Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αέρια
αέρια,
τα, ουσ. [πληθ.
του ουσ. αέριο], τα αέρια· πορδή με άσχημη μυρωδιά·
-
αμολάω αέρια, βλ.
φρ. αφήνω αέρια·
- αφήνω
αέρια, πέρδομαι, κλάνω: «όταν αφήνει ο τάδε αέρια, σου κόβεται η ανάσα».
αέρια,
τα, ουσ. [πληθ.
του ουσ. αέριο], τα αέρια· πορδή με άσχημη μυρωδιά·
-
αμολάω αέρια, βλ.
φρ. αφήνω αέρια·
- αφήνω
αέρια, πέρδομαι, κλάνω: «όταν αφήνει ο τάδε αέρια, σου κόβεται η ανάσα».