Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αγαθός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αγαθός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. ἀγαθός], αγαθός. 1α. που είναι απλοϊκός, αφελής, που μπορεί κανείς εύκολα να τον ξεγελάσει: «πήγε κι έμπλεξε ο αγαθός με τα σαΐνια της πιάτσας και τον μάδησαν». β. που είναι ενάρετος, χρηστός, καλός: «είναι πολύ αγαθός άνθρωπος και όλοι τον υπολήπτονται». γ. που δεν έχει πείρα, που είναι άπειρος στα ερωτικά: «η άλλη του έκανε κάθε τόσο νόημα, αλλά, επειδή αυτός είναι αγαθός, δεν κατάλαβε». 2. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό και το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. τα αγαθά βλ. λ. αγαθό. Επίρρ. αγαθά·
- έχω αγαθή διάθεση ή έχω αγαθές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχω αγαθή πρόθεση ή έχω αγαθές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθα μ’ αγαθή διάθεση ή ήρθα μ’ αγαθές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθα μ’ αγαθή πρόθεση ή ήρθα μ’ αγαθές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση.

αγαθό

αγαθό, το, ουσ. [<αρχ. ἀγαθόν], το αγαθό. 1. οτιδήποτε θεωρεί κάποιος πως έχει υλική, ψυχική, ηθική ή πνευματική αξία στην ατομική ή κοινωνική ζωή: «το αγαθό της ελευθερίας δεν εξαργυρώνεται με τίποτα || το αγαθό της υγείας είναι ό,τι πολυτιμότερο στον άνθρωπο || το αγαθό της παιδείας πρέπει να παρέχεται δωρεάν». 2. στον πληθ. τα αγαθά, (γενικά) οι υλικές ανάγκες που εξυπηρετούν τον άνθρωπο, ο πλούτος ή τα ωφέλιμα επακόλουθα ενός  αγαθού : «ευτύχησε να έχει την ευλογία του Θεού και να ’χει όλα τ’ αγαθά του κόσμου || πρέπει όλοι οι άνθρωποι να απολαμβάνουν τα αγαθά της δημοκρατίας»·
- τ’ αγαθά του Θεού, αφθονία υλικών αγαθών, ο πλούτος: «από μικρός είχε όλα τ’ αγαθά του Θεού»·
- τα χρόνια του Αβραάμ και τ’ αγαθά του Ισαάκ, βλ. λ. Αβραάμ·
- του Αβραάμ και του Ισαάκ τ’ αγαθά, βλ. λ. Αβραάμ.

διάθεση

διάθεση, η, ουσ. [<αρχ. διάθεσις <διατίθημι], η διάθεση· η προθυμία, η όρεξη για κάτι: «σήμερα μου λείπει η διάθεση για οτιδήποτε». (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- (δε) γνωρίζω τις διαθέσεις του, α. (δε) γνωρίζω τι αισθήματα τρέφει για μένα ή για κάποιον: «δείχνει να με συμπαθεί, αλλά δε γνωρίζω τις πραγματικές διαθέσεις του». β. (δε) γνωρίζω τους σκοπούς του, τις προθέσεις του: «ήρθε απρόσκλητος στη συγκέντρωση και δε γνωρίζω τις διαθέσεις του»·
- (δεν) έχω διάθεση, α. (δε) βρίσκομαι σε καλή ψυχολογική κατάσταση, (δεν) έχω όρεξη για κάτι: «σταμάτα τ’ αστεία, γιατί δεν έχω διάθεση». β. (δεν) έχω όρεξη να φάω: «μη μου βάλεις άλλο φαγητό, γιατί δεν έχω διάθεση»·
- (δεν) έχω διάθεση να… ή (δεν) έχω τη διάθεση να…, (δεν) έχω το σκοπό, (δεν) έχω την πρόθεση, (δεν) προτίθεμαι να…: «σε παρακαλώ φύγε, γιατί δεν έχω τη διάθεση ν’ ασχοληθώ άλλο μαζί σου || από δω και πέρα δεν έχω τη διάθεση να βοηθήσω κανέναν»·
- (δεν) ξέρω τις διαθέσεις του, βλ. φρ. (δε) γνωρίζω τις διαθέσεις του·
- είμαι στη διάθεση σου, μπορείς να υπολογίζεις σε μένα, μπορείς να με χρησιμοποιήσεις όπως ή όπου νομίζεις: «να ξέρεις πως, όποτε με χρειαστείς, είμαι στη διάθεση σου»·
- είναι στη διάθεσή σου, (για πράγματα ή μηχανήματα) μπορώ να σου το δώσω για να το χρησιμοποιήσεις όποτε και όπως θέλεις: «όποτε θελήσεις να πας διακοπές, το σπίτι μου στη Χαλκιδική είναι στη διάθεσή σου || αν το χρειάζεσαι, το αυτοκίνητό μου είναι στη διάθεσή σου»·
- έχει άγρια διάθεση ή έχει άγριες διαθέσεις, έχει την πρόθεση, την όρεξη να ξεφαντώσει στα νυχτερινά κέντρα διασκεδάσεως: «μην πας μαζί του στα μπουζούκια, γιατί σήμερα έχει άγριες διαθέσεις»· βλ. και φρ. ήρθε μ’ άγρια διάθεση·
- έχει άσχημη διάθεση ή έχει άσχημες διαθέσεις, βλ. φρ. έχει άγρια διάθεση·
- έχει κακή διάθεση ή έχει κακές διαθέσεις, βλ. φρ. έχει άγρια διάθεση·
- έχω αγαθή διάθεση ή έχω αγαθές διαθέσεις, βλ. φρ. έχω καλή διάθεση·
- έχω καλή διάθεση ή έχω καλές διαθέσεις, α. έχω σκοπό, έχω την πρόθεση να φέρω σε αίσιο τέλος κάποια ερωτική μου σχέση: «κύριε τάδε, θέλω να κουβεντιάσουμε για την κόρη σου, γιατί έχω καλές διαθέσεις». β. βρίσκομαι σε καλή ψυχολογική κατάσταση: «βλέπω πως έχει καλές διαθέσεις, γιατί απ’ το πρωί χαμογελάει»·
- έχω όλη την καλή διάθεση να…, πρόσκειμαι πολύ ευνοϊκά σε κάποιον ή σε κάποια υπόθεση και είμαι έτοιμος να κουβεντιάσω για να βρεθεί κάποια λύση: «έχω όλη την καλή διάθεση να σε βοηθήσω, αν είσαι σωστός στις υποχρεώσεις σου || έχω όλη την καλή διάθεση να κουβεντιάσουμε την υπόθεσή σου για να βρούμε μια ικανοποιητική λύση»·
- ήρθα μ’ αγαθή διάθεση ή ήρθα μ’ αγαθές διαθέσεις, βλ. φρ. ήρθα με καλή διάθεση·
- ήρθα με καλή διάθεση ή ήρθα με καλές διαθέσεις, ήρθα με πρόθεση να ξεκαθαρίσω με πολιτισμένο, με συμβιβαστικό τρόπο κάποια υπόθεση που εκκρεμεί: «ήρθα με καλές διαθέσεις για να λύσουμε, επιτέλους, κάθε διαφορά μας»·
- ήρθε μ’ άγρια διάθεση ή ήρθε μ’ άγριες διαθέσεις, ήρθε με την πρόθεση να κάνει φασαρία ή να ξεκαθαρίσει δυναμικά κάποια υπόθεση που εκκρεμεί: «πες στον τάδε να μην πάει στο καφενείο, γιατί ήρθε ο αδερφός της γκόμενάς του μ’ άγριες διαθέσεις»· βλ. και φρ. έχει άγρια διάθεση·
- ήρθε μ’ άσχημη διάθεση ή ήρθε μ’ άσχημες διαθέσεις, βλ. φρ. ήρθε μ’ άγρια διάθεση·
- ήρθε με κακή διάθεση ή ήρθε με κακές διαθέσεις, βλ. φρ. ήρθε μ’ άγρια διάθεση·
- ήρθε με καλή διάθεση ή ήρθε με καλές διαθέσεις, ήρθε με πρόθεση να ξεκαθαρίσει με πολιτισμένο, με συμβιβαστικό τρόπο κάποια υπόθεση που εκκρεμεί: «άφησε τα πείσματα κι άκουσέ τον τι θέλει να σου πει, γιατί ήρθε με καλή διάθεση»·
- με διάθεση να… ή με τη διάθεση να…, επίτηδες, σκόπιμα: «όλα όσα είπε, τα είπε με τη διάθεση να σε στενοχωρήσει || έφυγε με τη διάθεση να σε προσβάλει».

πρόθεση

πρόθεση, η, ουσ. [<αρχ. πρόθεσις], η πρόθεση. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- από πρόθεση, βλ. φρ. με πρόθεση·
- (δε) γνωρίζω τις προθέσεις του, (δε) γνωρίζω τις διαθέσεις του, τους σκοπούς του, τους στόχους του: «ήρθε απρόσκλητος στο πάρτι και δε γνωρίζω τις προθέσεις του || αφήστε να του μιλήσω εγώ, που γνωρίζω τις προθέσεις του»·
- (δεν) είναι πρόθεσή μου να… ή (δεν) είναι στην πρόθεσή μου να…, βλ. φρ. (δεν) έχω πρόθεση να(…)·
- (δεν) έχω πρόθεση να… ή (δεν) έχω την πρόθεση να…, (δεν) προτίθεμαι, (δε) σκοπεύω: «δεν έχω πρόθεση να σ’ ενοχλήσω || έχω την πρόθεση να συμβιβαστούμε». Στη θετική εκφορά της φρ. μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί πολλές φορές το την καλή ή το όλη την καλή: «έχω όλη την καλή πρόθεση να συμβιβαστούμε»·
- (δεν) ξέρω τις προθέσεις του, βλ. φρ. (δε) γνωρίζω τις προθέσεις του·
- εκ προθέσεως, βλ. φρ. με πρόθεση·
- έχει άγρια πρόθεση ή έχει άγριες προθέσεις, έχει μεγάλη διάθεση, μεγάλη όρεξη να ξεφαντώσει στα νυχτερινά κέντρα διασκεδάσεως: «κάθε φορά που έχει άγριες προθέσεις, στη νυχτερινή του διασκέδαση πληρώνει τα μαλλιοκέφαλά του»· βλ. και φρ. έχει κακή πρόθεση·
- έχει άσχημη πρόθεση ή έχει άσχημες προθέσεις, βλ. φρ. έχει κακή πρόθεση·
- έχει κακή πρόθεση ή έχει κακές προθέσεις, έχει την πρόθεση να κάνει φασαρία ή να ξεκαθαρίσει δυναμικά κάποια υπόθεση που εκκρεμεί: «ξαναθυμήθηκε εκείνες τις διαφορές που είχατε παλιά, γι’ αυτό εξαφανίσου για λίγο καιρό να μη σε συναντήσει, γιατί έχει κακές προθέσεις»· βλ. και φρ. έχει άγρια πρόθεση·
- έχω αγαθή πρόθεση ή έχω αγαθές προθέσεις, βλ. φρ. έχω σοβαρή πρόθεση·
- έχω καλή πρόθεση ή έχω καλές προθέσεις, βλ. φρ. έχω σοβαρή πρόθεση·
- έχω όλη την καλή πρόθεση να…, διάκειμαι πολύ ευνοϊκά προς κάποιον ή για κάποια υπόθεση και είμαι έτοιμος να κουβεντιάσω για να βρεθεί κάποια λύση: «αν θα είσαι εντάξει στις υποχρεώσεις σου, έχω όλη την καλή πρόθεση να σε βοηθήσω || έχω όλη την καλή πρόθεση να κουβεντιάσουμε το πρόβλημά σου, για να βρούμε μια ικανοποιητική λύση»·
- έχω σοβαρή πρόθεση ή έχω σοβαρές προθέσεις, προτίθεμαι να δώσω αίσιο τέλος σε ένα ερωτικό μου δεσμό, προτίθεμαι να παντρευτώ τη γυναίκα με την οποία έχω ερωτικό δεσμό: «κύριε τάδε, θέλω να κουβεντιάσουμε για την κόρη σας, γιατί έχω σοβαρές προθέσεις»·
- ήρθα μ’ αγαθή πρόθεση ή ήρθα μ’ αγαθές προθέσεις, βλ. φρ. ήρθα με καλή πρόθεση·
- ήρθα με καλή πρόθεση ή ήρθα με καλές προθέσεις, ήρθα με σκοπό να ξεκαθαρίσω με πολιτισμένο, με συμβιβαστικό τρόπο κάποια υπόθεση που εκκρεμεί: «επειδή δεν υπάρχει λόγος να φιλονικούμε, ήρθα με καλές προθέσεις για να λύσουμε κάθε διαφορά μας»·
- ήρθε μ’ άγρια πρόθεση ή ήρθε μ’ άγριες προθέσεις, βλ. φρ. ήρθε με κακή πρόθεση·
- ήρθε μ’ άσχημη πρόθεση ή ήρθε μ’ άσχημες προθέσεις, βλ. φρ. ήρθε με κακή πρόθεση·
- ήρθε με κακή πρόθεση ή ήρθε με κακές προθέσεις, ήρθε με την πρόθεση να κάνει φασαρία ή να ξεκαθαρίσει δυναμικά κάποια υπόθεση που εκκρεμεί: «αν δεις τον τάδε, πες του να μην πάει στο μπαράκι, γιατί ήρθε με κακές προθέσεις ο αδερφός της γκόμενάς του»·
- ήρθε με καλή πρόθεση ή ήρθε με καλές προθέσεις, ήρθα καλοπροαίρετα: «τον δεχτήκαμε με χαρά, γιατί ήρθε με καλές προθέσεις για να τα βρούμε»·
- με πρόθεση να… ή με την πρόθεση να…, επίτηδες, σκόπιμα: «όλα όσα είπε, τα είπε με πρόθεση να σε στενοχωρήσει || έφυγε με την πρόθεση να σε προσβάλει».