Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αίθουσα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αίθουσα, η, ουσ. [<αρχ. αἴθουσα], η αίθουσα· το σύνολο των ανθρώπων που βρίσκονται για κάποιο λόγο σε μια αίθουσα: «μετά το τέλος της ομιλίας του προέδρου, η αίθουσα ξέσπασε σε χειροκροτήματα»·
- αίθουσα αναμονής, βλ. λ. αναμονή.

αναμονή

αναμονή, η, ουσ. [<μτγν. ἀναμονή], η αναμονή·
- αίθουσα αναμονής, χώρος ειδικά διαμορφωμένος σε αεροδρόμια, σιδηροδρομικούς σταθμούς αλλά και σε διάφορες άλλες περιπτώσεις, όπου μπορεί να περιμένει κανείς με κάποια άνεση μέχρι να πραγματοποιήσει το σκοπό της προσέλευσής του: «η αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου ήταν γεμάτη κόσμο || στην αίθουσα αναμονής του οδοντιατρείου υπήρχαν τρεις ασθενείς»·
- είμαι σε αναμονή, περιμένω κάποιον ή κάτι με ενδιαφέρον, με ανυπομονησία: «έχασα τα κλειδιά του σπιτιού μου και είμαι σε αναμονή του κλειδαρά || είμαι σε αναμονή του αστικού της γραμμής»· 
- είμαι σε στάση αναμονής, βλ. λ. στάση·
- εν αναμονή, βλ. φρ. σε αναμονή·
- κατάσταση αναμονής, κατάσταση με ονόματα σε σειρά προτεραιότητας, συνήθως επιβατών, που περιμένουν να ακυρωθεί κάποια θέση για να ταξιδέψουν: «επειδή δε βρήκα εισιτήριο, γράφτηκα στην κατάσταση αναμονής μήπως δεν έρθει κάποιος επιβάτης και πάρω τη θέση του»·
- κρατώ στάση αναμονής, βλ. λ. στάση·
-λίστα αναμονής, βλ. φρ. κατάσταση αναμονής·
- σε αναμονή, περιμένοντας με ενδιαφέρον, με ανυπομονησία κάποιο σημαντικό γεγονός, που προβλέπεται πως θα συμβεί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «ο λαός είναι ανήσυχος, σε αναμονή της εξαγγελίας του πρωθυπουργού για πρόωρες εκλογές»·