Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
α

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

α, μόρ. προτρεπτικό [<άι <άε <αρχ. ἄγε, προστ. του ρ. ἄγω], πήγαινε. Συνοδεύεται από βρισιές ή από κατάρες ή προτρέπει, παρακινεί κάποιον ειρωνικά ή απειλητικά να απομακρυνθεί από κοντά μας: «α γαμήσου || α χέσου || α σικτίρ || α πνίξου || α ξύσου || α κατούρα || α κατούρα μας || α στο διάολο || α στο δαίμονα || α στα κομμάτια || α στα τσακίδια || α στα γαμήδια || α στο καλό || α στη μάνα σου || α στη μανούλα σου || α στη μαμάκα σου || α στον μπαμπά σου || α στον μπαμπάκα σου κ. ά.». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σου λέω λάχανα κι εσύ μου λες για πράσα, αφού δε σακουλεύεσαι, βρε α σιχτίρ μπαγάσα)· βλ. και λ. άι.

άι

άι κ. άε κ. άει, μόρ. προτρεπτ. [<αρχ. ἄγε, προστακτ. του ρ. ἄγω], πήγαινε. Συνοδεύεται από βρισιές ή από κατάρες ή προτρέπει κάποιον ειρωνικά ή απειλητικά να απομακρυνθεί από κοντά μας: «άι γαμήσου! || άι πηδήξου! || άι χέσου! || άι σικτίρ! || άι πνίξου! || άι ξύσου! || άι κατούρα! || άι κατούρα μας! || άι στο διάολο! || άι στο δαίμονα! || άι στα κομμάτια! || άι στα τσακίδια! || άι στα γαμήδια! || άι στο καλό! || άι στη μάνα σου! || άι στη μανούλα σου! || άι στη μαμάκα σου! || άι στο μπαμπά σου! || άι στο μπαμπάκα σου!» κ. ά. (Λαϊκό τραγούδι: άι στη μάνα σου κυρά μου κι άδειασέ μας τη γωνιά, εβαρέθηκα το ψέμα και την πονηριά).