Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
έγνοια

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

έγνοια κ. έννοια, η, ουσ. [<αρχ. ἔννοια] η έγνοια· ο μπελάς, η σκοτούρα: «σήμερα οι ζωή μας είναι όλο έγνοιες»· βλ. και λ. έννοια·
- άλλη έγνοια δεν είχα! ή άλλη έγνοια δεν έχω! ή άλλη έγνοια δεν είχαμε! ή άλλη έγνοια δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, θα πας στην αποθήκη να καταμετρήσεις το εμπόρευμα που έχει απομείνει. -Άλλη έγνοια δεν είχαμε! Εδώ δεν προλαβαίνω να στείλω τις παραγγελίες || το βράδυ πρέπει να πάμε στον τάδε που γιορτάζει. -Άλλη έγνοια δεν είχαμε!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «αν χρειαστώ τίποτα λεφτά, θα ’ρθω να μου τα δώσεις, έτσι; -Άλλη έγνοια δεν είχα! || μην ξεχάσεις, καθώς θα επιστρέφεις απ’ το Παρίσι, να μου φέρεις και το άρωμα που σου ζήτησα. -Άλλη έγνοια δεν έχω!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! βλ. λ. σκασίλα·
- βάζω έγνοια, βασανίζω τη σκέψη μου, στενοχωριέμαι: «είναι τόσο καλός άνθρωπος, που βάζει έγνοια για τον καθένα»·
- βάζω έγνοιες στο κεφάλι μου, φορτώνομαι με σκοτούρες, με στενοχώριες: «δε θα βάζω εγώ συνέχεια έγνοιες στο κεφάλι μου για δικές σας ανοησίες»·
- έχω την έγνοια του, είμαι επιφορτισμένος με τη φροντίδα του: «είναι μόνο του το παιδί στο σπίτι κι έχω την έγνοια του»·
- κι είχα μια έγνοια! ή κι έχω μια έγνοια! ή κι είχαμε μια έγνοια! ή κι έχουμε μια έγνοια! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «ο τάδε είναι πολύ απελπισμένος. -Κι είχα μια έγνοια!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- με γονάτισαν οι έγνοιες, με εξάντλησαν, με κατέβαλαν: «έχω μεγάλη οικογένεια και με γονάτισαν οι έγνοιες, γιατί ο καθένας μας έχει και το δικό του πρόβλημα»·
- με τρώνε οι έγνοιες, έχω πολλές σκοτούρες, πολλές στενοχώριες: «έχω πολλά προβλήματα στη δουλειά μου, γι’ αυτό με τρώνε οι έγνοιες»·
- με τσάκισαν οι έγνοιες, βλ. φρ. με γονάτισαν οι έγνοιες·
- την έγνοια σου είχα! ή την έγνοια σου έχω! ή την έγνοια σου είχαμε! βλ. φρ. άλλη έγνοια δεν είχα(!)·
- το ’χω έγνοια, ανησυχώ για κάτι, για την έκβαση που θα έχει μια δουλειά ή μια υπόθεση: «πάρκαρα τ’ αυτοκίνητό μου σ’ ένα απόμερο στενό και το ’χω έγνοια || αύριο βγαίνει η απόφαση του δικαστηρίου και το ’χω έγνοια»· 
- τον έχω έγνοια, ανησυχώ για το τι θα κάνει στη ζωή του, ανησυχώ για την τύχη του: «ένα γιο έχω γι’ αυτό τον έχω μεγάλη έγνοια».

σκασίλα

σκασίλα, η, ουσ. [<σκάση <μτγν. σχάσις <σχάζω + κατάλ. -ίλα], μεγάλη στενοχώρια, μεγάλη ψυχική δυσφορία: «έχει τέτοια σκασίλα, που δε μιλιέται»·
- άλλη σκασίλα δεν είχα! ή άλλη σκασίλα δεν έχω! ή άλλη σκασίλα δεν είχαμε! ή άλλη σκασίλα δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν πως είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, θέλω να καταμετρήσεις κι αυτό το εμπόρευμα. -Άλλη σκασίλα δεν είχα! Εγώ έχω να στείλω ακόμη πέντε παραγγελίες || πρέπει να βοηθήσουμε τον τάδε στη μετακόμιση που θα κάνει. -Άλλη σκασίλα δεν είχαμε! Μια Κυριακή έχω για ξεκούραση». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα ’ρθεις να βάλεις ένα χεράκι στη μετακόμιση που θα κάνω αύριο; -Άλλη σκασίλα δεν είχα! || όπως θα επιστρέφεις, θα μου φέρεις και το πράγμα που σου ζήτησα; -Άλλη σκασίλα δεν είχαμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Συνών. άλλη δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν είχαμε! ή άλλη δουλειά δεν έχουμε! / άλλη έγνοια δεν είχα! ή άλλη έγνοια δεν έχω! ή άλλη έγνοια δεν είχαμε! ή άλλη έγνοια δεν έχουμε! / άλλη όρεξη δεν είχα! ή άλλη όρεξη δεν έχω! ή άλλη όρεξη δεν είχαμε! ή άλλη όρεξη δεν έχουμε! / άλλη σκοτούρα δεν είχα! ή άλλη σκοτούρα δεν έχω! ή άλλη σκοτούρα δεν είχαμε! ή άλλη σκοτούρα δεν έχουμε! / άλλη στεναχώρια δεν είχα! ή άλλη στεναχώρια δεν έχω! ή άλλη στεναχώρια δεν είχαμε! ή άλλη στεναχώρια δεν έχουμε! / άλλη φαγούρα δεν είχα! ή άλλη φαγούρα δεν έχω! ή άλλη φαγούρα δεν είχαμε! ή άλλη φαγούρα δεν έχουμε! / άλλο ντέρτι δεν είχα! ή άλλο ντέρτι δεν έχω! ή άλλο ντέρτι δεν είχαμε! ή άλλο ντέρτι δεν έχουμε! / άλλο σεβντά δεν είχα! ή άλλο σεβντά δεν έχω! ή άλλο σεβντά δεν είχαμε! ή άλλο σεβντά δεν έχουμε! / άλλον γκαϊλέ δεν είχα! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχω! ή άλλον γκαϊλέ δεν είχαμε! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχουμε! / άλλον καημό δεν είχα! ή άλλον καημό δεν έχω! ή άλλον καημό δεν είχαμε! ή άλλον καημό δεν έχουμε! / άλλον νταλκά δεν είχα! ή άλλον νταλκά δεν έχω! ή άλλον νταλκά δεν είχαμε! ή άλλον νταλγκά δεν έχουμε(!)·
- κι είχα μια σκασίλα! ή κι έχω μια σκασίλα! ή κι είχαμε μια σκασίλα! ή κι έχουμε μια σκασίλα! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν έρθει μέσα σε πέντε λεπτά, εγώ θα σηκωθώ και θα φύγω. -Κι είχα μια σκασίλα!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Συνών. κι είχα ένα ντέρτι! ή κι έχω ένα ντέρτι! ή κι είχαμε ένα ντέρτι! ή κι έχουμε ένα ντέρτι! / κι είχα ένα σεβντά! ή κι έχω ένα σεβντά! ή κι είχαμε ένα σεβντά! ή κι έχουμε ένα σεβντά! / κι είχα έναν γκαϊλέ! ή κι έχω έναν γκαϊλέ! ή κι είχαμε έναν γκαϊλέ! ή κι έχουμε έναν γκαϊλέ! / κι είχα έναν καημό! ή κι έχω έναν καημό! ή κι είχαμε έναν καημό! ή κι έχουμε έναν καημό! / κι είχα έναν νταλκά! ή κι έχω έναν νταλκά! ή κι είχαμε έναν νταλκά! ή κι έχουμε έναν νταλκά! / κι είχα μια έγνοια! ή κι έχω μια έγνοια! ή κι είχαμε μια έγνοια! ή κι έχουμε μια έγνοια! / κι είχα μια καΐλα! ή κι έχω μια καΐλα! ή κι είχαμε μια καΐλα! ή κι έχουμε μια καΐλα! / κι είχα μια όρεξη! ή κι έχω μια όρεξη! ή κι είχαμε μια όρεξη! ή κι έχουμε μια όρεξη! / κι είχα μια σκορδοκαΐλα ή κι έχω μια σκορδοκαΐλα! ή κι είχαμε μια σκορδοκαΐλα! ή κι έχουμε μια σκορδοκαΐλα! / κι είχα μια σκοτούρα! ή κι έχω μια σκοτούρα! ή κι είχαμε μια σκοτούρα! ή κι έχουμε μια σκοτούρα! / κι είχα μια στεναχώρια! ή κι έχω μια στεναχώρια! ή κι είχα μια στεναχώρια! ή κι έχουμε μια στενοχώρια! / κι είχα μια φαγούρα! ή κι έχω μια φαγούρα! ή κι είχαμε μια φαγούρα! ή κι έχουμε μια φαγούρα(!)·
- μεγάλη μας σκασίλα! ή σκασίλα μας μεγάλη! ή μεγάλη μου σκασίλα! ή σκασίλα μου μεγάλη! έκφραση αδιαφορίας για κάποιον ή για κάτι: «μεγάλη μου σκασίλα αν έρθει ο τάδε!». (Τραγούδι: και δε πά’ να… η κοινωνία η ξεφτίλα κι ούτε που θα… εγώ… μεγάλη μου σκασίλα). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·  
- σκασίλα! ή σκασίλα μου! ή σκασίλα μας! βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα(!). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι! ή σκασίλα μας μεγάλη και δέκα παπαγάλοι! έκφραση τέλειας αδιαφορίας, όταν κάποιος μας αποκλείει από κάποια διαδικασία ή μας αρνείται κάτι: «αν έχεις και τον τάδε μαζί σου, δε θα σ’ αφήσουμε να πάρεις μέρος στη συνεδρίαση. -Σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι! || αν θα ’ναι κι ο τάδε μαζί σου στη συγκέντρωση, εγώ δε θα ’ρθω. -Σκασίλα μας μεγάλη και δέκα παπαγάλοι!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- σκασίλα μου μικρή και δέκα ποντικοί! ή σκασίλα μας μικρή και δέκα ποντικοί! δίνεται ως ειρωνική απάντηση στο σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι! που μας απευθύνει κάποιος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το κι εμένα. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- σκασίλα που την έχω! ή σκασίλα που την είχαμε! δε με νοιάζει, αδιαφορώ τελείως: «όπως πάει ο τάδε θα χρεοκοπήσει. -Σκασίλα που την έχω!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.