Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άφρα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

άφρα, η, ουσ. [<αφρός], (στη γλώσσα της αργκό) η κλεψιά, η διάρρηξη, η λωποδυσία: «ζει από την άφρα»·
- παιδιά της άφρας, γενικά οι κλέφτες, οι διαρρήκτες, οι λωποδύτες: «όποιος έμπλεξε με τα παιδιά της άφρας, δεν είχε καλό τέλος».