Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
έκπληξη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

έκπληξη, η, ουσ. [<αρχ. ἔκπληξις <εκπλήσσω], η έκπληξη·
- βρίσκομαι προ εκπλήξεως, μου τυχαίνει ξαφνικά κάποιο ευχάριστο ή δυσάρεστο γεγονός, που δεν το περιμένω, που δε φαντάζομαι πως μπορεί να μου συμβεί: «βρέθηκα προ εκπλήξεως με την άψογη συμπεριφορά αυτού του παιδιού, που εσείς αποκαλείτε αλήτη || πρέπει να ’χεις πάντα μερικά χρήματα στην άκρη, για να μη βρεθείς προ εκπλήξεως, αν σου τύχει ξαφνικά κάποια δυσκολία».