Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
έπειτα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

έπειτα, επίρρ. [<αρχ. ἔπειτα], έπειτα· μετά: «έπειτα ήρθε το γκαρσόν και μας έφερε το λογαριασμό»·
- κι έπειτα; α. λέγεται για κάτι που μας είναι τελείως αδιάφορο, που δεν έχει για μας καμιά σημασία: «θα ’ρθει μαζί μας κι ο φίλος του τάδε. -Κι έπειτα;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. β. εκφράζει αγωνία να μάθουμε τη συνέχεια από κάποιον που μας αναφέρει ή μας διηγείται κάτι και που σταματάει να μιλάει στο επίμαχο σημείο. Συνήθως επαναλαμβανόμενο: «τη στιγμή εκείνη, χωρίς να το πάρουν μυρουδιά, μπήκε μέσα ο άντρας της. -Κι έπειτα, κι έπειτα;»·
- όταν ο σάλιαγκας ζητεί ν’ αλλάξει το καυκί του, πρώτα βγάζει τα κέρατα κι έπειτα το κορμί του, βλ. λ. σάλιαγκας.

σάλιαγκας

σάλιαγκας κ. σάλιακας κ. σάλιαγκος κ. σαλιαγκός, ο, ουσ. [<μσν. σάλιακας <επίθ. σιαλικός], το σαλιγκάρι· (ειρωνικά) άνθρωπος με εξογκωμένα μάτια όπως και αυτά που έχει το σαλιγκάρι στις άκρες των κεραιών του: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι ίδιος με σάλιαγκα». Συνών. βάτραχος· βλ. και λ. γυμνοσάλιαγκας·
- όταν ο σάλιαγκας ζητεί ν’ αλλάξει το καυκί του, πρώτα βγάζει τα κέρατα κι έπειτα το κορμί του, λέγεται γι’ αυτούς που ενεργούν σύμφωνα με τη φυσική πορεία των πραγμάτων, με επιμέλεια, με τάξη: «θα ξεκινήσεις σιγά σιγά τη δουλειά σου κι θ’ απλώνεις κάθε φορά τα πόδια σου όσα φτάνει το πάπλωμα, γιατί, όταν ο σάλιαγκας ζητεί ν’ αλλάξει το καυκί του, πρώτα βγάζει τα κέρατα κι έπειτα το κορμί του».