Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αγάπη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αγάπη, η, ουσ. [<μτγν. ἀγάπη], η αγάπη. 1. το ζωηρό ενδιαφέρον, η βαθιά κλίση κάποιου σε κάτι και αυτό το ίδιο το αντικείμενο του ζωηρού ενδιαφέροντος, της βαθιάς κλίσης: «έχει αγάπη για το διάβασμα || έχει αγάπη για τα βιβλία || έχει αγάπη για τη μουσική || η μουσική είναι η αγάπη του || το διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων είναι η αγάπη του». 2. με τις κτητ. αντων. μου (σου, του, της, μας, σας, τους), το πρόσωπο που αγαπάει κανείς, το αγαπημένο πρόσωπο, ο ερωμένος, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «η μητέρα είναι η αγάπη μας || από δω να σου γνωρίσω την αγάπη μου || την είδα με την αγάπη της σ’ ένα μπαράκι». (Δημοτικό τραγούδι: το φεγγάρι κάνει βόλτα στης αγάπης μου την πόρτα). 3. αγάπη! θαυμαστικό επιφώνημα εν είδει πειράγματος σε όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Υποκορ. αγαπούλα, η. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- αγάπες και λουλούδια, ζωή παραμυθένια, α. λέγεται για ζευγάρι που είναι πολύ αγαπημένο και ευτυχισμένο: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκαν, αγάπες και λουλούδια, ζωή παραμυθένια». (Τραγούδι: αγάπες και λουλούδια, ζωή παραμυθένια, αγάπες και τραγούδια, μοναδική μας έννοια).β. λέγεται και ειρωνικά με διάθεση ωραιοποίησης της εντελώς αντίθετης κατάστασης: «πώς περνάει ο τάδε με το γάμο του; -Τι να σου λέω! Αγάπες και λουλούδια, ζωή παραμυθένια»·
- αγάπη μου! ή αγάπη μου γλυκιά! α. χαϊδευτική προσφώνηση μεταξύ ερωτευμένων ή προσφώνηση τρυφερότητας σε μικρά παιδιά: «τι θέλεις να σου φέρω, αγάπη μου, απ’ την αγορά;». (Τραγούδι: αγάπη μου αγάπη μου η νύχτα θα μας πάρει τ’ άστρα κι ο ουρανός το κρύο το φεγγάρι). β. ειρωνική, επιτιμητική ή επιθετική προσφώνηση σε άτομο: «τι λες, αγάπη μου, που θα σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη! || τι λες, αγάπη μου, που δε θα μπω μέσα!»·
- αραμπάς με κατρακύλια, βάσανα που ’χ’ η αγάπη, βλ. λ. αραμπάς·
- για την αγάπη σου, για το χατίρι σου: «αυτό που μου ζητάς θα το κάνω μόνο και μόνο για την αγάπη σου»·
- είμαστε στις αγάπες μας, α. (για ζευγάρια) περνάμε περίοδο με έντονες εκδηλώσεις του συναισθήματός μας: «τον τελευταίο καιρό είμαστε στις αγάπες μας». β. (γενικά) περνάμε περίοδο αγαθών σχέσεων: «αφήσαμε κατά μέρος τις διαφορές και τα μαλώματά μας κι είμαστε στις αγάπες μας»·
- έσβησε η αγάπη, τα δυο άτομα που αποτελούσαν ερωτικό ζευγάρι έπαψαν πια να αγαπιούνται: «θα χωρίσω μαζί της, γιατί από καιρό έσβησε η αγάπη μας». (Λαϊκό τραγούδι: μου φαίνεται απίστευτο που φεύγεις και σε χάνω, κάποια αγάπη έσβησε μια ιστορία έκλεισε μες στα πολλά τα δράματα και ένα παραπάνω). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αυτή·
- καλύτερα η αγάπη ενός γέρου, παρά οι ξυλιές ενός νέου, βλ. λ. γέρος·
- κάνω αγάπες, λέγεται για ζωηρές εκδηλώσεις του συναισθήματος: «κάθε φορά που έρχεται η γιαγιά στο σπίτι, της κάνουν αγάπες τα εγγονάκια της»·
- κάνω αγάπη (με κάποιον), μονοιάζω, συμφιλιώνομαι με κάποιον: «κάποτε δε μιλιόταν αλλά, απ’ τη μέρα που έκαναν αγάπη, κυκλοφορούν πάντα μαζί»·
- λόγια αγάπης, βλ. λ. λόγος·
- ο δρόμος της αγάπης, βλ. λ. δρόμος·
- όποιος κερδίζει στα χαρτιά, χάνει στην αγάπη, βλ. λ. χαρτί·
- όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη, βλ. λ. χαρτί·
- παράνομη αγάπη, η ερωτική σχέση δεσμευμένου ή παντρεμένου άντρα με άλλη γυναίκα ή και το αντίθετο: «έχει μια παράνομη αγάπη και τρέμει μην το μάθει η γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: παράνομή μου αγάπη πικρό μου ριζικό, απ’ όλα μου τα λάθη είσαι το πιο γλυκό
- πουλώ αγάπες και λουλούδια, προσποιούμαι τον πολύ ερωτευμένο: «μέχρι να τη ρίξει, της πουλούσε αγάπες και λουλούδια και μόλις ενέδωσε ή άμοιρη, την έβγαλε στο κουρμπέτι»·
- πουλώ αγάπη, βλ. φρ. πουλώ αγάπες και λουλούδια. (Λαϊκό τραγούδι: τώρα πια που τα ’χω πιάσει, χίλιους βρίσκω σαν εσέ· κι άλλοι μου πουλούν αγάπες, μα τις παίρνω βερεσέ)·
- σπινάρει η αγάπη στο γιαούρτι; λέγεται ειρωνικά σε κάποιον, που έχουμε καταλάβει πως προσπαθεί να μας ξεγελάσει: «για να μη ξοδέψεις τα λεφτά που κέρδισες, δώσ’ τα να στα φυλάω εγώ. -Σπινάρει η αγάπη στο γιαούρτι;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τι λε(ς) ρε μάγκα ή το τι λε(ς) ρε φίλε. Αν τώρα ο συνομιλητής μας έχει λαϊκή παιδεία, μας απαντάει: σπινάρει και κάνει και σούζες. Συνών. μασάει η κατσίκα ταραμά(;)·     
- το βοτάνι της αγάπης, το φυτό που σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη κάνει να ερωτεύεται σφόδρα αυτόν που του το δίνει να το φάει: «για να την αγαπάει τόσο πολύ, φαίνεται πως τον τάισε το βοτάνι της αγάπης»·
- το φιλί της αγάπης, βλ. λ. φιλί·
- χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί, παγώνει η αγάπη, η φτώχεια, η ανέχεια, κάνει την αγάπη σιγά σιγά να σβήσει: «να μην παντρευτείτε αν δεν τακτοποιήσετε πρώτα τα οικονομικά σας γιατί, χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί, παγώνει η αγάπη».

αραμπάς

αραμπάς, ο, ουσ. [<τουρκ. araba (= άμαξα)]. 1. δίτροχο ή τετράτροχο μεταφορικό μέσο που το σέρνουν άλογα ή βόδια, το κάρο. (Λαϊκό τραγούδι: αραμπάς περνά σκόνη γίνεται, σήκω το φουστανάκι σου να μη σκονίζεται). 2. (ειρωνικά, υποτιμητικά ή και χαϊδευτικά) το αυτοκίνητο που έχει παλιώσει και δεν μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα: «θα κάνουμε μια μέρα να φτάσουμε στην Αθήνα, αν ξεκινήσουμε μ’ αυτόν τον αραμπά || α, εγώ τον αραμπά μου δεν τον αλλάζω με τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: αραμπάς περνά. Η σατράπισσα που αγάπησα είναι μέσα. Αγκαλιάζεται κι ούτε νοιάζεται η μπαμπέσα!). 3. άνθρωπος αργοκίνητος ή αργόστροφος: «άνοιξε, βρε αραμπά, το βήμα σου να τους προλάβουμε || πόσες φορές πρέπει να στο πως, βρε αραμπά, για να το καταλάβεις». Από το ότι ο αραμπάς, όταν το σέρνουν τα βόδια, κινείται πάρα πολύ αργά. Υποκορ. αραμπαδάκι, το·
- αντί να τρίζει ο αραμπάς, τρίζουν τα κατρακύλια, λέγεται στην περίπτωση που παραπονιέται κάποιος για κάτι που υπομένει ή έχει υποστεί κάποιος άλλος: «εσένα τι σε νοιάζει και διαμαρτύρεσαι αν κουράζομαι μ’ αυτή τη δουλειά που κάνω, γιατί, έτσι όπως το πάμε, αντί να τρίζει ο αραμπάς, τρίζουν τα κατρακύλια». Συνών. αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει το σαμάρι· 
- αραμπάς με κατρακύλια, βάσανα που ’χ’ η αγάπη, λέγεται ειρωνικά για κείνους που μιλούν ασυνάρτητα, που λένε ασυναρτησίες: «τι σ’ έλεγε τόση ώρα ο τάδε; -Αραμπάς με κατρακύλια βάσανα που ’χ’ η αγάπη μου ’λεγε».

γέρος

γέρος, ο, θηλ. γριά, η, ουσ. [<μσν. γέρος <αρχ. γέρων], ο γέρος. 1. (χαϊδευτικά) ο ηλικιωμένος σύζυγος: «θα πάρω το γέρο μου και θα πάμε νωρίς για ύπνο». 2. (χαϊδευτικά) ο ηλικιωμένος πατέρας: «θα πάω νωρίς στο σπίτι, γιατί με περιμένει ο γέρος μου». (Τραγούδι: μείνανε ορφανά τα μαξιλάρια κι αν ξυπνήσει ο γέρος τι χαμπάρια). 3. στον πλ. οι γέροι, (χαϊδευτικά) οι ηλικιωμένοι γονείς: «το βράδυ θ’ αργήσουν να ’ρθουν οι γέροι μου στο σπίτι». Θεωρείται επίδειξη μαγκιάς από κάποιον νεαρό να αποκαλεί τον πατέρα του γέρο και τη μητέρα του γριά ή τους γονείς του γέρους, ακόμη και όταν αυτοί δεν είναι ηλικιωμένοι. Οι πιο παλιοί ίσως θα θυμούνται το παιδικό πείραγμα σε ηλικιωμένο σύζυγο που γινόταν εν χορώ: γέρο, γέρο, τη γριά σου την ξέρω, δώσε μου ένα τάλιρο να πάω να στη φέρω· βλ. και λ. γριά. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- γερο λαδάς, βλ. λ. λαδάς·
- γερο πλάτανος, βλ. λ. πλάτανος·
- δεν είναι και κανένας γέρος! δεν είναι γέρος: «ο πατέρας μου είναι ηλικιωμένος, αλλά ο πατέρας σου δεν είναι και κανένας γέρος!»·
- είναι του γέρου τα κανάκια σαν νερόβραστα σπανάκια, οι ερωτικές εκδηλώσεις των ηλικιωμένων είναι άνοστες και σαχλές: «μπορεί να έχουν πείρα οι μεγάλοι στα ερωτικά, αλλά και η δική της πείρα λέει πως είναι του γέρου τα κανάκια σαν νερόβραστα σπανάκια»·  
- είχαμε τη γριά λεχούσα, γέννησε κι ο γέρος, βλ. λ. γριά·
- κάθε γέρος την πορδή του την έχει μόσκο, βλ. λ. πορδή·
- καλύτερα η αγάπη ενός γέρου παρά οι ξυλιές ενός νέου, είναι προτιμότερο για μια γυναίκα να έχει για σύντροφό της κάποιον ηλικιωμένο που την αγαπά παρά κάποιον νέο που την κακομεταχειρίζεται: «παντρεύτηκε έναν που έχει τα διπλάσιά της χρόνια, αλλά από την πείρα της γνωρίζει πως καλύτερα η αγάπη ενός γέρου παρά οι ξυλιές ενός νέου»· 
- κοιμήθηκα νέος και ξύπνησα γέρος, δηλώνει πως η ζωή περνάει πάρα πολύ γρήγορα, χωρίς να το καταλάβουμε: «ούτε που κατάλαβα , παιδάκι μου, πώς πέρασε η ζωή μου. Κοιμήθηκα νέος και ξύπνησα γέρος»·
- με του γέρου το τομάρι παίρνει η νέα παλικάρι, βλ. λ. τομάρι·
- να τρώει ο γέρος και στη γριά να μη δίνει ή να τρώει ο γέρος και της γριάς να μη δίνει, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι υπερβολικά τσιγκούνης: «αυτός θα σου δώσει δανεικά! Αυτός, αγόρι μου, είναι να τρώει ο γέρος και της γριάς να μη δίνει». β. το φαγητό για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πάρα πολύ νόστιμο: «μας σερβίρισαν ένα φαγητό, να τρώει ο γέρος και της γριάς να μη δίνει». Συνών. να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει·
- ο γέρος ή από πέσιμο (πάει) ή από χέσιμο, δυο διαπιστωμένες αιτίες από τις οποίες μπορεί, εκτός των άλλων, να πεθάνει ένα πολύ ηλικιωμένο άτομο, τα κατάγματα και οι γαστρεντερίτιδες. Συνήθως λέγεται συμβουλευτικά σε ηλικιωμένο άτομο για να προσέχει. Πολλές φορές, διακρίνουμε και μια δόση ειρωνείας·
- ο Γέρος της Δημοκρατίας, προσωνυμία του πολιτικού Γεωργίου Παπανδρέου: «ο Γέρος της Δημοκρατίας, υπήρξε δεινός ρήτορας»·
- ο Γέρος του Μοριά, προσωνυμία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη: «ο Γέρος του Μοριά, υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία στην εθνεγερσία του 1821»·
- όποιος δεν ακούει τους γέροντες, πάει δέρνοντας, όποιος δεν ακούει τις συμβουλές ανθρώπων που έχουν πείρα, τότε φτάνει σε μια επιτυχία με μεγάλη δυσκολία: «να συμβουλεύεσαι τους γεροντότερους, όταν πρόκειται να κάνεις μια δουλειά, γιατί, όποιος δεν ακούει τους γέροντες, πάει δέρνοντας»·  
- οπού ’ναι γέρος μπουνταλάς, απού τα νιάτα το ’χει, βλ. λ. μπουνταλάς·
- παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις, βλ. λ. γυρεύω·
- πήγε (χαμένος) σαν το γερο Μασούρα ή πήγε (χαμένος) σαν το γέρο το Μασούρα, βλ. λ. Μασούρας·
- τεμπέλης νέος, φτωχός γέρος, η τεμπελιά κάποιου νέου θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στα γεροντάματά του: «δούλεψε σκληρά τώρα που είσαι νέος και πάψε να τεμπελιάζεις, γιατί τεμπέλης νέος, φτωχός γέρος»·
- τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα, βλ. λ. γεράματα.

φιλί

φιλί, το, ουσ. [<αρχ. φιλεῖν, απαρέμφ. του ρ. φιλῶ], το φιλί. (Τραγούδι: αγκαλιές και φιλιά πάντα βράδυ και πρωί εγώ κι εσύ). 1. στον πλ. χωρίς άρθρο φιλιά! ή φιλάκια! έκφραση αποχαιρετισμού οικείου προσώπου με το οποίο κουβεντιάζαμε ή βρισκόμασταν σε τηλεφωνική συνομιλία ή και στο τέλος επιστολής, γράμματος προς οικείο πρόσωπο. 2. το φελί (βλ. λ.). Υποκορ. φιλάκι, το. (Τραγούδι: ένα φιλάκι είναι λίγο πολύ λίγο, δύο φιλάκια είναι λίγο τι να πω, τρία φιλάκια είναι λίγο πολύ λίγο, δώσε μου τέσσερα, αν θες να σ’ αγαπώ). (Ακολουθούν 27 φρ.)·
- αγάλια αγάλια το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα, βλ. συνηθέστ. ανάρια ανάρια το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα·
- αλλάζω φιλιά, (και για τα δυο φύλα) ανταλλάσσω φιλιά, φιλιέμαι: «τους είδα στη γωνία που άλλαζαν φιλιά». (Λαϊκό τραγούδι: έλα να φιληθούμε σαν τ’ άγρια πουλιά που σμίγουν στα κλαράκια, τζόγια μου, κι αλλάζουνε φιλιά
- αλάργα αλάργα το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα, βλ. συνηθέστ. ανάρια ανάρια το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα·
- ανάρια ανάρια το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα, αυτό που μας αρέσει, πρέπει να το κάνουμε σε αραιά διαστήματα, για να μην το βαρεθούμε και για να το ευχαριστιόμαστε περισσότερο: «δεν είναι ανάγκη να πηγαίνουμε κάθε βράδυ στα μπουζούκια και να ξενυχτάμε! Ανάρια ανάρια το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα»·
- αυτά τα χείλη έχουμε, τέτοια φιλιά δίνουμε, βλ. λ. χείλι·
- δίνει τα φιλιά της, βλ. φρ. μοιράζει τα φιλιά της·
- δίνω το φιλί του Ιούδα, βλ. λ. Ιούδας·
- είναι για φιλιά, βλ. φρ. είναι για φίλημα, λ. φίλημα·
- καυτά φιλιά, φιλιά που δίνονται, που ανταλλάσσονται με ερωτικό πάθος: «μόλις συναντήθηκαν, άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν καυτά φιλιά»·
- κλεφτό φιλί, που δίνεται βιαστικά και χωρίς να το περιμένει αυτός που το δέχεται: «της έδωσε ένα κλεφτό φιλί || της πήρε ένα κλεφτό φιλί»·
- μοιράζει τα φιλιά της, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος είναι πολύ εύκολη στον έρωτα: «δεν την ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος και μοιράζει τα φιλιά της σ’ όποιον κάνει κέφι || εσύ θα μπορούσες να παντρευτείς μια γυναίκα που μοιράζει τα φιλιά της; || τι με νοιάζει αν μοιράζει τα φιλιά της! Εγώ την αγαπώ»·
- μοιράζω φιλιά, φιλώ δεξιά αριστερά τους ανθρώπους που υπάρχουν γύρω μου ή στέλνω από μακριά φιλιά σε ανθρώπους που υπάρχουν σε μικρή απόσταση από μένα: «μόλις κατέβηκε απ’ το τρένο, έτρεξε κοντά τους κι άρχισε να μοιράζει φιλιά σ’ αυτούς που τον περίμεναν || καθώς άρχισε να κυλάει το τρένο στις ράγες του, βγήκε στο παράθυρο κι άρχισε να μοιράζει φιλιά σ’ αυτούς που τον ξεπροβοδούσαν». (Λαϊκό τραγούδι: μένω σε κάποια γειτονιά φτωχική γειτονιά που έχει σπίτια χαμηλά, όλοι οι άνθρωποι εκεί έχουν πάντα γιορτή και μοιράζουνε φιλιά)· βλ. και φρ. μοιράζει τα φιλιά της·   
- πέφτω σ’ άλλα φιλιά, διαλύω την ερωτική μου σχέση και δημιουργώ καινούρια: «δε στεριώνει με καμιά γυναίκα, γιατί κάθε φορά που του μιλάνε για γάμο, πέφτει σ’ άλλα φιλιά || δεν είναι σταθερός στη σχέση του και κάθε τόσο πέφτει σ’ άλλα φιλιά»·
- πνίγηκε στα φιλιά, δέχτηκε αλλεπάλληλα φιλιά από κάποιον, ιδίως από κάποιους που τον περίμεναν: «μόλις κατέβηκε απ’ τ’ αεροπλάνο, τον περίμενε η παρέα του στην αίθουσα υποδοχής και πνίγηκε στα φιλιά των φίλων του»·
- πνιχτό φιλί, που γίνεται με τρόπο, ώστε να μην ακουστεί: «μόλις έσβησαν τα φώτα του κινηματογράφου, της έδωσε ένα πνιχτό φιλί». (Λαϊκό τραγούδι: ύστερα με φεγγαράκι, με βαρκούλα στ’ ανοιχτά, αγαπούλα μου, θα παίρνω τα φιλιά σου τα πνιχτά
- πουλάει τα φιλιά της, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος εκδίδεται επί χρήμασι, είναι βίζιτα, βιζιτού, πόρνη: «από μικρή πουλάει τα φιλιά της κι αντί να ’χει πέντε φράγκα στην άκρη για τα γηρατειά της, τα τρώει όλα στα λούσα»·
- ρουφηχτό φιλί, που γίνεται με ρούφηγμα και που θεωρείται πολύ παθιάρικο φιλί: «της έδωσε ένα ρουφηχτό φιλί, που της ήρθε λιποθυμία»·
- στέλνω ένα φιλί ή στέλνω φιλιά, φέρνω κολλητά τα δάχτυλά μου στο στόμα μου, τα φιλάω κι έπειτα τινάζω την παλάμη μου ελαφρά προς το μέρος του ατόμου στο οποίο θέλω να απευθυνθώ. Πολλές φορές, μετά το φιλί που δίνουμε στα δάχτυλα, αντί να τινάξουμε ελαφρά την παλάμη μας προς το μέρος του ατόμου στο οποίο θέλουμε να απευθυνθούμε, την φέρνουμε πολύ κοντά κάτω από το στόμα μας και φυσάμε προς το συγκεκριμένο άτομο για να φτάσουν σε αυτό τα φιλιά. (Λαϊκό τραγούδι: στης Κοκκινιάς τη γειτονιά δυο κάτασπρα χεράκια, μωρό μου, λουλούδια δε μου πέταξαν, δε μου ’στειλαν φιλάκια      
- το φιλί της αγάπης, το φιλί που ανταλλάσσουν οι χριστιανοί μετά την Ανάσταση: «μόλις ο παπάς είπε το Χριστός Ανέστη, όσοι βρισκόμασταν εκεί γύρω ανταλλάξαμε το φιλί της αγάπης»·
- το φιλί της ζωής, α. μέθοδος τεχνητής αναπνοής κατά την οποία ανοίγουμε το στόμα του ατόμου που έχασε τις αισθήσεις του ή έμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα κάτω από την επιφάνεια του νερού, κι αφού πρώτα κολλήσουμε το στόμα μας στο δικό του, φυσάμε δυνατά διοχετεύοντας αέρα στα πνευμόνια του: «με το φιλί της ζωής σώθηκαν αρκετοί άνθρωποι». β. κατάλληλα μέτρα ή ενέργειες για να ενισχύσουμε, να τονώσουμε κάποιον ή κάτι: «τα χρήματα που του ’δωσε ο φίλος του ήταν το φιλί της ζωής, για να ορθοποδήσει στη δουλειά του || τα διορθωτικά οικονομικά μέτρα που πήρε η κυβέρνηση ήταν το φιλί της ζωής για την οικονομία»·
- το φιλί της προδοσίας, βλ. φρ. το φιλί του Ιούδα. (Λαϊκό τραγούδι: κάπνισα πολύ, κι εσύ στον κόσμου σου τρελή, αλλού γυρνάς, κάπνισα πολύ, της προδοσίας το φιλί μη με κερνάς)·
- το φιλί του Ιούδα, α. το ψεύτικο φιλί, το τίμημα της προδοσίας, η προδοσία: «είμαστε τόσα χρόνια φίλοι, γι’ αυτό και δεν περίμενα από σένα το φιλί του Ιούδα». β. το ψεύτικο φιλί: «εμένα δε με καλοπιάνεις με τα φιλιά του Ιούδα»· βλ. και λ. Ιούδας·
- τον (την) έπνιξε στα φιλιά, τον (την) φίλησε αλλεπάλληλες φορές: «μόλις την πλησίασε, την πήρε στην αγκαλιά του και την  έπνιξε στα φιλιά || μόλις τον είδαν οι φίλοι του, έτρεξαν κοντά του και τον έπνιξαν στα φιλιά». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος ξέρει πότε τώρα πια, αν ξαναϊδωθούμε; Σφίξε με, φως μου, σφίξε με και στα φιλιά σου πνίξε με
- του (της) σκάω ένα φιλί, του (της) δίνω βιαστικά ένα ηχηρό φιλί: «καθώς χωρίζανε, της έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο». (Λαϊκό τραγούδι: σπλάχνο, να σου σκάσω το φιλί του μερακλή
- χαρίζω τα φιλιά μου, βλ. φρ. μοιράζω φιλιά·
- χαρίζω φιλιά, φιλώ ευχάριστα κάποιον: «μόλις μπήκαν στο δωμάτιο άρχισε να της χαρίζει φιλιά». (Λαϊκό τραγούδι: στα Τρίκαλα στο Κάστρο στα πεύκα τ’ Άη Λια, τρικαλινό μου άστρο, σου χάριζα φιλιά 
- χάρισέ μου ένα φιλί (φιλάκι), δώσε μου ένα φιλί, φίλησέ με: «χάρισέ μου ένα φιλί να σε θυμάμαι μια ζωή || κοριτσάκι, χάρισέ μου ένα φιλάκι». Πολλές φορές, απευθύνεται ως πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. (Λαϊκό τραγούδι: χάρισέ μου ένα φιλί να σε θυμάμαι μια ζωή, χάρισέ μου ένα φιλάκι, κοριτσάκι).

χαρτί

χαρτί, το, ουσ. [<μσν. χάρτιν <μτγν. χαρτίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. χάρτης], το χαρτί. 1. κάθε επίσημο δημόσιο έγγραφο: «μου ’ρθε το χαρτί της εφορίας». 2. το δίπλωμα, το πτυχίο: «πότε παίρνει ο γιος σου το χαρτί του δικηγόρου;». 3. το τραπουλόχαρτο και, κατ’ επέκταση, η χαρτοπαιξία: «τι χαρτί ήταν αυτό που πέταξες; || τον κατάστρεψε το χαρτί». (Λαϊκό τραγούδι: κρασί, γυναίκα και χαρτί τρία κακά μεγάλα, με φέραν στ’ αδιέξοδο, με φέραν στην κρεμάλα // με τη ντάμα με το ρήγα κι όλα τ’ άλλα τα χαρτιά,σου ’χα φτιάξει ένα σπιτάκι αλλά του ’βαλες φωτιά).4. το χρήμα, τα χρήματα: «όποιος έχει το χαρτί, κάνει ό,τι θέλει στη ζωή του». 5α. στον πλ. τα χαρτιά, α. οι τίτλοι των μετοχών που βρίσκονται στην κατοχή κάποιου, οι μετοχές: «απ’ την τάδε επιχείρηση κινήθηκαν σήμερα στο χρηματιστήριο τόσες χιλιάδες χαρτιά || με την πτώση του χρηματιστηρίου πολύς κόσμος έχασα τα λεφτά του κι έμεινε με τα χαρτιά στο χέρι». Συνών. κομμάτια. β. διάφορα χαρτιά που είναι χειρόγραφα ή τυπωμένα: «ψάχνει στα χαρτιά του για να βρει έναν παλιό λογαριασμό || κάπου μέσα στα χαρτιά μου έχω το γράμμα που μ’ έστειλε ο τάδε». γ. τα επίσημα έγγραφα που πιστοποιούν το πρόσωπο κάποιου: «έχασα την τσάντα μου, όπου είχα μέσα όλα τα χαρτιά μου (π. χ. ταυτότητα, διαβατήριο, άδεια οδήγησης κ. ά). δ. η χαρτοπαιξία: «όλα του τα λεφτά τα ’χασε στα χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: στα χαρτιά τα κονομούσα και σε σένα τ’ ακουμπούσα). Υποκορ. χαρτάκι, το (βλ. λ.).(Ακολουθούν 77 φρ.)· 
- άγραφο χαρτί, πρόκειται για πολύ αγνό, πολύ απονήρευτο άτομο: «την πήρε άγραφο χαρτί ο παλιοαλήτης και την έκανε τη μεγαλύτερη πουτάνα»·
- αμόντε τα χαρτιά, βλ. λ. αμόντε·
- ανοίγω τα χαρτιά μου, α. αποκαλύπτω σε κάποιον τις διαθέσεις μου, τις προθέσεις μου: «αν δε σιγουρευτώ πρώτα πώς θα ενεργήσει ο άλλος, δεν ανοίγω τα χαρτιά μου». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) φανερώνω στους συμπαίχτες μου τα φύλλα που έχω: «όταν άνοιξα τα χαρτιά μου και είδαν τι είχα, έτριβαν τα μάτια τους!»·
- βγάζω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. κάνω τα χαρτιά μου·
- βγήκαν τα χαρτιά, επαληθεύτηκαν αυτά που μου είπε κάποιος με τη χαρτομαντεία: «μου ’χε πει πως θα ’χανα αρκετά  λεφτά και να που βγήκαν τα χαρτιά, γιατί έχασα μια σπουδαία δουλειά»·
- βλέπει τα χαρτιά, βλ. συνηθέστ. λέει τα χαρτιά·
- γίνεται χοντρό χαρτί, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. φρ. γίνεται χοντρό παιχνίδι, λ. παιχνίδι·
- γίνεται ψιλό χαρτί, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. φρ. γίνεται ψιλό παιχνίδι, λ. παιχνίδι·
- δε δείχνει τα χαρτιά του, βλ. φρ. δεν ανοίγει τα χαρτιά του·
- δε φανερώνει τα χαρτιά του, βλ. φρ. δεν ανοίγει τα χαρτιά του·
- δείχνω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. ανοίγω τα χαρτιά μου·
- δεν ανοίγει τα χαρτιά του, δεν αποκαλύπτει σε κάποιον τις διαθέσεις του, τις προθέσεις του: «ποτέ δεν ανοίγει τα χαρτιά του, αν δεν είναι προηγουμένως σίγουρος για την κίνηση του άλλου»·
- δεν το γράφουν τα χαρτιά, λέγεται για κάτι που είναι εντελώς πρωτάκουστο, πρωτοφανέρωτο: «έχω τέτοια στενοχώρια που δεν το γράφουν τα χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε γιατρέ τα γιατρικά και άμε στη δουλειά σου τον πόνο που ’χω στην καρδιά δε γράφουν τα χαρτιά σου)· 
- δεν τον θέλει το χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) δεν τον ευνοεί η τύχη άσχετα από το αν είναι καλός ή κακός χαρτοπαίχτης: «μόλις κατάλαβε πως δεν τον θέλει το χαρτί, βγήκε απ’ το καρέ»·
- διαβάζει τα χαρτιά, βλ. συνηθέστ. λέει τα χαρτιά·
- είμαστε ακόμη στα χαρτιά, βρισκόμαστε ακόμη στα προσχέδια, στις διαπραγματεύσεις, στην επεξεργασία των συμβολαίων, προκειμένου να κάνουμε μια δουλειά: «θέλουμε να στήσουμε μια επιχείρηση, αλλά είμαστε ακόμη στα χαρτιά»·
- είναι γερό χαρτί, α. κατέχει ισχυρή πολιτική, κοινωνική, στρατιωτική, πνευματική ή οικονομική θέση οπότε μπορεί να φέρει σε αίσιο τέλος κάποια υπόθεσή μας: «αν θέλεις να τελειώσει η δουλειά σου, ν’ αποταθείς στον τάδε που είναι γερό χαρτί». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) λέγεται για το χαρτί εκείνο το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί, να χρησιμοποιηθεί με προοπτική από τον παίχτη: «αυτό που τράβηξα είναι γερό χαρτί κι ίσως πάρω το κόλπο»·
- είναι και να σε θέλει το χαρτί, δεν εξαρτάται μόνο από την ικανότητα του χαρτοπαίχτη να παίζει καλά χαρτιά, αλλά και από την εύνοια της τύχης: «παίζει πολύ έξυπνα, δε λέω, αλλά είναι και να σε θέλει το χαρτί»·  
- είναι καμένο χαρτί, α. δεν έχει την απαραίτητη ισχύ, ώστε να μπορέσει κάποιος να τον χρησιμοποιήσει για να φέρει σε αίσιο τέλος κάποια υπόθεσή του: «μην αποταθείς στον τάδε, για να τελειώσεις τη δουλειά σου, γιατί, απ’ τη μέρα που τον απομάκρυναν απ’ το υπουργείο, είναι καμένο χαρτί». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) λέγεται για το χαρτί εκείνο που δεν μπορεί να αξιοποιηθεί από τον παίχτη: «αφού ήταν καμένο χαρτί, το πέταξα»· βλ. και φρ. καίω το χαρτί μου·
- ετοιμάζω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. κάνω τα χαρτιά μου. (Λαϊκό τραγούδι: σφίξε μάνα την καρδιά σου κι άκουσε τι θα σου πω, ετοιμάζω τα χαρτιά μου μετανάστης να γενώ
- έχω γερό χαρτί ή έχω γερά χαρτιά, α. έχω ισχυρά μέσα για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «αν δε διαθέτει γερά χαρτιά, δεν ξεκινάει καμιά δουλειά». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) έχω χαρτιά που μπορώ να τα αξιοποιήσω ή να τα αξιοποιήσω με προοπτική: «αφού έχω γερά χαρτιά, μπορώ να ποντάρω ένα μεγάλο ποσό»·
- έχω κι άλλα χαρτιά, διαθέτω και άλλα πλεονεκτήματα, που δεν τα έχω ακόμη φανερώσει, διαθέτω και άλλες εναλλακτικές λύσεις: «αυτοί νομίζουν πως με στρίμωξαν, δεν ξέρουν όμως πως εγώ έχω κι άλλα χαρτιά»·
- καίω το χαρτί μου, χάνω, καταστρέφω κάποιο ισχυρό πλεονέκτημα που έχω: «προβάλλοντας παράλογες απαιτήσεις έκαψε το χαρτί του, κι έτσι παρά τις γνώσεις και τα πτυχία του, έχασε τη δουλειά»· βλ. και φρ. είναι καμένο χαρτί· 
- κάναμε το χαρτί ή κάναμε χαρτί, υπογράψαμε συμβόλαιο: «αγόρασα το διαμέρισμα που ήθελα, κάναμε το χαρτί για την αγορά κι έχω τώρα το κεφάλι μου ήσυχο || μην ξεχάσεις να κάνετε χαρτί, που θα λέει τους όρους με τους οποίους αναλαμβάνεις τη δουλειά»·
- κάνω τα χαρτιά μου, υποβάλλω αίτηση ή τα απαραίτητα δικαιολογητικά, κάνω όλες τις νόμιμες ενέργειες σε κάποια δημόσια υπηρεσία για κάποιον σκοπό: «κάνω τα χαρτιά μου, μήπως και διοριστώ στη Δ.Ε.Η. || κάνω τα χαρτιά μου, για να βγάλω διαβατήριο»·
- κάνω χαρτιά, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) διευθύνω το παιχνίδι: «ποιος κάνει χαρτιά μετά από μένα;»·
- κλείνω τα χαρτιά μου, κρατώ κρυφές τις προθέσεις μου, τις διαθέσεις μου: «σε κάθε διαπραγμάτευση που κάνω, κλείνω τα χαρτιά μου μέχρι να δω τι θα κάνει ο άλλος»·
- κόβω τα χαρτιά ή κόβω το χαρτί, α. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) χωρίζω την τράπουλα στα δυο για να αρχίσει το μοίρασμα των φύλλων, ώστε να αρχίσει το παιχνίδι: «κόψε τα χαρτιά, να κάνω φύλλα». β. σταματώ τη χαρτοπαιξία: «κατάλαβε πως θα καταστρεφόταν, κι έκοψε τα χαρτιά»·
- κρατώ κλειστά τα χαρτιά μου ή κρατώ τα χαρτιά μου κλειστά, δεν αποκαλύπτω τις διαθέσεις μου, τις προθέσεις μου σε μια δουλειά ή διαδικασία, παίζω με κλειστά χαρτιά: «δεν μπορούν να καταλάβουν πώς θα ενεργήσω, γιατί κρατώ τα χαρτιά μου κλειστά»·
- κρύβω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. κλείνω τα χαρτιά μου·
- λέει τα χαρτιά, έχει την ικανότητα να διαβάζει τα μελλούμενα με τη χαρτομαντεία: «κάθε φορά που έχω αμφιβολίες στη δουλειά μου, πηγαίνω στην τάδε που λέει τα χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’το παν στο φλιτζάνι, μου το ’παν στο φλιτζάνι καλέ, μου το ’παν στα χαρτιά πως η καρδιά σου κάνει στον έρωτα νερά
- μ’ ανοιχτά χαρτιά, με διαφάνεια, χωρίς υπεκφυγές, ξεκάθαρα: «διαπραγματευόμαστε μ’ ανοιχτά χαρτιά, για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις»·
- μείναμε στα χαρτιά, δεν ευοδώθηκε η προσπάθειά μας να κάνουμε μαζί μια δουλειά, και μείναμε μόνο στα σχέδια, στα ανυπόγραφα συμβόλαια: «είχαμε σκοπό να στήσουμε μια επιχείρηση, αλλά μείναμε στα χαρτιά, γιατί προέκυψαν διάφορες δυσκολίες»·
- μιλάω μ’ ανοιχτά χαρτιά, μιλάω ξεκάθαρα, χωρίς υπεκφυγές: «όταν ζητούν τη γνώμη μου, μιλάω μ’ ανοιχτά χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκες σας το ’πα καθαρά, μιλάω μ’ ανοιχτά χαρτιά: γεροντόμαγκα με λένε, μα πολλά ντερβίσια κλαίνε!
- μοιράζει τα χαρτιά, έχει τον απόλυτο έλεγχο σε μια δουλειά ή διαδικασία: «αν θέλεις να γίνει γρήγορα η δουλειά σου, θα κοιτάξεις να πλευρίσεις τον τάδε που μοιράζει τα χαρτιά στην προκειμένη περίπτωση». Από την εικόνα του ατόμου που διευθύνει ένα χαρτοπαίγνιο·
- μουτζουρώνω το χαρτί, δεν έχω δουλειά, δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «απ’ το πρωί που άνοιξα το μαγαζί, μουτζουρώνω το χαρτί». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν δεν έχει δουλειά μουτζουρώνει κάποιο χαρτί με διάφορα αφηρημένα σχέδια, για να περάσει η ώρα του·
- ξέρει χαρτιά, βλ. φρ. λέει τα χαρτιά·
- όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- όποιος κερδίζει στα χαρτιά, χάνει στην αγάπη, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, όποιος είναι τυχερός στο χαρτοπαίγνιο, δεν είναι τυχερός στα ερωτικά του και λέγεται χάριν αστεϊσμού, αλλά και με κάποια κακεντρέχεια σε τυχερό χαρτοπαίχτη·
- όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, όποιος είναι άτυχος στο χαρτοπαίγνιο, είναι τυχερός στα ερωτικά του και λέγεται παρηγορητικά σε χαρτοπαίχτη που έχασε·
- παίζεται χοντρό χαρτί, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. φρ. γίνεται χοντρό χαρτί·
- παίζεται ψιλό χαρτί, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. λ. γίνεται ψιλό χαρτί· 
- παίζω μ’ ανοιχτά χαρτιά, είμαι ειλικρινής σε μια διαδικασία: «πρέπει να του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί πάντα παίζει μ’ ανοιχτά χαρτιά»·
- παίζω με γερό χαρτί ή παίζω με γερά χαρτιά, α. ενεργώ διαθέτοντας ισχυρά μέσα, ισχυρά επιχειρήματα για την επίτευξη κάποιου σκοπού μου: «αν δε παίζω με γερά χαρτιά, δεν κάνω καμιά δουλειά». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), βλ. φρ. έχω γερό χαρτί·
- παίζω με κλειστά χαρτιά, δεν αποκαλύπτω τις προθέσεις μου, τις διαθέσεις μου σε μια δουλειά ή διαδικασία, κρατώ κλειστά τα χαρτιά μου: «δεν μπορείς να καταλάβεις πού το πάει, γιατί παίζει με κλειστά χαρτιά»·
- παίζω το τελευταίο μου χαρτί, ενεργώ με το τελευταίο μέσο που μου απέμεινε, για να πετύχω κάτι ή για να αποφύγω κάποια προδιαγραφόμενη καταστροφή: «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί, για να τον πείσω ν’ αποσύρει τη μήνυσή του || μ’ αυτά τα λεφτά που ρίχνω στη δουλειά, παίζω το τελευταίο μου χαρτί, για να ορθοποδήσω»·
- παίζω το χαρτί του, συνειδητά ή ασυνείδητα ενεργώ με τέτοιο τρόπο, που εξυπηρετώ τα συμφέροντα ή τις επιδιώξεις κάποιου: «πάνω στα νεύρα του υπέβαλε την παραίτησή του κι έτσι χωρίς να το θέλει, έπαιξε το χαρτί του τάδε, που εποφθαλμιούσε τη θέση του»·
- παίζω χαρτιά, χαρτοπαίζω, είμαι χαρτοπαίχτης: «απ’ τη μέρα που έμαθε να παίζει χαρτιά, κινδυνεύει να χάσει όλη του την περιουσία»·
- παίρνω χαρτί, βλ. φρ. τραβώ χαρτί·
- πήρε όλο το χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) κέρδισε όλα τα χρήματα που παίζονταν στο καρέ: «είχε τέτοια ρέντα σ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, που πήρε όλο το χαρτί»·
- πιάνω χαρτί και μολύβι, βλ. λ. μολύβι·
- πιστεύει στα χαρτιά, πιστεύει ό,τι προβλέπει γι’ αυτόν αυτός που του λέει τα χαρτιά, πιστεύει στη χαρτομαντεία: «εδώ μπήκαμε στον εικοστό πρώτο αιώνα κι αυτός πιστεύει ακόμη στα χαρτιά»·
- ποια χαρτιά το γράφουν; έκφραση απορίας ή έκπληξης για κάτι παράδοξο που μας λέει ή για κάτι παράλογο  που μας ζητάει κάποιος: «ποια χαρτιά το γράφουν να πληρώνεσαι χωρίς να δουλεύεις;»· βλ. και φρ. πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά(;)·
- ποια χαρτιά το λένε; βλ. φρ. ποια χαρτιά το γράφουν(;)·
- ποιος μοιράζει χαρτιά; (στη γλώσσα της αργκό) ποιος είναι υπεύθυνος, ποιος διευθύνει τη δουλειά, την επιχείρηση ή την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος(;): «θέλω να μάθω ποιος μοιράζει χαρτιά σ’ αυτή την επιχείρηση, γιατί έχω να του κάνω μια σοβαρή πρόταση». Από τη χαρτοπαιχτική ορολογία·
- ποντάρω σε λάθος χαρτί, βασίζομαι, υπολογίζω σε άτομο που αποδεικνύεται ακατάλληλο για το λόγο που το επέλεξα: «θέλησα να βάλω το γιο μου στην τράπεζα, αλλά ποντάρισα σε λάθος χαρτί, γιατί το άτομο στο οποίο αποτάθηκα ήταν η τελευταία τρύπα του ζουρνά»·  
- πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά; έκφραση απορίας ή έκπληξης για κάτι παράδοξο που μας λέει ή για κάτι παράλογο που μας ζητάει κάποιος: «πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά όποτε έχεις ανάγκη από αυτοκίνητο να σου δίνω το δικό μου;». Συνών. πού το βρήκες αυτό γραμμένο; / πού το ’δες αυτό γραμμένο(;)· βλ. και φρ. ποια χαρτιά το γράφουν(;)·
- ρίχνει τα χαρτιά, έχει την ικανότητα να μαντεύει το μέλλον κάποιου με τη χαρτομαντεία: «κάθε φορά που έχει πρόβλημα, συμβουλεύεται κάποια που ρίχνει τα χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: τσιγγάνες, σεις που ξέρετε της τύχης τα γραμμένα, πιάστε και ρίχτε τα χαρτιά και πέστε μου και μένα
- ρίχνω τα χαρτιά, παίζω πασιέντζα: «όταν δεν έχω τι να κάνω, ρίχνω τα χαρτιά για να περνάει η ώρα μου». (Λαϊκό τραγούδι: ο δραγουμάνος του Βεζίρη πίνει μαστίχα, ρίχνει τα χαρτιά. Το ’να του μάτι στο Μισίρι τ’ άλλο του μάτι στην Αρβανιτιά
- σηκώνω χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), βλ. συνηθέστ. παίρνω χαρτί·
- σήκωσε όλο το χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), βλ. φρ. πήρε όλο το χαρτί·
- σημαδεμένα χαρτιά, βλ. φρ. σημαδεμένη τράπουλα, λ. τράπουλα·
- στα χαρτιά, θεωρητικά: «στα χαρτιά είναι όλα εύκολα»·
- στρώνομαι στα χαρτιά ή στρώνομαι στο χαρτί, παίζω χαρτιά απερίσπαστος: «όταν συναντιούνται στο καφενείο, στρώνονται με τις ώρες στα χαρτιά»·
- τα νερά του χαρτιού, βλ. λ. νερό·
- τα ’πε χαρτί και καλαμάρι, πρόδωσε, κατέδωσε κάποιον και τα εξέθεσε όλα αναλυτικά: «πήγε στην Ασφάλεια και τα ’πε χαρτί και καλαμάρι, ποιοι και πώς έκαναν τη ληστεία στην τράπεζα». Αναφορά στα κάλαντα: το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε· βλ. και φρ. του τα ’πε χαρτί και καλαμάρι·
- τα ’φαγε στα χαρτιά, έχασε την περιουσία του, τα λεφτά του στο χαρτοπαίγνιο: «ό,τι είχε και δεν είχε τα ’φαγε στα χαρτιά»·
- το είδα στα χαρτιά, βλ. συνηθέστ. το είδα στον καφέ, λ. καφές·
- το είδε στα χαρτιά, μπόρεσε με τη χαρτομαντεία να δει ή να μαντέψει κάτι καλό ή κακό που συνέβη ή που θα συμβεί σε κάποιον: «το είδε στα χαρτιά πως θα έπαιρνα αυτή τη δουλειά»·
- το ’ριξε στα χαρτιά ή το ’ριξε στο χαρτί, άρχισε να παίζει συστηματικά χαρτιά: «έμπλεξε με κάτι χαρτόμουτρα και σιγά σιγά το ’ριξε κι αυτός στα χαρτιά»·
- το ρίξιμο των χαρτιών, βλ. λ. ρίξιμο·
- το χαρτί και το μελάνι, τον καλό γαμπρό τον κάνει, βλ. λ. γαμπρός·
- τον θέλει το χαρτί ή τον θέλει και το χαρτί, τον ευνοεί: «τον τελευταίο καιρό μας μάζεψε όλα τα λεφτά, γιατί τον θέλει το χαρτί || δεν είναι μόνο ότι ξέρει να παίζει χαρτιά, αλλά τον θέλει και το χαρτί»·
- τον τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτί, βλ. λ. κόλλα·
- τον τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί, βλ. λ. κόλλα·
- του τα ’πα χαρτί και καλαμάρι, του μετέφερα λεπτομερώς όλα όσα ειπώθηκαν από κάποιους γι’ αυτόν: «αυτοί τον κουτσομπόλευαν ασύστολα κι εγώ, επειδή είναι φίλος μου, πήγα και του τα ’πα χαρτί και καλαμάρι». Αναφορά στα κάλαντα: το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε· βλ. και φρ. τα ’πε χαρτί και καλαμάρι·
- τραβώ χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) συνεχίζω να παίζω ζητώντας και άλλο φύλλο από αυτόν που διευθύνει το παιχνίδι: «τράβηξα χαρτί και κάηκα»·
- φανερώνω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. ανοίγω τα χαρτιά μου.