Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αγανακτώ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αγανακτώ κ. αγαναχτώ, ρ. [<αρχ. ἀγανακτῶ], αγανακτώ. 1. νιώθω μεγάλη ψυχική ταραχή, έντονη δυσαρέσκεια, θυμό ή οργή: «αμάν, μωρ’ αδερφάκι μου, μ’ αγανάκτησες!», δηλ. μου προκάλεσες μεγάλη ψυχική ταραχή, έντονη δυσαρέσκεια, θυμό ή οργή, γιατί είσαι γκρινιάρης, κουραστικός, γκαφατζής, ενοχλητικός, λεπτολόγος, ασυνεπής, ανένδοτος, πολυλογάς και διάφορα άλλα. (Λαϊκό τραγούδι: σήκω πάνω, κάτσε κάτω αγανάκτησα και βλαστήμησα την ώρα που σ’ αγάπησα, ώσπου έγινα θηρίο κι επαναστάτησα).2. νιώθω έντονο θυμό, έντονη δυσαρέσκεια: «τα νέα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης έχουν αγανακτήσει το λαό». 3. δυσκολεύομαι, κοπιάζω, ταλαιπωρούμαι μέχρι να πετύχω κάτι: «είχε τέτοια κίνηση στο δρόμο, που αγανάκτησα μέχρι να φτάσω στο γραφείο μου || αγανάκτησα μέχρι να τελειώσω το σπιτάκι που έχτιζα στη Χαλκιδική».