Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
έτος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

έτος, το, ουσ. [<αρχ. ἔτος], το έτος·
- είναι έτη φωτός μπροστά, (για πρόσωπα) είναι πάρα πολύ προωθημένος σε σκέψεις και αντιλήψεις σχετικά με τους άλλους: «λέει τόσο δυσκολονόητα πράγματα, που δεν μπορώ να τα καταλάβω, γιατί είναι έτη φωτός μπροστά από μένα»·
- εις έτη πολλά! ή εις πολλά έτη! ευχή που απευθύνεται κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας από το διάκονο στο δεσπότη, στο μητροπολίτη: «εις πολλά έτη δέσποτα!»·  
- ευτυχές το νέον έτος! βλ. φρ. ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος! λ. χρόνος·
-προ αμνημονεύτων ετών, λέγεται για κάτι που συνέβη πριν από πάρα πολύ καιρό: «του δάνεισα ένα βιβλίο προ αμνημονεύτων ετών κι ακόμη να μου το επιστρέψει».