Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
έκδοση
έκδοση, η, ουσ. [<αρχ. ἔκδοσις], η έκδοση· η εκδοχή: «ο τάδε μας είπε πώς έγιναν τα πράγματα, αλλά θέλω ν’ ακούσω και τη δική σου έκδοση».
έκδοση, η, ουσ. [<αρχ. ἔκδοσις], η έκδοση· η εκδοχή: «ο τάδε μας είπε πώς έγιναν τα πράγματα, αλλά θέλω ν’ ακούσω και τη δική σου έκδοση».