Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άφαντος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

άφαντος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ἄφαντος], άφαντος·
- έγινε άφαντο, (για πράγματα) εξαφανίστηκε, χάθηκε, ιδίως κλάπηκε: «άφησα το δεματάκι πάνω στο τραπέζι και, μέχρι να γυρίσω να πάρω, έγινε άφαντο»·
- έγινε άφαντος, εξαφανίστηκε αστραπιαία και χωρίς να γίνει αντιληπτός: «μόλις είδε τους μπάτσους να ’ρχονται, έγινε άφαντος»·
- είναι άφαντος, δεν εμφανίζεται πια στα γνωστά στέκια της παρέας και δεν ξέρει κανείς πού βρίσκεται: «τον τελευταίο καιρό είναι άφαντος και δεν ξέρουμε τι να υποθέσουμε».