρδιά μου μοναχή
- καρδιά παραπονιάρα, έκφραση που χαρακτηρίζει το παραπονιάρικο άτομο, τον παραπονιάρη: «έλα δω ρε, καρδιά παραπονιάρα, που έχεις την εντύπωση πως όλο σ’ αδικούνε!». (Λαϊκό τραγούδι: ποια λύπη σε βαραίνει βαριά κι αφόρητη, καρδιά παραπονιάρα κι απαρηγόρητη
- κερδίζω την καρδιά (κάποιου), α. αποκτώ τη συμπάθεια κάποιου, γίνομαι αγαπητός σε κάποιον: «απ’ τη μέρα που γνωριστήκαμε, κέρδισε την καρδιά μου κι από τότε σχεδόν κάθε μέρα είμαστε μαζί». β. κάνω κάποιον να με αγαπήσει: «όταν την παντρεύτηκα, δεν την αγαπούσα τη γυναίκα μου, αλλά με τον καιρό κέρδισε την καρδιά μου, γιατί αποδείχτηκε πολύ εντάξει σύζυγος»·
- κλαίει η καρδιά μου, νιώθω μεγάλη θλίψη, μεγάλη στενοχώρια: «κλαίει η καρδιά μου, απ’ τη μέρα που έμαθα πως ο φίλος μου έμπλεξε με τα ναρκωτικά». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε ηλιοβασίλεμα δεν ξέρω τι μου φταίει, με παίρνει το παράπονο και η καρδιά μου κλαίει
- κλέβω καρδιές, (γενικά) είμαι άτομο που προκαλώ τη συμπάθεια, τον έρωτα, είμαι άτομο που μ’ ερωτεύονται: «έκλεψες πάλι καρδιές, χτες βράδυ στον χορό»·
- κλοτσάει η καρδιά μου, α. έχω έντονο καρδιοχτύπι από ταραχή ή αγωνία: «όσο περνούσε η ώρα και δεν ερχόταν το παιδί μου, άρχισε να κλοτσάει η καρδιά μου». β. νιώθω έντονο καρδιοχτύπι από κάτι ξαφνικό και αναπάντεχο που βλέπω: «μόλις τον είδα αγκαλιά με τη γυναίκα του καλύτερού του φίλου, άρχισε να κλοτσάει η καρδιά μου». γ. έχω καρδιακά προβλήματα: «πρέπει να πάω στο γιατρό, γιατί τον τελευταίο καιρό πολύ κλοτσάει η καρδιά μου»·
- κράτα καρδιά μου! βλ. φρ. βάστα καρδιά μου(!)·
- κρύα χέρια, ζεστή καρδιά, ο ερωτευμένος, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, δεν μπορεί να κρυφτεί, γιατί από την ένταση και την αγωνία που νιώθει για το αγαπημένο του πρόσωπο, τα χέρια του είναι κρύα. Η διαπίστωση αυτή γίνεται κατά τη διάρκεια χειραψίας και γίνεται συνήθως αντικείμενο πειράγματος: «από πού κατάλαβα πως είσαι ερωτευμένος; Δεν άκουσες που λένε κρύα χέρια, ζεστή καρδιά;»· βλ. και φρ. κρύα χέρια ερωτευμένα και ζεστά βασανισμένα, λ. χέρι·
- κρύωσε η καρδιά μου, έχασα τον αρχικό ενθουσιασμό που είχα για κάποιον ή για κάτι, ψυχράθηκα: «όταν τον γνώρισα, ήθελα πάρα πολύ να κάνω παρέα μαζί του, αλλά, μόλις έμαθα πως είναι μπλεγμένος με τα ναρκωτικά, κρύωσε η καρδιά μου και σταμάτησα να τον συναναστρέφομαι || στην αρχή ήθελα ν’ αγοράσω το τάδε αυτοκίνητο, γιατί μου άρεσε πολύ, αλλά, όταν έμαθα τα μειονεκτήματα που έχει, κρύωσε η καρδιά μου και πήρα αυτό που έχω τώρα»·
- λαχταρά η καρδιά μου ή η καρδιά μου λαχταρά, επιθυμώ έντονα να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «πώς λαχταρά η καρδιά μου να ξαπλώσω ένα βράδυ μ’ αυτή τη γυναίκα! || και μένα λαχταρά η καρδιά μου ένα ταξιδάκι». (Λαϊκό τραγούδι: Θεέ μου, τη δεύτερη φορά που θα ’ρθω για να ζήσω, όσο η καρδιά κι αν λαχταρά, δε θα ξαναγαπήσω
- λαχτάρησε η καρδιά μου, τρόμαξα ή φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να πετάγεται απ’ τη γωνία μπροστά μου, λαχτάρησε η καρδιά μου»·
- λόγια της καρδιάς, βλ. λ. λόγος·
- μ’ άναψε φωτιά στην καρδιά, βλ. λ. φωτιά·
- μ’ έβγαλε απ’ την καρδιά του, έπαψε να με συμπαθεί, να με αγαπάει: «του αντιμίλησα πολύ άσχημα μπροστά στους δικούς του, γι’ αυτό κι αυτός μ’ έβγαλε απ’ την καρδιά του»·
- μ’ ελαφριά καρδιά, α. που δε βαρύνεται από στενοχώρια, τύψη ή ενοχή, με ήσυχη συνείδηση: «πώς μπορεί να έχει διώξει το παιδί του απ’ το σπίτι και να κοιμάται μ’ ελαφριά καρδιά! || κάνει πάντοτε το σωστό, γι’ αυτό κοιμάται μ’ ελαφριά καρδιά». β. χωρίς ανησυχία ή φόβο για τυχόν κακές συνέπειες: «απ’ τη στιγμή που είναι τίμιος άνθρωπος, ό,τι κάνει, το κάνει μ’ ελαφριά καρδιά»·
- μ’ έπιασε η καρδιά μου, βλ. φρ. πιάστηκε η καρδιά μου·
- ματώνει η καρδιά μου, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο, λυπάμαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «όταν βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου, ματώνει η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, να μπορούσα αγάπη μου να σ’ είχα εδώ κοντά μου, αυτή τη θλιβερή βραδιά ματώνει η καρδιά μου
- μαύρισε η καρδιά μου, απελπίστηκα, ταλαιπωρήθηκα, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ: «μαύρισε η καρδιά μου, μέχρι να μεγαλώσω αυτά τα παιδιά || μαύρισε η καρδιά μου, όταν τον είδα να σέρνεται μεθυσμένος μέσα στο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: σαν το σβησμένο κάρβουνο μαύρισε η καρδιά μου απ’ τα πολλά τα βάσανα κι από τα δάκρυά μου
- μαχαιριά στην καρδιά, βλ. λ. μαχαιριά·
- με βαριά καρδιά, α. χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση, σχεδόν με το ζόρι, με κρύα καρδιά: «θα σε βοηθήσω, αλλά με βαριά καρδιά, γιατί είσαι αχάριστος άνθρωπος». β. με μεγάλη στενοχώρια, με ψυχική οδύνη: «μόλις γύρισε απ’ τα νεκροταφεία, κλείστηκε με βαριά καρδιά στο δωμάτιό του κι έκλαψε πικρά». (Λαϊκό τραγούδι: αφού το θες τούτη τη βραδιά με βαριά καρδιά και καημό μεγάλο, αγάπη μου, σου αφήνω γεια αφού τώρα πια δε με θέλεις άλλο
- με καρδιά, α. με σθένος, με θάρρος: «αντιμετώπισε με καρδιά όλες τις κατηγόριες σε βάρος του». (Λαϊκό τραγούδι: γεροντάκι κοτσανάτο όλο έρωτα γεμάτο, γεροντάκι με καρδιά όλο τέχνη και φωτιά). β. ευσπλαχνικό, που να αγαπάει: «μετά από τόσες ατυχίες στον έρωτα, βρήκε επιτέλους μια γυναίκα με καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: θα βρω μια άλλη με καρδιά, να ξέρει ν’ αγαπάει και μες στις στεναχώριες μου να με παρηγοράει)· βλ. και φρ. με την καρδιά μου·
- με κρύα καρδιά, χωρίς προθυμία, χωρίς όρεξη, με βαριά καρδιά: «τον βοήθησα, αλλά με κρύα καρδιά, γιατί δεν έχει ιδέα τι θα πει ευχαριστώ»·
- με μια ψυχή και μια καρδιά, βλ. λ. ψυχή·
- με μισή καρδιά, χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση: «του ’δωσα τα δανεικά που μου ζήτησε, αλλά με μισή καρδιά, γιατί δεν ξέρω αν θα τα ξαναπάρω πίσω». (Τραγούδι: το φιλί τι να το κάνεις με μισή καρδιά, όσο κι αν πονάω, φτάνει, δε σε θέλω πια
- με όλη μου την καρδιά ή με όλη την καρδιά μου, με όλη μου την ευχαρίστηση, εγκάρδια, ολόθερμα, ολόψυχα: «ξεκίνα τη δουλειά που σκέφτεσαι κι εγώ θα σε βοηθήσω με όλη μου την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγάπησα με όλη την καρδιά μου κι σ’ έντυσα μες τα μεταξωτά. Τώρα όμως σου πέρασε ο πόνος και να φύγεις θέλεις μακριά!)· βλ. και φρ. με την καρδιά μου·
- με την καρδιά μου, α. δηλώνει ένταση ή υπερβολή: «γέλασα με την καρδιά μου || ήπια με την καρδιά μου || χόρεψα με την καρδιά μου || τραγούδησα με την καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πλούσια ήταν τα ελέη τους, τα γλέντια κι η χαρά τους, εμένα μ’ αγαπήσανε όλοι με την καρδιά τους). β. με καλή πρόθεση, με ευχαρίστηση: «θέλω να το πάρεις χωρίς ενδοιασμούς αυτό το ρολόι, γιατί σου το δίνω με την καρδιά μου». γ. με δύναμη θέλησης: «όλη τη μέρα αγωνίζομαι με την καρδιά μου για να πετύχω τους στόχους που έχω βάλει»· βλ. και φρ. με καρδιά·
- με τι καρδιά; λέγεται στην περίπτωση που κάποιος δε συναισθάνεται ή προσποιείται πως δε συναισθάνεται τη βαρύτητα κάποιας ενέργειάς του σε βάρος μας ή σε βάρος κάποιου, και συμπεριφέρεται σαν να μη συμβαίνει τίποτα: «με τι καρδιά θα τον πετάξεις χειμωνιάτικα μέσα στους δρόμους, επειδή δε σου πλήρωσε δυο νοίκια; || με τι καρδιά μου ζητάς βοήθεια, απ’ τη στιγμή που μέχρι χτες με κατηγορούσες;». (Λαϊκό τραγούδι: με τι καρδιά ξαναγύρισες συγνώμη να μου ζητήσεις
- με τι καρδιά να…! λέγεται στην περίπτωση που για κάποιο λόγο δεν έχουμε τη διάθεση ή την άνεση να κάνουμε αυτό που μας λέει κάποιος: «με τι καρδιά να τον βοηθήσω, που μέχρι τώρα ούτε μια φορά δε μου είπε ούτ’ ένα ευχαριστώ! || με τι καρδιά να του ζητήσω δανεικά, αφού δεν του επέστρεψα ακόμη εκείνα που του είχα πάρει!»· βλ. και φρ. με τι μούτρα να…! λ. μούτρο·   
- με το χέρι στην καρδιά, βλ. λ. χέρι·
- μεγάλη καρδιά, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι καλόψυχο, ανοιχτόκαρδο και με ευγενικά αισθήματα. (Λαϊκό τραγούδι: γιατί έχω χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη
- μη μου χαλάς την καρδιά, (παρακλητικά) μη με στενοχωρείς, κάνε μου το χατίρι: «θέλω να ’ρθεις κι εσύ μαζί μου, μη μου χαλάς την καρδιά». (Τραγούδι: πάμε μια βόλτα στο Φαληράκι, μη μου χαλάσεις την καρδιά κι όταν σου δίνω κανένα φιλάκι θα ’ναι σαν όνειρο η βραδιά)·   
- μη χαλάς την καρδιά σου, μη στενοχωριέσαι, μην κακοκαρδίζεσαι: «μη χαλάς την καρδιά σου για ψύλλου πήδημα!». (Λαϊκό τραγούδι: οι μπάτσοι μας μπλοκάρανε, ρε Μάνθο, μας τη σκάσανε. -Κάντε μάγκες τη δουλειά σας, μη χαλάτε την καρδιά σας
- μιλά η καρδιά μου, αποφασίζω, ενεργώ με βάση το συναίσθημα: «δεν μπορώ να σου πω πως ο φίλος μου έχει άδικο, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση μιλά η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αντέχω, δε βαστάω, δεν μπορώ να μοιράζεις την καρδιά σου και στους δυο. Ή εμένα ή τον άλλον να κρατήσει και ν’ αφήσεις την καρδιά σου να μιλήσει
- μιλάει στην καρδιά μου, α. (για πρόσωπα) μου είναι πολύ αρεστός, με συγκινεί πάρα πολύ ερωτικά: «χαίρομαι να κάνω παρέα μαζί του, γιατί μιλάει στην καρδιά μου αυτός ο άνθρωπος || απ’ την πρώτη στιγμή αυτή η γυναίκα μίλησε στην καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ μου μιλάς στην καρδιά μου και θέλω να γίνεις δικιά μου).β. (για πράγματα) είναι της αρεσκείας μου: «αυτό τ’ αυτοκίνητο θα τ’ αγοράσω οπωσδήποτε, γιατί μιλάει στην καρδιά μου». γ. λέγεται για οτιδήποτε μας συγκινεί πάρα πολύ: «είδα ένα έργο που μίλησε στην καρδιά μου». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ίσια ή το κατευθείαν. Συνών. μιλάει στην ψυχή μου·
- μου άνοιξε την καρδιά! (ειρωνικά) με τα λόγια ή τις πράξεις του μου δημιούργησε στενοχώριες, προβλήματα: «μου άνοιξε την καρδιά μ’ αυτά τα μαντάτα που μου ’φερε!»· 
- μου άνοιξε την καρδιά, με χαροποίησε με αυτά που μου είπε ή έκανε για μένα: «ήμουν στενοχωρημένος, αλλά ευτυχώς μου ’φερε καλά νέα και μου άνοιξε την καρδιά || μου άνοιξε την καρδιά με τα λεφτά που μου έδωσε, γιατί μπόρεσα και κάλυψα την επιταγή μου»·
- μου βαραίνει την καρδιά, νιώθω ψυχική δυσφορία, νιώθω μεγάλη στενοχώρια: «μου βαραίνει την καρδιά το αίσθημα εγκατάλειψης που νιώθω»· βλ. και φρ. το ’χω βάρος στην καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά γαρίφαλο, βλ. φρ. μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο·
- μου ’κανε την καρδιά καρβουνιάρικο, βλ. φρ. μου μαύρισε την καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά κομμάτια, μου προξένησε έντονο ψυχικό πόνο: «μου αντιμίλησε τόσο άσχημα, που μου ’κανε την καρδιά κομμάτια». (Λαϊκό τραγούδι: αχ παιχνιδιάρα πάψε πλέον τα γινάτια και μη μου κάνεις την καρδούλα μου κομμάτια
- μου ’κανε την καρδιά μαύρη, βλ. φρ. μου μαύρισε την καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά μπαξέ, βλ. φρ. μου ’κανε την καρδιά περιβόλι· 
- μου ’κανε την καρδιά περιβόλι, α. με χαροποίησε πάρα πολύ: «μόλις μου ανακοίνωσε τα ευχάριστα νέα, μου ’κανε την καρδιά περιβόλι». β. (ειρωνικά) μου προξένησε μεγάλη δυσαρέσκεια, με απογοήτευσε: «μόλις μου ανακοίνωσε τα δυσάρεστα νέα, μου ’κανε την καρδιά περιβόλι»·
- μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο, α. με χαροποίησε υπερβολικά: «μόλις με πληροφόρησε πως ο γιος μου πέτυχε στο πανεπιστήμιο, μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο». Από την εικόνα του τριαντάφυλλου, που προξενεί ευφορία στην ψυχή. β. (ειρωνικά) μου προξένησε μεγάλη στενοχώρια, με απογοήτευσε: «μόλις μου ανακοίνωσε την αποτυχία του γιου μου, μου ’κανε στην καρδιά τριαντάφυλλο»·
- μου ’καψε την καρδιά ή μου ’χει κάψει την καρδιά, τον (την) ερωτεύτηκα παράφορα: «απ’ την πρώτη στιγμή που την είδα, μου ’καψε την καρδιά και δεν μπορώ να ησυχάσω». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, μ’ έκαψες μες την καρδιά και δε βρίσκω γιατρειά)· 
- μου κατάκτησε την καρδιά, βλ. φρ. μου πήρε την καρδιά·
- μου ’κλεψε την καρδιά ή μου ’χει κλέψει την καρδιά, με καταγοήτευσε, τον (την) ερωτεύτηκα: «τη γνώρισα στο χορό του συλλόγου μας και, μετά το χορό που χόρεψα μαζί της, κατάλαβα πως μου ’χε κλέψει την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χει κλέψει, μου ’χει κλέψει, μου ’χει κλέψει την καρδιά η Μαρίνα, η Μαρίνα, η Σαλονικιά
- μου μάτωσε την καρδιά, μου προξένησε έντονο ψυχικό πόνο, με τραυμάτισε ψυχικά: «τα σκληρά του λόγια μου μάτωσαν την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέλνεις πίσω τα κλειδιά και μου ματώνεις την καρδιά
- μου μαύρισε την καρδιά, με στενοχώρησε πάρα πολύ: «μου μαύρισε την καρδιά αυτό το παιδί μέχρι να το μεγαλώσω!»·
- μου ξερίζωσε την καρδιά, μου προξένησε αβάσταχτο πόνο, με στενοχώρησε πάρα πολύ: «τον είδα να σέρνεται πάλι μεθυσμένος μέσα στους δρόμους και μου ξερίζωσε την καρδιά»·
- μου ξεσκίζει την καρδιά, με στενοχωρεί πάρα πολύ, μου προξενεί αβάσταχτο πόνο: «μου ξεσκίζει την καρδιά που δεν εννοεί να καταλάβει πως αυτές οι παρέες θα τον καταστρέψουν»·
- μου πήρε την καρδιά ή μου ’χει πάρει την καρδιά, με καταγοήτευσε, τον (την) συμπάθησα πολύ, τον (την) ερωτεύτηκα: «μου πήρε την καρδιά αυτός ο άνθρωπος με τους ευγενικούς του τρόπους || απ’ την πρώτη στιγμή που την είδα, μου ’χει πάρει την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς να με ρωτήσεις μου επήρες την καρδιά μελαχρινό, λυπήσου, δώσ’ μου παρηγοριά // μου ’χει πάρει, μου ’χει πάρει, μου ’χει πάρει την καρδιά, η Μαρία, η Μαρία η Σαλονικιά
- μου πλήγωσε την καρδιά, μου προξένησε ψυχικό πόνο: «η αχαρακτήριστη στάση σου μου πλήγωσε την καρδιά || απέρριψε την ερωτική πρόταση που της έκανα και μου πλήγωσε την καρδιά»·
- μου ράγισε την καρδιά, α. διατάραξε ανεπανόρθωτα με τη στάση του τον έρωτα που ένιωθα γι’ αυτόν (αυτήν): «δεν έχω διάθεση να την ξανασυναντήσω, γιατί με τα τελευταία της καμώματα μου ράγισε την καρδιά». β. με λύπησε, με στενοχώρησε πάρα πολύ: «μου ράγισε την καρδιά με τις αηδίες που κάθισε κι είπε για μένα!»·     
- μου σκίζει την καρδιά, βλ. φρ. μου ξεσκίζει την καρδιά·
- μου τρύπησε την καρδιά, μου προξένησε πολύ δυσάρεστο συναίσθημα: «με τρύπησε την καρδιά αυτός ο άνθρωπος με την κατάντια του»·
- μου τρώει την καρδιά, κάποιος ή κάτι με φθείρει ψυχικά ή σωματικά: «κάθε μέρα μου τρώει την καρδιά αυτό το παιδί με τις αταξίες του || μου τρώει την καρδιά η αποτυχία του γιου μου να μπει στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: άσε με να σε φιλήσω, ίσως βρω τη γιατρειά για να βγάλω το σαράκι που μου τρώει την καρδιά
- μου φαρμάκωσε την καρδιά, μου προξένησε μεγάλη πικρία, μεγάλη στενοχώρια: «μου μίλησε τόσο άσχημα, που μου φαρμάκωσε την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια ορφανά μες την ίδια γειτονιά μη φαρμακώνεις άλλο την καρδιά
- μου ’χει κάνει μαύρη την καρδιά, βλ. φρ. μου μαύρισε την καρδιά·
- μπήκε στην καρδιά μου, βλ. φρ. τον έβαλα στην καρδιά μου. (Λαϊκό τραγούδι: πού με βρήκες, πού σε βρήκα; στην καρδιά σου μέσα μπήκα κι έγινε καβγάς μεγάλος, γιατί ήταν μέσα άλλος
- ξεριζώνεται η καρδιά μου, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο, θλίβομαι πάρα πολύ: «όπως τον είδα να χτυπιέται πάνω στο μνήμα του πατέρα του, ξεριζώθηκε η καρδιά μου»·
- ξεσκίζεται η καρδιά μου, θλίβομαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «ξεσκίζεται η καρδιά μου, κάθε φορά που τον βλέπω μεθυσμένο»·
- ξύπνησε η καρδιά του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ένιωσε ερωτικό σκίρτημα: «νέος καθώς ήταν, ξύπνησε η καρδιά του, μόλις την αντίκρισε». (Τραγούδι: αλητάκι μπατιράκι, κι αν ξυπνήσει η καρδιά,δε θα βάλουμε μεράκι, έξω φτώχεια, βρε παιδιά
- όσο αντέχει η καρδιά σου, βλ. φρ. όσο βαστά η καρδιά σου·
- όσο βαστά η καρδιά σου, βλ. φρ. όσο βαστά η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
- όσο θα χτυπά η καρδιά μου, σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου: «όσο θα χτυπά η καρδιά μου, εγώ θα σ’ αγαπώ»·
- όταν γελάει το πρόσωπο, δε γελάει πάντοτε κι η καρδιά, είναι φορές που ενώ είμαστε στενοχωρημένοι, είμαστε παράλληλα και υποχρεωμένοι να δείχνουμε ευχαριστημένοι, χαμογελαστοί, χαρούμενοι: «οι ηθοποιοί πολλές φορές βρίσκονται σε πολλή δύσκολη θέση, γιατί όταν γελάει το πρόσωπο, δε γελάει πάντοτε κι η καρδιά»· βλ. και φρ. γέλα παλιάτσο! λ. παλιάτσος·
- ό,τι ζητά η καρδιά σου, βλ. συνηθέστ. ό,τι λαχταρά η καρδιά σου·
- ό,τι κι αν έχεις στην καρδιά, οτιδήποτε σε βασανίζει, σε στενοχωρεί, σε πικραίνει: «μην τα κρατάς μέσα σου κι ό,τι έχεις στην καρδιά να μου του λες για να ξαλαφρώνεις». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι κι αν έχεις στην καρδιά να μου το λες μικρό μου κι όχι να κάθεσαι να κλαις, παραπονιάρικό μου
- ό,τι λαχταρά η καρδιά σου, α. λέγεται για αφθονία υλικών αγαθών: «σήμερα στην αγορά θα βρεις ό,τι λαχταρά η καρδιά σου». β. λέγεται για μεγάλη ελευθερία κινήσεων ή επιλογών: «αν έρθεις μαζί μου, θα μπορείς να κάνεις ό,τι λαχταρά η καρδιά σου»·
- ό,τι ποθεί η καρδιά σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον με την έννοια να αποκτήσει ή να πραγματοποίηση αυτό που επιθυμεί πολύ· βλ. και φρ. ό,τι λαχταρά η καρδιά σου·
- ό,τι τραβά η καρδιά σου, βλ. φρ. ό,τι λαχταρά η καρδιά σου·
- παίζει με δυο καρδιές, έχει ταυτόχρονα δυο ερωτικούς συντρόφους: «όταν έμαθε πως παίζει με δυο καρδιές, τον διαβολόστειλε». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα με μάσκα εσύ μιλούσες κι ήθελες να ’χεις δυο αγκαλιές, μα πού το βρήκες αυτό γραμμένο εσύ να παίζεις με δυο καρδιές). Συνών. έχει δυο αγκαλιές·
- παίρνω την καρδιά του (της), κατακτώ κάποιον ή κάποια: «είναι τόσο όμορφη, που όποιον πει καλημέρα παίρνει την καρδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: οι άντρες όλοι θέλουνε να πάρουν την καρδιά σου, αφού εσύ τους προκαλείς με τα φερσίματά σου
- πέτρινη καρδιά, χαρακτηρίζει το άτομο που δεν αισθάνεται συμπόνια, οίκτο για κανέναν: «δεν περίμενα βοήθεια από μια πέτρινη καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα πέτρινη καρδιά αυτό το μαύρο δείλι έβαψα με το αίμα μου το άσπρο μου μαντήλι
- πετά η καρδιά μου, βλ. λ. λαχταρά η καρδιά μου·
- πέτρωσε η καρδιά του, έχει γίνει πολύ σκληρός, έπαψε να αισθάνεται συμπόνια ή οίκτο για τον συνάνθρωπό του ή είναι κλεισμένος στον εαυτό του, δεν αφήνει να φανούν οι ευαισθησίες του, τα συναισθήματά του: «απ’ τον καιρό που τον ξεγέλασε ο καλύτερος φίλος του και του ’φαγε ένα μεγάλο ποσό, πέτρωσε η καρδιά του και δεν εμπιστεύεται κανέναν || απ’ τη μέρα που έχασε την οικογένειά του σε δυστύχημα, πέτρωσε η καρδιά του κι αποτραβήχτηκε απ’ όλους»·
- πήγε απ’ την καρδιά του ή πήγε από καρδιά, πέθανε από πάθηση της καρδιάς του, συνήθως πέθανε από έμφραγμα: «φαινόταν τόσο υγιής άνθρωπος κι όμως πήγε απ’ την καρδιά του»·
- πήγε η καρδιά μου να σπάσει ή πήγε να σπάσει η καρδιά μου, κυριεύτηκα από μεγάλη αγωνία ή από μεγάλο φόβο: «όταν έμαθα για τις ταραχές που ξέσπασαν στο κέντρο της πόλης, πήγε η καρδιά να σπάσει, μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου στο σπίτι || πήγε να σπάσει η καρδιά μου, μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι του»·
- πήγε η καρδιά μου στη θέση της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της·
- πήγε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της·
- πήγε η καρδιά μου στην Κούλουρη, βλ. φρ. πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη, βλ. λ. ψυχή·
- πήγε η καρδιά μου στην κωλοτσέπη, φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου, πήγε η καρδιά μου στην κωλοτσέπη»·
- πήγε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της·
- πιάστηκε η καρδιά μου, βλ. συνηθέστ. πιάστηκε η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- πώς αντέχει η καρδιά σου; βλ. φρ. πώς βαστά η καρδιά σου(;)·
- πώς βαστά η καρδιά σου; έκφραση απορίας που μας απευθύνει κάποιος που ξέρει πως πάσχουμε από την καρδιά μας και βλέπει να υποφέρουμε από διάφορες έντονες καταστάσεις: «αμάν, ρε παιδάκι μου, πώς βαστά η καρδιά σου με τόσες στενοχώριες;». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ που μ’ αγαπούσες ήμουνα η χαρά σου τώρα πώς βαστάει η καρδιά σου και μου λες το γεια σου;)·βλ. και φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να… (α)·
- πώς το αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- πώς το βαστά η καρδιά σου να…; α. έκφραση που μας απευθύνει κάποιος με απορία, όταν επικείμενη ενέργειά μας εναντίον κάποιου θα έχει σοβαρό αντίκτυπο σε βάρος του: «πώς το βαστά η καρδιά σου να τον πετάξεις χειμωνιάτικα έξω απ’ το σπίτι για δυο νοίκια που σου χρωστάει;». β. έκφραση απορίας, όταν ενεργεί κάποιος σε βάρος μας κι εμείς δεν αντιδρούμε δυναμικά εναντίον του: «πώς το βαστά η καρδιά σου να σου βρίζει τόση ώρα τη μάνα και να μην τον σπας στο ξύλο;»·
- πώς το μπορεί η καρδιά σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- ραγίζεται η καρδιά μου, νιώθω μεγάλο ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι πάρα πολύ: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου, ραγίζεται η καρδιά μου, κάθε φορά που τη σκέφτομαι». (Λαϊκό τραγούδι: στα βάθη της Ανατολής, στη μαύρη ξενιτιά μου, όταν ακούω μπιρ Αλλάχ, ραγίζεται η καρδιά μου
- ράγισε η καρδιά μου, α. ένιωσα μεγάλη στενοχώρια, αισθάνθηκα μεγάλη θλίψη, λυπήθηκα πάρα πολύ: «όταν τον είδα να σέρνεται μεθυσμένος μέσα στο δρόμο, ράγισε η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: ενός λεπτού σιγή για μια καρδιά που ράγισε, σαν αϊτό στη γη μια αγάπη τον φυλάκισε). β. έχασα την αρχική συμπάθεια ή εκτίμηση που είχα για κάποιο πρόσωπο: «απ’ τη στιγμή που έμαθα πως είναι μπλεγμένος με τα ναρκωτικά, ράγισε η καρδιά μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο και ξέκοψα απ’ την παρέα του»·
- σκίζεται η καρδιά μου, θλίβομαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «σκίζεται η καρδιά μου σαν βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου». (Λαϊκό τραγούδι: το βλέπει να γκρεμίζεται και η καρδιά του σκίζεται· από φίλους παρανόμους έμεινε στους πέντε δρόμους
- σκληρή καρδιά, χαρακτηρίζει τον άπονο, το σκληρόκαρδο: «από τέτοια σκληρή καρδιά μην περιμένεις ούτε συμπαράσταση, ούτε άλλη βοήθεια». (Τραγούδι: σκληρή καρδιά, γιατί να σ’ αγαπήσω, ψεύτρα με γέλασες στο λέω και πονώ
- σπάραξε η καρδιά μου, ένιωσα μεγάλο ψυχικό πόνο: «όταν τον είδα να κλαίει σαν μικρό παιδί πάνω στο φέρετρο του πατέρα του, σπάραξε η καρδιά μου»·
- σπαρταρά η καρδιά μου, ποθώ, λαχταρώ έντονα κάποιον ή κάτι: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα, σπαρταρά η καρδιά μου || σπαρταρά η καρδιά μου για ταξίδια»·
- σπαρτάρισε η καρδιά μου, α. κατατρόμαξα: «μόλις έφυγε τ’ αυτοκίνητο απ’ το δρόμο, σπαρτάρισε η καρδιά μου». β. ένιωσα έντονη χαρά ή συγκίνηση: «μόλις μου είπαν πως κέρδισα το λαχείο, σπαρτάρισε η καρδιά μου || καθώς αντίκρισα τέτοια ομορφιά, σπαρτάρισε η καρδιά μου». Από το ότι, όταν διατρέχει κανείς κάποιο κίνδυνο ή όταν νιώθει κάποια μεγάλη συγκίνηση, τότε πάλλεται έντονα η καρδιά του και οι παλμοί της παρομοιάζονται με το σπαρτάρισμα του ψαριού·
- στάζει η καρδιά μου αίμα, είμαι πολύ στενοχωρημένος, βασανίζομαι από δυσβάσταχτο ψυχικό πόνο. (Λαϊκό τραγούδι: κι αν γελάω, είναι ψέμα, στάζει η καρδιά μου αίμα)·
- σταμάτησε η καρδιά του ή σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά του, πέθανε: «ένα ήρεμο βράδυ του χειμώνα σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά του, αφού πρώτα πρόλαβε και είδε την προκοπή των παιδιών του»·
- στην καρδιά της άνοιξης (του καλοκαιριού, του φθινοπώρου, του χειμώνα), ακριβώς στο μέσο της άνοιξης (του καλοκαιριού, του φθινοπώρου, του χειμώνα): «βρισκόμαστε στην καρδιά της άνοιξης κι όλη η φύση φοράει την πολύχρωμη φορεσιά της || κάνει φοβερό κρύο, γιατί βρισκόμαστε στην καρδιά του χειμώνα». Είναι και φορές που της φρ. προτάσσεται το μέσα·
- σφίγγεται η καρδιά μου, α. κυριεύομαι από συναισθήματα οίκτου, θλίψης, λύπης: «σφίγγεται η καρδιά μου, κάθε φορά που σκέφτομαι πώς κατάντησε αυτός ο άνθρωπος!». β. φοβάμαι πάρα πολύ: «κάθε φορά που περνάω βράδυ έξω από νεκροταφείο, σφίγγεται η καρδιά μου»·
- σφίγγω την καρδιά μου, υπομένω αγόγγυστα κάποιον ψυχικό πόνο, κάνω υπομονή, προσπαθώ να φανώ ψύχραιμος: «όλα τα στοιχεία ήταν σε βάρος μου, αλλά έσφιξα την καρδιά μου και περίμενα να λάμψει η αλήθεια». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω την καρδιά να σφίξω, πέτρα πίσω μου να ρίξω και να φύγω
- τα φύλλα της καρδιάς, βλ. λ. φύλλο·
- τα χείλη δείχνουν, αλλά η καρδιά δε δείχνει, λέγεται στην περίπτωση που τα λόγια ενός ατόμου δε συμβαδίζουν με τα αισθήματά του: «μην πιστεύεις που σου λέει πως σ’ αγαπά, γιατί, απ’ ό,τι μπορώ να καταλάβω, τα χείλη δείχνουν, αλλά η καρδιά δε δείχνει»·
- την έχει βασίλισσα στην καρδιά του, βλ. λ. βασιλιάς·
- της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί, πολλές φορές με τα λόγια που λέμε, επηρεάζουμε τα συναισθήματα κάποιου για κάποιον: «να εκφέρεις με περίσκεψη τη γνώμη σου για κάποιον και να θυμάσαι πως της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί»· 
- το αντέχει η καρδιά σου να…! βλ. φρ. πώς το αντέχει η καρδιά σου να…(;)·
- το βαστά η καρδιά σου να…! βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- το λέει η καρδιά του, είναι άφοβος, τολμηρός, ανδρείος, γενναίος: «δε φοβάται να τα βάλει με κανέναν, γιατί το λέει η καρδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: Μήτσο, ήσουν παλικάρι και με την μεγάλη χάρη· άσπρα τώρα τα μαλλιά σου, μα το λέει η καρδιά σου
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, πολλές φορές ο έρωτας ξεκινάει από την ωραία εμφάνιση και έπειτα επηρεάζει το αίσθημα: «ήταν τόσο όμορφη που μόλις την είδε ένιωσε κεραυνοβόλο έρωτα γιατί, το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά»· βλ. και φρ. από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει·
- το χέρι της καρδιάς, βλ. λ. χέρι·
- το ’χω βάρος στην καρδιά μου, βλ. λ. βάρος·
- τον έβαλα στην καρδιά μου, τον συμπάθησα πάρα πολύ, τον αγάπησα: «είναι πολύ καλός άνθρωπος κι απ’ την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας τον έβαλα στην καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα σε συλλογίζομαι, ντερβίση αμαξά μου, είσαι κουρνάζος, μάγκα μου, σ’ έβαλα στην καρδιά μου
- τον έβγαλα απ’ την καρδιά μου, έπαψα να τον αγαπώ, να τον συμπαθώ: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον έβγαλα απ’ την καρδιά μου»·
- τον έκλεισα στην καρδιά μου, βλ. φρ. τον έβαλα στην καρδιά μου·
- τον έχω (μέσ’) στην καρδιά μου, τον συμπαθώ πάρα πολύ, τον αγαπώ πολύ: «είναι τόσο καλός και τόσο ευχάριστος, που τον έχω μέσ’ στην καρδιά μου απ’ τη μέρα που τον γνώρισα». (Λαϊκό τραγούδι: έγιναν γκρίζα τα μαλλιά κι ακόμα σ’ έχω στην καρδιά μου
- τον πονά η καρδιά μου, ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν, πάσχω, υποφέρω, όταν του συμβαίνει κάτι κακό: «δικός μου άνθρωπος είναι και τον πονά η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, βρε Σοκιανή, Κουσαδιανή, η καρδιά μου σε πονεί
- τον σιχάθηκε η καρδιά μου, με αηδίασε με τη συμπεριφορά του: «είναι τόσο αισχρός άνθρωπος, που τον σιχάθηκε η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε, γέρο, από κοντά μου, σε σιχάθηκε η καρδιά μου
- τον χαίρεται η καρδιά μου, βλ. φρ. τον χαίρεται η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- του άγγιξα στην καρδιά ή του άγγιξα την καρδιά, τον συγκίνησα βαθύτατα: «είμαι σίγουρος πως του άγγιξα την καρδιά με τη βοήθεια που του πρόσφερα»·
- του άνοιξα την καρδιά, τον έφερα σε καλή ψυχική διάθεση, τον χαροποίησα: «ήταν στενοχωρημένος, αλλά, μόλις του ανήγγειλα πως είχε εγκριθεί το δάνειό του, του άνοιξα την καρδιά || με δυο απανωτά πετυχημένα ανέκδοτα που του είπα, του άνοιξα την καρδιά»· 
- του άνοιξα  την καρδιά μου, του εκμυστηρεύτηκα τους πόθους μου, τα όνειρά μου ή τις ανησυχίες μου: «επειδή τον εμπιστεύομαι  απόλυτα, του άνοιξα την καρδιά μου»·
- του άνοιξα την καρδιά μου σαν πεπόνι Αργείτικο, του εκμυστηρεύτηκα τα πάντα σχετικά με μένα: «μου ενέπνευσε τέτοια εμπιστοσύνη, που του άνοιξα την καρδιά μου σαν πεπόνι Αργείτικο»·
- του ’δωσα το αίμα της καρδιάς μου, βλ. λ. αίμα·
- του κόβω την καρδιά, βλ. συνηθέστ. του κόβω το αίμα, λ. αίμα·
- του ξερίζωσα την καρδιά, που προξένησα μεγάλη στενοχώρια, μεγάλη θλίψη, μεγάλο πόνο: «μόλις του αποκάλυψα πως η κόρη του τα ’χει μπλέξει μ’ έναν αλήτη, του ξερίζωσα την καρδιά»·
- του σπάω την καρδιά, τον κατατρομάζω, τον αιφνιδιάζω και του προκαλώ αναστάτωση, φόβο: «του ’σπασα την καρδιά, μόλις πετάχτηκα ξαφνικά μπροστά του μέσ’ στο σκοτάδι»·
- του τσάκισα την καρδιά, τον στενοχώρησα πάρα πολύ: «τον αποπήρα μπροστά στους γονείς του και του τσάκισα την καρδιά, γιατί καταντροπιάστηκε»·
- τραβά η καρδιά μου, βλ. φρ. λαχταρά η καρδιά μου·
- τραγούδια της καρδιάς, βλ. λ. τραγούδι·
- τρέμει η καρδιά μου, ανησυχώ, φοβάμαι πάρα πολύ μήπως συμβεί κάτι κακό: «τρέμει η καρδιά μου κάθε βράδυ μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου στο σπίτι || τρέμει η καρδιά μου μήπως γίνει κανένας πόλεμος»·
- τρέχει η καρδιά μου αίμα, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο: «κάθε φορά που βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου, τρέχει η καρδιά μου αίμα». (Λαϊκό τραγούδι: σκοτεινιάζει κι όλο βρέχει· αίμ’ απ’ την καρδιά μου τρέχει· δίχως αγκαλιά και χάδι πέφτω απ’ τη γη στον Άδη
- τσακίζει η καρδιά μου, στενοχωριέμαι πάρα πολύ, θλίβομαι: «κάθε φορά που βλέπω τα χάλια αυτού του παιδιού, τσακίζει η καρδιά μου»·
- υγεία και καλή καρδιά! βλ. λ. υγεία·
- φαρμακώνεται η καρδιά μου, νιώθω έντονη ψυχική πίκρα: «φαρμακώνεται η καρδιά μου σαν βλέπω νέα παιδιά να κυλούν στα ναρκωτικά»·
- χαίρεται η καρδιά μου, νιώθω μεγάλη χαρά, αγαλλίαση, ευφροσύνη: «χαίρεται η καρδιά μου όταν βλέπω την εγγονούλα μου». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σε θέλω πέδιλο να μου φοράς, κυρά μου, για να σε βλέπω, κούκλα μου, να χαίρετ’ η καρδιά μου
- χαλάσαμε τις καρδιές μας, λογοφέραμε, μαλώσαμε, ψυχραθήκαμε: «πες ο ένας πες ο άλλος και για ένα πείσμα της στιγμής, χαλάσαμε τις καρδιές μας». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα ’ρθω πια στην Κοκκινιά, καμωματού ξανθειά μου, γιατί με τα αδέρφια σου χάλασα την καρδιά μου
- χάλασε η καρδιά μου, έχασα το κέφι μου, τη διάθεσή μου, στενοχωρήθηκα: «δε θα ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια, γιατί χάλασε η καρδιά μου μ’ αυτές τις ανοησίες που είπε ο τάδε για μένα». (Λαϊκό τραγούδι: λαχταρώ να σ’ αγκαλιάσω και το νου μου ας το χάσω, έλα πάμε στον οντά μου, ναι μάτια μου, να σε σφίξω να σε λιώσω κι ό,τι έχω να στο δώσω, μη χαλάσεις την καρδιά μου,ναι μάτια μου
- χαλώ την καρδιά μου, θλίβομαι, στενοχωριέμαι: «δεν χαλώ την καρδιά για ψύλλου πήδημα». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν μου πεις, του κάκου, τα μυαλά μου δε γυρνάς, τράβα, φύγε μακριά μου, την καρδιά σου μη χαλάς
- … χτυπά η καρδιά…, βρίσκεται το κέντρο, είναι ο πυρήνας: «στην Αθήνα χτυπά η καρδιά της Ελλάδας || στη Θεσσαλονίκη χτυπούσε κάποτε η καρδιά του μπάσκετ || στο χρηματιστήριο χτυπά η καρδιά της οικονομίας μιας χώρας»·
- χτυπά η καρδιά μου, α. είμαι ερωτευμένος: «όλοι το ’χουν καταλάβει πως χτυπά η καρδιά μου για την τάδε». β. κατέχομαι, βασανίζομαι από έντονη ανησυχία, αγωνιώ πολύ για κάτι, καρδιοχτυπώ: «δεν μπορεί να καταλάβει πώς χτυπά η καρδιά μου, κάθε φορά που καβαλάει τη μηχανή του και τρέχει σαν τρελός!»·
- χωρίς καρδιά, χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση, χωρίς διάθεση, σχεδόν με το ζόρι: «τον κάλεσε ο άλλος να συμβιβαστούν, αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς μπορεί να γίνει, γιατί πήγε χωρίς καρδιά»·
- ψυχράθηκαν οι καρδιές μας, βλ. συνηθέστ. χαλάσαμε τις καρδιές μας.

όριο

όριο, το, ουσ. [<αρχ. ὅριον], το όριο. 1. το ακρότατο σημείο μέχρι το οποίο φτάνει κάτι, εκεί όπου εξαντλείται κάτι: «η  υπομονή έχει και τα όριά της», δηλ. εξαντλείται. (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια πλάι σου έφτυσα μαύρο αίμα, μα η υπομονή έχει όρια κι ο πόνος έχει τέρμα). 2. η τελευταία διαχωριστική γραμμή, το σύνορο: «ποια είναι τα όρια αυτού του χωραφιού;». 3. (για περιορισμούς ή κανονισμούς) το ανώτατο σημείο που έχει καθοριστεί ως σωστό ή νόμιμο: «όταν αρχίσει να πίνει, ξεπερνάει το όριο || μου έδωσε κλήση ο τροχονόμος, γιατί έτρεχα με μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ το όριο». (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- αγγίζει τα όρια (+ γεν.), που έχει πλησιάσει πάρα πολύ, ιδίως κάτι κακό: «τα γλέντια τους αγγίζουν τα όρια της κραιπάλης || οι απαιτήσεις του αγγίζουν τα όρια του παραλόγου || ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αγγίζει τα όρια της φτώχειας»·
- βάζω ένα όριο (σε κάτι), καθορίζω ένα σημείο πέραν του οποίου καθετί θεωρείται ασύδοτο, παράνομο ή καταστροφικό: «πρέπει να βάλουμε ένα όριο κέρδους για να μην κατηγορηθούμε ως αισχροκερδείς || πρέπει να βάλουμε ένα όριο στις εκπτώσεις για να μην μπούμε μέσα»·
- βγαίνω απ’ τα όρια, βλ. φρ. υπερβαίνω τα όρια·
- βγαίνω απ’ τα όριά μου, εκνευρίζομαι πάρα πολύ και αντιδρώ βίαια: «όταν πιω κάτι παραπάνω, τότε βγαίνω απ’ τα όριά μου και γίνομαι ρεζίλι»·
- δεν έχει όρια! ή δεν έχει όριο! α. υπερβαίνει κάθε πρόβλεψη, είναι απεριόριστο: «η αναίδειά του δεν έχει όρια! || η τεμπελιά του δεν έχει όριο! || η μαλακία του δεν έχει όρια! || η καλοσύνη του δεν έχει όριο!». β. (για πρόσωπα) ενεργεί χωρίς να έχει αναστολές: «όταν πρόκειται για θέματα χρημάτων δεν έχει όρια αυτός ο άνθρωπος, γιατί μπορεί να κάνει τα πάντα || όταν αγαπάει δεν έχει όρια, γιατί δίνεται με όλη την ψυχή του»·
- δίχως όρια, βλ. φρ. δεν έχει όρια! (Λαϊκό τραγούδι: αγάπησέ με δίχως όρια αν θέλεις να με αναστήσεις, δεν έχω άλλα περιθώρια για λόγια και για ψευδαισθήσεις
- εκτός ορίων, σε σημείο που κάποια εκδήλωση ή ενέργεια δεν είναι επιτρεπτή ή ανεκτή: «είπαμε ότι η διασκέδαση είναι απαραίτητη για τον άνθρωπο, αλλά εσύ, βρε παιδάκι μου, είσαι εκτός ορίων». (Λαϊκό τραγούδι: βίος ανθόσπαρτος αλλά μετ’ εμποδίων, της τρέλας έρωτες σαφώς εκτός ορίων
- εντός ορίων, σε σημείο που κάποια εκδήλωση ή ενέργεια είναι επιτρεπτή ή ανεκτή: «και γλέντησαν και διασκέδασαν και τραγούδησαν τα παιδιά, αλλά όλα ήταν εντός ορίων»·
- μέσα στα όρια, σε σημείο που κάποια εκδήλωση ή ενέργεια είναι επιτρεπτή ή ανεκτή: «μπορεί να ήταν κάπως απότομος, αλλά γενικά η συμπεριφορά του ήταν μέσα στα όρια». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το του ανεκτού·
- μέχρις ενός ορίου, σε σημείο μετά το οποίο δεν είναι επιτρεπτό ή ανεκτό κάτι: «είπαμε να πιεις, ρε παιδάκι μου, αλλά μέχρις ενός ορίου, γιατί εσύ όλο το βράδυ έπινες σαν νεροφίδα!»·
- ξεπερνώ τα όρια, βλ. φρ. υπερβαίνω τα όρια·
- ξέρω τα όριά μου, γνωρίζω μέχρι ποιο σημείο αντέχω να κάνω ή να μην κάνω κάτι: «επειδή ξέρω τα όριά μου, αν μου ξανακάνει το μάγκα, θα τον σαπίσω στο ξύλο || αν με παρακαλέσει να τον βοηθήσω, σίγουρα δε θα μπορέσω να του αρνηθώ, γιατί ξέρω τα όριά μου || όταν πίνω, σταματώ την κατάλληλη στιγμή, γιατί ξέρω τα όριά μου»·     
- όριο ηλικίας, α. (για δημόσιους υπαλλήλους ή στρατιωτικούς) ο καθορισμένος χρόνος της ηλικίας, πέρα από τον οποίο αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία τους και βγαίνουν στη σύνταξη: «τον άλλο χρόνο φτάνει σε όριο ηλικίας κι ετοιμάζεται για τη σύνταξή του». β. (γενικά σε διαγωνισμούς ή άλλες κοινωνικές παραχωρήσεις ή προσφορές) ο ανώτατος χρόνος ηλικίας ως προϋπόθεση για συμμετοχή: «βρήκα ένα πολύ φτηνό εισιτήριο, αλλά είχε όριο ηλικίας τα είκοσι έξι κι έτσι πλήρωσα το κανονικό || θέλω να πάρω μέρος στο διαγωνισμό, αλλά μου φαίνεται πως έχουν βάλει όριο ηλικίας»·
- σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- στα όρια του δυνατού, βλ. λ. δυνατός·
- τα πάντα έχουν όρια, όλες οι εκδηλώσεις πρέπει να φτάνουν μέχρι ένα σημείο, γιατί, αν συνεχίζονται πέρα από αυτό, γίνονται ενοχλητικές ή και προσβλητικές: «τέρμα τ’ αστεία τώρα, γιατί τα πάντα έχουν όρια». (Τραγούδι: αλλάζουν όμως οι καιροί δεν το κατάλαβες εσύ πως τα πάντα έχουν όρια τέλος πια τα περιθώρια
- τον έπιασε το όριο ηλικίας, (για δημόσιους υπαλλήλους ή στρατιωτικούς) έφτασε σε εκείνο το όριο ηλικίας που πρέπει υποχρεωτικά να αποχωρήσει από την ενεργό δράση, που πρέπει να συνταξιοδοτηθεί: «τον άλλο μήνα βγαίνει στη σύνταξη, γιατί τον έπιασε το όριο ηλικίας»·
- τον πήρε το όριο ηλικίας, βλ. φρ. τον έπιασε το όριο ηλικίας·
- τον φέρνω στα όριά του, τον φέρνω στο σημείο να μην μπορεί να αντέχει, να μην μπορεί να κάνει περισσότερη υπομονή: «με τη συνεχή γρίνια της η γυναίκα του τον έφερε στα όριά του και σκέφτεται να χωρίσει»·
- υπερβαίνω τα όρια, κάνω κατάχρηση δικαιώματος, παρεκτρέπομαι: «δεν μπορώ να κάνω μαζί σου άλλο υπομονή, γιατί έχεις υπερβεί τα όρια»·
- φτάνω στα όριά μου, δεν αντέχω άλλο: «όταν πίνω και φτάνω στα όριά μου, δε βάζω στη συνέχεια ούτε γουλιά στο στόμα μου»·
- φτάνω στα όρια της αντοχής μου (της υπομονής μου), εξαντλώ την αντοχή μου (την υπομονή μου): «δεν μπορώ ν’ αντέξω περισσότερο, γιατί έχω φτάσει στα όρια της αντοχής μου»·
- χωρίς όρια, βλ. φρ. δεν έχει όρια(!)·
- ως ένα όριο, βλ. φρ. μέχρις ενός ορίου.

περνώ

περνώ κ. περνάω, ρ. [<μσν. περνῶ <αρχ. περῶ], περνώ. 1. διασχίζω: «μόλις περάσεις τη γέφυρα, στρίψε αριστερά κι έφτασες || ο ποταμός περνάει όλη την πεδιάδα και χύνεται στη θάλασσα». 2. προσπερνώ: «στην εθνική οδό περνούσαμε όλα τ’ αυτοκίνητα, γιατί τρέχαμε πολύ». 3. επισκέπτομαι, μπαίνω: «πέρασα τ’ απόγευμα απ’ το θείο μου να δω τι κάνει || λέμε να περάσουμε κι απ’ την Πάτρα για να δουν τα παιδιά το καρναβάλι || καθώς θα ’ρχεσαι, πέρνα απ’ το φαρμακείο να μου αγοράσεις τα χάπια μου || μπορώ να μπω; -Πέρνα ελεύθερα». (Λαϊκό τραγούδι: Ε, ρε! Πώς περνάς σαν έχεις γκομενίτσα δουλικό, σε περνάει μες στην κουζίνα και σου λέει, βουρ! στο ψητό). 4. μεταβιβάζω, μεταφέρω: «λίγο πριν πεθάνει, πέρασε στο γιο του όλη του την περιουσία || ο αναπτήρας πέρασε χέρι χέρι κι εξαφανίστηκε || τον πέρασα απέναντι, γιατί ήταν τυφλός». 5. ξεπερνώ, είμαι ανώτερος ή μεγαλύτερος από κάποιον: «τον πέρασα στο τρέξιμο || τον περνώ δυο χρόνια». 6. περνώ με επιτυχία κάποιο διαγωνισμό, κάποιες εξετάσεις ή κάποια προκριματική διαδικασία: «ο γιος του πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο || πέρασα το τάδε μάθημα || η ομάδα μας, μετά την τελευταία της νίκη, πέρασε στα ημιτελικά της διοργάνωσης». 7. ντύνομαι, φορώ: «πριν φύγεις, πέρασε κι ένα καθαρό πουκάμισο απάνω σου». 8. κρεμώ, τοποθετώ: «του πέρασα την αλυσίδα στο λαιμό || ο αστυνομικός του πέρασε τις χειροπέδες στα χέρια || μην ξεχάσεις να περάσεις τις κουρτίνες». 9. καταγράφω, καταχωρώ: «θέλω να περάσεις στα βιβλία όλα τα έξοδα || πρέπει να περάσω τις ασκήσεις στο καθαρό». 10. προσθέτω, επεξεργάζομαι, ασχολούμαι με κάτι: «μόλις στεγνώσει, θα το περάσω ένα δεύτερο χέρι || το πάτωμα ήταν χάλια και του πέρασα ένα σφουγγάρισμα || του περνάω ένα γαζί κι είναι έτοιμο για πρόβα το φόρεμα». 11. ζω: «τον τελευταίο καιρό περνώ δύσκολα». (Λαϊκό τραγούδι: Ε, ρε! Πώς περνάς σαν έχεις γκομενίτσα δουλικό, σε περνάει μες στην κουζίνα και σου λέει, βουρ! στο ψητό). 12. υποφέρω: «περνώ πολλά βάσανα». 13. ολοκληρώνω, φτάνω στο τέρμα μου, εξαντλώ τα χρονικά μου όρια: «πέρασε τ’ απόγευμα κι ακόμη δε φάνηκε || γρίπη είναι και θα περάσει || πέρασε κι αυτή η χρονιά και δεν έβαλες μυαλό». (Τραγούδι: και αν η φτώχεια μ’ έχει κουρελιάσει κι αυτό θα περάσει κι αυτό τα περάσει).14. (για τάβλι) προχωρώ το πούλι μου πάνω από πιασμένο αντίπαλο πούλι ή πάνω από πιασμένη πόρτα από τον αντίπαλό μου: «αν δεν έφερνα έξι πέντε, δε θα μπορούσα να περάσω». (Ακολουθούν 273 φρ.)·
- αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- αυτά δεν περνάνε σε μας ή αυτά δεν περνάνε σε μένα ή αυτά σε μας δεν περνάνε ή αυτά σε μένα δεν περνάνε, βλ. λ. αυτός·
- αφήνει να περάσει ο ελέφαντας και δείχνει το κουνούπι, βλ. λ. κουνούπι·
- βλέπει τα τρένα να περνούν, βλ. λ. τρένο·
- γαμάς δε γαμάς, ο καιρός περνάει ή γαμείς δε γαμείς, ο καιρός περνάει, βλ. λ. γαμώ·
- για να περνά η ώρα, βλ. λ. ώρα·
- για να περνώ τον καιρό μου, βλ. λ. καιρός·
- για πέρνα απ’ το ιδιαίτερο! βλ. λ. ιδιαίτερο·
- για ποιον με πέρασες; βλ. λ. ποιος·
- για ποιον με περνάς; βλ. λ. ποιος·
- δε θα περάσει, (ιδίως για νόμο ή πολιτική κατάσταση) δε θα εγκριθεί, δε θα ισχύσει, γιατί προκαλεί τη λαϊκή αντίδραση: «ο νόμος του υπουργού Παιδείας για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δε θα περάσει». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει όποτε ακούω ακορντεόν. Κι έχει σα στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει «Δε θα περά- Δε θα περάσει ο φασισμός). Χρησιμοποιείται και ως σύνθημα, επαναλαμβανόμενο ρυθμικά·
- δε θα περάσει έτσι, βλ. λ. έτσι·
- δε θα περάσεις απ’ τη γειτονιά μου; βλ. λ. γειτονιά·
- δε θα τ’ αφήσω να περάσει έτσι, βλ. λ. έτσι·
- δε θα του περάσει, δε θα γίνει αυτό που θέλει, δε θα γίνει το δικό του: «όσο και να προσπαθήσει να μου φάει τη θέση, δε θα του περάσει». (Λαϊκό τραγούδι: λυσσάνε τώρα κι έχουνε από τη ζήλια σκάσει, μα γω ’χω τα κολπάκια μου και δε θα τους περάσει // ό,τι θέλει αυτή δε θα μου κάνει· αν δε μετανιώσει, πες της, θα πεθάνει, δε θα της περάσει, μη φοβάσαι, πάντα μες στην αγκαλιά μου θα ’σαι
- δεν περνά η μαγκιά σου, βλ. λ. μαγκιά·
- δεν περνά η μπογιά του, βλ. λ. μπογιά·
- δεν περνάει, (για λίρες ή χαρτονομίσματα) δεν έχει το αντίκρισμα που αναγράφει, γιατί είναι κάλπικο ή ξεπερασμένο: «αυτή η λίρα δεν περνάει, γιατί είναι κάλπικη || αυτό το πεντοχίλιαρο δεν περνάει, γιατί τώρα έχουμε το ευρώ || αυτό το πενηντάευρω δεν περνάει, γιατί είναι μαϊμού»· βλ. και φρ. δεν περνάνε·  
- δεν περνάει απ’ την πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- δεν περνάει απ’ την πόρτα μου, βλ. λ. πόρτα·
- δεν περνάει απ’ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- δεν περνάει κουνούπι, βλ. λ. κουνούπι·
- δεν περνάει μύγα, βλ. λ. μύγα·
- δεν περνάει ο λόγος του, βλ. λ. λόγος·
- δεν περνάει ούτε (κάτω) από καμάρα, βλ. λ. καμάρα·
- δεν περνάει χρόνος από πάνω του, βλ. λ. χρόνος·
- δεν περνάνε, (ιδίως για λεφτά) για κάποιο λόγο δεν έχουν αξία, δεν κυκλοφορούν. Συνήθης διαπίστωση των ζωντανών φτωχών για τα λεφτά των νεκρών πλουσίων. (Λαϊκό τραγούδι: αφού στον άλλον τον ντουνιά λεφτά δε θα περνάνε,τα ’χουν και τα θυμιατίζουνε, δεν ξέρουν να τα φάνε)· βλ. και φρ. δεν περνάει·
- δεν περνάς κυρά Μαρία, βλ. λ. Μαρία·
- δεν περνούν άλλο τα λεφτά μου ή δεν περνούν πια τα λεφτά μου, βλ. λ. λεφτά·
- δεν περνούν τα λεφτά σου, βλ. λ. λεφτά·
- δεν περνώ το κατώφλι του, βλ. λ. κατώφλι·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. ζωή·
- έφτασε η Τετραδίτσα, πέρασε η βδομαδίτσα, βλ. λ. Τετράδι·
- η ζωή να περνά, βλ. λ. ζωή·
- η στεναχώρια περνάει. -Περνάει αλλά τρυπάει, βλ. λ. στεναχώρια·
- θα περάσεις απ’ τον πάγκο μου! βλ. λ. πάγκος·
- θα περάσεις πάνω απ’ το πτώμα μου, βλ. λ. πτώμα·
- θα στο περάσω κολάρο, βλ. λ. κολάρο·
- θα στο περάσω τελάρο, βλ. λ. τελάρο·
- Ιησούς Χριστός περνά κι όλα τα κακά σκορπά ή Ιησούς Χριστός περνάει και όλα τα κακά σκορπάει, βλ. λ. Χριστός·
- κάνει ό,τι περνάει απ’ το μυαλό του ή κάνει ό,τι περάσει απ’ το μυαλό του ή κάνει ό,τι του περάσει απ’ το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό, βλ. λ. καιρός·
- με πέρασε στο κλασέ, βλ. λ. κλασέ·
- με περνά για…, έχει τη γνώμη ότι είμαι…, με θεωρεί, νομίζει: «με περνά για ανόητο και θέλει να με ξεγελάσει». Συνών. με παίρνει για (…)·
- με τον έρωτα περνά ο καιρός και με τον καιρό ο έρως, βλ. λ. έρωτας·
- μεγάλη πόρτα θα περάσεις, βλ. λ. πόρτα·
- μου πέρασε, α. έπαψε πια να με απασχολεί, μου έφυγε η διάθεση, το ξέχασα: «είχα σκοπό ν’ αγοράσω κι εγώ αυτοκίνητο, αλλά μου πέρασε || κάποτε ήθελα να τον δείρω, αλλά τώρα μου πέρασε». β. (για ασθένειες) δε με ενοχλεί, έγινα καλά: «πριν από λίγο πονούσε το στομάχι μου, αλλά, μόλις ήπια ένα ποτήρι γάλα, μου πέρασε»·   
- μου πέρασε απ’ το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- μου πέρασε απ’ το νου, βλ. λ. νους·
- μου πέρασε η ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μου περνούν μαύρες σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- μπόρα είναι (και) θα περάσει, βλ. λ. μπόρα·
- να μου περάσεις χαλκά στη μύτη, βλ. λ. χαλκάς·
- ο έρωτας περνάει απ’ το στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- ο ποντικός περνά καλά στην τρύπα του, βλ. λ. ποντικός·
- όνειρο ήταν και πέρασε, βλ. λ. όνειρο·
- ορίστε, περάστε! βλ. λ. ορίζω·
- όσο περνάει απ’ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- πάει, πέρασε! (για καιρό ή ηλικία), βλ. λ. πάει·
- πέρασα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία, βλ. λ. σαγόνι·
- πέρασα απ’ τα σαράντα κύματα, βλ. λ. κύμα·
- πέρασα απ’ του βελονιού την τρύπα, βλ. λ. τρύπα·
- πέρασα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. λ. λύκος·
- πέρασα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- πέρασα απέναντι, βλ. λ. απέναντι·
- πέρασα τράνζιτ, βλ. λ. τράνζιτ·
- περάσαμε Ανάσταση, βλ. λ. Ανάσταση·
- περάσαμε ανώτερα, βλ. λ. ανώτερος·
- περάσαμε αφασία, βλ. λ. αφασία·
- περάσαμε γκαγκάν, βλ. λ. γκαγκάν·
- περάσαμε δυνατά, βλ. λ. δυνατά·
- περάσαμε λώλα, βλ. λ. λώλα·
- περάσαμε χίλιες και μία νύχτες, βλ. λ. νύχτα·
- πέρασαν απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. χέρι·
- πέρασαν τα χρόνια μου, βλ. λ. χρόνος·
- πέρασε απ’ το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- πέρασε απ’ το νου μου, βλ. λ. νους·
- πέρασε από πολλά χέρια (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- πέρασε η βασιλεία του, βλ. λ. βασιλεία·
- πέρασε η μπογιά του, βλ. λ. μπογιά·
- πέρασε η μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
- πέρασε και δεν άγγιξε, βλ. συνηθέστ. πέρασε και δεν ακούμπησε·
- πέρασε και δεν ακούμπησε, α. ειρωνική αμφισβήτηση για την ικανότητα κάποιου σε μια τέχνη ή για τις ικανότητες κάποιου στον επαγγελματικό του χώρο: «ο τάδε είναι καλός ηθοποιός. -Πέρασε και δεν ακούμπησε! || ο τάδε είναι πολύ καλός γιατρός. -Πέρασε και δεν ακούμπησε!». β. ειρωνική έκφραση για αποτυχημένη σύγκριση δυο προσώπων ή πραγμάτων: «η τάδε είναι ίδια η Μιμή Ντενίση. -Πέρασε και δεν ακούμπησε || τ’ αυτοκίνητο που έχω, είναι σχεδόν ίδιο με το δικό σου στα κομφόρ. -Πέρασε και δεν ακούμπησε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το πώς·
- πέρασε ο καιρός του, (για πρόσωπα), βλ. λ. καιρός·
- πέρασε ο καιρός τους, (για καρπούς, φρούτα), βλ. λ. καιρός·
- πέρασε πολλά, βλ. λ. πολύς·
- πέρασε σαν φωτιά και λάβα, βλ. λ. λάβα·
- πέρασε στα ψιλά (των εφημερίδων), βλ. λ. ψιλός·
- πέρασε στην εφεδρεία, βλ. λ. εφεδρεία·
- πέρασε (τη) χρονιά, (για μαθητές, ιδίως φοιτητές), βλ. λ. χρονιά·
- πέρασε την τάξη, (για μαθητές), βλ. λ. τάξη·
- πέρασε το δικό του, βλ. λ. δικός·
- περάστε κόσμε! βλ. λ. κόσμος·
- περνά περνά η μέλισσα, βλ. λ. μέλισσα·
- περνάει απ’ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- περνάει από πατέρα σε γιο ή περνάει απ’ τον πατέρα στο γιο, βλ. λ. πατέρας·
- περνάει για σπουδαίος, βλ. λ. σπουδαίος·
- περνάει δεν περνάει, α. είναι αμφίβολο αν μπορεί να διέλθει από κάποιο πέρασμα: «είναι τόσο χοντρός, που περνάει δεν περνάει απ’ το μικρό πορτάκι || είναι τόσος στενός ο δρόμος, που περνάει δεν περνάει το φορτηγό». β. (για μαθητές) είναι αμφίβολο αν θα καταφέρει να εισαχθεί σε κάποια ανώτατη σχολή: «δεν είχε διαβάσει πολύ καλά, γι’ αυτό περνάει δεν περνάει»·
- περνάει και τρίζουν τα πεζοδρόμια, (για γυναίκες) βλ. λ. πεζοδρόμιο·
- περνάει ο λόγος του, βλ. λ. λόγος·
- περνάει σαν αγάς ή την περνάει σαν αγάς, βλ. λ. αγάς·
- περνάει σαν βασιλιάς ή την περνάει σαν βασιλιάς, βλ. λ. βασιλιάς·
- περνάει σαν μπέης ή την περνάει σαν μπέης, βλ. λ. μπέης·
- περνάει σαν πασάς ή την περνάει σαν πασάς, βλ. λ. πασάς·
- περνάει σαν τον κάβουρα στον τέντζερη, βλ. λ. τέντζερης·
- περνάει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- περνάει τη ράμπα, (για ηθοποιούς, ή παράσταση), βλ. λ. ράμπα2·
- περνώ αγαμίες, βλ. λ. αγαμία·
- περνώ αδεκαρίες, βλ. λ. αδεκαρία·
- περνώ αλάνικα, βλ. λ. αλάνικος·
- περνώ αναπαραδιές, βλ. λ. αναπαραδιά·
- περνώ απ’ τη ζωή (κάποιου), βλ. λ. ζωή·
- περνώ απ’ την Ιερά Εξέταση ή περνώ από Ιερά Εξέταση, βλ. λ. εξέταση·
- περνώ απ’ το κόσκινο ή περνώ από κόσκινο ή περνώ από ψιλό κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- περνώ απ’ το σουρωτήρι ή περνώ από σουρωτήρι, βλ. λ. σουρωτήρι·
- περνώ απενταρίες, βλ. λ. απενταρία·
- περνώ (από) ανάκριση, βλ. λ. ανάκριση·
- περνώ από εξετάσεις, βλ. λ. εξέταση·
- περνώ από φάλαγγα, βλ. λ. φάλαγγα·
- περνώ από φωτιά και τσεκούρι, βλ. λ. φωτιά·
- περνώ από ψιλή σίτα, βλ. λ. σίτα·
- περνώ άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- περνώ ατσιγαρίες, βλ. λ. ατσιγαρία·
- περνώ αφραγκίες, βλ. λ. αφραγκία·
- περνώ αψιλίες, βλ. λ. αψιλία·
- περνώ βάσανα, βλ. λ. βάσανο·
- περνώ βέρα ή περνώ βέρες ή περνώ τις βέρες, βλ. λ. βέρα·
- περνώ γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- περνώ δαχτυλίδι ή περνώ δαχτυλίδια ή περνώ τα δαχτυλίδια, βλ. λ.δαχτυλίδι·
- περνώ δεύτερο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- περνώ δύσκολο κανάλι, βλ. λ. κανάλι·
- περνώ ένα πανί (κάτι), βλ. λ. πανί·
- περνώ έξτρα, βλ. λ. έξτρα·
- περνώ έξτρα πρίμα, βλ. λ. έξτρα πρίμα·
- περνώ ζάχαρη ή την περνώ ζάχαρη, βλ. λ. ζάχαρη·
- περνώ ζόρια, βλ. λ. ζόρι·
- περνώ ζόρικα, βλ. λ. ζόρικος·
- περνώ ζωή ανθρωπινή, βλ. λ. ζωή·
- περνώ ζωή και κότα ή την περνώ ζωή και κότα, βλ. λ. ζωή·
- περνώ ζωή παραμυθένια, βλ. λ. ζωή·
- περνώ ζωή πασαλίδικη, βλ. λ. ζωή·
- περνώ ζωή χαρισάμενη, βλ. λ. ζωή·
- περνώ ζωή χρυσή, βλ. λ. ζωή·
- περνώ κακά ή την περνώ κακά, βλ. λ. κακός·
- περνώ καλά ή την περνώ καλά, βλ. λ. καλός·
- περνώ κανόνι, βλ. λ. κανόνι·
- περνώ καρύδι και μέλι ή περνώ καρύδι με το μέλι, βλ. λ. καρύδι·
- περνώ κουτσά στραβά, βλ. λ. κουτσός·
- περνώ κρίση, βλ. λ. κρίση·
- περνώ λαχτάρα, βλ. λ. λαχτάρα·
- περνώ λέκια, βλ. λ. λέκι·
- περνώ λούκι, βλ. λ. λούκι·
- περνώ λούφα ή την περνώ λούφα ή την περνώ στη λούφα, βλ. λ. λούφα·
- περνώ μαύρες μέρες, βλ. λ. μέρα·
- περνώ με κόκκινο, βλ. λ. κόκκινος·
- περνώ με πράσινο, βλ. λ. πράσινος·
- περνώ με τρόπο, βλ. λ. τρόπος·
- περνώ με ψωμί κι ελιά ή περνώ με ψωμί κι ελιές, βλ. λ. ψωμί·
- περνώ μεγάλο κανάλι, βλ. λ. κανάλι·
- περνώ μια χαρά, βλ. λ. χαρά·
- περνώ όμορφα ή την περνώ όμορφα, βλ. λ. όμορφος·
- περνώ όμορφα και φίνα ή την περνώ όμορφα και φίνα, βλ. λ. όμορφος·
- περνώ όμορφα κι ωραία ή την περνώ όμορφα κι ωραία, βλ. λ. όμορφος·
- περνώ πείνα ή περνώ πείνες, βλ. λ. πείνα·
- περνώ πρώτος (κάπου), βλ. λ. πρώτος·
- περνώ σταυροπόδι ή την περνώ σταυροπόδι, βλ. λ. σταυροπόδι·
- περνώ στη μερίδα μου, βλ. λ. μερίδα·
- περνώ στην άμυνα, βλ. λ. άμυνα·
- περνώ στην επίθεση, βλ. λ. επίθεση·
- περνώ στις εξετάσεις ή περνώ τις εξετάσεις, βλ. λ. εξέταση·
- περνώ στο καθαρό, βλ. λ. καθαρός·
- περνώ στο καλό, βλ. λ. καλός·
- περνώ στο πανεπιστήμιο, βλ. λ. πανεπιστήμιο·
- περνώ σφουγγάρι, βλ. λ. σφουγγάρι·
- περνώ τα όρια, βλ. λ. όριο·
- περνώ τελευταίο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- περνώ τη γραμμή μου, βλ. λ. γραμμή·
- περνώ τη μέρα μου, βλ. λ. μέρα·
- περνώ την κουλούρα, βλ. λ. κουλούρα·
- περνώ την ώρα μου ή περνώ τις ώρες μου, βλ. λ. ώρα·
- περνώ το κατώφλι της εκκλησίας, βλ. λ. κατώφλι·
- περνώ το χρόνο μου, βλ. λ. χρόνος·
- περνώ τον καιρό μου, βλ. λ. καιρός·
- περνώ του Χριστού τα πάθη, βλ. λ. πάθος·
- περνώ του λιμανιού τα βάσανα ή περνώ του λιμανιού τα πάθη, βλ. λ. λιμάνι·
- περνώ του λιναριού τα βάσανα ή περνώ του λιναριού τα πάθη, βλ. λ. λινάρι·
- περνώ τούνελ, βλ. λ. τούνελ·
- περνώ τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- περνώ των παθών μου τον τάραχο, βλ. λ. πάθος·
- περνώ φίνα ή την περνώ φίνα, βλ. λ. φίνος·
- περνώ φίνα κι ωραία ή την περνώ φίνα κι ωραία, βλ. λ. φίνος·
- περνώ φοβερά, βλ. λ. φοβερός·
- περνώ φουρτούνα ή περνώ φουρτούνες, βλ. λ. φουρτούνα·
- περνώ φτώχειες, βλ. λ. φτώχεια·
- περνώ χαλκά, βλ. λ. χαλκάς·
- περνώ χοντρά γαζιά, βλ. λ. γαζί·
- περνώ χοντρά λέκια, βλ. λ. λέκι·
- περνώ χοντρό λούκι, βλ. λ. λούκι·
- περνώ ωραία ή την περνώ ωραία, βλ. λ. ωραίος·
- πώς περνάς; ή πώς τα περνάς; έκφραση ενδιαφέροντος γενικά για την πορεία των πραγμάτων στη ζωή κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: απόψε έχουμε στο σπίτι πανηγύρι και όλ’ οι φίλοι σου ρωτούνε πώς περνάς, ρωτάει για σένανε και μια γειτονοπούλα που σε αγάπησε και που την αγαπάς // για πες μου φίλε, πώς τα περνάς; Για μια γυναίκα θαρρώ πονάς
- σε μας αγριάδες δεν περνάνε ή σε μένα αγριάδες δεν περνάνε, βλ. λ. αγριάδα1·
- σε μας δεν περνάνε αυτά ή σε μένα δεν περνάνε αυτά, βλ. λ. αυτός·
- σε μας ζοριλίκια δεν περνάνε ή σε μένα ζοριλίκια δεν περνάνε, βλ. λ.ζοριλίκι·
- σε περνάει απέναντι, βλ. λ. απέναντι·
- στην πουτάνα πουτανιές δεν περνάνε, βλ. λ. πουτάνα·
- στο μάγκα μαγκιές δεν περνάνε, βλ. λ. μάγκας·
- στον πούστη πουστιές δεν περνάνε, βλ. λ. πούστης·
- την πέρασα στο πόδι, (για αρρώστιες) βλ. λ. πόδι·
- την πέρασε ολόκληρη ταξιαρχία, (για γυναίκες) βλ. λ. ταξιαρχία·
- την πέρασε ολόκληρο σύνταγμα, (για γυναίκες) βλ. λ. σύνταγμα·
- την πέρασε ολόκληρο τάγμα, (για γυναίκες) βλ. λ. τάγμα·
- την πέρασε ολόκληρος λόχος, (για γυναίκες) βλ. λ. λόχος·
- την περνώ, ζω υποφερτά: «μ’ όλη αυτή την ακρίβεια, μόλις που καταφέρνω να την περνώ». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου κολλάς, μπατίρισα, και φράγκο δεν υπάρχει· να την περάσεις κοίταξε όπως και αν σου λάχει
- την περνώ διπλοπόδι, βλ. λ. διπλοπόδι·
- την περνώ κοτσάνι, βλ. λ. κοτσάνι·
- την περνώ με ψωμί κι ελιά ή την περνώ με ψωμί κι ελιές, βλ. λ. ψωμί·
- την περνώ ξεροσφύρι, βλ. λ. ξεροσφύρι·
- την περνώ σπαρτιάτικα, βλ. λ. σπαρτιάτικα·
- την περνώ σταυροπόδι, βλ. λ. σταυροπόδι·
- της περνώ δεύτερο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- της περνώ ένα χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τι είν’ εδώ, του μπαμπά σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι είν’ εδώ, του μπαμπά σου το μαγαζί; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι είν’ εδώ, του μπαμπά σου το χωράφι; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι είν’ εδώ, του παππού σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. παππούς·
- τι είν’ εδώ, του παππού σου το μαγαζί; βλ. λ. παππούς·
- τι είν’ εδώ, του παππού σου το τσιφλίκι; βλ. λ. παππούς·
- τι είν’ εδώ, του παππού σου το χωράφι; βλ. λ. παππούς·
- τι το πέρασες εδώ, του μπαμπά σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι το πέρασες εδώ, του μπαμπά σου το μαγαζί; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι το πέρασες εδώ, του μπαμπά σου το χωράφι; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι το πέρασες εδώ, του παππού σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. παππούς·
- τι το πέρασες εδώ, του παππού σου το μαγαζί; βλ. λ. παππούς·
- τι το πέρασες εδώ, του παππού σου το τσιφλίκι; βλ. λ. παππούς·
- τι το πέρασες εδώ, του παππού σου το χωράφι; βλ. λ. παππούς·
- το πέρασε νύχτα, (για κυβερνήσεις ή υπουργούς) βλ. λ. νύχτα·
- το περνώ απ’ το κόσκινο ή το περνώ από κόσκινο ή το περνώ από ψιλό κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- το περνώ απ’ το σουρωτήρι ή το περνώ από σουρωτήρι, βλ. λ. σουρωτήρι·
- το περνώ ντούκου ή το περνώ στο ντούκου, βλ. λ. ντούκου·
- το περνώ χαλκά στη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- τον πέρασα απ’ του σκυλιού τ’ άντερο, βλ. λ. σκυλί·
- τον πέρασα γενεές δεκατέσσερις, βλ. λ. γενεά·
- τον πέρασα για…, τον θεώρησα, σχημάτισα τη γνώμη, νόμισα: «στην αρχή τον πέρασα για βλάκα, αλλά αποδείχτηκε πολύ έξυπνος». (Λαϊκό τραγούδι: είναι μυστήριοι οι αλητήριοι και τους περνούν σε κάθε μέρος για γκραν αστέρες τους τρεις Καμπαλέρος). Συνών. τον πήρα για(…)·
- τον πέρασα για (τον τάδε), τον  εξέλαβα για κάποιον άλλον, τον παραγνώρισα: «είδα από μακριά τον τάδε και τον πέρασα για τον αδερφό σου». Συνών. τον πήρα για (τον τάδε)· 
- τον πέρασα στη στροφή, βλ. λ. στροφή·
- τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού ή τον πέρασε απ’ του βελονιού τον κώλο, βλ. λ. βελόνι·
- τον πέρασε από μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- τον πέρασε από λεπίδι, βλ. λ. λεπίδι·
- τον περνώ απ’ το κόσκινο ή τον περνώ από κόσκινο ή τον περνώ από ψιλό κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- τον περνώ απ’ το σουρωτήρι ή τον περνώ από σουρωτήρι, βλ. λ. σουρωτήρι·
- τον περνώ γενεές δεκατέσσερις, βλ. λ. γενεά·
- τον περνώ γι’ αμερικανάκι, βλ. λ. αμερικανάκι·
- τον περνώ ένα κεφάλι ή τον περνώ δυο κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- τον περνώ ντούκου ή τον περνώ στο ντούκου, βλ. λ. ντούκου·
- τον περνώ (πολλές) σκάλες, βλ. λ. σκάλα·
- του (της) περνάει (το) κέρατο ή του (της) περνάει (τα) κέρατα, βλ. λ.κέρατο·
- του (της) τα περνώ (ενν. τα κέρατα), τον (την) κερατώνω, τον (την) απατώ: «είναι δυο χρόνια τώρα που του τα περνάει και δεν έχει πάρει ακόμα μυρουδιά»·
- του περνώ ένα βρισίδι, βλ. λ. βρισίδι·
- του περνώ ένα μπερντάχι, βλ. λ. μπερντάχι·
- του περνώ ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- του περνώ μια σαπουνάδα, βλ. λ. σαπουνάδα·
- του περνώ τα γυαλιά, βλ. λ. γυαλί·
- του περνώ το χαλκά στη μύτη (ενν. και τον τραβώ), βλ. λ. χαλκάς·
- του περνώ χαλκά, (για γυναίκες), βλ. λ. χαλκάς·
- του το πέρασα κολάρο, βλ. λ. κολάρο·
- του το πέρασα τελάρο, βλ. λ. τελάρο·
- τους πέρασαν από λεπίδι, βλ. λ. λεπίδι·
- τους πέρασαν από μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- τους περνώ τα δαχτυλίδια, βλ. λ. δαχτυλίδι·
- τους περνώ τις βέρες, βλ. λ. βέρα·
- ως να συλλογιστεί ο γνωστικός, περνά το γεφύρι ο τρελός, βλ. λ. γνωστικός.

σημείο

σημείο, το, ουσ. [<αρχ. σημεῖον], το σημείο. 1. το σημάδι, η ένδειξη, το αναγνωριστικό στοιχείο, η αντιπροσωπευτική εκδήλωση: «όλα αυτά που συμβαίνουν είναι σημεία κοινωνικής αδικίας». 2. βαθμός ή όριο πράγματος ή κατάστασης: «να δούμε μέχρι ποιο σημείο θα φτάσει η παλιανθρωπιά σου!». 3. ορισμένος τόπος, θέση: «σε ποιο σημείο της πόλης θέλεις να συναντηθούμε;». (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- αγγίζω το ευαίσθητο σημείο του, βλ. συνηθέστ. αγγίζω την ευαίσθητη χορδή του, λ. χορδή·
- βρίσκω το αδύνατο σημείο του, βρίσκω το σημείο εκείνο στο οποίο παρουσιάζει αδυναμία, στο οποίο υστερεί και μπορώ να τον εκμεταλλευτώ: «απ’ τη στιγμή που έμαθα πως είχε μεγάλη ανάγκη από λεφτά, βρήκα το αδύνατο σημείο του κι άρχισα να τον κάνω ό,τι θέλω»· βλ. και φρ. βρίσκω το ευαίσθητο σημείο του·
- βρίσκω το ευαίσθητο σημείο του, βρίσκω το σημείο εκείνο που από συναισθηματική άποψη παρουσιάζει αδυναμία και δεν μπορεί να μου αντισταθεί: «έχω βρει το ευαίσθητο σημείο του και δε μου χαλάει ποτέ χατίρι». (Λαϊκό τραγούδι: βρήκες το ευαίσθητο σημείο μου κι αυτό είναι μείον μου
- γίνονται σημεία και τέρατα ή γίνονται τέρατα και σημεία, διαδραματίζονται πράγματα τερατώδη, απίστευτα, που προκαλούν κατάπληξη: «κάθε φορά, στη γενική συνέλευση του σωματείου μας, γίνονται σημεία και τέρατα || λέγεται πως στο ελληνικό ποδόσφαιρο γίνονται τέρατα και σημεία»· 
- δε δείχνει σημεία ζωής ή δε δείχνει σημείο ζωής, φαίνεται ή είναι νεκρός: «όταν τον έφεραν, δεν έδειχνε σημεία ζωής, αλλά μόλις του ’καναν ηλεκτροσόκ, άρχισε να συνέρχεται || και μετά τα ηλεκτροσόκ που του ’καναν, δεν έδειχνε σημεία ζωής»·
- δε δίνει σημεία ζωής ή δε δίνει σημείο ζωής, είναι εξαφανισμένος από τα γνωστά μέρη, από τα γνωστά στέκια και δεν ξέρει κανείς πού βρίσκεται ή τι κάνει: «είναι καιρός τώρα που δε δίνει σημεία ζωής και δεν ξέρουμε τι να υποθέσουμε»· βλ. και φρ. δε δείχνει σημεία ζωής·
- κάνω το σημείο του σταυρού, σχηματίζω το σημείο του σταυρού φέρνοντας πάνω στο  μέσο του δείκτη του ενός μου χεριού, που τον έχω σε κάθετη θέση, το δείκτη του άλλου μου χεριού, που τον έχω σε οριζόντια θέση, συνήθως ως προστατευτική κίνηση σε κάθε κακή ή διαβολική παρουσία: «κάθε φορά που περνώ νύχτα έξω από νεκροταφείο, κάνω το σημείο του σταυρού για να εξορκίζω τα φαντάσματα»· βλ. και φρ. κάνω το σταυρό μου, λ. σταυρός·
- μελανό σημείο, η δυσάρεστη πλευρά ενός θέματος, μιας υπόθεσης ή μιας κατάστασης, ιδίως από ηθική άποψη: «το μελανό σημείο της όλης υπόθεσης είναι η προδοτική στάση του τάδε»·
- μέχρις ενός σημείου, έκφραση δυσαρέσκειας για κάποιον που υπερβαίνει με τις πράξεις του τα όρια της αντοχής μας ή της ανοχής μας: «είπαμε να με εκμεταλλεύεται, αλλά μέχρις ενός σημείου || είπαμε να πίνεις, αλλά μέχρις ενός σημείου»· βλ. και φρ. μέχρις ενός ορίου, λ. όριο·
- νεκρό σημείο, α. η θέση όπου μηδενίζεται η ενέργεια της κινητήριας δύναμης: «κάθε φορά που βρίσκω κατηφοριά, βάζω την ταχύτητα στο νεκρό σημείο κι αφήνω τ’ αυτοκίνητο να ρολάρει μοναχό του». β. κατάσταση που δε βοηθάει, που δεν επιτρέπει καμιά εξέλιξη: «οι διαπραγματεύσεις έφτασαν σε νεκρό σημείο, γι’ αυτό και οι δυο αντιπροσωπείες αποχώρησαν»·
- νίκη στα σημεία, (για πυγμάχους ή παλαιστές) βλ. φρ. νικώ στα σημεία·
- νικώ στα σημεία, (για πυγμάχους ή παλαιστές) νικώ τον αντίπαλό μου όχι με νοκάουτ ή πτώση, αλλά χάρη στη διαφορά βαθμών που έχω από αυτόν: «ο Έλληνας παλαιστής νίκησε τον αντίπαλό του στα σημεία»·
- σε σημείο που…, βλ. φρ. σε τέτοιο σημείο που(…)·
- σε τέτοιο σημείο που…, τόσο πολύ που…, ώστε…: «μ’ εκνεύρισε σε τέτοιο σημείο, που μου ’ρθε να τον πλακώσω στο ξύλο || φώναζε σε τέτοιο σημείο, που σήκωσε τη γειτονιά στο πόδι»·
- σημεία και τέρατα ή τέρατα και σημεία, πράγματα τερατώδη, απίστευτα, που προκαλούν κατάπληξη: «τι έγινε χτες βράδυ στη γενική συνέλευση; -Πού να στα λέω! Σημεία και τέρατα»·
- σημεία των καιρών, χαρακτηριστικά της επικαιρότητας, οι ανάγκες ή οι απαιτήσεις μιας εποχής, ενδεικτικά της κοινωνικής κατάστασης κάθε εποχής: «η κυβερνητική διαφθορά και η κοινωνική αναλγησία είναι σημεία των καιρών»·
- σημείο αγκάθι, βλ. λ. αγκάθι·
- σημείο προς σημείο, διεξοδικά, λεπτομερειακά: «ανέφερε σημείο προς σημείο όλες τις παρατυπίες του υποδιευθυντή του»·
- σημείο τριβής, βλ. λ. τριβή·
- σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, διασκορπίστηκε, εξανεμίστηκε: «είχε μια πολύ μεγάλη περιουσία, αλλά σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα με τις παλιοπαρέες του έμπλεξε»·
- το ευαίσθητο σημείο, (και για τα δυο φύλα) το σεξουαλικό όργανο: «μόλις άρχισε να της χαϊδεύει το ευαίσθητο σημείο της, γλάρωσε από την ηδονή κι αφέθηκε στη διάθεσή του»·
- το σημείο του σταυρού, το νοητό σχήμα του σταυρού, που κάνουνε  μπροστά στο στήθος τους, κατά την προσευχή τους, οι ορθόδοξοι χριστιανοί, με τον αντίχειρα, το δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο ενωμένα στις άκρες τους, αρχίζοντας από το μέτωπο με κάθετη κίνηση προς το στομάχι, ύστερα στο δεξιό ώμο και με κατάληξη στον αριστερό·
- φτάνω στο σημείο να…, φτάνω σε ένα οριακό αρνητικό σημείο: «απ’ τη μέρα που γνώρισε εκείνη την παρδαλή, για να της κάνει όλα τα χατίρια, έφτασε στο σημείο να μην αφήνει στην οικογένειά του ούτε ευρώ»·
- ως ένα σημείο, βλ. φρ. μέχρις ενός σημείου. 

τρίχα

τρίχα, η, ουσ. [<μσν. τρίχα, από το τρίχα, αιτ. του αρχ. ουσ. θρίξ], η τρίχα. 1. το τρίχωμα ανθρώπου ή ζώου: «με τέτοια μεταξένια τρίχα που έχει αυτή η γυναίκα, πώς να μη δείχνει ομορφότερη!». 2α. στον πλ. οι τρίχες, τα ψέματα, οι ψευτιές, οι ανοησίες, οι ανακρίβειες, οι ψευδολογίες: «μας αράδιασε ένα σωρό τρίχες κι είχε την εντύπωση πως τον πιστέψαμε». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε λοιπόν, αφού το θες αλλού να πας, κι ας τις μουρμούρες και τις κλάψες και τις τρίχες, κι όταν θα σμίξεις με το μάγκα π’ αγαπάς, να μην του πεις ότι για πασατέμπο μ’ είχες). Συνών. κουραφέξαλα (1) / μαμούκαλα (α) / μαμούνια (3α) / μπούρδες (α) / παπάρες (4α) / παπαριές (β) / πίπες (2α) / σάλια (2) / φλούδες (1). β. ως επιφών. τρίχες! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «έμαθα πως την άλλη Κυριακή παντρεύεται ο τάδε. -Τρίχες!». Πολλές φορές, μετά το επιφώνημα επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «έμαθα πως την άλλη Κυριακή παντρεύεται ο τάδε. -Τρίχες παντρεύεται!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «έμαθα πως την άλλη Κυριακή παντρεύεται ο τάδε. -Τρίχες παντρεύεται την άλλη Κυριακή ο τάδε!». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4). Υποκορ. τριχίτσα, η (βλ. λ.) κ. τριχούλα, η. (Ακολουθούν 59 φρ.)·
- ακόμη δεν έβγαλε τρίχες, βλ. φρ. ακόμη δεν έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, λ. αρχίδι·
- άμα είναι η πούτσα κοντή, αμποδούν (= εμποδίζουν) οι τρίχες, βλ. λ. πούτσα·
- από σπανό τρίχα δύσκολα βγάζεις, βλ. λ. σπανός·
- από τρίχα, βλ. συνηθέστ. παρά τρίχα·
- άσπρισαν οι τρίχες μου ή άσπρισε η τρίχα μου, φοβήθηκα πάρα πολύ, κατατρόμαξα: «άσπρισαν οι τρίχες μου, μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές, μπροστά σε κάποιον μεγάλο κίνδυνο, να ασπρίζουν τα μαλλιά αυτού που κινδυνεύει· βλ και φρ. άσπρισαν τα μαλλιά μου, λ. μαλλί·
- βγάζω τρίχες, γίνομαι έφηβος: «μόλις άρχισε να βγάζει τρίχες, το μάτι  του το ’χει όλο στα κοριτσόπουλα»·
- βελονιάζει την τρίχα ή βελονιάζει τρίχα, είναι ευφυέστατος, παμπόνηρος, ικανότατος, καπάτσος, καταφέρνει και τις πιο δύσκολες δουλειές, αντιμετωπίζει με επιτυχία και τις πιο δύσκολες καταστάσεις, πράγμα που τον κάνει επικίνδυνο: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί, απ’ ότι έχω μάθει βελονιάζει την τρίχα και υπάρχει φόβος να σε μπλέξει σε καμιά υπόθεση». Συνών. καλιγώνει τον ψύλλο ή καλιγώνει ψύλλο·
- δε λείπει ούτε τρίχα, βλ. φρ. δεν πείραξα ούτε τρίχα·
- δεν άγγιξα ούτε τρίχα, βλ. φρ. δεν πείραξα ούτε τρίχα·
- δεν είσαι ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν ήταν ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν πείραξα ούτε τρίχα, δεν πήρα την παραμικρή ποσότητα από ένα σύνολο: «δεν ξέρω ποιος έφαγε απ’ το φαγητό, πάντως εγώ δεν πείραξα ούτε τρίχα || δεν ξέρω ποιος πήρε τα λεφτά απ’ το ταμείο, πάντως εγώ δεν πείραξα ούτε τρίχα». Από την εικόνα του ατόμου που δεν απλώνει το χέρι του ούτε για να αποσπάσει κάποια τρίχα που βρίσκεται μέσα στο φαγητό·
- δεν του άγγιξα ούτε τρίχα, βλ. φρ. δεν του πείραξα ούτε τρίχα·
- δεν του άφησε (ούτε) τρίχα, τον ξεμάλλιασε εντελώς και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησε πολύ αυστηρά, παραδειγματικά: «όταν γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι του, τον άρπαξε ο πατέρας του και δεν του άφησε τρίχα»·
- δεν του πείραξα ούτε τρίχα, δεν του έκανα το παραμικρό σωματικό κακό, δεν του προκάλεσα την παραμικρή σωματική βλάβη: «εγώ δεν του πείραξα ούτε τρίχα, γιατί άλλος ήταν αυτός που τον πλάκωσε στο ξύλο»·
- είμαι στην τρίχα, είμαι ντυμένος πολύ επίσημα, πολύ κομψά: «κάθε χρόνο στην ονομαστική μου γιορτή είμαι στην τρίχα, γιατί δέχομαι διάφορες επισκέψεις στο σπίτι». Συνών. είμαι στην πένα (α)·
- η ζωή μου κρέμεται από μια τρίχα ή η ζωή μου κρέμεται σε μια τρίχα, βλ. λ. ζωή·
- θα σου βγάλω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- θα σου μαδήσω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου μαδήσω το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- θα σου ξεριζώσω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου ξεριζώσω το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- κάθε τρίχα με τον ίσκιο της, ακόμα και ο πιο ασήμαντος, ο πιο ταπεινός άνθρωπος έχει την αξία του, την προσωπικότητά του και την ανάλογη θέση του μέσα στην κοινωνία: «όσο ασήμαντος κι αν είναι, πρέπει να συμπεριφέρεσαι σωστά, γιατί κάθε τρίχα με τον ίσκιο της». Συνών. κάθε δεντράκι με τον ίσκιο του / και το μυρμήγκι έχει το βάρος του·
- κάνει την τρίχα τριχιά, μεγαλοποιεί κάποιο ασήμαντο γεγονός: «δε θα ’χεις σαφή εικόνα, αν σου πει ο τάδε πώς έγινε το δυστύχημα, γιατί αυτός κάνει την τρίχα τριχιά». Συνών. κάνει τη μύγα ελέφαντα / κάνει τον ψύλλο καμήλα·
- κόβει την τρίχα στα δυο, είναι πανέξυπνος, πολυμήχανος: «να ’σαι σίγουρος πως θα τη βρει την άκρη, γιατί αυτός κόβει την τρίχα στα δυο». (Λαϊκό τραγούδι: αλάνικο, αλάνικο γυαλάκι βενετσιάνικο στα δυο κόβεις την τρίχα. Αχ, ταίρι μου να σ’ είχα!
- κρέμομαι από μια τρίχα ή κρέμομαι σε μια τρίχα, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση ή κατάσταση, η επιτυχία μου εξαρτάται από μια μικρολεπτομέρεια: «έχω δώσει όλα τα δικαιολογητικά για να πάρω αυτή τη θέση, και τώρα κρέμομαι από μια τρίχα || δε με πιάνει ύπνος τα βράδια, γιατί όλη μου η δουλειά κρέμεται από μια τρίχα». Συνών. κρέμομαι από μια κλωστή ή κρέμομαι σε μια κλωστή·
- λέει τρίχες, λέει ανοησίες, βλακείες, ανακρίβειες: «μην τον πιστεύεις, γιατί γενικά λέει τρίχες»·
- μας γέμισε τρίχες ή με γέμισε τρίχες, μας έλεγε ανακρίβειες, ανοησίες, ψευδολογούσε: «ήρθε να μας πει ο τάδε πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, αλλά μας γέμισε τρίχες». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μου σηκώθηκε η τρίχα ή σηκώθηκε η τρίχα μου, συγκινήθηκα έντονα: «μου σηκώθηκε η τρίχα, όταν τον είδα να σπαράζει πάνω στον τάφο του πατέρα του»· βλ. και φρ. μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο·
- μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο ή σηκώθηκε η τρίχα μου κάγκελο, α. έμεινα κατάπληκτος, αηδίασα, έφριξα: «μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο, μόλις είδα, κοτζάμ παλικάρι, να βρίζει έναν σεβάσμιο γέροντα». β. φοβήθηκα πάρα πολύ, κατατρόμαξα: «μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου, σηκώθηκε η τρίχα μου κάγκελο». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές, μπροστά σε μεγάλο κίνδυνο να σηκώνονται οι τρίχες, ιδίως του κεφαλιού αυτού που κινδυνεύει. γ. συγκινήθηκα έντονα: «όταν τον είδα να κλαίει, μόλις έμαθε για το θάνατο του πατέρα του, μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο»·
- μου σηκώθηκε η τρίχα όρθια ή σηκώθηκε η τρίχα μου όρθια, βλ. φρ. μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο·
- ντύνομαι στην τρίχα, ντύνομαι πολύ προσεγμένα, πολύ κομψά, ντύνομαι άψογα: «ήταν το πρώτο του ραντεβού με την γκόμενα, γι’ αυτό και ντύθηκε στην τρίχα». Συνών. ντύνομαι στην πένα·
- ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο ζυμάρι, αποτελεί ξεχωριστή αντίθεση, έντονη παραφωνία με τον περίγυρό του, πράγμα που γίνεται αμέσως αντιληπτό: «όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα επάνω του, γιατί, με τα παρδαλά ρούχα που φορούσε, ξεχώριζε σαν την τρίχα στο ζυμάρι». Συνών. ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα·
- ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο προζύμι, βλ. φρ. ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο ζυμάρι·
- ξηγιέμαι στην τρίχα, (στη γλώσσα της αργκό) συμπεριφέρομαι άψογα. (Λαϊκό τραγούδι: τόσες μήνες που την είχα μου ξηγιότανε στην τρίχα· τώρα έγινε από σόι και τα ψάρια δεν τα τρώει
- ξηγιέμαι τρίχες, (στη γλώσσα της αργκό) δε συμπεριφέρομαι σωστά σε κάποιον που μου φέρεται σωστά, συμπεριφέρομαι ανάρμοστα σε κάποιον: «εγώ σου φέρομαι σαν κύριος κι εσύ μου ξηγιέσαι τρίχες». (Λαϊκό τραγούδι: έπαιζα και δαχτυλήθρες κι εσύ μου ξηγιόσουν τρίχες κι έτρωγες τα τάλιρά μου μ’ άλλονε, νοικοκυρά μου
- ο λύκος τρίχα αλλάζει, γνώμη δεν αλλάζει, βλ. λ. λύκος·
- όσα σέρνει η τρίχα του μουνιού, αμάξι δεν τα σέρνει, βλ. συνηθέστ. τρίχα μουνιού σέρνει καράβι·
- παρά τρίχα, λίγο έλειψε να…, παραλίγο: «όπως ερχόμασταν απ’ την Αθήνα, παρά τρίχα να τρακέρναμε μ’ ένα φορτηγό»·
- πιάστηκε από μια τρίχα, επειδή δε βρήκε κάποια σοβαρή παρατυπία ή παρανομία, αναφέρθηκε σε κάτι επουσιώδες προκειμένου να καταφερθεί, να επιτεθεί ή να βλάψει τον αντίπαλό του: «όσο κι αν έψαξε να βρει κάτι μεμπτό για τον προϊστάμενό του, δεν το κατάφερε, γι’ αυτό, πιάστηκε από μια τρίχα, για μια άδεια, δηλαδή, άνευ αποδοχών, που είχε δώσει κάποτε σ’ έναν γνωστό του»·
- σαν βγάλει τρίχες η απαλάμη μου ή σαν βγάλει η απαλάμη μου τρίχες, (ειρωνικά) λέγεται σε περίπτωση κατηγορηματικής άρνησης, ποτέ: «σαν βγάλει τρίχες η απαλάμη μου, τότε θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς». Από το ότι ποτέ δεν πρόκειται να βγάλει τρίχες η παλάμη·
- σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου, α. ένιωσα φρίκη, αποτροπιασμό: «μόλις τον είδα να χτυπάει το γέρο πατέρα του, σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου». β. τρόμαξα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις άκουσα το ουρλιαχτό μέσα στη νύχτα, σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου». Από το ότι συμβαίνει, όταν τρομάζει κανείς πολύ, να σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής του·
- σκίζει τρίχα, είναι υπερβολικά τσιγκούνης, υπέρμετρα φιλάργυρος: «μου είναι αδιανόητο πώς αυτός ο άνθρωπος σου ’δωσε δανεικά λεφτά, γιατί αυτός, απ’ ό,τι ξέρω, σκίζει τρίχα»·
- σου το λέω και μου σηκώνεται η τρίχα, έκφραση με την οποία θέλουμε να κάνουμε κάποιον να πιστέψει πως πραγματικά συγκινηθήκαμε πάρα πολύ στην ανάμνηση κάποιου ευχάριστου ή δυσάρεστου γεγονότος: «μ’ αυτή τη γυναίκα πέρασα πάρα πολύ όμορφα χρόνια. Σου το λέω και μου σηκώνεται η τρίχα || όταν θυμάμαι τη στιγμή που θάβαμε τον πατέρα μου, συγκινούμαι πάρα πολύ. Σου το λέω και μου σηκώνεται η τρίχα». Συνήθως της φρ. προτάσσεται και πιο σπάνια ακολουθεί το δεικτικό να και συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την οποία δείχνουμε στο συνομιλητή μας το βραχίονά μας, για να δει τις τρίχες που, υποτίθεται σηκώνονται ή που πραγματικά σηκώνονται, γιατί μπορεί πράγματι να συμβεί, όταν το άτομο κατέχεται από μεγάλη συγκίνηση. Στην περίπτωση που ο ομιλητής έχει καλυμμένο το βραχίονά του με το ρούχο που φοράει, τότε κάνει πως τραβάει το μανίκι του σακακιού του προς τον αγκώνα του ή κάνει πως ξεκουμπώνει το μανικετόκουμπό του θέλοντας να δείξει στο συνομιλητή του τις σηκωμένες τρίχες του βραχίονά του. Συνών. σου το λέω κι ανατριχιάζω·
- στέκομαι στην τρίχα, α. ενεργώ πολύ πρόθυμα και χωρίς σκέψη προκειμένου να εξυπηρετήσω κάποιον, γίνομαι χίλια κομμάτια προκειμένου να εξυπηρετήσω κάποιον: «όσον καιρό ήμασταν στην πόλη του, το παιδί στεκόταν στην τρίχα για να μη μας λείψει τίποτα». β. βρίσκομαι σε απόλυτη ετοιμότητα προκειμένου να βοηθήσω κάποιον: «όση ώρα έδινα τις απαραίτητες εξηγήσεις στον τάδε, ο φίλος μου στεκόταν στην τρίχα στη γωνία μήπως και τον χρειαστώ». Από την εικόνα του ατόμου που έχει όλες του τις αισθήσεις συγκεντρωμένες σαν να ισορροπεί πάνω σε μια τρίχα·
- στην τρίχα, πολύ όμορφα, πολύ προσεγμένα και με πολύ φροντίδα: «είχε μέσα στην ντουλάπα τα ρούχα του στην τρίχα || είναι πολύ νοικοκυρά κι όλο το σπίτι το ’χει στην τρίχα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε Σαββάτο έβρισκες τα ρούχα σου στην τρίχα και την αχαριστία σου για πληρωμή μου είχα). Συνών. στην πένα / τσίτα κόρδα / τσίτα πίτα·
- στολίζομαι στην τρίχα, βλ. συνηθέστ. ντύνομαι στην τρίχα·
- τα σέρνει η τρίχα του μουνιού, καράβι δεν τα σούρνει, βλ. συνηθέστ. τρίχα μουνιού σέρνει καράβι·
- την πέτρα στύβει και την τρίχα σχίζει, βλ. λ. πέτρα·
- της κοντής ψωλής της φταίνε οι τρίχες, βλ. λ. ψωλή·
- της στραβής ψωλής της φταίνε οι τρίχες, βλ. λ. ψωλή·
- τον έβγαλε σαν την τρίχα απ’ το προζύμι, του αποστέρησε, του καταπάτησε τα δικαιώματά του, ιδίως τον απέλυσε από τη δουλειά του χωρίς αποζημίωση: «μπορεί να ήταν ο πιο παλιός μέσα στην επιχείρηση, αλλά ο καινούριος διευθυντής τον έβγαλε σαν την τρίχα απ’ το προζύμι»·
- του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του ’βγαλε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- του μάδησε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του μάδησε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- του ξερίζωσε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του ξερίζωσε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- τρίχα μουνιού σέρνει καράβι, βλ. λ. καράβι·
- τρίχες κατσαρές! α. έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «ο τάδε χώρισε τη γυναίκα του, γιατί την έπιασε μ’ έναν άλλον. -Τρίχες κατσαρές! Αφού τους είδα πριν από λίγο μαζί». β. ανοησίες, αηδίες: «αυτά που μας λες είναι τρίχες κατσαρές!». Είναι φορές, που η φρ. κλείνει με το και παρδαλά κατσίκια·
- τρίχες μιζαμπλί! βλ. συνηθέστ. τρίχες κατσαρές(!)·
- τριχοτομεί την τρίχα, είναι υπερβολικά λεπτολόγος: «εμείς θέλαμε να μας δώσει μια γενική εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στην Παιδεία κι αυτός άρχισε να τριχοτομεί την τρίχα»·
- φέρνομαι στην τρίχα, βλ. φρ. ξηγιέμαι στην τρίχα. (Λαϊκό τραγούδι: όσα χρόνια ταίρι μου την είχα την φερνόμουνα στην τρίχα).

χορδή

χορδή, η, ουσ. [<αρχ. χορδή], η χορδή·
- αγγίζω την ευαίσθητη χορδή του, βρίσκω το σημείο εκείνο που από συναισθηματική άποψη παρουσιάζει αδυναμία και δεν μπορεί να μου αντισταθεί, βρίσκω το ευαίσθητο σημείο του: «έχω βρει τον τρόπο ν’ αγγίζω την ευαίσθητη χορδή του και να του αποσπώ πάντα αυτό που μου χρειάζεται»·
- βρήκα τη χορδή του, βλ. συνηθέστ. βρήκα το σφυγμό του, λ. σφυγμός·
- βρίσκω την ευαίσθητη χορδή του, βλ. συνηθέστ. βρίσκω το ευαίσθητο σημείο του, λ. σημείο·
- θίγω την ευαίσθητη χορδή του, βλ. φρ. αγγίζω την ευαίσθητη χορδή του.