Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ήλιος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ήλιος, ο, ουσ. [<αρχ. ἥλιος], ο ήλιος. 1. η ηλιακή ακτινοβολία : «μ’ έκαψε ο ήλιος και τώρα βάζω αλοιφές στο δέρμα μου». 2. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η ηρωίνη: «δεν υπάρχει ήλιος στην αγορά». Από το αρχικό γράμμα της λ. ηρωίνη. (Ακολουθούν 45 φρ.)·
- αύριο άλλος ήλιος άλλη μέρα, βλ. λ. αύριο·
- βαράει ο ήλιος, καίει δυνατά: «μη βγεις χωρίς καπέλο στο κεφάλι, γιατί βαράει ο ήλιος»·
- βαράει του ήλιου πετριές, είναι τελείως τρελός ή ανώριμος, παρουσιάζει ανισόρροπη, αντισυμβατική συμπεριφορά : «παρ’ όλα τα χρόνια που κουβαλάει στην πλάτη του, δε λέει ακόμη να σοβαρευτεί κι εξακολουθεί να βαράει του ήλιου πετριές»·
- βγαίνει ο ήλιος ή ο ήλιος βγαίνει, ανατέλλει: «το καλοκαίρι ο ήλιος βγαίνει πιο νωρίς απ’ ό,τι το χειμώνα || όταν ο ήλιος βγαίνει, θερμαίνεται η ατμόσφαιρα»·
- βρίσκω μια θέση στον ήλιο, βλ. λ. θέση·
- για μια θέση στον ήλιο, βλ. λ. θέση·
- δεν έχει στον ήλιο μοίρα, α. είναι πάμφτωχος και απροστάτευτος: «πάνε να σκάσουν οι γονείς της απ’ τη στενοχώρια τους, γιατί θέλει να παντρευτεί κάποιον που δεν έχει στον ήλιο μοίρα». β. είναι έρημος και πολύ δυστυχισμένος: «έδωσε τέλος στη ζωή του, γιατί δεν είχε στον ήλιο μοίρα». (Λαϊκό τραγούδι: θα πληρώσω με δάκρυ την αγάπη σου, θα πληρώσω με αίμα που σε πήρα, στάλα στάλα θα πίνω το φαρμάκι σου και στον ήλιο εγώ δε θα ’χω μοίρα
- δουλεύει ήλιο με ήλιο, δουλεύει πάρα πολλές ώρες, δουλεύει σκληρά, εξαντλητικά: «έχει πολύ μεγάλη οικογένεια και δουλεύει ήλιο με ήλιο για να τα φέρει βόλτα»·
- είδα τον ήλιο καθαρό, κατατρόμαξα: «είδα τον ήλιο καθαρό, μόλις αντιλήφθηκα να ’ρχεται το φορτηγό καταπάνω μου». Από την εικόνα του ατόμου που επιχειρεί να κοιτάξει τον ήλιο χωρίς προστατευτικά γυαλιά και νιώθει ξαφνικά την ανάγκη να στρέψει αλλού τη ματιά του, πράγμα που εκλαμβάνεται ως τρόμαγμα·
- είναι ηλίου φαεινότερον, λέγεται για κάτι που είναι ολοφάνερο, εντελώς ξεκάθαρο, που είναι αυταπόδεικτο, αυτονόητο, που είναι φως φανάρι: «είναι ηλίου φαεινότερον πως η νέα τάξη πραγμάτων, ευνοεί τους πλούσιους || είναι ηλίου φαεινότερον πως η κρατική μηχανή χωλαίνει || είναι ηλίου φαεινότερον η αδικία που γίνεται σ’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- έπεσε ο ήλιος, έδυσε: «μόλις έπεσε ο ήλιος, οι περιπατητές άρχισαν ν’ απομακρύνονται από την παραλία»·
- ζει πίσω απ’ τον ήλιο, ζει απομονωμένος από τον κόσμο: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, ζει πίσω απ’ τον ήλιο»·
- ήλιε μου! προσφώνηση σε λατρευτό πρόσωπο: «πού έλειπες, ήλιε μου, κι ανησύχησα!»·
- ήλιος και βροχή, παντρεύονται οι φτωχοί, παιδική ρίμα, που λεγόταν εν χορώ, όταν σε περίπτωση ηλιοφάνειας παρουσιαζόταν ορισμένες φορές το φαινόμενο να βρέχει για λίγο·
- ήλιος και φεγγάρι, παντρεύονται οι γαϊδάροι, παιδική ρίμα, που εκστομιζόταν εν χορώ, συνήθως ως βρισιά, σε εχθρικό πρόσωπο· 
- ήλιος με δόντια, λέγεται στην περίπτωση που ο ήλιος δεν μπορεί να θερμάνει την ατμόσφαιρα κάποια χειμωνιάτικη μέρα που κάνει πάρα πολύ κρύο, που επικρατεί παγωνιά: «ντύσου καλά, πριν βγεις, και μη σε ξεγελάει ο ήλιος, γιατί είναι ήλιος με δόντια»·
- ήλιος με κέρατα, λέγεται για καλοκαιρινή μέρα που ο ήλιος κάνει ανυπόφορη ζέστη: «στον ουρανό ένας ήλιος με κέρατα είχε βαλθεί να λιώσει τον κόσμο»·
- κάθομαι στον ήλιο, βρίσκομαι εκτεθειμένος στον ήλιο, κάνω ηλιοθεραπεία: «όταν κάθομαι πολύ ώρα στον ήλιο, με πιάνει πονοκέφαλος»·
- καίει ο ήλιος, κάνει ανυπόφορη ζέστη: «πάρε την ομπρέλα μαζί σου, γιατί καίει ο ήλιος»·
- … κι ας μη δω στον ήλιο μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- μ’ έκαψε ο ήλιος, μου μαύρισε πάρα πολύ το δέρμα ή και μου προξένησε εγκαύματα: «όλο το καλοκαίρι μπάνιο στη θάλασσα κι ηλιοθεραπεία στην αμμουδιά, μ’ έκαψε ο ήλιος || νιώθω όλη την πλάτη μου να καίγεται, γιατί μ’ έκαψε ο ήλιος και τώρα πασαλείβομαι συνέχεια με γιαούρτια»·
- μαζεύει ήλιο για το χειμώνα, κάθεται κάπου αναπαυτικά και απολαμβάνει τον ήλιο και, κατ’ επέκταση, δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «όταν ο καιρός είναι καλός, την αράζει σ’ ένα παγκάκι της παραλίας και μαζεύει ήλιο για το χειμώνα || εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός μας βλέπει και μαζεύει ήλιο για το χειμώνα»·
- με βάρεσε ο ήλιος κατακέφαλα, ήταν τόσο δυνατός, που με ζάλισε: «βγήκα έξω χωρίς καπέλο και με βάρεσε ο ήλιος κατακέφαλα»·
- με βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι, βλ. φρ. με βάρεσε ο ήλιος κατακέφαλα·
- με πιάνει ο ήλιος, η επιδερμίδα μου μαυρίζει γρήγορα, όταν εκτίθεμαι στον ήλιο : «το καλοκαίρι μαυρίζω πολύ γρήγορα, γιατί με πιάνει ο ήλιος»·
- ντάλα ο ήλιος, βλ. λ. ντάλα·
- ξέρανε το χορτάρι σου, όσο που καίει ο ήλιος, για να έχει επιτυχία κάποια δουλειά, πρέπει να γίνεται στην κατάλληλη στιγμή, στον κατάλληλο χρόνο: «αν θέλεις να τελειώσεις καλά τη δουλειά σου, ξέρανε το χορτάρι σου, όσο που καίει ο ήλιος, γιατί αλλιώτικα σε βλέπω να χτυπάς το κεφάλι σου»·
- ο ήλιος βγαίνει για όλο τον κόσμο ή ο ήλιος βγαίνει για όλους τους ανθρώπους, ο καθένας έχει το δικαίωμα να επιτύχει, να ευτυχήσει, να προκόψει, να αναγνωριστεί στη ζωή: «ό,τι και να κάνεις, δε θα μπορέσεις να σταθείς  εμπόδιο σ’ εμένα, γιατί ο ήλιος βγαίνει για όλο τον κόσμο»·
- ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι και το κρασί τον γέροντα τον κάνει παλικάρι, βλ. λ. ύπνος·
- όπου μπαίνει ο ήλιος, βγαίνει ο γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον, τίποτα δε μένει κρυφό, τίποτα δε μένει μυστικό στη ζωή, αργά ή γρήγορα αποκαλύπτονται όλα: «κάποια μέρα θα μαθευτούν όλες οι μπαγαποντιές σου, γιατί ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον»·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, βλ. λ. σπίτι·
- τι έχουν τα έρμα και ψοφάν; Με τον ήλιο τα βγάζω με τον ήλιο τα μπάζω, όταν αρχίζει κάποιος τη δουλειά του αργά και την τελειώνει νωρίς, δεν προκόβει στη ζωή του. Πρβλ.: αλάργα ανάβουν οι φωτιές, αλάργα νανουρίζουν, τι έχουν τα έρμα και ψοφούν, μαγκάκια μου, πάνε και δε γυρίζουν (Λαϊκό τραγούδι)·
- το αμόνι του ήλιου, βλ. λ. αμόνι·
- το βλέπει ο ήλιος, (για σπίτια ή χώρους) είναι εκτεθειμένο στον ήλιο: «το διαμέρισμά μας είναι στην πρόσοψη της πολυκατοικίας και το βλέπει ο ήλιος»·
- το λούζει ο ήλιος, (για σπίτια ή χώρους) είναι εκτεθειμένο στο άπλετο φως του ήλιου: «το διαμέρισμά μας είναι ρετιρέ, γι’ αυτό το λούζει ο ήλιος όλη τη μέρα || η Ελλάδα είναι μια χώρα που το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου τη λούζει ο ήλιος»·
- τον άρπαξε ο ήλιος, του μαύρισε το δέρμα: «όλο το καλοκαίρι γυμνός στην παραλία, τον άρπαξε ο ήλιος και δεν τον αναγνωρίζεις!»·
- τον βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον βάρεσε στο κεφάλι, α. έπαθε ηλίαση: «έκανε πολλή ώρα ηλιοθεραπεία στην αμμουδιά και τον βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι». β. λέει ή κάνει πράγματα τρελά, συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα, σαν να έχει πάθει ηλίαση και βρίσκεται σε παραλήρημα: «τι έπαθες στα καλά καθούμενα, σε βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι και αμολάς τέτοιες κοτσάνες!». Συνών. τον βάρεσε η ζέστα στο κεφάλι·
- τον έπιασε ο ήλιος, έπαθε ηλίαση: «επειδή γυρνούσε συνέχεια χωρίς καπέλο στην αμμουδιά, τον έπιασε ο ήλιος και τώρα έχει τραβήγματα με γιατρούς»· βλ. και φρ. τον άρπαξε ο ήλιος·
- τον πήρε ο ήλιος, βλ. φρ. τον άρπαξε ο ήλιος·
- τον χτύπησε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. φρ. τον βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι·
- του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει, βλ. λ. Γενάρης·
- υπό τον ήλιο, σε αυτόν τον κόσμο, στη γη, στην επίγεια ζωή: «όλοι οι άνθρωποι, έχουν ίσα δικαιώματα υπό τον ήλιο»·
- φρίξον ήλιε! εκφράζει έντονη απελπισία, δυσαρέσκεια ή αποτροπιασμό για την πράξη κάποιου: «φρίξον ήλιε! Χτύπησε τους γονείς του και τους άφησε αβοήθητους!». Απαντάται σε διάφορα λειτουργικά κείμενα·
- χτυπάει ο ήλιος, βλ. φρ. βαράει ο ήλιος·
- ψήλωσε ο ήλιος, προχώρησε η μέρα: «πρέπει να βιαστούμε λίγο, γιατί ψήλωσε ο ήλιος κι εμείς δεν προχωρήσαμε καθόλου τη δουλειά». Από την εικόνα του ήλιου που έρχεται προς το κέντρο του ουράνιου θόλου σε σχέση με τη θέση που είχε όταν βρισκόταν στην ανατολή του.

αμόνι

αμόνι, το, ουσ. [<μσν. ἀμόνιν <μτγν. ἀκμόνιον, υποκορ. του αρχ. ἀκμων], το αμόνι·
- το αμόνι του ήλιου, ερημική έκταση όπου οι αχτίδες του ήλιου πέφτουν κάθετες και η θερμοκρασία είναι αβάσταχτη: «όσοι επιχείρησαν να περάσουν απ’ το αμόνι του ήλιου δεν επέζησαν».

αύριο

αύριο, το, ουσ. [<αρχ. αὔριον], το αύριο. 1α. το μέλλον: «κανείς δεν ξέρει τι μας ξημερώνει το αύριο». β. σε θέση επίρρ., στο προσεχές μέλλον: «μέχρις εδώ καλά πάνε τα πράγματα, αλλά να δούμε τι θα γίνει αύριο». 2. ως επιφών. αύριο! ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ζητάει να τον βοηθήσουμε ή να του δώσουμε κάτι και που εμείς, βέβαια, δεν είμαστε διατεθειμένοι να πραγματοποιήσουμε την επιθυμία του: «θα ’ρθεις να με βοηθήσεις λίγο στη μετακόμιση; -Αύριο! || θα μου δώσεις εκείνα τα δανεικά που σου ζήτησα; -Αύριο!». (Ακολουθούν 41 φρ.)·
- αμ πότε, αύριο! ή εμ πότε, αύριο! ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει αν πρέπει να κάνει ή αν πρέπει να γίνει κάτι τώρα, ενώ αυτό είναι προφανές ότι πρέπει να γίνει άμεσα: «σήμερα πρέπει να πληρώσουμε την επιταγή που λήγει; -Αμ πότε, αύριο!»·
- από σήμερα σ’ αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- απόψε με ποιον κοιμάμαι κι αύριο έρχεται ο άντρας μου, βλ. λ. απόψε·
- αύριο άλλος ήλιος άλλη μέρα, έκφραση αισιοδοξίας, που απευθύνεται σε απελπισμένο άτομο, με την έννοια πως με την κάθε καινούρια μέρα υπάρχει η δυνατότητα για μια νέα ελπιδοφόρα αρχή: «μην απελπίζεσαι, φίλε μου, με τις δυσκολίες που σου έχουν τύχει, γιατί αύριο άλλος ήλιος άλλη μέρα»·
- αύριο κιόλας! σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα(!): «τα δανεικά που μου ’δωσες θα στα επιστρέψω αύριο. -Αύριο κιόλας!»·
- αύριο κιόλας, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «αφού επιμένεις τόσο πολύ, αύριο κιόλας θα ’ρθω να το κουβεντιάσουμε»·
- αύριο κλαίνε, (απειλητικά) λέγεται σε κάποιον με την έννοια πως θα τον τιμωρήσουμε πολύ σύντομα ή πως οι άστοχες ενέργειές του θα έχουν πολύ σύντομα τις επιπτώσεις τους: «τώρα λέγε και κάνε ότι θες, όμως να ξέρεις αύριο κλαίνε»·
- αύριο κληρώνει! βλ. λ. κληρώνω·
- αύριο μεθαύριο, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «απ’ ό,τι μου είπε, αύριο μεθαύριο θα σου επιστρέψει τα δανεικά που σου πήρε»·
- αύριο να έρθεις με τον κηδεμόνα σου, βλ. λ. κηδεμόνας·
- γι’ αύριο έχει ο Θεός, δηλώνει αισιοδοξία για το μέλλον: «κοίτα πως θα την περάσουμε σήμερα, γι’ αύριο έχει ο Θεός»·
- δεν έχει αύριο, δεν έχει κάποιος προοπτική, μέλλον: «έπεσε τόσο πολύ έξω στη δουλειά του που δεν έχει αύριο ο φουκαράς». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ δεν έχω αύριο κανένα εσύ ’σουν το τέλος κι η αρχή. Περάσαν, φύγαν χάθηκαν τα τρένα κι αφήσαν τον καπνό τους στην ψυχή
- δεν ξέρει τι του ξημερώνει αύριο, δηλώνει πως το μέλλον είναι άδηλο: «έχει πάψει να προγραμματίζει στη ζωή του, γιατί, απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, δεν ξέρει τι του ξημερώνει αύριο». Συνών. κανείς δεν ξέρει τι κουκούτσι έχει το αυριανό βερίκοκο· βλ. και φρ. κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει, λ. ξημερώνω·
- δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο, η οικονομική, ιδίως η πολιτική κατάσταση είναι πολύ αβέβαιη, πολύ ρευστή: «δεν είναι καιρός για ανοίγματα και για επεκτάσεις στη δουλειά σου, γιατί, όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα στον τόπο μας, δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο»·
- δίχως αύριο, (για ενέργειες ή προσπάθειες) χωρίς τη δυνατότητα επανάληψης σε περίπτωση αποτυχίας, ώστε να υπάρξει κάποιο θετικό αποτέλεσμα, αποτελεί μονόδρομο: «το παιχνίδι της Κυριακής είναι δίχως αύριο για την ομάδα μας, γιατί, αν χάσουμε, βγαίνουμε έξω απ’ το κυνήγι της κατάκτησης του κυπέλλου»·
- εις αύριον τα σπουδαία, λέγεται στην περίπτωση που μεταθέτει κάποιος την εκτέλεση κάποιου έργου στο μέλλον. Απάντηση που έδωσε ο Θηβαίος Αρχίας, όταν κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου κάποιος του έφερε μια επιστολή την οποία δεν άνοιξε και η οποία τον προειδοποιούσε πως οι δημοκρατικοί Θηβαίοι θα τον δολοφονούσαν. Αποτέλεσμα αυτής της αναβλητικότητάς του ήταν να χάσει τη ζωή του· βλ. και φρ. κι αύριο μέρα είναι·
- θα σου εξηγήσω τ’ όνειρο αύριο ή θα σου εξηγήσω αύριο τ’ όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- κάθε μέρα είναι αύριο, λέγεται ειρωνικά ή με δυσφορία σε άτομο που μεταθέτει για την επαύριον κάτι, με τη δικαιολογία πως σήμερα είναι απασχολημένο ή δεν έχει όρεξη ή βαριέται να το πραγματοποιήσει, και η έννοια είναι πως και αύριο θα μπορούσε να επαναλάβει την ίδια δικαιολογία: «άσε, ρε παιδάκι μου, αυτό το σήμερα δεν μπορώ και θα το κάνω αύριο, γιατί για σένα κάθε μέρα είναι αύριο»·
- και ντε σήμερα, ντε αύριο, βλ. λ. ντε·
- καλημέρα γι’ αύριο! βλ. λ. καλημέρα·
- κι αύριο μέρα είναι, λέγεται στην περίπτωση που μεταθέτει κάποιος την εκτέλεση κάποιου έργου στο μέλλον: «δε βιάζομαι να τελειώσω τη δουλειά, γιατί κι αύριο μέρα είναι». Συνών. δεν είναι βία / εις αύριον τα σπουδαία / σπεύδε βραδέως (β). Αντίθ. η πίτα τρώγεται ζεστή / κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει (β) / όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε (α) / στη βράση κολλάει το σίδερο / το γοργόν και χάριν έχει·
- μ’ έχει από αύριο σ’ αύριο, αναβάλλει συνεχώς για την επομένη να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που έχει απέναντί μου: «μ’ έχει σπάσει τα νεύρα, γιατί μ’ έχει από αύριο σ’ αύριο για να μου δώσει εκείνα τα λεφτά που μου χρωστάει»·
- μ’ έχει με το σήμερα με το αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- με πάει από αύριο σ’ αύριο, βλ. φρ. μ’ έχει από αύριο σ’ αύριο·
- με πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- με ρίχνει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από αύριο σ’ αύριο·
- με το σήμερα με το αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- μέχρι αύριο θα βγάλουμε παπά, βλ. λ. παπά·
- ούτε αύριο, πάρα πολύ αργά, αργοπορημένα: «άνοιξε το βήμα σου, γιατί έτσι όπως πάμε δε φτάνουμε ούτε αύριο»·
- με το σήμερα με το αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα είμαστε, (κι) αύριο δεν είμαστε, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα εσύ, αύριο εγώ, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα έχει, αύριο δεν έχει, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα ζούμε, (κι) αύριο δε ζούμε, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα θα…, αύριο θα…, βλ. λ. σήμερα·
- τη μέρα που δεν έχει αύριο, βλ. λ. μέρα·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου. Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. λ.άνθρωπος·
- τι σήμερα, τι αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- το πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. φρ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- το ρίχνει από αύριο σ’ αύριο, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο.

Γενάρης

Γενάρης, ο, ουσ. [<μσν. Γεννάριος <λατιν. Iennarius <Ianuarius], ο μήνας Ιανουάριος·
- κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη, βλ. λ. κότα.
- του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει, λέγεται γιατί, κατά τη διάρκεια του Γενάρη, το φεγγάρι είναι πολύ λαμπερό.

γιατρός

γιατρός, ο, ουσ. [<μσν. γιατρός <αρχ. ἰατρός], ο γιατρός. 1α. (στη γλώσσα της αργκό) αξιοπρεπής πελάτης χαρτοπαιχτικής λέσχης: «ήρθε προχτές ένας γιατρός στη λέσχη μας, που έκανε σ’ όλους εντύπωση». β. (ειρωνικά) πελάτης χαρτοπαιχτικής λέσχης που χάνει συνέχεια, το κορόιδο: «κάνα δυο τρεις τέτοιοι γιατροί να μας έρθουν ακόμα και τα κονομήσαμε!». 2. οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε ανακουφίζει ή θεραπεύει τον ψυχικό πόνο: «αυτή η γυναίκα είναι ο γιατρός κάθε στενοχώριας μου || ο καλύτερος γιατρός για έναν αποτυχημένο έρωτα είναι ο χρόνος». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι ζητούσε ήταν δικό της σε κάθε πόνο εγώ γιατρός της, με μια γυναίκα είπα να μπλέξω κι έπεσα έξω, έπεσα έξω). 3α. ως επφών. γιατρέ! φιλική ή τιμητική προσφώνηση σε οικείο άτομο ή σε άτομο που αναγνωρίζουμε την αξία του, την ανωτερότητά του και του δίνουμε το προβάδισμα: «περάστε γιατρέ να σας κεράσουμε κανένα ποτηράκι!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «τι γίνεται, ρε γιατρέ, πάλι χωρίς δουλειά έμεινες!». Συνών. αρχηγέ! (2α, β) / αφεντικό! (3α, β) / γίγαντα! (4α, β) / δάσκαλε! (4α, β) / καπετάνιε! (4α, β) / μάστορα! (4α, β) / μεγάλε! (9α, β) / ντόκτορ! (3α, β) / στρατηγέ! / τσιφ! (3α, β). Υποκορ. γιατρουδάκι το και γιατρουδάκος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- από δικηγόρο νεαρό, κληρονομιά χαμένη, κι από νεαρό γιατρό, τάφοι γεμισμένοι, βλ. λ. νεαρός·
- γιατρό μη διαλέγεις φίλο σου, αλλά τον καλύτερο, σε θέματα υγείας δεν παίζει ρόλο η φιλία: «μπορεί να είσαι γιατρός και φίλος μου, αλλά, επειδή το πρόβλημά μου είναι πολύ σοβαρό, γιατρό μη διαλέγεις φίλο, αλλά τον καλύτερο»· 
- (δε) με πιάνουν γιατρό ή (δεν) πιάνομαι γιατρός, (δεν) εξαπατώμαι, (δεν) ξεγελιέμαι, (δεν) πέφτω θύμα εξαπάτησης για να χάνω όλα τα χρήματά μου, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «πιάστηκα γιατρός κι έδωσα ένα κάρο λεφτά για σκάρτο εμπόρευμα || ακόμα δεν το πήρες χαμπάρι πως κάθε βράδυ σε πιάνουν γιατρό και σε μαδάνε;». Συνών. (δε) με πιάνουν βιδέλο ή (δεν) πιάνομαι βιδέλο / (δε) με πιάνουν γιαγλή ή (δεν) πιάνομαι γιαγλής / (δε) με πιάνουν θύμα ή (δεν) πιάνομαι θύμα / (δε) με πιάνουν κορόιδο ή (δεν) πιάνομαι κορόιδο / (δε) με πιάνουν κότσο ή (δεν) πιάνομαι  κότσος / (δε) με πιάνουν μπαγλαμά ή (δεν) πιάνομαι μπαγλαμάς·
- δεν πα(ς) να σε δει κανένας (κάνας) γιατρός ή δεν πα(ς) να σε κοιτάξει κανένας (κάνας) γιατρός! λέγεται ειρωνικά σε κείνον που μας λέει ή μας ζητάει απίθανα πράγματα, που δεν είναι λογικός, που είναι παράλογος: «θέλεις να σου δώσω ένα εκατομμύριο; Δεν πα(ς) να σε κοιτάξει κανένας γιατρός!». Ο γιατρός που υποδεικνύεται στην προκειμένη περίπτωση είναι ο ψυχίατρος·
- είναι του γιατρού (ενν. του ψυχίατρου), (στη νεοαργκό) είναι εντελώς τρελός, είναι για τα σίδερα: «μη συνερίζεσαι τα λόγια του, γιατί είναι του γιατρού ο ταλαίπωρος»·
- έκλασε ο άρρωστος, χέστηκε ο γιατρός, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, λ. κώλος·
- ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, απομακρύνει από κοντά μας το γιατρό και, κατ’ επέκταση, την αρρώστια, αν τρώμε κάθε μέρα ένα μήλο, γιατί θεωρείται πολύ υγιεινό. Πολλές φορές, αντί για μήλο λέγεται η τροφή που θέλουμε να προβάλουμε (γάλα, γιαούρτι κτλ.) και με περιπαικτική διάθεση: ένας πούτσος την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα·
- κουράντε  γιατρός, ο γιατρός που κουράρει κάποιον άρρωστο, ο θεράποντας γιατρός: «ποιον έχεις κουράντε γιατρό;». Το κουράντε [<ιταλ. curante]· βλ. και λ. κουράνης·
- κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, βλ. λ. κώλος·
- κώλος που κλάνει, γιατρό δε ζητάει, βλ. λ. κώλος·
- κώλος που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. λ. κώλος·
- ο γιατρός είπε, σ’ ό,τι λέει, να λέμε ναι, ειρωνική έκφραση για να μειώσουμε τη σοβαρότητα κάποιου: «μην αντιλέγεις στα λεγόμενά του, γιατί ο γιατρός είπε, σ’ ό,τι λέει, να λέμε ναι». Ο υποτιθέμενος γιατρός, εννοείται ότι είναι ο ψυχίατρος·
- ο Λέλος ο γιατρός! βλ. συνηθέστ. ο Μιμίκος ο γιατρός(!)·
- ο Μιμίκος ο γιατρός! ειρωνική απάντηση σε φιλικό ή συγγενικό πρόσωπο, όταν χτυπάμε την πόρτα του σπιτιού του και ρωτάει, πριν ακόμα ανοίξει την πόρτα, ποιος είναι. Λέγεται με την έννοια ποιος ήθελες να είναι ή ποιος μπορεί να είναι. Συνών. ο γαλατάς! / ο γείτονας! / ο Λέλος ο γιατρός! / ο παπάς της ενορίας(!)·
- ο παθός, γιατρός, βλ. λ. παθός·
- ο χρόνος είναι ο καλύτερος  γιατρός, με το πέρασμα του χρόνου κάθε δυσάρεστο γεγονός, μεγάλος ερωτικός ή ψυχικός πόνος αμβλύνεται ή και ξεχνιέται: «κάποια μέρα θα ξεχάσεις την προδοσία αυτής της γυναίκας, γιατί ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός». Πρβλ.: πάντων ἰατρὸς τῶν ἀναγκαίων κακῶν χρόνος ἐστίν (Μένανδρος)·
- όπου μπαίνει ο ήλιος, βγαίνει ο γιατρός, προτρεπτική έκφραση για συνεχή αερισμό των χώρων όπου ζει κανείς: «ν’ ανοίγεις καθημερινά τα παράθυρα του δωματίου σου, γιατί, όπου μπαίνει ο ήλιος, βγαίνει ο γιατρός»·   
- ουδείς μωρότερος των γιατρών, αν δεν υπήρχαν οι δάσκαλοι, έκφραση που θέλει να δείξει την έπαρση που έχουν τα άτομα που ανήκουν σε αυτούς τους κλάδους, και που πολλές φορές φτάνει και μέχρι τη γελοιότητα. Από το ότι παλιότερα ο γιατρός και ο δάσκαλος (μαζί με τον παπά και τον χωροφύλακα), αποτελούσαν στις μικρές κοινωνίες (μικρές πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά) ξεχωριστά πρόσωπα, πράγμα που τους έκανε πολλές φορές να συμπεριφέρονται με έπαρση·
- παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις, βλ. λ. γυρεύω·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, βλ. λ. σπίτι·
- στο γιατρό σου και στο δικηγόρο σου να μη λες ποτέ σου ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, βλ. λ. γάιδαρος·
- στους γιατρούς να τα δώσεις! κατάρα υπό τύπο αστεϊσμού σε κάποιον που μας κέρδισε σημαντικό χρηματικό ποσό, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο ή άλλο τυχερό παιχνίδι, και που κυριολεκτούμε, όταν αντιληφθούμε πως μας το κέρδισε με δόλο. Είναι και φορές που ακούγεται απλώς στους γιατρούς! Συνών. στους δικηγόρους να τα δώσεις(!)·
- τον πιάνω γιατρό, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ και του κερδίζω όλα του τα χρήματα, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «τον έπιασα γιατρό και του ’φαγα τα λεφτά». Συνών. τον πιάνω βιδέλο / τον πιάνω γιαγλή / τον πιάνω θύμα / τον πιάνω κορόιδο / τον πιάνω κότσο / τον πιάνω μπαγλαμά.

θέση

θέση, η, ουσ. [<αρχ. θέσις], η θέση. 1. η καρέκλα, το κάθισμα: «πόσες θέσεις χρειάζεσαι να σου φέρω; || θα πάω οικογενειακώς στο θέατρο και κράτησα πέντε θέσεις». 2. κατάσταση στην οποία βρίσκεται κανείς: «ήταν σε άσχημη θέση και τον βοήθησα να ξελασπώσει». 3. η τοποθεσία, ο συγκεκριμένος τόπος: «είχαν πιάσει τις θέσεις γύρω από την εξέδρα και περίμεναν την παρέλαση. 4. η θήκη: «το πορτοφόλι μου έχει πέντε θέσεις για διάφορες χρήσεις». 5. πρόταση, εισήγηση ή άποψη την οποία τεκμηριώνει κάποιος: «η παράταξη κατέβηκε στην τελευταία συνέλευση με θέσεις και τους τσάκισε». 6. υπαλληλική απασχόληση, υπαλληλική υπηρεσία: «μετά από πολλά βρήκε κι αυτός μια θέση στο δημόσιο». 7. στον πλ. οι θέσεις, αριθμός υπαλλήλων που μπορεί να δεχτεί μια δημόσια υπηρεσία για να εργαστούν ή αριθμός σπουδαστών που μπορεί να δεχτεί ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα για να τους εκπαιδεύσει: «προκηρύχθηκε διαγωνισμός για πέντε χιλιάδες θέσεις στο δημόσιο || ο υπουργός Παιδείας ανακοίνωσε ότι αυξήθηκαν κατά δέκα χιλιάδες οι θέσεις των εισαγομένων στα πανεπιστήμια». (Ακολουθούν 84 φρ.)·
- αν κάθεσαι στη θέση σου, κανείς δε σε σηκώνει, όποιος δεν ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις ή δεν επιχειρεί πράγματα που είναι ανώτερα από τις δυνάμεις του, ούτε τον ενοχλεί κανένας αλλά και ούτε ζημιώνει: «να περπατάς στη ζωή σου φρόνιμα και με περίσκεψη, γιατί, αν κάθεσαι στη θέση σου, κανείς δε σε σηκώνει»·
- από θέση ισχύος, βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, από την οποία αντλεί δύναμη, και για το λόγο αυτό, οτιδήποτε λέει ή κάνει, έχει κύρος: «ο διευθυντής μιλούσε από θέση ισχύος κι εγώ δεν μπορούσα ν’ αντικρούσω τα επιχειρήματά του»·
- από θέση περιωπής, α. από εξέχουσα, ισχυρή κοινωνική ή πολιτική θέση: «μιλάει από θέση περιωπής, γι’ αυτό λέει με τόση άνεση αυτά που λέει». β. από ανώτατη πνευματική θέση, χωρίς προκαταλήψεις: «εξετάζει όλα τα θέματα από θέση περιωπής»·
- αφήνω στη θέση μου, λόγω απουσίας μου, αφήνω κάποιον να ενεργεί για λογαριασμό μου, αφήνω αντικαταστάτη μου, πληρεξούσιό μου: «κάθε φορά που λείπω απ’ το εργοστάσιο, αφήνω στη θέση μου τον τάδε»·
- βάζω στη θέση μου, βλ. φρ. αφήνω στη θέση μου·
- βάζω τα πράγματα στη θέση τους, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- βαστώ τη θέση μου, βλ. λ. κρατώ τη θέση μου·
- βρίσκομαι σ’ άσχημη θέση, α. αντιμετωπίζω μεγάλες δυσκολίες, ιδίως οικονομικές, περνώ πολύ δύσκολα: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, βρίσκομαι σ’ άσχημη θέση». β. (για αναμετρήσεις ή ανταγωνισμούς) υπολείπομαι κατά πολύ του αντιπάλου μου ή του ανταγωνιστή μου: «μετά την καταμέτρηση των μισών ψηφοδελτίων, ο τάδε υποψήφιος βρίσκεται σε άσχημη θέση έναντι του αντιπάλου του»·   
- βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, αντιμετωπίζω δυσκολίες, περνώ δύσκολα: «απ’ τη μέρα που με απέλυσαν απ’ τη δουλειά μου, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση || όταν έρχονται δυο φίλοι μου για να λύσω τις διαφορές τους, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, γιατί δεν ξέρω ποιον απ’ τους δυο να βοηθήσω»· 
- βρίσκω θέση, βρίσκω χώρο, τόπο, καρέκλα για να καθίσω: «βρήκα θέση μπροστά στην πίστα και απόλαυσα το πρόγραμμα». (Λαϊκό τραγούδι: ντράγκα ντρουμ, να βρούμε θέση λίγο απάνω σου να γείρω, γιατί έχω γίνει φέσι
- βρίσκω μια θέση στον ήλιο, βολεύομαι σε μια κατάσταση που είναι ευνοϊκή για τη ζωή και για τα σχέδιά μου, ιδίως εξασφαλίζομαι οικονομικά, αναγνωρίζομαι κοινωνικά: «όλοι στη ζωή τους αγωνίζονται να βρουν μια θέση στον ήλιο»·
- για μια θέση στον ήλιο, για το στοιχειώδες δικαίωμα της επιβίωσης ή της επιτυχίας που έχει ο κάθε άνθρωπος για την οικονομική του εξασφάλιση ή για την κοινωνική του αναγνώριση: «απ’ τη μέρα που γεννιέται ο άνθρωπος, αγωνίζεται για μια θέση στον ήλιο»·
- δε μένει ήσυχος στη θέση του, βλ. φρ. δεν κάθεται ήσυχος στη θέση του·
- δε μένει στη θέση του, βλ. φρ. δεν κάθεται στη θέση του·
- δεν είμαι σε θέση να…, δεν μπορώ, δεν έχω τη δυνατότητα να κάνω κάτι, ιδίως λόγω σωματικής ή οικονομικής αδυναμίας: «δεν είμαι σε θέση να τρέξω, γιατί πάσχω απ’ τα πνευμόνια μου || δεν είμαι σε θέση να ’ρθω σ’ αυτό το ταξίδι, γιατί δεν μου το επιτρέπουν τα οικονομικά μου»· βλ. και φρ. δεν είμαι σε κατάσταση να…, λ. κατάσταση·
- δεν έχεις θέση εδώ, δεν ανήκεις σε αυτόν τον κοινωνικό ή οικονομικό κύκλο: «αυτό το κλαμπ είναι μόνο για τους βιομηχάνους, γι’ αυτό δεν έχεις θέση εδώ»·
- δεν έχω θέση (κάπου), είμαι άσχετος ή ανεπιθύμητος σε κάποιο περιβάλλον: «δεν έχω θέση εγώ, ένας απλός επαγγελματίας, στο χορό των βιομηχάνων»·
- δεν έχω θέση, δεν έχω στη διάθεσή μου κάποιο χώρο ή κάθισμα για να καθίσω: «εγώ θα μείνω όρθιος γιατί δεν έχω θέση»·
- δεν κάθεται ήσυχος στη θέση του, είναι ανήσυχος, ενεργητικός, αεικίνητος: «όλο θέλει ν’ ασχολείται με κάτι, γι’ αυτό δεν κάθεται ήσυχος στη θέση του»· βλ. και φρ. δεν κάθεται στη θέση του·
- δεν κάθεται στη θέση του, αναμειγνύεται σε ξένες υποθέσεις: «αν δει καβγά, δεν κάθεται στη θέση του και χώνεται να τους χωρίσει»·
- δεν μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ τη θέση του, κανένας δεν έχει τη δυνατότητα να τον απομακρύνει από τη θέση εργασίας που κατέχει: «είναι ανεψιός του διευθυντή και δεν μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ τη θέση του»· βλ. και φρ. δεν μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ την καρέκλα του, λ. καρέκλα·
- δεν το επιτρέπει η θέση μου να… ή η θέση μου δεν το επιτρέπει να…, α. δεν μπορώ, δεν έχω τη δυνατότητα ή τη θέληση να συμμετέχω κάπου, ιδίως λόγω κοινωνικής διαφοράς: «δεν το επιτρέπει η θέση μου να κάνω παρέα μ’ αυτούς τους παρακατιανούς || εγώ θέλω να κάνω παρέα μαζί τους, αλλά βλέπεις, δεν το επιτρέπει η θέση μου, γιατί αυτοί είναι της υψηλής κοινωνίας». β. λόγω ηλικίας, μόρφωσης ή αξιώματος, δε μου επιτρέπεται να συμπεριφερθώ όπως κάποιος που στερείται αυτών των ιδιοτήτων: «εσύ είσαι ένας απλός υπάλληλος και μπορείς να συναναστρέφεσαι όποιον θέλεις, εγώ όμως που είμαι διευθυντής, δεν το επιτρέπει η θέση μου να συναναστρέφομαι τον καθένα»· βλ. και φρ. δεν το επιτρέπει η κατάστασή μου να…, λ. κατάσταση· 
- δεύτερη θέση, (για μέσα συγκοινωνίας) όπου προσφέρονται λιγότερες ανέσεις από την πρώτη θέση (βλ. φρ.)·
- διαχωρίζω τη θέση μου, διαφοροποιώ τις απόψεις μου σε σχέση με άλλον ή άλλους: «απ’ τη στιγμή που εσείς θέλετε να κάνετε του κεφαλιού σας, εγώ διαχωρίζω τη θέση μου και θα ενεργήσω με το δικό μου τρόπο»·
- δίνω τη θέση μου (σε κάποιον), α. με διαδέχεται, με αντικαθιστά κάποιος άλλος σε ένα αξίωμα που κατέχω: «επειδή βγαίνω στη σύνταξη, θα δώσω τη θέση του διευθυντή στον τάδε». β. λόγω σεβασμού παραχωρώ τη θέση μου σε κάποιον να καθίσει: «μόλις δω κάποιον ηλικιωμένο στο λεωφορείο, σηκώνομαι και του δίνω τη θέση μου»·
- δυσκολεύω τη θέση μου, επιδεινώνω την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκομαι: «με τα ψέματα που μας αραδιάζεις, δυσκολεύεις τη θέση σου»·
- εγώ στη θέση σου θα…, αν αυτό που συνέβη σε σένα συνέβαινε σε μένα, τότε θα…: «δε χειρίστηκες καλά το θέμα, γιατί εγώ στη θέση σου θα τον συγχωρούσα, αν ερχόταν και μου ζητούσε συγνώμη»·
- είμαι σε δύσκολη θέση, βλ. φρ. βρίσκομαι σε δύσκολη θέση·
- είμαι σε θέση να..., έχω τη δυνατότητα, διαθέτω τις κατάλληλες προϋποθέσεις, μπορώ: «είμαι σε θέση ν’ ανταποκριθώ στο αίτημά σου || είμαι σε θέση ν’ αναλάβω αυτή τη δουλειά, όσο δύσκολη κι αν είναι»·
- είναι δύσκολη η θέση μου, αντιμετωπίζω δυσκολίες, προβλήματα: «είναι δύσκολη η θέση μου, γιατί έπεσε αναδουλειά κι έχω ένα σωρό υποχρεώσεις || είναι δύσκολη η θέση μου, γιατί πρέπει ν’ απολύσω τον έναν απ’ τους δυο, αλλά, απ’ ό,τι ξέρω, έχουν κι οι δυο τους μεγάλη ανάγκη από δουλειά»· βλ. και φρ. είναι λεπτή η θέση μου·
- είναι λεπτή η θέση μου, είναι δύσκολη, αντιμετωπίζω δυσκολία στο χειρισμό ενός ζητήματος: «είναι λεπτή η θέση μου και δεν μπορώ να σε προσλάβω υπάλληλο στον τομέα μου, γιατί, αν μάθουν στη διοίκηση πως είμαστε συγγενείς, θα ’χω προβλήματα»·
- είναι πιασμένη η θέση, είναι κατηλειμμένη: «δεν μπορείτε να καθίσετε εδώ, γιατί είναι πιασμένη η θέση»·
- είσαι σε θέση να…; έχεις τη δυνατότητα; διαθέτεις τις κατάλληλες προϋποθέσεις; μπορείς να…(;): «είσαι σε θέση ν’ αναλάβεις μια τόσο δύσκολη δουλειά; || εγώ θα σου αναθέσω αυτή τη δουλειά, εσύ όμως είσαι σε θέση να την τελειώσεις;»·
- έλα στη θέση μου, (προτρεπτικά) προσπάθησε νοερά να βιώσεις αυτό που περνώ, αυτό που μου συμβαίνει, συνήθως όχι ευχάριστο, και τότε θα καταλάβεις το λόγο για τον οποίο αντιδρώ και συμπεριφέρομαι με το συγκεκριμένο τρόπο: «έλα στη θέση μου και πες μου, δεν έχω δίκιο που θέλω το κακό του, απ’ τη στιγμή που αυτός ο άνθρωπος έγινε αιτία να χάσω τη δουλειά μου;»· βλ. και φρ. είναι λεπτή η θέση μου·
- έλα μουνί στη θέση σου! βλ. λ. μουνί·
- έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της, βλ. λ. καρδιά·
- έφυγε το μυαλό μου απ’ τη θέση του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει το μυαλό (του) στη θέση του, βλ. λ. μυαλό·
- έχω σίγουρη θέση, έχω εξασφαλισμένη την επαγγελματική μου απασχόληση, έχω βολευτεί σε μόνιμη υπαλληλική εργασία: «αυτόν μην το κλαις, γιατί, μόλις απολυθεί από στρατιώτης, έχει σίγουρη θέση στην τράπεζα»·
- ήρθε η καρδιά μου στη θέση της, βλ. λ. καρδιά·
- ήρθε η ψυχή μου στη θέση της, βλ. λ. ψυχή·
- ήρθε το μυαλό του στη θέση του, βλ. λ. μυαλό·
- θέση κλειδί, επίκαιρη, νευραλγική θέση σε επιχείρηση ή οργανισμό: «έχει μια θέση κλειδί στο υπουργείο και είναι ο πρώτος που μαθαίνει τις μελλοντικές ενέργειες του υπουργού»·
- θέση περιωπής, ψηλή κοινωνική ή πολιτική θέση: «στο υπουργείο κατέχει μια θέση περιωπής»·
- καθαρίζω τη θέση μου, α. δίνω διευκρινίσεις, εξηγούμαι για κάποια υπόθεση, ιδίως παράνομη, στην οποία φαίνομαι ότι έχω αναμιχθεί: «υποστηρίζει πως άδικα τον κατηγορούν, γι’ αυτό πήγε στο διευθυντή να καθαρίσει τη θέση του». (Λαϊκό τραγούδι: τσιγάρο με βαρύ χαρμάνι πες μου ποιος το φουμάρισε, στα γρήγορα και μάνι μάνι τη θέση σου καθάρισε). β. χάνω όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε τυχερό παιχνίδι: «παίζαμε όλο το βράδυ και μέχρι το πρωί καθάρισα τη θέση μου». γ. πεθαίνω, σκοτώνομαι: «αυτός που ζητάς όντως έμενε σ’ αυτό το σπίτι, αλλά πάει καιρός που καθάρισε τη θέση του || έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του από ένα γκρεμό και καθάρισε τη θέση του»·
- καθάρισα τη θέση μου, απαλλάχτηκα από κάθε υποψία ή κατηγορία ύστερα από τις διευκρινήσεις, από τις εξηγήσεις που έδωσα για κάποια υπόθεση, ιδίως παράνομη, στην οποία φαινόμουν αναμεμειγμένος: «επειδή δεν ήθελα να υπάρχουν διάφορες υπόνοιες για μένα, πήγα στο διευθυντή και καθάρισα τη θέση μου». (Λαϊκό τραγούδι: καθάρισε τη θέση σου μ’ αυτή σου την κατάσταση, πριν κάνω επανάσταση
- κανόνισε τη θέση σου! βλ. φρ. κανόνισε την πορεία σου! λ. πορεία·
- κάνω θέση, μαζεύομαι, ώστε να υπάρξει χώρος για να καθίσει και κάποιος άλλος: «σε παρακαλώ, κάνε θέση να καθίσω κι εγώ». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το λίγο ή το λίγο μια· βλ. και φρ. του κάνω θέση·   
- κάτσε στη θέση σου! συμβουλευτική ή απειλητική προτροπή σε κάποιον να μην ασχολείται με τα προσωπικά μας ζητήματα, να μην επεμβαίνει, γιατί δεν έχει αυτό το δικαίωμα ή γιατί είμαστε ανώτεροι από αυτόν και πρέπει να υπακούσει στις διαταγές μας. Πολλές φορές, μετά τη φρ. ακούγεται το και μη μιλάς: «στην επόμενη κουβέντα που θα πεις, θα σου ’ρθει ανάποδη, γι’ αυτό κάτσε στη θέση σου και μη μιλάς, που θα μου κάνεις εμένα κριτική!»·
- κλείνω θέση, εξασφαλίζω εκ των προτέρων κάθισμα σε ένα χώρο ή σε κάποιο μεταφορικό μέσο: «έκλεισα πέντε θέσεις για το βράδυ στο τάδε νυχτερινό κέντρο || έκλεισα μια θέση στο αεροπλάνο»·
- κουνήσου απ’ τη θέση σου! (λέγεται αποτρεπτικά) να μη μας συμβεί αυτό που κακομελετάει κάποιος, που απευχόμαστε το κακό που ξεστόμισε κάποιος: «έτσι όπως τρέχεις, θα σκοτωθούμε! - Κουνήσου απ’ τη θέση σου! || με τον τρόπο που χειρίζεσαι τις δουλειές σου, θα χρεοκοπήσεις. -Κουνήσου απ’ τη θέση σου!»·
- κρατώ θέση, βλ. φρ. κλείνω θέση·
- κρατώ τη θέση μου, συμπεριφέρομαι με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη μειωθεί η υπόληψή μου, συμπεριφέρομαι με αξιοπρέπεια σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής λογικής ή της κοινωνικής μου προέλευσης: «μπορεί εκείνος να φώναζε σαν τρελός, όμως εγώ κράτησα τη θέση μου και συμπεριφέρθηκα με πολιτισμένο τρόπο»·
- λάβετε θέσεις! παράγγελμα, ιδίως σε δρομείς, να πάρουν τις θέσεις τους στο σημείο εκκίνησης·
- με φέρνει σε δύσκολη θέση, με κάνει να αισθάνομαι άσχημα με την επιμονή του να κάνω ή να μην κάνω κάτι, ή συνήθως, από την επιμονή του να του δώσω κάτι ή γενικά με κάνει να αισθάνομαι άσχημα, να στενοχωριέμαι, επειδή δεν έχω τη δυνατότητα να τον εξυπηρετήσω: «λυπάμαι που δεν μπορώ να σε βοηθήσω, και ειλικρινά αυτό με φέρνει σε δύσκολη θέση»·
- μπες στη θέση μου, βλ. συνηθέστ. έλα στη θέση μου·
- ξεκαθαρίζω τη θέση μου, αποσαφηνίζω τη στάση που θα κρατήσω σε κάποιο ζήτημα ή τον τρόπο που θα ενεργήσω: «απ’ την αρχή ξεκαθάρισα τη θέση μου, για να μη λένε εκ των υστέρων πως τους κορόιδεψα»·
- ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, βλ. λ. κατάλληλος·
- παίζεται η θέση μου ή παίζω τη θέση μου, βλ. φρ. παίζω τη θέση μου κορόνα γράμματα·
- παίζω τη θέση μου κορόνα γράμματα, τη διακινδυνεύω, τη ρισκάρω: «δε θα μπορέσω να παρατυπήσω ούτε στο ελάχιστο, γιατί, αν το κάνω, παίζω τη θέση μου κορόνα γράμματα»·
- παίρνω θέση ή παίρνω μια θέση (σε κάτι), εκφράζω τη γνώμη μου, έχω άποψη για ένα συγκεκριμένο ζήτημα ή διένεξη, και τη φανερώνω: «πρέπει να πάρεις επιτέλους μια θέση στο πρόβλημά μας, γιατί δεν μπορούμε να συνεχίσουμε χωρίς να ξέρω τι σκέφτεσαι!»·
- παίρνω θέση, α. βρίσκω μια θέση και κάθομαι περιμένοντας να συμβεί κάτι, τοποθετούμαι κάπου: «μόλις τον είδε να ’ρχεται προς το μέρος του, πήρε θέση και τον περίμενε || πάρε θέση κι άκου προσεκτικά τι έχω να σου πω». β. καταλαμβάνω επίκαιρο σημείο: «οι στρατιώτες πήραν θέσεις στους γύρω λόφους». γ. δίνω στο σώμα μου την κατάλληλη στάση για να κάνει κάτι κάποιος σε αυτό: «μόλις πήρα θέση, η νοσοκόμα μου κάρφωσε την ένεση στον κώλο || μόλις πήρα θέση, με φωτογράφισε ο φωτογράφος». Συνήθως, στην τελευταία περίπτωση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το την κατάλληλη ή το την πρέπουσα και είναι φορές που χρησιμοποιείται για σεξουαλικό λόγο: «μόλις πήρε την κατάλληλη θέση, την πήδηξα κανονικά»·
- παίρνω τη θέση (κάποιου), τον αντικαθιστώ, τον διαδέχομαι στο αξίωμα που κατείχε: «ξέρω καλά πως, μόλις βγει ο διευθυντής στη σύνταξη, θα πάρω τη θέση του»· βλ. και φρ. πήρε τη θέση του·
- παίρνω τη θέση μου, πάω στο σημείο εκείνο που μου έχουν υποδείξει εκ των προτέρων: «οι δρομείς πήραν τις θέσεις τους και περίμεναν το σήμα της εκκίνησης»·
- παραιτούμαι απ’ τη θέση μου, παραιτούμαι από τη θέση εργασίας ή από το αξίωμα που κατέχω: «επειδή ήθελαν να με μεταθέσουν στην επαρχία, παραιτήθηκα απ’ τη θέση μου || ο υπουργός παραιτήθηκε απ’ τη θέση του, γιατί διαφώνησε με τον πρωθυπουργό»·
- πάω στη θέση μου, επιστρέφω στο σημείο στο βρισκόμουν, που κατείχα προηγουμένως: «πετάχτηκα μέχρι την τουαλέτα και τώρα πάω στη θέση μου, γιατί όπου να ’ναι αρχίζει πάλι το έργο»·
- πετιέμαι απ’ τη θέση μου, δοκιμάζω μεγάλη έκπληξη από κάτι καλό ή κακό: «πιστεύαμε πως ήταν φυλακή και, μόλις τον είδαμε να μπαίνει στο μπαράκι, πεταχτήκαμε όλοι απ’ τη θέση μας! || μόλις ακούστηκε ο κρότος της τράκας, πεταχτήκαμε απ’ τη θέση μας και βγήκαμε να δούμε τι συμβαίνει»·
- πήγε η καρδιά μου στη θέση της, βλ. λ. καρδιά·
- πήγε η ψυχή μου στη θέση της, βλ. λ. ψυχή·
- πήρε μια θέση στην ιστορία ή πήρε τη θέση του στην ιστορία (κάποιος), η πορεία και οι πράξεις του στη ζωή του αξιολογήθηκαν από τους ιστορικούς πολύ θετικά: «ο Κολοκοτρώνης πήρε τη θέση του στην ιστορία || ο Εμμανουήλ Παπάς πήρε μια θέση στην ιστορία»·
- πήρε τη θέση του, τον υποστήριξε σε κάποια διένεξη που είχε με κάποιον άλλον: «επειδή είναι φίλοι, αμέσως πήρε τη θέση του στη διένεξη που είχε με τον άλλον»· βλ. και φρ. παίρνω τη θέση (κάποιου)·
- πιάνω θέση ή πιάνω τη θέση, βρίσκω άδειο μέρος, χώρο ή κάθισμα και κάθομαι: «έβαλε το παλτό του στο κάθισμα για να πιάσει τη θέση, κι ύστερα πήγε στο καπνιστήριο || έπιασε θέση κοντά στην πίστα και χάζευε αυτούς που χόρευαν»· καταλαμβάνω επίκαιρο σημείο: «οι στρατιώτες έπιασαν θέσεις στους γύρω λόφους»·
- πριονίζω τη θέση (κάποιου), προσπαθώ αργά και μεθοδικά με συγκεκριμένες ενέργειες να υποσκάψω το έργο που κάνει κάποιος, να τον φθείρω ή να τον αποδυναμώσω για να χάσει κάποιο αξίωμα που κατέχει ή για να χαλάσω μια ευνοϊκή γι’ αυτόν κατάσταση: «μπροστά σου μπορεί να είναι αγκαλιές και φιλιά, πρόσεξε όμως, γιατί από πίσω πριονίζει τη θέση σου και θα βρεθείς χωρίς να το καταλάβεις εκτεθειμένος»·
- πρώτη θέση, α. (για μέσα συγκοινωνίας) χώρος όπου προσφέρονται ιδιαίτερες ανέσεις και για το λόγο αυτό είναι και πιο ακριβός: «όταν ταξιδεύω με τρένο ή με πλοίο, ταξιδεύω πάντα πρώτη θέση». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ ένα τρένο με το Χάρο οδηγό, επιβάτες ένας πλούσιος κι εγώ, πρώτη θέση εταξίδευε αυτός και στην τρίτη εγώ που ήμουνα φτωχός).Αναφέρεται και δεύτερη ή τρίτη θέση, που είναι πιο φτηνές και που οι ανέσεις είναι λιγότερες. β.(για κινηματογράφους και ιδίως για θέατρα) που βρίσκεται κοντά στη σκηνή: «πλήρωσα κάτι παραπάνω στην ταμεία του θεάτρου για να μας δώσει πρώτη θέση»·
- ροκανίζω τη θέση (κάποιου), βλ. φρ. πριονίζω τη θέση (κάποιου)·
- στη θέση (του τάδε), αντί του τάδε: «θα κάνω βάρδια στη θέση του τάδε»·
- στη θέση σου, (του), στην περίπτωσή σου (του), αν μου συνέβαινε αυτό που σου (του) συμβαίνει: «στη θέση σου, αν σου μιλούσε μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο, πες μου, δε θα τον έσπαζες στο ξύλο;»·
- τον βάζω σε μια θέση, τον διορίζω σε μια θέση εργασίας: «δε μπορείς να τον βάλεις σε μια θέση για να μην τεμπελιάζει;»·
- τον βάζω στη θέση του, α. του αφαιρώ τη μεγάλη οικειότητα ή το θάρρος που έδειχνε, του δίνω να καταλάβει την απόσταση που μας χωρίζει, του υποδεικνύω πώς να συμπεριφέρεται: «πρέπει να βρεθεί κάποιος να τον βάλει στη θέση του, γιατί νομίζει πως μπορεί να κάνει ό,τι θέλει». β. του αφαιρώ τα επιχειρήματά του, τον αποστομώνω χρησιμοποιώντας τις ίδιες του τις πράξεις ή τα λόγια: «μόλις αποκάλυψα πως κι αυτός είχε υπογράψει για την απόλυση των συγκεκριμένων εργατών, τον έβαλα στη θέση του»·
- του κάνω θέση, παραμερίζω για να καθίσει, ιδίως λόγω σεβασμού: «μόλις δω ηλικιωμένο άνθρωπο στο λεωφορείο, του κάνω αμέσως θέση»·
- του ’φαγα τη θέση, κατέλαβα το μέρος, το χώρο, το κάθισμα στο οποίο καθόταν ή την υπαλληλική απασχόληση ή υπηρεσία του, ιδίως με πονηριά, με δόλο: «τον έστειλα δήθεν να μου πάρει τσιγάρα και του ’φαγα τη θέση || τον καιρό που ήταν άρρωστος, έκανα όλα τα χατίρια του διευθυντή του και του ’φαγα τη θέση»·
- τρίτη θέση, (για μέσα συγκοινωνίας) οικονομική θέση στην οποία ταξιδεύουν συνήθως οι φτωχοί και οι στρατιώτες: «επειδή δεν είχε λεφτά, ταξίδευε τρίτη θέση». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στο τρένο της Γερμανίας-Αθηνών, στην τρίτη θέση, σε μιαν άκρη καθισμένος, αφήνω πίσω μου το μαύρο παρελθόν και φεύγω στο άγνωστο, φτωχός κι αδικημένος 
- υψηλή θέση, ανώτατη υπαλληλική υπηρεσία: «κατέχει υψηλή θέση στο δημόσιο || εργάζεται σε μια μεγάλη ιδιωτική επιχείρηση όπου κατέχει υψηλή θέση»·
- φέρνω σε δύσκολη θέση (κάποιον), με τα λόγια ή τις πράξεις μου κάνω κάποιον να αισθανθεί άσχημα, αμήχανα: «με τις εξυπνάδες του φέρνει πολλές φορές σε δύσκολη θέση τους άλλους»·
- χάνω τη θέση μου, χάνω τη θέση εργασίας που έχω σε κάποια επιχείρηση ή οργανισμό, απολύομαι: «δεν έχω τη δυνατότητα να κάνω ρουσφέτια, γιατί, αν γίνει αντιληπτό, θα χάσω τη θέση μου».

μοίρα

μοίρα, η, ουσ. [<αρχ. μοῖρα], η μοίρα· η τύχη, το πεπρωμένο, το ριζικό, το γραφτό. (Λαϊκό τραγούδι: ποια μοίρα με ζηλεύει ποιο μάτι φθονερό και χάθηκε η αγάπη χωρίς να τη χαρώ). (Ακολουθούν 42 φρ.)·
- ακολουθώ τη μοίρα (κάποιου), υφίσταμαι τα ίδια δεινά με κάποιον: «όσοι δε συμμορφωθούν και δε δείξουν εργατικότητα, θ’ ακολουθήσουν τη μοίρα εκείνων που απολύθηκαν»·
- βάζω σε δεύτερη μοίρα (κάτι), βλ. φρ. έχω σε δεύτερη μοίρα (κάτι)·
- βάζω σε ίδια μοίρα ή βάζω σε ίση μοίρα (κάποιον ή κάτι με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο), θεωρώ ότι είναι ισότιμος ή ισάξιος: «δεν μπορείς να βάζεις σε ίδια μοίρα έναν γιατρό μ’ έναν της πρώτης δημοτικού || βάζει σε ίση μοίρα το κατσαριδάκι του με τη Μερσεντές μου»·
- βάζω σε πρώτη μοίρα (κάτι), βλ. φρ. έχω σε πρώτη μοίρα (κάτι)·   
- βάζω σε τελευταία μοίρα (κάτι), βλ. φρ. έχω σε τελευταία μοίρα (κάτι)·  
- (δεν) είμαστε στην ίδια μοίρα ή (δεν) είμαστε σε ίση μοίρα, (δεν) βρισκόμαστε στην ίδια κοινωνική ή οικονομική θέση, (δεν) έχουμε τις ίδιες ικανότητες ή δυνατότητες: «δεν τον κάνω παρέα, γιατί δεν είμαστε στην ίδια μοίρα || μ’ αυτόν κάνω πολλή παρέα γιατί είμαστε σε ίση μοίρα || είμαστε στην ίδια μοίρα εγώ μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο για να μαλώσουμε;»·
- δεν έχει στον ήλιο μοίρα, βλ. λ. ήλιος·
- δεν ξέρει τα τρία κακά της μοίρας του, έχει πλήρη άγνοια και για πράγματα που τον αφορούν και γι’ αυτά που συμβαίνουν γύρω του: «μην τον παίρνεις σοβαρά, γιατί δεν ξέρει τα τρία κακά της μοίρας του»·
- είναι άξιος της μοίρας μου! βλ. φρ. είναι άξιος της τύχης μου! λ. τύχη· 
- είναι της μοίρας μου, βλ. φρ. το ’χει η μοίρα μου·
- ειρωνεία της μοίρας, βλ. λ. ειρωνεία·
- έλαχε στη μοίρα μου, μου έτυχε κάτι δυσάρεστο: «έφυγαν όλοι για διακοπές κι έλαχε στη μοίρα μου να μείνω πίσω να φυλάω το κλειστό εργοστάσιο»·
- ενώνουμε τις μοίρες μας, βλ. συνηθέστ. ενώνουμε τις τύχες μας, λ. τύχη·
- έχει τα τρία κακά της μοίρας του, είναι εντελώς ηλίθιος, εντελώς βλάκας ή η όλη του εικόνα, το όλο του παρουσιαστικό είναι πολύ απογοητευτικό: «τον τελευταίο καιρό κάνει παρέα με κάποιον, που έχει τα τρία κακά της μοίρας του»·
- έχω σε δεύτερη μοίρα (κάτι), θεωρώ κάτι δευτερεύον, δεν το θεωρώ πολύ σημαντικό: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, έχει σε δεύτερη μοίρα τα γλέντια και τα ξενύχτια»·
- έχω σε πρώτη μοίρα (κάτι), δίνω απόλυτη προτεραιότητα σε κάτι, το θεωρώ πολύ σημαντικό: «μόλις παίρνω το μισθό μου, έχω πάντα σε πρώτη μοίρα τα έξοδα του σπιτιού»·
- έχω σε τελευταία μοίρα (κάτι), δε δίνω σε κάτι σπουδαία σημασία, μου είναι σχεδόν αδιάφορο: «επειδή τον τελευταίο καιρό έχω οικονομικά προβλήματα, έχω σε τελευταία μοίρα τα γλέντια»·
- η κοινή των ανθρώπων μοίρα, βλ. λ. άνθρωπος·
- η μοίρα μου τον άντρα μου, καλό να μου τον εύρει, βλ. λ. άντρας·
- ήταν γραφτό της μοίρας μου ή ήταν της μοίρας μου γραφτό, βλ. λ. γραφτό·
- καλή μοίρα! ευχή σε άγαμο νέο ή νέα να βρει καλό και άξιο σύζυγο. Συνών. καλή τύχη! (α)· 
- κάνω στροφή 180 μοιρών (360 μοιρών), βλ. λ. στροφή·
- ... κι ας μη δω στον ήλιο μοίρα, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πόσο πολύ επιθυμούμε να πραγματοποιηθεί αυτό που μόλις προαναφέραμε: «ας αξιωθώ να πάω μια φορά μ’ αυτή τη γυναίκα κι ας μη δω στον ήλιο μοίρα». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω δίπλα την νταμίρα κι ας μη δω στον ήλιο μοίρα
- κλαίει τη μοίρα του, α. διαμαρτύρεται, παραπονιέται, μεμψιμοιρεί για την κακή του τύχη: «απ’ τη μέρα που έχασε τον πατέρα του, κάθεται και κλαίει τη μοίρα του». (Λαϊκό τραγούδι: ένας διαβάτης μες το σκοτάδι στο ξεροβόρι περιπλανιέται, κλαίει τη μοίρα του κι αυτό το βράδυ που είναι μόνος του και συλλογιέται). β. αδρανεί, δεν κάνει καμιά προσπάθεια για να διορθώσει κάποια κακή κατάσταση: «απ’ τη μέρα που έπεσε έξω η δουλειά του, γυρίζει από καφενείο σε καφενείο και κλαίει τη μοίρα του»·
- λέει τη μοίρα, έχει την ικανότητα να προβλέπει το πεπρωμένο ενός ανθρώπου διαβάζοντας τις γραμμές της παλάμης του: «οι πιο πολλές τσιγγάνες ξέρουν να λένε τη μοίρα»·
- μαύρη μοίρα, ζωή μέσα σε δυσκολίες και δυστυχία, ζωή άτυχη, άθλια. (Λαϊκό τραγούδι: στο σταθμό του Μονάχου με πέταξε κάπου η μαύρη η μοίρα μου, μάνα κακομοίρα μου
- με κυνηγά η μοίρα, βλ. φρ. με χτυπά η μοίρα·
- με χτυπά η μοίρα, με κατατρέχει, με βασανίζει: «δε γνώρισα στη ζωή μου μια καλή μέρα, γιατί από μικρό παιδί με χτυπά η μοίρα». (Λαϊκό τραγούδι: έσβησα απ’ τη ζωή, γιατί η μοίρα με χτυπά· - αχ, δεν αντέχω πια
- μου έγραψε η μοίρα ή μου το ’γραψε η μοίρα, είναι το γραφτό μου, το πεπρωμένο μου: «μου το ’γραψε η μοίρα μου πάντα να υποφέρω». (Τραγούδι: ποιος το ξέρει, τι μας έγραψε η μοίρα ποιος το ξέρει κι αν μας βρει μαζί και τ’ άλλο καλοκαίρι, ποιος το ξέρει 
- να μην (το) δώσει η μοίρα, βλ. φρ. να μην (το) δώσει ο Θεός, λ. Θεός·
- να ’χα πουτάνας ριζικό, να ’χα ακαμάτρας μοίρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- όπου φτωχός κι η μοίρα του, βλ. λ. φτωχός·
- όπως τα φέρει η μοίρα, όπως έρθουν οι περιστάσεις, όπως τα φέρει η τύχη: «όπως τα φέρει η μοίρα, θα τ’ αντιμετωπίσουμε, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς»·
- το γράφει η μοίρα, (απρόσωπο) είναι της μοίρας, είναι γραφτό: «αν το γράφει η μοίρα, δε θα μπορέσεις με κανένα τρόπο να πας μπροστά». (Λαϊκό τραγούδι: μανούλα θα φύγω μην κλάψεις για μένα, η μοίρα το γράφει μονάχος να ζω)· 
- το γράφει η μοίρα μου, βλ. φρ. το ’χει η μοίρα μου·
- το ’χει η μοίρα μου, είναι το γραφτό μου, το πεπρωμένο μου. Συνήθως λέγεται για κάτι κακό: «το ’χει η μοίρα μου να μην μπορώ να στεριώσω σε μια δουλειά || το ’χει η μοίρα μου να μπλέκω όλο σε παλιοκαταστάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκα μου, το ’χει η μοίρα σου έτσι για να τραβιέσαι, για τέτοια μικροπράγματα στην τούφα να πετιέσαι). Συνών. το ’χει το ριζικό μου·  
- τον βάζω σε δεύτερη μοίρα, βλ. φρ. τον έχω σε δεύτερη μοίρα·    
- τον βάζω σε πρώτη μοίρα, βλ. φρ. τον έχω σε πρώτη μοίρα·     
- τον βάζω σε τελευταία μοίρα, βλ. φρ. τον έχω σε τελευταία μοίρα·
 - τον έχω σε δεύτερη μοίρα, δεν έχει την απόλυτη αποδοχή μου, δε με ενδιαφέρει απόλυτα: «δε ξέρω τι κάνεις εσύ με τον τάδε, πάντως εγώ τον έχω σε δεύτερη μοίρα»·
- τον έχω σε πρώτη μοίρα, τον υπολογίζω, τον υπολήπτομαι πολύ, ενδιαφέρομαι άμεσα γι’ αυτόν: «απ’ όλους τους φίλους μου τον τάδε τον έχω σε πρώτη μοίρα»·
- τον έχω σε τελευταία μοίρα, μου είναι σχεδόν αδιάφορος: «δεν με νοιάζει τι θα κάνει ο τάδε, γιατί τον έχω σε τελευταία μοίρα».

ντάλα

ντάλα, επίρρ. [<τουρκ. dal (= ακριβώς)], συνοδευτικό επίρρημα χρονικών ή τοπικών προσδιορισμών·
- ντάλα καλοκαίρι, κατακαλόκαιρο: «είναι ντάλα καλοκαίρι κι επικρατεί καύσωνας»·
- ντάλα μεσημέρι, καταμεσήμερο: «ήρθε ντάλα μεσημέρι κι ήθελε να πάμε βόλτα!»·
- ντάλα ο ήλιος, μεσούρανα: «δε βλέπεις που είναι ντάλα ο ήλιος, πού θέλεις να τρέχουμε μέσ’ στους δρόμους!».

σπίτι

σπίτι, το, ουσ. [<μσν. σπίτιν <ὁσπίτιον <λατιν. hospitium], το σπίτι. 1. η οικογένεια: «αυτή τον αγαπάει πολύ, αλλά δεν τον θέλουν απ’ το σπίτι της || δεν καταλαβαίνεις πως μ’ αυτές τις βλακείες που κάνεις στενοχωρείς το σπίτι σου; || χαιρετισμούς στο σπίτι!». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα με το σπίτι μου μαλώνω· τα δικά σου τα σπασμένα εγώ πληρώνω). 2. (γενικά) ο οικιακός εξοπλισμός, καθώς και η επίπλωση: «έχει κάνει ένα σωρό έξοδα, γιατί παντρεύει την κόρη του και στήνει το σπίτι της». 3. ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα σπίτια είναι μαζεμένα γύρω απ’ το λιμάνι». 4. κατάλληλα διαμορφωμένα κλειστός χώρος, όπου διαδραματίζονται οι περιπέτειες των παιχτών του big brother: «από την κόντρα των τάδε, επικρατούσε για τρίτη μέρα μεγάλη ένταση στο σπίτι».  5. ως επίρρ., σπίτι, στο σπίτι: «όταν κάνει κρύο, μένω σπίτι». Υποκορ. σπιτάκι, το, (βλ. λ.). (Ακολουθούν 121 φρ.)·
- αδειάζω το σπίτι, α. το απογυμνώνω από τα πράγματα αξίας που έχει, το κατακλέβω: «χτες βράδυ τα κλεφτρόνια άδειασαν τα πιο πολλά σπίτια της γειτονιάς». β. το ξενοικιάζω είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ένοικος: «την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι και μπορώ να στο νοικιάσω || την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι, γιατί βρήκα άλλο με φθηνότερο νοίκι»·
- άδειο σπίτι, α. το ξενοίκιαστο: «ξέρεις πουθενά κανένα άδειο σπίτι, για να το νοικιάσω;». β. που δεν έχει ενοίκους, που δε ζει κανένας ή που δε ζουν όσοι ζούσαν, όσοι θα έπρεπε να ζουν: «εδώ κάποτε ζούσε ολόκληρη οικογένεια, αλλά ξεκληρίστηκε σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα κι απόμεινε άδειο σπίτι || κάποτε μέσα στο σπίτι αντιλαλούσαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών, όμως τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν δικές τους οικογένειες κι απόμειναν μόνοι, δυο γέροι, μέσα στ’ άδειο σπίτι»·
- αλλάζω σπίτι, μετακομίζω από αυτό στο οποίο διαμένω σε ένα άλλο: «την άλλη βδομάδα αλλάζω σπίτι, γιατί σ’ αυτό που μένω θα εγκατασταθεί η κόρη του ιδιοκτήτη που παντρεύτηκε»·
- άμα θέλεις να βρεις σπίτι, ψάξε για γείτονα, βλ. λ. γείτονας·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, βλ. λ. χωριό·
- αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, όποιος δεν παινεύει κάποιον της οικογενείας του ή κάτι που είναι δικό του τότε βλάπτει αρχικά τον ίδιο του τον εαυτό. Συνήθως λέγεται ειρωνικά και σε κάποιον, που εκθειάζει τις αρετές και τις ικανότητες συγγενικού του προσώπου·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ανάποδο σπίτι, που δεν έχει καλή διαρρύθμιση, που δεν είναι βολικό: «μπορεί να είναι μεγάλο και καλοχτισμένο, αλλά με τους διαδρόμους και τα δωματιάκια του είναι τελικά ανάποδο σπίτι»·
- άνθρωπος του σπιτιού, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγω σπίτι, παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόλις βρω μια σταθερή δουλειά, θα βρω κι ένα καλό κορίτσι για ν’ ανοίξω σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ το κρητικόπουλο από τον Ψηλορείτη αγάπησα μια κοπελιά, μ’ αυτή θ’ ανοίξω σπίτι). Συνών. ανοίγω νοικοκυριό·
- ανοίγω το σπίτι, κάνω διάρρηξη: «χτες βράδυ άνοιξαν το σπίτι του τάδε»·
- ανοίγω το σπίτι μου, δέχομαι κοινωνικές επισκέψεις, έχω κοινωνική, κοσμική  ζωή: «αν δεν περάσουν τρία χρόνια απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε θ’ ανοίξω το σπίτι μου»·
- ανοιχτό σπίτι, το κοσμικό, το φιλόξενο: «έχουν ανοιχτό σπίτι και κάθε τόσο κάνουν διάφορα πάρτι || όποιος φίλος περνάει απ’ την πόλη μας, κοιμάται στον τάδε, γιατί έχει ανοιχτό σπίτι»·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- από σπίτι σε σπίτι, από το ένα σπίτι στο άλλο διαδοχικά: «κάθε μέρα γυρίζει από σπίτι σε σπίτι και κάνει κουτσομπολιό || είναι τόσο φτωχός, που κάθε μέρα ζητιανεύει από σπίτι σε σπίτι»·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, λέγεται γι’ αυτούς, που ενώ στις παρέες τους είναι ευγενικοί και πρόσχαροι στην οικογένειά τους φέρονται σκληρά, τυραννικά: «έτσι είναι τα πιο πολλά σημερινά παιδιά, βασιλικός στη γειτονιά κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι»·
- βαστώ το σπίτι, συντηρώ, φροντίζω την οικογένειά μου: «ένας Θεός ξέρει με τι κόπους και θυσίες βαστώ αυτό το σπίτι!»·
- γαμώ το σπίτι μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ το σπίτι μου, πάλι λάθος έκανα!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το σπίτι σου! ή σου γαμώ το σπίτι! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ το σπίτι σου, μου δημιουργείς συνέχεια προβλήματα! || σου γαμώ το σπίτι αν ξανακάνεις κοπάνα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε με χωράει το σπίτι, νιώθω έντονη στενοχώρια, ανυπομονησία ή ανησυχία για κάτι ή νιώθω έντονη χαρά για κάτι, πράγμα που με κάνει να μην μπορώ να μείνω στο σπίτι: «όταν είμαι στενοχωρημένος, δε με χωράει το σπίτι, γιατί έχω την εντύπωση ότι πνίγομαι || κάθε βράδυ μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου, δε με χωράει το σπίτι || όταν μου τηλεφώνησαν πως κέρδισα το λαχείο, πετάχτηκα στους δρόμους, γιατί δε με χωρούσε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: τους δρόμους πήρα μες στην παγωνιά κι ήρθα να πιω σε μια γωνιά. Δε με χωράει το σπίτι μου, τα ρούχα μου μου φταίνε, για μια γυναίκα στη ζωή τα δυο μου μάτια κλαίνε
- δεν είναι για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) λόγω χαρακτήρα ή επαγγέλματος δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει οικογένεια: «όπως έχει μάθει αυτός με τις παλιοπαρέες και τα ξενύχτια, δεν είναι για σπίτι || όσο να πεις, ένας ναυτικός δεν είναι για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στου Αιγάλεω το Σίτυ, στου Αιγάλεω το Σίτυ “περιτράνως απεδείχθη” πως δεν είσαι συ για σπίτι
- δεν κάνει για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) δεν είναι ικανός, κατάλληλος ή ώριμος για να κάνει οικογένεια: «είναι καλό παιδί, αλλά άμυαλο, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι || όταν δει κάποιον όμορφο παίζει το μάτι της, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέρησες το σπλάχνο μου και ρήμαξε η ζωή μου, δεν έκανες για σπίτι εσύ ούτε για το παιδί μου
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, δεν πηγαίνει τακτικά στο σπίτι του, είτε γιατί δουλεύει πάρα πολύ είτε γιατί το ’χει ρίξει στις διασκεδάσεις: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, δεν ξέρει τι θα πει σπίτι, γιατί δουλεύει σαν σκυλί || όσο ήταν λεύτερος, δεν ήξερε τι πάει να πει σπίτι, γιατί είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις»·    
- δεν πάω σπίτι μου απόψε! έκφραση ενθουσιασμένου ανθρώπου, που βρίσκεται σε απόλυτη ψυχική ευφορία, ιδίως λόγω ποτού. (Λαϊκό τραγούδι: δεν πάω σπίτι μου απόψε,να χαρώ την όμορφη βραδιά, απόψε όλα θα τα σπάσω και το πρωί θα πάρω τα κλειδιά
- δεν το κάνω σπίτι, δε συνηθίζω να κάνω κάτι ή το κάνω πάρα πολύ αραιά: «κάπου κάπου πηγαίνω κι εγώ στα μπουζούκια, αλλά δεν το κάνω σπίτι». Από το ότι το σπίτι του καθενός είναι ο χώρος που συνήθως περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας ή είναι ο χώρος όπου επιστρέφει κάθε μέρα·
- διέλυσε το σπίτι του, διέλυσε την οικογένειά του, χώρισε με τη σύζυγό του: «για μια γυναίκα της νύχτας διέλυσε το σπίτι του»·
- δουλειές του σπιτιού, βλ. λ. δουλειά·
- είναι από καλό σπίτι, βλ. φρ. είναι από σπίτι·
- είναι από μεγάλο σπίτι, κατάγεται από πλούσια, από αριστοκρατική οικογένεια. (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμ’ εγώ παλιόπαιδο και μη με λες αλήτη, είμ’ από οικογένεια κι από μεγάλο σπίτι
- είναι από σπίτι, είναι από καλή οικογένεια, έχει καλή ανατροφή: «απ’ τη στάση και τους τρόπους του φαίνεται αμέσως πως το παιδί είναι από σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν, κι είν’ κορίτσι από σπίτι
- είναι από σπίτι με αρχές, είναι από ηθική και τίμια οικογένεια: «είναι παιδί από σπίτι με αρχές και δεν κάνει παρέα με τους αλήτες της γειτονιάς»·
- είναι κορίτσι από σπίτι, βλ. λ. κορίτσι·
- είναι του σπιτιού, ανήκει στην ίδια την οικογένεια με κάποιους άλλους, είναι συγγενής της οικογένειας: «άφησέ τον να μπει μέσα, γιατί είναι του σπιτιού»·
- είχαμε κηδεία στο σπίτι, βλ. λ. κηδεία·
- επιστρέφω στο σπίτι μου, (για ανώτερους δημόσιους λειτουργούς ή για πολιτικούς) τερματίζω τη σταδιοδρομία μου: «όλοι οι ηλικιωμένοι του κόμματος επέστρεψαν στο σπίτι τους, για ν’ αναλάβουν οι νεότεροι»·
- έφυγε απ’ το σπίτι, εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι ή εγκατέλειψε τη σύζυγό του, την οικογένειά του: «μάλωσε άγρια με το γέρο του κι έφυγε απ’ το σπίτι || τα ’μπλεξε με μια παρδαλή κι έφυγε απ’ το σπίτι του»· βλ. και φρ. το ’σκασε απ’ το σπίτι·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- ζει σε γυάλινο σπίτι, είναι απαλλαγμένος από κάθε είδους διαπλοκή ή από άλλες ύποπτες ή παράνομες ενέργειες: «ένας πολιτικός πρέπει να ζει σε γυάλινο σπίτι, για να δίνει με τη διαγωγή του το καλό παράδειγμα και στους πολίτες». Από το ότι, αυτός που ζει μέσα σε γυάλινο σπίτι, δεν μπορεί να κάνει τίποτα κρυφό, γιατί όλες του οι ενέργειες βρίσκονται σε κοινή θέα·
- ζει το σπίτι του, συντηρεί το σπίτι του: «είναι πολύ άξιο παλικάρι, γιατί από μικρός ζει το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: πέντε χρόνια στη δουλειά σου ζούσες σπίτι, τα παιδιά σου, ήσουνα τεχνίτης πρώτης, ο Αντώνης ο Πειραιώτης
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια, ένας αποτυχημένος γάμος, έχει οπωσδήποτε συνέπεια και στις οικογένειες των δυο συζύγων: «δεν είναι μόνο που και οι δυο τους είναι στραβόξυλα, αλλά το κακό είναι πως ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια»·
- η βασίλισσα του σπιτιού, βλ. λ. βασιλιάς·
- η μικρή μαγεριά, κάνει μεγάλα σπίτια, με την οικονομία δημιουργεί κανείς πλούτο: «αυτός θα γίνει πλούσιος μια μέρα με την οικονομία που κάνει, γιατί η μικρή μαγειριά, κάνει τα μεγάλα σπίτια»·
- θα σε στείλω σπίτι ή θα σε στείλω σπίτι σου ή θα σε στείλω στο σπίτι σου, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε απολύσω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «αν σε ξαναπιάσω να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω στο σπίτι σου»·
- θρέφω το σπίτι μου, προσφέρω στην οικογένειά μου τα απαραίτητα για να ζήσει: «κάνω δυο δουλειές για να θρέψω το σπίτι μου»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, ο καθένας νιώθει πολύ άνετα και ευχάριστα στο σπίτι του: «όλη τη μέρα μπερδεύομαι μ’ ένα σωρό ανθρώπους και μόλις γυρίσω στο σπίτι νιώθω ευτυχισμένος, γιατί κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του»·
- και του χρόνου σπίτια μας! ή και του χρόνου στα σπίτια μας! ευχετική έκφραση α. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα ξενιτεμένα άτομα, με το νέο χρόνο να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, στην οικογένειά τους. β. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα άτομα που είναι ανύπαντρα, με το νέο χρόνο να παντρευτούν και να βρίσκονται στο δικό τους σπίτι, στη δική τους οικογένεια. γ. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα στρατευμένα άτομα, με το νέο χρόνο να έχουν πάρει το απολυτήριό τους και να βρίσκονται στα σπίτια τους·
- καίει το σπίτι, επικρατεί στους χώρους του μεγάλη ζέστα: «άνοιξε κανένα παράθυρο να δροσιστούμε, γιατί καίει το σπίτι»·
- καιρός για σπίτι, βλ. λ. καιρός·
- κακόφημο σπίτι, ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα κακόφημα σπίτια βρίσκονταν κάποτε στην περιοχή του λιμανιού»·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, καλύτερα φτωχός και να αφεντεύω το σπίτι μου, παρά να είμαι σε ένα πλουσιόσπιτο και να με αφεντεύουν άλλοι: «κάντε εσείς παρέα μ’ αυτό το πλουσιόπαιδο, γιατί εγώ, κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι»·  
- κάνω σπίτι, α. παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόνο αν βρω την κατάλληλη γυναίκα θα κάνω σπίτι». Συνών. κάνω νοικοκυριό. β. χτίζω σπίτι: «επειδή η κόρη μου έφτασε σε ηλικία γάμου, της κάνω ένα σπίτι για προίκα»·
- κάνω το σπίτι, καθαρίζω το εσωτερικό του, τους χώρους όπου ζω και κινούμαι: «επειδή αύριο έχω κάποιους φίλους καλεσμένους, δε θα ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί πρέπει με την κυρά μου να κάνω το σπίτι»·
- κλείνω το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου: «έμπλεξε με κάτι παρδαλές κι έκλεισε το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια
- κολόνα του σπιτιού, βλ. λ. κολόνα·
- κουρελού έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. κουρελού·
- μ’ έφαγε το σπίτι, κουράστηκα πολύ για να το συμμαζέψω, να το συγυρίσω: «μόλις γυρίσαμε απ’ τις διακοπές, μ’ έφαγε το σπίτι, μέχρι να το βάλω σε μια τάξη»·
- μαζεύω σπίτι μου ή μαζεύω στο σπίτι μου (κάποιον), προσφέρω στέγη σε κάποιον: «επειδή για ένα διάστημα δεν είχε πού να μείνει, τον μάζεψα στο σπίτι μου»·
- μαζεύω το σπίτι, βλ. φρ. συμμαζεύω το σπίτι·
- μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου: «μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, ο άτιμος, γιατί παρέσυρε το γιο μου στα ναρκωτικά». (Λαϊκό τραγούδι: αισθήματα δεν είχες μέσα στην καρδιά σου και να με κάψει, ήθελες, το προμελέτημά σου. Μπαμπέσικη καρδιά, πώς μ’ έχεις βασανίσει, έβαλες στο σπίτι μου φωτιά
- μου διέλυσε το σπίτι, ήταν η αιτία που χώρισα με τη γυναίκα μου: «τον θεωρούσα φίλο κι αυτός ξεμυάλισε τη γυναίκα μου και μου διέλυσε το σπίτι»· βλ. και φρ. μου ’κλεισε το σπίτι·
- μου ’κλεισε το σπίτι, μου προξένησε μεγάλη ηθική ή οικονομική ζημιά ή προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου ή σε κάποιο μέλος της οικογένειάς μου: «δε μου επέστρεψε τα λεφτά την ημερομηνία που μου είχε υποσχεθεί και μου ’κλεισε το σπίτι, γιατί δεν είχα τη δυνατότητα να συνεχίσω τη δουλειά  μου || τα ’μπλεξε με τη γυναίκα μου και μου ’κλεισε το σπίτι το κάθαρμα || σκότωσε το γιο μου με τ’ αυτοκίνητό του και μου ’κλεισε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: Δημήτρη μου, Δημήτρη μου, μου το ’κλεισες το σπίτι μου // πόσα σπιτάκια έκλεισες και είναι ρημαγμένα, πόσοι λεβέντες μπήκανε στη φυλακή για σένα
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. φρ. μου διέλυσε το σπίτι·
- μπερντέ έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. μπερντές·
- να πάει σπίτι ή να πάει στο σπίτι ή να πάει στο σπίτι του, έκφραση που απευθύνεται σε όσους δε συμπεριφέρονται ή δεν εργάζονται σύμφωνα με τους όρους μιας ομάδας ή μιας επιχείρησης με την έννοια να αποχωρήσουν, να φύγουν, να παραιτηθούν: «οι όροι του καταστατικού της ομάδας είναι αυτοί και, όποιος δε συμφωνεί, να πάει σπίτι || η επιχείρηση δουλεύει με αυτό το σύστημα κι όποιου δεν του αρέσει, να πάει στο σπίτι || το ωράριο είναι εφτά πέντε κι όποιος δε συμφωνεί, να πάει στο σπίτι του»·
- ντύνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω τα χαλιά: «λέω όπου να ’ναι να ντύσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- ξεσηκώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) κάνω γενική καθαριότητα: «κάθε φορά που πλησιάζουν μεγάλες γιορτές, η μάνα μου ξεσηκώνει το σπίτι»·
- ξεστρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) βγάζω τα χαλιά: «κάθε φορά που πλησιάζει το καλοκαίρι, η μάνα μου ξεστρώνει το σπίτι»·
- ο άντρας του σπιτιού, βλ. λ. άντρας·
- όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου, α. λέγεται για κείνους που αισθάνονται άνετα και οικεία σε οποιοδήποτε περιβάλλον: «αυτός ο άνθρωπος έχει τη φιλοσοφία όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου κι έτσι νιώθει παντού άνετα». β. αναφορά σε παλιότερες εποχές, όταν επικρατούσε ανθρωπιά και αλληλεγγύη μεταξύ των γειτόνων σε αντιδιαστολή με τη σημερινή εποχή, όπου κυριαρχεί η απανθρωπιά και ο ατομικισμός·
- όποιος κατηγορεί το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει, όποιος δεν είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει, ως τιμωρία του τα χάνει και αυτά·
- όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, αυτός που διαχειρίζεται καλά τα του οίκου του, διαχειρίζεται σωστά και λογικά και τη ζωή του: «πες μου τι κάνει στο σπίτι του και θα σου πω για τη ζωή του, γιατί όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του»·
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, γίνεται ρεζίλι του κόσμου αυτός που πουλάει το σπίτι του και ύστερα δεν έχει πού να μείνει: «μα με τα σωστά σου, θα πουλήσεις το σπίτι σου και θα ξεσπιτωθείς για να κάνεις μια αμφίβολη δουλειά; Όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, χαϊβάνι, έ χαϊβάνι!»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, όταν γίνει το κακό, η ζημιά, τότε όλοι δήθεν προθυμοποιούνται να βοηθήσουν: «τώρα ξύπνησες να με βοηθήσεις που καταστράφηκα; Αλλά βέβαια, όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό»·
- όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα κάποιο κακό, γενικεύεται: «η κοινωνία πρέπει να απομονώνει και να λύνει έγκαιρα το πρόβλημα που προκύπτει, γιατί, όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου»·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, όλες οι οικογένειες λίγο πολύ έχουν τα ψεγάδια τους, τα ηθικά παραπτώματά τους: «εμένα μη μου λες πως είστε άγιοι στην οικογένειά σας, γιατί ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή»·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, λέγεται στην περίπτωση που ενώ συνήθως το κάθε σπίτι έχει τον προστάτη σύζυγο, πατέρα, αυτός επειδή εργάζεται εξαντλητικά είναι συνεχώς έξω από το σπίτι του: «απ’ το πρωί σκοτώνομαι με το νοικοκυριό και με την ανατροφή των παιδιών, γιατί ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι να βάλει κι αυτός κανένα χεράκι»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, βλ. λ. δουλειά·
- παλιό σπίτι, οικογένεια αριστοκρατική, αρχοντική: «είναι το πιο παλιό σπίτι της πόλης μας»·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, ένδειξη πως σίγουρα κάτι άσχημο, κάτι οδυνηρό θα συμβαίνει·
- πεινά το σπίτι του, βρίσκεται σε έσχατη στέρηση, σε έσχατη φτώχεια, είναι πολύ φτωχοί: «εδώ πεινά το σπίτι του κι αυτός ούτε που νοιάζεται». (Τραγούδι: δεν ντρέπεσαι Μηνά, το σπίτι σου πεινά κι εσύ στο καπηλειό πίνεις κρασί παλιό
- πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού, βλ. λ. παιδί·
- πιάνω σπίτι, νοικιάζω: «έπιασα ένα σπίτι κοντά στην παραλία»·
- σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου, ο σεβασμός και η εκτίμηση που δείχνει στον άντρα το σπίτι του, η οικογένειά του, έχει αντίκτυπο και στον κόσμο που φέρεται ανάλογα: «μα και βέβαια σ’ εκτιμά και σε υπολήπτεται ο κόσμος, γιατί σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου»·
- σαν στο σπίτι σου! ή σαν το σπίτι σου! φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας επισκέπτεται στο σπίτι μας, να νιώσει και να κινηθεί με μεγάλη άνεση, όπως δηλ. και στο σπίτι του·
- σήκωσαν όλο το σπίτι, το κατάκλεψαν, δεν άφησαν τίποτα μέσα: «το καλοκαίρι, που λείπαμε διακοπές, ήρθαν οι κλέφτες και σήκωσαν όλο το σπίτι»·
- σπίτι με τα όλα του, με όλες τις ανέσεις, με όλα τα κομφόρ: «είναι αρκετά πλούσιος κι έχει ένα σπίτι με τα όλα του»·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) πορδοκαλυβάκι μου, ό,τι και παρακάτω, με μια διάθεση περισσότερης οικειότητας ή χάριν αστεϊσμού·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) σπιτοκαλυβάκι μου, έκφραση αγάπης για το σπίτι μας. Λέγεται και με νοσταλγική διάθεση, όταν βρισκόμαστε μακριά του ή ως εκδήλωση λατρείας, όταν επιστρέφουμε σε αυτό μετά από πολύ καιρό απουσίας·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) φτωχοκαλυβάκι μου, ό,τι και το παραπάνω·
- σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, να μάθεις να ξεχωρίζεις και να ενεργείς ανάλογα με αυτό που σε ωφελεί περισσότερο και σε βάθος χρόνου: «άσε τις πολυτέλειες και τις μεγαλομανίες και συγκεντρώσου στη δουλειά σου, γιατί σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, αν θέλεις να προκόψεις»·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, (γενικά) όταν κάποιος δεν προνοεί, τότε πέφτει σε δύσκολες ή δυσάρεστες καταστάσεις, ιδίως όταν πρόκειται για θέματα υγείας: «πρέπει να προσέχει καλά κανείς τον εαυτό του, γιατί σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός». Από την εικόνα της νοικοκυράς που ανοίγει τα παράθυρα για να αεριστεί το σπίτι και να μπει ο ήλιος μέσα, κίνηση που εντάσσεται στους κανόνες υγιεινής ενός σπιτιού·
- σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- στην οικία του σπιτιού μας ή στην οικία του σπιτιού μου, απάντηση που δίνεται συνήθως χάριν αστεϊσμού σε άτομο που μας ρωτάει πού περάσαμε, ιδίως την περίοδο κάποιων θρησκευτικών ή εθνικών εορτών και έχει την έννοια πως τις περάσαμε στο σπίτι. Ο πλ. επειδή ίσως να υπάρχει και οικογένεια, αλλά και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.   
- στήνω σπίτι, βλ. συνηθέστ. στήνω σπιτικό, λ. σπιτικό·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί ή στου κρεμασμένου το σπίτι δε μιλάνε για σκοινί, α. δεν πρέπει να κατηγορεί κάποιος έναν άλλον για λάθη, παρατυπίες ή παρανομίες που προηγουμένως τις έχει κάνει και ο ίδιος. β. δεν πρέπει να μιλάμε παρουσία κάποιου για θέματα που προηγουμένως τον έχουν πληγώσει ή τον έχουν βασανίσει πολύ·
- στου κλέφτη το σπίτι, κλέφτες δεν πατούν, βλ. λ. κλέφτης·
- στρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω στο πάτωμα τα χαλιά, ιδίως στην αρχή της χειμερινής περιόδου: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα». Είναι και φορές που ακούγεται μόνο το ρήμα: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- συμμαζεύω το σπίτι, το τακτοποιώ, το νοικοκυρεύω: «απ’ το πρωί η μητέρα συμμαζεύει το σπίτι, γιατί το βράδυ θα έχουμε επισκέψεις»·
- ταΐζω το σπίτι μου, βλ. φρ. θρέφω το σπίτι μου·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «τίναξε το σπίτι του στον αέρα για μια παρδαλή»·
- το ’σκασε απ’ το σπίτι, (ιδίως για νεαρά άτομα) εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι: «επειδή την καταπίεζε ο πατέρας της, το ’σκασε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: δε γουστάρω πια το τσίτι και τη φτωχογειτονιά, θα το σκάσω απ’ το σπίτι,να γλεντήσω τον ντουνιά
- το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη, αν και είμαστε φτωχοί, προσφέρουμε πλούσια φιλοξενία: «όσους φιλοξενήσαμε έχουνε να το λένε, γιατί το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη»· 
- το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις, μη βοηθάς κάποιον χρηματικά, όταν η οικογένειά σου έχει ανάγκη από αυτά τα χρήματα: «σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή που περνάει η οικογένειά σου, σταμάτα να βοηθάς τον έναν και τον άλλον, γιατί το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις»·
- το σπίτι της αμαρτίας, σπίτι όπου παρατηρείται έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, όπου συμβαίνουν όργια: «απ’ τη μέρα που τον παράτησε η γυναίκα του, κατάντησε το σπίτι του σπίτι της αμαρτίας»·
- το σπίτι των ανέμων, κακοδιατηρημένο ή εγκαταλελειμμένο σπίτι που βρίσκεται σε κάποιο ύψωμα: «τα μικρά παιδιά ένιωθαν φόβο σαν αντίκριζαν το σπίτι των ανέμων»·
- τον έδιωξε απ’ το σπίτι, του στέρησε το δικαίωμα να μένει μαζί με την οικογένειά του, τον έδιωξε από την οικογένειά του: «επειδή ο γιος του μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, τον έδιωξε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- τον έστειλα σπίτι ή τον έστειλα σπίτι του ή τον έστειλα στο σπίτι του, τον απέλυσα από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνες, τον έστειλα σπίτι του»·
- τον πλακώνει το σπίτι, του προκαλεί δυσθυμία, τον καταπιέζει ψυχικά: «βρήκε τη δικαιολογία πως τον πλακώνει το σπίτι, και κάθε βράδυ ξεπορτίζει»·
- τον χάνει το σπίτι του, βρίσκεται συχνά ή για αρκετό καιρό μακριά από την οικογένειά του: «τον τελευταίο καιρό έχει μπλέξει με κάτι παλιοπαρέες και κάθε τόσο τον χάνει το σπίτι του || δουλεύει πλασιέ σε μια εταιρεία και τον χάνει το σπίτι του, καθώς βγαίνει κάθε τόσο στην επαρχία για να δειγματίζει τα νέα προϊόντα»·
- του άδειασαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες και έκλεψαν όλα ή τα περισσότερα πράγματα: «χτες βράδυ, που έλειπε με τη γυναίκα του, του άδειασαν το σπίτι»·
- του άνοιξαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες: «χτες βράδυ του άνοιξαν το σπίτι και του πήραν τηλεόραση και βίντεο»·
- του γαμώ το σπίτι, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή μπεκροπίνει, τον έπιασε ο αδερφός του μπροστά στον κόσμο και του γάμησε το σπίτι». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση τον κατανικώ: «επειδή έκανε κοπάνα απ’ τη δουλειά, ο διευθυντής του του γάμησε το σπίτι || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε το σπίτι». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του σήκωσαν το σπίτι, βλ. φρ. του άδειασαν το σπίτι·
- του χρόνου σπίτι σας! ευχή σε ζευγάρι να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- του χρόνου σπίτι σου! (και για τα δυο φύλα) ευχή να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- τους βγάζω απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση: «τους βγάζω απ’ το σπίτι, γιατί έχουν μαζέψει στο διαμέρισμα τέσσερα σκυλιά, που έχουν σηκώσει στο πόδι την πολυκατοικία με τα γαβγίσματά τους»·
- τους πετώ απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση βίαια ή με ένδικα μέσα: «επειδή δε με πλήρωσαν πέντε νοίκια, τους πέταξα απ’ το σπίτι»·
- φεύγω απ’ το σπίτι, α. εγκαταλείπω τη σύζυγό μου, την οικογένειά μου, διακόπτω τις σχέσεις μου με την οικογένειά μου: «τα ’μπλεξε με μια πιτσιρίκα κι έφυγε απ’ το σπίτι || ο γιος του έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες κι έφυγε απ’ το σπίτι». β. ξενοικιάζω το σπίτι που μένω: «τον άλλο μήνα φεύγω απ’ το σπίτι που μένω, γιατί βρήκα άλλο καλύτερο»·
- φτιάχνω σπίτι, βλ. φρ. ανοίγω σπίτι και κάνω σπίτι·
- χαλώ το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «εγώ για καμιά γυναίκα δεν πρόκειται να χαλάσω το σπίτι μου»·
- χόρευε κυρά και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, βλ. λ. κυρά.

ύπνος

ύπνος, ο, ουσ. [<αρχ. ὕπνος], ο ύπνος. 1. άνθρωπος που δεν είναι έξυπνος, ο κουτός, ο βλάκας: «σου είπε αυτός ο ύπνος ότι δεν είναι δύσκολη η δουλειά, κι εσύ, μωρ’ αδερφάκι μου, τον πίστεψες;». 2. στην κλητ. ως επιφών. ύπνε! απευθύνεται υποτιμητικά σε ανόητο, σε κουτό, σε βλάκα: «ξύπνα ύπνε, δουλειά έχουμε!». Στον ύπνο αναφέρονται και τα παρακάτω ενδεικτικά νανουρίσματα: ύπνε που παίρνεις τα μωρά, έλα πάρε και τούτο, μικρό μικρό σου το ’δωσα μεγάλο φέρε μου το, μεγάλο σαν ψηλό βουνό, ψηλό σαν κυπαρίσσι // έλα ύπνε και πάρε το και στείλ’ το στους μπαξέδες, και γέμισε τους κόρφους του λουλούδια μενεξέδες. Νάνι, νάνι, νάνι, νάνι, το μωρό μου κάνει νάνι κι όπου το πονεί να γιάνει. (Ακολουθούν 67 φρ.)·
- άγρυπνος ύπνος, λέγεται η περίπτωση εκείνη κατά την οποία μπορεί κάποιος να κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά κι έτσι να μη φαίνεται στην ομήγυρη ότι κοιμάται: «στις μεγάλες συνεδριάσεις της Βουλής, που πολλές φορές διαρκούσαν και μέχρι αργά τα μεσάνυχτα, επικρατούσε ανάμεσα στους βουλευτές όλων των κομμάτων ο άγρυπνος ύπνος»·
- βαθύς ύπνος, βλ. φρ. βαρύς ύπνος·
- βαρύς ύπνος, ο βαθύς, από τον οποίο δύσκολα μπορούμε να βγούμε, δύσκολα ξυπνάμε: «ήταν πολύ κουρασμένος, γι’ αυτό έχει βαρύ ύπνο». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί με ξύπνησες πρωί μέσα στον ύπνο τον βαρύ; γιατί την πόρτα μου χτυπάς; τι θέλεις, τώρα τι ζητάς;
- βλέπω στον ύπνο μου (κάποιον ή κάτι), βλ. φρ. είδα στον ύπνο μου·
- βρίσκεται ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο, βρίσκεται στα πρόθυρα του ύπνου: «μην τον ενοχλείς τώρα, γιατί βρίσκεται ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνο»·
- βρίσκεται στον πρώτο ύπνο, έχει ώρα που αποκοιμήθηκε: «πέρασε ώρα από τότε που έφυγε, οπότε σίγουρα θα βρίσκεται στον πρώτο ύπνο»·   
- γλυκάθηκ’ η γριά στα σύκα, τα βλέπει και στον ύπνο της, βλ. λ. γριά·
- γλυκός ο ύπνος την αυγή, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. φρ. γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή· 
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. φρ. γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή, όποιος κοιμάται πολύ και, κατ’ επέκταση, όποιος τεμπελιάζει, δεν προκόβει στη ζωή του: «ξύπνα, παιδάκι μου, να πας στη δουλειά σου, γιατί, γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή»·
- γλυκός ύπνος, που είναι αδιατάρακτος από κακά όνειρα ή από τύψεις: «πάντα έχει γλυκό ύπνο αυτός ο άνθρωπος, γιατί δεν έχει ποτέ του βλάψει κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, το μωρό μου στ’ όνειρό του χάδια μου ζητά στον ύπνο το γλυκό του
- δε με παίρνει (ο) ύπνος, 1. παρά την προσπάθεια που κάνω δεν μπορώ να κοιμηθώ: «το καλοκαίρι με τη ζέστη δε με παίρνει ο ύπνος». 2. παρά την προσπάθεια που κάνω, δεν μπορώ να κοιμηθώ λόγω ανησυχίας ή άλλων προβλημάτων: «όταν λείπουν το βράδυ τα παιδιά μου απ’ το σπίτι, δε με παίρνει ύπνος». (Λαϊκό τραγούδι: η αγωνία μου αυτή με τρώει και με δέρνει· να ξημερώσει ήθελα, γιατί ύπνος δε με παίρνει)·
- δε με πιάνει (ο) ύπνος, βλ. φρ. δε με παίρνει (ο) ύπνος. (Λαϊκό τραγούδι: κοντεύουνε χαράματα κι ο ύπνος δε με πιάνει· ένα μονάχα σκέφτομαι: πώς να σε εκδικηθώ
- δε μου κολλάει (ο) ύπνος, βλ. φρ. δε με παίρνει (ο) ύπνος·   
- δε χορταίνω τον ύπνο μου ή δε χορταίνω ύπνο, δεν κοιμάμαι ικανοποιητικά, χορταστικά: «τον τελευταίο καιρό δε χορταίνω ύπνο, γιατί έχω πολλά προβλήματα στη δουλειά μου». (Δημοτικό τραγούδι: εγέρασα, μωρέ παιδιά, σαράντα χρόνια κλέφτης, τον ύπνο δεν εχόρτασα και τώρα αποσταμένος)·  
- δεν έχω ύπνο, δεν μπορώ να κοιμηθώ λόγω ανησυχίας ή άλλων προβλημάτων: «κάθε βράδυ δεν έχω ύπνο, γιατί έχω ένα σωρό σκοτούρες στο κεφάλι μου». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί, πατέρα, γιατί, πατέρα, δεν έχεις ύπνο και ξαγρυπνάς κι όλο τα βράδια με τη μητέρα μιλάτε ώρες κρυφά από μας
- είδα στον ύπνο μου (κάποιον ή κάτι), ονειρεύτηκα κάποιον ή κάτι: «χτες βράδυ είδα στον ύπνο μου την πρώτη μου αγαπημένη || πριν από καιρό είδα στον ύπνο μου πως είχα πάει διακοπές κάπου στις Κυκλάδες». (Λαϊκό τραγούδι: γυμνό σ’ είδα στον ύπνο μου,γυμνό, ξυπνώ και ζω με τ’ όνειρο ακόμα)· βλ. και φρ. το είδα στον ύπνο μου·
- είμαι απ’ τον ύπνο ή είμαι από ύπνο, έχω μόλις ξυπνήσει και βρίσκομαι ακόμη κάτω από την επίδραση του ύπνου, δεν έχω ακόμη συνέλθει: «πριν μου πεις οτιδήποτε, μισό λεπτό να ρίξω λίγο νερό στα μούτρα μου, γιατί είμαι από ύπνο»·
- είναι ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο, βλ. φρ. βρίσκεται ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο·
- είναι γλυκός ο ύπνος, δικαιολογία ατόμου που του αρέσει να κοιμάται πολύ: «εσείς πάτε να διασκεδάσετε κι εγώ θα πάω να κοιμηθώ, γιατί, αχ, είναι γλυκός ο ύπνος»·
- είναι γλυκός ο ύπνος το πρωί, δικαιολογία ατόμου που δεν μπορεί να ξυπνήσει το πρωί στην ώρα του, για να πάει στη δουλειά του: «κάθε πρωί αργώ λίγο να πάω στη δουλειά μου, γιατί είναι γλυκός ο ύπνος το πρωί»·
- είναι στον πρώτο ύπνο, βλ. φρ. βρίσκεται στον πρώτο ύπνο·
- είναι ύπνος, δεν είναι έξυπνος, είναι κουτός, βλάκας: «μην του εμπιστεύεσαι ούτε και την πιο απλή δουλειά, γιατί είναι ύπνος και θα εκτεθείς»·
- έλα ύπνε και πάρε το, ειρωνική έκφραση σε άτομο που είναι πολύ κουτό, πολύ κοιμισμένο, που με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να καταλάβει τι του λέμε: «μην του αναθέσεις ούτε την πιο εύκολη δουλειά, γιατί ο τύπος είναι έλα ύπνε και πάρε το και θα σε ταλαιπωρήσει». Από το ότι η φρ. αυτή αποτελεί την απαρχή νανουρίσματος. Πρβλ.: έλα ύπνε και πάρε το και στείλ’ το στους μπαξέδες, και γέμισε τους κόρφους του λουλούδια, μενεξέδες(…). Συνών. ύπνε που παίρνεις τα παιδιά·   
- έχω ελαφρύ ύπνο ή έχω ύπνο ελαφρύ, βλ. φρ. κάνω ελαφρύ ύπνο·
- η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται, βλ. λ. αλεπού·
- κάλλιο ύπνο παρά δείπνο, λέγεται για τους τεμπέληδες που προτιμούν να κοιμούνται παρά να δουλεύουν: «πώς να προκόψει αυτός ο άνθρωπος! Μια ζωή κάλλιο ύπνο παρά δείπνο είναι»·
- καλόμαθ’ η γριά στα σύκα, τα βλέπει και στον ύπνο της, βλ. λ. γριά·
- καλό(ν) ύπνο! ευχή μεταξύ ατόμων που αποχωρίζονται όταν πάνε για ύπνο, ή που ξαπλώνουν στο κρεβάτι να κοιμηθούν·
- κάνω ελαφρύ ύπνο ή κάνω ύπνο ελαφρύ, ξυπνώ πολύ εύκολα, με το παραμικρό: «μόλις ακούσω κάποιον θόρυβο, ξυπνώ αμέσως, γιατί κάνω ελαφρύ ύπνο»·
- κλέβω έναν ύπνο, βλ. συνηθέστ. ξεκλέβω έναν ύπνο·
- κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, α. κοιμάται βαθιά και γαλήνια: «είναι τόσο εντάξει άνθρωπος, που πάντα κοιμάται τον ύπνο του δικαίου». Από το ότι ένας δίκαιος άνθρωπος έχει τη συνείδησή του ήσυχη. β. (ειρωνικά) δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του, ιδίως για πράγματα που το αφορούν: «η γυναίκα του τον κερατώνει μ’ έναν φίλο του κι αυτός κοιμάται τον ύπνο του δικαίου»·
- μ’ έπιασε ο ύπνος, βλ. φρ. με πήρε ο ύπνος·
- με πήρε ο ύπνος, α. αποκοιμήθηκα: «ήμουν τόσο κουρασμένος, που, μόλις κάθισα στην καρέκλα με πήρε αμέσως ο ύπνος». (Λαϊκό τραγούδι: με πήρε ο ύπνος κι έγειρα στου καραβιού την πλώρη και ήρθε και με ξύπνησε του καπετάνιου η κόρη). β. αποξεχάστηκα, αφαιρέθηκα: «με πήρε ο ύπνος κι έφυγε το σκυλί»·
- με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- μιλάει στον ύπνο του, παραμιλάει καθώς κοιμάται: «η γυναίκα του μαθαίνει όλα τα τσιλημπουρδήματά του, γιατί ο βλάκας μιλάει στον ύπνο του»·
- μόλις σηκώθηκα απ’ τον ύπνο, μόλις ξύπνησα: «μόλις σηκώθηκα απ’ τον ύπνο χτύπησε το κουδούνι ο θυρωρός για τα κοινόχρηστα». Συνών. μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι (α)·
- μου ’φυγε ο ύπνος, δεν έχω πια τη διάθεση να κοιμηθώ, ιδίως μετά από κάποια ενοχλητική κατάσταση που δημιουργήθηκε: «ενώ νύσταζα κι έπεσα να κοιμηθώ, έγινε μια φασαρία έξω απ’ το σπίτι και μου ’φυγε ο ύπνος»·
- ξεκλέβω έναν ύπνο, βλ. συνηθέστ. ξεκλέβω έναν υπνάκο, λ. υπνάκος·
- ο αιώνιος ύπνος, ο θάνατος: «μην κοιμάσαι τώρα και γλέντα τη ζωή, γιατί σε όλους μας θα έρθει κάποτε ο αιώνιος ύπνος». Συνών. η αιώνια ανάπαυση / ο τελευταίος ύπνος·
- ο τελευταίος ύπνος, βλ. φρ. ο αιώνιος ύπνος·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους, λέγεται ειρωνικά για τους τεμπέληδες που παχαίνουν απ’ το καθισιό, αλλά δεν αποκτούν χρήματα·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους, βλ. συνηθέστ. ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους·
 - ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι και το κρασί το γέροντα τον κάνει παλικάρι, λέγεται για να τονίσει την ευεργετική επίδραση του ύπνου, ιδίως στα παιδιά, του ήλιου στα ζώα, και του κρασιού στα ηλικιωμένα άτομα, τα οποία, κάτω από την επίδραση του αλκοόλ ενεργούν πολλές φορές δυναμικά, όπως όταν ήταν νέοι·
- ο ύπνος της χαρμάνας, ( στη γλώσσα των ναρκωτικών) ο ύπνος του τοξικομανή, που, όταν στερείται το ναρκωτικό του, ξυπνάει κάθε τόσο με νευρικά τινάγματα κάτω από την πίεση του στερητικού συνδρόμου: «δεν υπάρχει πιο βασανιστική κατάσταση απ’ τον ύπνο της χαρμάνας»·
- ο ύπνος ύπνο φέρνει, βλ. φρ. ο ύπνος φέρνει ύπνο·
- ο ύπνος φέρνει ύπνο, όποιος κοιμάται πολύ, θέλει να κοιμάται συνέχεια, νυστάζει συνέχεια: «μην κοιμάσαι τόσο πολύ, αγόρι μου, γιατί ο ύπνος φέρνει ύπνο»·
- ούτε στον ύπνο σου, δηλώνει κατηγορηματική άρνηση: «θα μου δώσεις τα δανεικά που σου ζήτησα; -Ούτε στον ύπνο σου»·
- ούτε στον ύπνο του…, συγκοπή των αμέσως παρακάτω δυο φράσεων·
- ούτε στον ύπνο του δεν το είδε ή ούτε στον ύπνο του δεν το περίμενε, λέγεται στην περίπτωση που συνέβη ανέλπιστα κάποιο σπουδαίο καλό σε κάποιον: «θα πήγαινε φυλακή για χρέη, αλλά του ’πεσε ο πρώτος αριθμός του λαχείου. -Ούτε στον ύπνο του δεν το είδε || τη βδομάδα που μας πέρασε, ο τάδε κέρδισε και στο προπό, και στο λότο, και στο τζόκερ. -Ούτε στον ύπνο του δεν το περίμενε». Από το ότι στο όνειρο συμβαίνουν τα πιο απίθανα πράγματα·
- παίρνω έναν ύπνο ή παίρνω τον ύπνο μου, κοιμάμαι: «αν δεν πάρω κανονικά τον ύπνο μου, την άλλη μέρα είμαι χάλια || κάθε μεσημέρι παίρνω έναν ύπνο»·
- πάνω στον καλό ύπνο ή πάνω στον καλό τον ύπνο ή πάνω στον ύπνο τον καλό, ακριβώς τη στιγμή που κοιμάται κάποιος ήρεμα και βαθιά: «ήρθε πάνω στον ύπνο τον καλό και μου βροντούσε την πόρτα»·
- πάω για ύπνο, αποχωρώ από κάπου για να πάω να κοιμηθώ: «επειδή πέρασε η ώρα, πάω για ύπνο»·
- πέφτω για ύπνο, ξαπλώνω στο κρεβάτι να κοιμηθώ: «κάθε βράδυ, μόλις τελειώσει το τελευταίο δελτίο ειδήσεων πέφτω για ύπνο»·
- πηγαίνει για ύπνο με τις κότες, βλ. συνηθέστ. κοιμάται με τις κότες, λ. κότα·
- ρίχνω έναν ύπνο, βλ. φρ. τραβώ έναν ύπνο·
- στον ύπνο και στον ξύπνο, λέγεται στην περίπτωση που κάτι μας απασχολεί συνεχώς: «στον ύπνο και στον ξύπνο έχω το νου μου σ’ αυτό το παιδί, γιατί είναι πολύ άτακτο»·
- στον ύπνο σου το είδες; α. έκφραση αμφισβήτησης ή απορίας σε άτομο που μας λέει ή μας ζητάει κάτι απίθανο, που αδυνατούμε να το πιστέψουμε: «έμαθα πως το μεσημέρι θα περάσει ο τάδε απ’ το γραφείο σου. -Στον ύπνο σου το είδες; Αυτός λείπει στο εξωτερικό! || εσύ που έχεις λεφτά, θα με βοηθήσεις να κάνω αυτή τη δουλειά; -Στον ύπνο σου το είδες; Εγώ δεν έχω λεφτά να καλύψω τις υποχρεώσεις μου!». β. λέγεται με ειρωνική διάθεση σε άτομο που κάνει κάτι πρωί πρωί, ενώ θα μπορούσε να το κάνει μια οποιαδήποτε άλλη ώρα κατά τη διάρκεια της ημέρας: «μα καλά, στο ύπνο σου το είδες κι ήρθες πρωί πρωί να μου φέρεις τα δανεικά;»· 
- στρώνω για ύπνο, ετοιμάζω το κρεβάτι μου να κοιμηθώ: «είναι στο δωμάτιό του και στρώνει για ύπνο»·
- το είδα στον ύπνο μου, υπέθεσα λάθος κάτι, το φαντάστηκα: «αν είχε έρθει ο τάδε που λες, θα μου το ’λεγε ο αδερφός του που ήμασταν πριν από λίγο μαζί. -Θα το είδα στον ύπνο μου». Πολλές φορές, άλλοτε προηγείται και άλλοτε έπεται της φρ. το μου φαίνεται· 
- το στρώνω στον ύπνο, πέφτω να κοιμηθώ, κοιμάμαι: «μόλις γύρισε στο σπίτι, το ’στρωσε στον ύπνο»·
- τον έπιασα στον ύπνο, τον εξαπάτησα, τον ξεγέλασα όχι τόσο γιατί είναι κουτός, αλλά επειδή είχε αλλού το νου του, επειδή ήταν αφηρημένος ή απασχολημένος: «τον έπιασα στον ύπνο την ώρα που παρακολουθούσε το ματς από την τηλεόραση και του πήρα τα δανεικά που μου χρειάζονταν»·
- τον πέτυχα στον ύπνο, βλ. συνηθέστ. τον έπιασα στον ύπνο·
- τραβώ έναν ύπνο, κοιμάμαι πολύ καλά, χορταστικά: «α, κάθε Κυριακή μεσημέρι τραβώ έναν ύπνο, που τον ευχαριστιέμαι!»·
- ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, ειρωνική έκφραση σε άτομο που είναι πολύ κουτό, πολύ κοιμισμένο, που με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να καταλάβει αυτό που του λέμε: «αμάν, βρε, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, πώς αλλιώς πρέπει να στο πω για να καταλάβεις;». Από την αρχή του νανουρίσματος: ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, έλα πάρε και τούτο, μικρό μικρό σου του ’δωσα μεγάλο φέρε μου το(…). Συνών. έλα ύπνε και πάρε το·
- ύπνο ελαφρύ, ευχή σε κάποιον, που πάει να κοιμηθεί, να έχει ύπνο αδιατάρακτο, ύπνο χωρίς εφιάλτες: «καληνύχτα, φίλε μου, και ύπνο ελαφρύ»·
- χάνω τον ύπνο μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ λόγω ψυχικής αναστάτωσης ή φόβου: «επειδή έγινε ζούγκλα η κοινωνία μας, χάνω τον ύπνο μου κάθε φορά που αργούν να γυρίσουν τα παιδιά μου στο σπίτι»·
- χορταίνω τον ύπνο μου ή χορταίνω ύπνο, κοιμάμαι πολύ ικανοποιητικά, χορταστικά: «κάθε Κυριακή πρωί χορταίνω τον ύπνο μου».