ήμερος
ήμερος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἥμερος], ήμερος. 1. που είναι πράος, ήσυχος, μαλακός, που δεν
προκαλεί προβλήματα με την επιθετικότητά του: «ήμερος άνθρωπος || ήμερο σκυλί».
2. (για φυτά) που καλλιεργούνται από τον άνθρωπο: «ήμερα χόρτα»·
- ήρθαν
τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα, βλ. λ. άγριος·
- της
αρκούδας άμα βγάλεις το χαλκά, βλέπεις αν είναι ήμερη ή άγρια, βλ. λ. αρκούδα.
άγριος
άγριος,
-ια, -ιο, επίθ.
[<αρχ. ἄγριος], άγριος. 1α. (για πρόσωπα) που έχει σκληρά
χαρακτηριστικά, που έχει σκληρή όψη: «το πρόσωπό του ήταν αξύριστο και άγριο». β.
που είναι βίαιος, οξύθυμος, σκληρός, προκλητικός, ασυμβίβαστος: «δεν τολμώ να
του πω κουβέντα, γιατί είναι πολύ άγριος». γ. που εμπνέει φόβο: «μου
’ριξε μια άγρια ματιά, που μ’ έκανε να παγώσω απ’ το φόβο μου». 2α. που
χαρακτηρίζεται από σφοδρότητα, από έντονη επιθετικότητα: «άγριος ξυλοδαρμός ||
άγριος καβγάς || άγρια συμπλοκή || άγρια λογομαχία». β. που χαρακτηρίζεται
από μεγάλη ένταση και προκαλεί δυσάρεστο συναίσθημα: «άγριος πονοκέφαλος ||
άγριος βήχας || άγριο κρυολόγημα». 3. (για ζώα) που δεν το έχουν
ημερέψει, δαμάσει: «πρόσεχε το σκυλί, γιατί είναι άγριο || είναι πολύ άγριο το
άλογο και δεν μπορεί κανένας να το καβαλήσει». Επίρρ. άγρια και αγρίως.
(Ακολουθούν 21 φρ.)·
-
άγρια δίψα, βλ. λ. δίψα·
- άγρια
μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
- άγρια
πείνα, βλ. λ. πείνα·
- άγρια
χαράματα, βλ. λ. χάραμα·
- έχει
άγρια μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
- έχει
άγριες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχει
άγριες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω
άγρια δίψα, βλ. λ. δίψα·
- έχω
άγρια πείνα ή έχω άγριες πείνες, βλ. λ. πείνα·
- ήρθαν
τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα, λέγεται ειρωνικά για άτομο, που εμφανίζεται
ξαφνικά στο χώρο μας και προκλητικά ή επίμονα, απαιτεί ή διεκδικεί παράλογα
πράγματα, σαν να ήταν από καιρό σε αυτόν ή επεμβαίνει ή θέλει να κυριαρχήσει σε
μια υπόθεση ή κατάσταση με την οποία δεν έχει σχέση: «δε θα σου επιτρέψω να
πάρεις το παραμικρό αν δεν ρωτήσεις πρώτα, γιατί εδώ, υπάρχει μια σειρά και
τάξη και δεν είναι ήρθαν τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα || εγώ τι ρόλο παίζω εδώ
και υποδεικνύεις εσύ τους ανθρώπους μου πώς θα δουλέψουν; Δηλαδή, σαν να λέμε,
ήρθαν τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα»·
- ήρθε
μ’ άγριες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθε
μ’ άγριες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ιστορίες
για αγρίους ή ιστορίες με αγρίους, βλ. λ. ιστορία·
- κάνει
άγριο μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- κάνει
άγριο χτύπημα, (για ποτά) βλ. λ. χτύπημα·
- με
το άγριο, με βίαια συμπεριφορά, με σκληρότητα: «με το άγριο δεν πετυχαίνει
κανείς τίποτα»·
- παίρνω
τα όρη τ’ άγρια βουνά, βλ. λ. όρος·
- σιγά
ρε άγριε! ειρωνική έκφραση σε άτομο που πάνω στο θυμό του απειλεί πως θα
δείρει ή θα κάνει κακό σε κάποιον ή και σε μας τους ίδιους: «σιγά ρε, άγριε,
άσε και κανέναν να ζήσει!»·
- στα
όρη στ’ άγρια βουνά, βλ. λ. όρος·
- της
αρκούδας άμα βγάλεις το χαλκά, βλέπεις αν είναι ήμερη ή άγρια, βλ. λ. αρκούδα·
- τον
πήρα με το άγριο, τον συμπεριφέρθηκα άσχημα, βίαια, σκληρά: «αφού τον πήρες
με το άγριο, έκανε πολύ καλά ο άνθρωπος που τα βρόντηξε όλα κάτω κι έφυγε».
αρκούδα
αρκούδα,
η, ουσ.
[<μσν. ἀρκούδα <ἀρκούδιον, υποκορ. του μτγν. ἄρκος <αρχ. ἄρκτος], η
αρκούδα. 1. γυναίκα μεγαλόσωμη και άχαρη: «χώρισε την τάδε, που ήταν σαν
μπιμπελό, και πήγε και τα ’φτιαξε μ’ αυτή την αρκούδα». 2. άντρας
μεγαλόσωμος και τριχωτός: «μόνο που βλέπεις αυτή την αρκούδα, τρομάζεις, κι εσύ
μου λες να μαλώσω μαζί του!». 3. χαρακτηρισμός της πρώην Σοβιετικής
Ένωσης ως αντίπαλο δέος των Η.Π.Α.: «αν υπήρχε σήμερα η αρκούδα, δε θα υπήρχε
πλανητάρχης». 4. (και για τα δυο φύλα) λέγεται και με υποτιμητική ή
υβριστική διάθεση: «α, μωρή αρκούδα, πάρε δρόμο από δω». (Λαϊκό τραγούδι: κι
εσύ αρκούδα μαλλιαρή με τα στραβά ποδάρια, που βάζεις βρε τα μούτρα σου
με μας τα παλικάρια). Υποκορ. αρκουδάκι, το και αρκουδίτσα, η·
- αντί
για λαγό, έβγαλε αρκούδα (ενν. το κυνηγετικό σκυλί), λέγεται στην περίπτωση
που, ενώ περιμένουμε, ενώ προσπαθούμε για κάτι καλό, μας βρίσκει, μας έρχεται
το χειρότερο: «είχα μεγάλη ατυχία που έχασα τη δουλειά γιατί, δεν ξέρω τι έγινε
την τελευταία στιγμή κι αντί για λαγό έβγαλε αρκούδα»·
- έπεσε
το γέλιο της αρκούδας, βλ. λ. γέλιο·
- έπεσε
το ξύλο της αρκούδας, βλ. λ. ξύλο·
- έφαγε
το ξύλο της αρκούδας, βλ. λ. ξύλο·
- έχουμε
την αρκούδα και ψάχνουμε τα ίχνη της, λέγεται στην περίπτωση που
κατατριβόμαστε με μικρολεπτομέρειες, ενώ το πρόβλημα είναι ολοκάθαρα μπροστά μας.
Από το αρχαϊστικό ἄρκτου παρούσης τά ἴχνη ζητεῖ·
- ιστορίες
γι’ αρκούδες ή ιστορίες με αρκούδες, βλ. λ. ιστορία·
- κάνει
αρκούδες, κάνει ανοησίες, βλακείες, συμπεριφέρεται γελοία: «δεν τον παίρνουμε
πια μαζί μας, γιατί, όπου πάμε, κάνει αρκούδες και γινόμαστε ρεζίλι». Αναφορά
στην αρκούδα του αρκουδιάρη που με τα καμώματά της κάνει τον κόσμο να γελάει·
- της
αρκούδας άμα βγάλεις το χαλκά, βλέπεις αν είναι ήμερη ή άγρια, μόνο όταν δώσεις την ελευθερία σε
έναν άνθρωπο, θα μπορέσεις να καταλάβεις ποιος είναι ο πραγματικός του
χαρακτήρας, αν είναι καλός ή κακός: «μην κοιτάς που σε προσέχει τώρα που είναι
υπάλληλός σου και λέει πως σ’ αγαπάει, γιατί, της αρκούδας άμα βγάλεις το χαλκά,
βλέπεις αν είναι ήμερη ή άγρια».