Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
έκταση
έκταση,
η, ουσ.
[<αρχ. ἔκτασις <εκτείνω], η έκταση·
- δίνω
έκταση (σε κάτι), συζητώ σοβαρά, δίνω ηθικές διαστάσεις σε κάτι, μεγεθύνω,
μεγαλοποιώ: «μ’ έχει εκνευρίσει αυτός ο άνθρωπος, γιατί δίνει έκταση σ’ ό,τι
λέω κι ό,τι κάνω»·
- έκταση
των χειρών! αθλητικό παράγγελμα που θέλει τα χέρια τεντωμένα στα πλάγια στο
ύψος των ώμων·
- παίρνει
έκταση (κάτι), συζητείται σοβαρά, δίνονται ηθικές διαστάσεις σε κάτι,
μεγαλοποιείται: «η είδηση για την παραίτηση του υπουργού σε μια τόσο δύσκολη
στιγμή της κυβέρνησης, πήρε έκταση στον τύπο».